«Πώς ζει κανείς με έναν αριθμό στο μπράτσο μετά τον πόλεμο; Διάφοροι άνθρωποι έζησαν ανάμεσά μας με διαφορετικό τρόπο αυτό το ορατό, αδιάψευστο, χειροπιαστό και ανεξίτηλο σημάδι των μαρτυρίων του παρελθόντος. Κάποιοι θέλησαν αργά ή γρήγορα να το σβήσουν, να το κάψουν, ή να ζητήσουν την αφαίρεσή του με πλαστική χειρουργική επέμβαση. Άλλοι το έκρυβαν πάντα, ή κατά περίσταση, με κάποια ντροπή. Άλλοι το επιδείκνυαν με θυμό, με οδύνη, χωρίς ντροπή. Πόσοι γύρω τους το αναγνώριζαν; Πόσα παιδάκια απόρησαν; Πόσα εγγόνια πείστηκαν για λίγο ότι ήταν ο αριθμός τηλεφώνου του παππού; Πόσα δάχτυλα χάιδεψαν ένα χέρι σε αυτό ακριβώς το σημείο; Πόσους τέτοιους αριθμούς έχω δει, τα καλοκαίρια, σε άνδρες που φορούσαν κοντομάνικα πουκάμισα, σε γυναίκες με ελαφρά αμάνικα φορέματα; Πώς έζησε η Λούνα με τον δικό της αριθμό 40077;»
Ο σκηνοθέτης Δαμιανός Κωνσταντινίδης και οι τέσσερεις ηθοποιοί του -Ελένη Μακίσογλου, Αντιγόνη Μπάρμπα, Σωτήρης Ρουμελιώτης, Γιάννης Μονοκρούσος- ξαναφέρνουν στην επιφάνεια την ιστορία της Λούνας, μιας φτωχής Εβραίας ράφτρας που επέστρεψε στη γενέτειρά της μετά τα στρατόπεδα κατοχής. Το υλικό αντλείται από το βραβευμένο ομότιτλο δοκίμιο ιστορικής βιογραφίας της Ρίκας Μπενβενίστε.
Το λεωφορείο, διατρέχοντας την πόλη από τα ανατολικά προς τα δυτικά, τερματίζει στην οδό Ζεφύρων. Εκεί παρουσιάζεται η τελευταία σκηνή- έκπληξη του έργου.
Η πόλη είναι η άλλη μεγάλη πρωταγωνίστρια.Τι θυμάται και τι θέλει να ξεχάσει από το παρελθόν της; Και η βία που διαποτίζει σήμερα τους δρόμους και τις γειτονιές της, τι σχέση έχει με τη βία της εκτόπισης και του ολοκαυτώματος;
Από το Βαφοπούλειο στο λεωφορείο με συνοδεία μουσικής. Η μουσική ταξιδεύει, αναζωογονεί, εμπνέει, ηρεμεί, συγκινεί, δυναμώνει. Η μουσική είναι γλώσσα που ενώνει τον κόσμο. Είναι ένας τρόπος να συνομιλούμε μεταξύ μας οι άνθρωποι, να εκφράζουμε σκέψεις και συναισθήματα και, εν προκειμένω, γίνονται οι νότες εισιτήριο στο ταξίδι που μας χαρίζει η Λούνα– Μακίσογλου, με όχημα τις ιστορίες της σε πρωτοπρόσωπη ανεπιτήδευτη αφήγηση, πάνω σε τροχούς ενός λεωφορείου και με οδηγό τον έμπειρο σκηνοθέτη Δαμιανό Κωνσταντινίδη.
Η λυρική τραγουδίστρια Ελιόνα – Ελένη Σινιάρη μεγεθύνει τη μέθεξη με την έξοχη φωνή της. Μας υποδέχεται με χαρούμενα εβραϊκά τραγούδια, διανθίζει τη διαδρομή του λεωφορείου μέσα στα ανάκατα χρόνια με θρήνους και μοιρολόγια, ανάλογα την περιπέτεια που οι εξαιρετικοί αφηγητές: Αντιγόνη Μπάρμπα, Σωτήρης Ρουμελιώτης, Γιάννης Μονοκρούσος, μοιράζουν στο κοινό με λόγια και φωτογραφίες. Στον τελευταίο σταθμό η μουσική κομπανία κλείνει το χρονικό και πάλι με χαρούμενα τραγούδια, όπως στην αρχή του κύκλου.
Στην ιδιαίτερη αφηγηματική παράσταση, η βιογραφία της Λούνας στρώνει δρόμους στη μνήμη, για να ξαναφέρουμε τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης στην πόλη τους, τη Shoah, την ένδεια και τα ανάποδα μεταπολεμικά χρόνια. Επειδή ήταν φτωχή, αγράμματη και γυναίκα, τα ίχνη της εύκολα χάνονταν ανάμεσα στους αφανείς της πορείας της. Αρχειακά τεκμήρια, καταγεγραμμένες μαρτυρίες, φωτογραφίες και προσωπικές αναμνήσεις συναρμόζονται, ως ισότιμες «πηγές», που καλούν σε ίση κριτική διάθεση.
Εισβάλλουμε στον κόσμο και στη μοίρα των αφανών με λέξεις που δεν είναι δικές τους, γιατί τα λόγια τους δεν ακούστηκαν αλλά αγνοήθηκαν ή λησμονήθηκαν. Ακολουθούμε τα ίχνη ενός βίου που δέθηκε με τις περιπέτειες του 20ού αιώνα, διατρέχοντας τους τόπους απ’ όπου πέρασε η Λούνα, εκείνους που κατοίκησε. Τα ίχνη της αναζητούνται σε κτίρια, οικοδομές, τοπία της πόλης.
Η βιογραφία της ανασυντίθεται μέσα από τα λιγοστά χνάρια που άφησε αυτή η γυναίκα, όπως η δικαστική κατάθεσή της, η ταυτότητά της ως μέλους της Ένωσης Ομήρων, οι φωτογραφίες, ο φάκελός της στη Γενική Επιτροπή Περίθαλψης, αλλά και από τις προσωπικές αναμνήσεις της συγγραφέως.
Όλα αυτά αποκτούν το νόημά τους εξαιτίας της σχέση τους με ένα ευρύ φάσμα πηγών. Η ερμηνεία προκύπτει από την ισότιμη αντιμετώπιση των πηγών –χαρακτηριστικό της μικροϊστορίας– η οποία φωτίζει μέσα από τη σχέση των συμφραζομένων (πολιτικών, κοινωνικοοικονομικών, πολιτισμικών) με τη μαρτυρία της Λούνας, το πώς βιώθηκε η επιστροφή των επιζώντων από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, σε μια άδεια από Εβραίους αλλά και σε μια εχθρική Θεσσαλονίκη.
Η αφήγηση οργανώνεται με βάση τους τόπους από τους οποίους πέρασε η Λούνα αρχικά προπολεμικά και κατά τη διάρκεια του πολέμου: το Συνοικισμό 151 –μια από τις αμιγώς εβραϊκές γειτονιές της Θεσσαλονίκης–, το Ρεζή Βαρδάρ, το συνοικισμό του Βαρόνου Χιρς, από τον οποίο εκτοπίστηκε με τον σύζυγό της, Σαμ, στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου στις 27 Μαρτίου 1943.
Στο κεφάλαιο για το Άουσβιτς, το οποίο διερευνά την εμπειρία όσων υπέστησαν τα ναζιστικά πειράματα στο Μπλοκ 10 του στρατοπέδου, το ερώτημα «Πώς ζει κανείς με έναν αριθμό στο μπράτσο μετά τον πόλεμο;» μας υπενθυμίζει τη διαρκή προσπάθεια της ιστορικού να δει με τα μάτια θυμάτων την εμπειρία των βασανιστηρίων και του εγκλεισμού στο στρατόπεδο εξόντωσης και, ταυτόχρονα, τη ριζική διαφορά που χωρίζει τους ανθρώπους της μετά τη Shoah εποχής, από όσους και όσες βίωσαν τη φρίκη.
Η Λούνα, «δοκίμιο ιστορικής βιογραφίας» της Ρίκας Μπενβενίστε, αφορά ένα πραγματικό πρόσωπο, μια μακρινή συγγενή της συγγραφέως. Καλύπτει όλο σχεδόν τον 20ο αιώνα, από τη γέννησή της το 1910 στη Θεσσαλονίκη, έως τον θάνατό της το 1998, εστιάζοντας κυρίως στη μεταπολεμική περίοδο, όπου είναι ακόμη ορατές οι ολέθριες συνέπειες της ναζιστικής κυριαρχίας.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις το 2017. Απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Μαρτυρίας και το βραβείο του Νίκου Θέμελη.
Σημείωμα σκηνοθέτη
«Η Ελένη Μακίσογλου είναι η Λούνα. Κουβαλάει μνήμες από μια άλλη Θεσσαλονίκη, τη μεταπολεμική, τη μετεμφυλιακή. Και κουβαλάει 60 χρόνια θεατρικής ιστορίας αυτής της πόλης. Μαθήτρια και ηθοποιός του Ζήσου Χαρατσάρη, ιδρυτικό μέλος του ΦΟΘΚ και του –ιστορικού πλέον- Θεατρικού Εργαστηριού, ηθοποιός για πολλά χρόνια στο Κ.Θ.Β.Ε. Μαζί της η Αντιγόνη Μπάρμπα, ο Αλέξης Κότσυφας, ο Σωτήρης Ρουμελιώτης, τρεις νεότεροι ηθοποιοί, που αφηγούνται τη ζωή της Λούνας.
Έτσι, παράλληλα με έναν «υπόγειο» διάλογο που αναπτύσσεται στη διάρκεια της δράσης και αφορά το παρελθόν της Θεσσαλονίκης και το παρόν της, αναπτύσσεται και ένας δεύτερος, που αφορά το θέατρο αυτής της πόλης.
Στη Λούνα συνυπάρχουν και συνομιλούν διαφορετικές θεατρικές γενιές, καθώς και διαφορετικοί θεατρικοί τρόποι, διαφορετικές θεατρικές εκφράσεις. Χωρίς ποτέ να ακυρώνει η μια την άλλη. Αλλά υποδεχόμενη η μια την άλλη. Και αγκαλιάζοντάς την.»
Δαμιανός Κωνσταντινίδης.
Η ιστορία της Λούνας είναι η ιστορία των αφανών, η ιστορία που ο κανόνας έχει περιθωριοποιήσει και την οποία φέρνει στο προσκήνιο η αφήγηση της ιστορικού Μπενβενίστε, προκαλώντας ρωγμή στον κανόνα και υπονομεύοντάς τον.
Στόχος της μικροϊστορίας, άλλωστε, είναι να προκαλέσει ρωγμές σε μια υποτιθέμενη ομοιογενοποιημένη εμπειρία που συνιστά τον κανόνα.
Η συγγραφέας είχεδηλώσει για το βιβλίο «Λούνα», όταν βραβεύτηκε με το βραβείο «Νίκου Θέμελη»: «Από μια άποψη, το εγχείρημα της συγγραφής ήταν εξαρχής –εν μέρει τουλάχιστον- καταδικασμένο: Κανείς δεν θα ξέρει ποτέ πώς ένιωθε η Λούνα, μια αφανής επιζήσασα. Δεν παραδόθηκα σε τούτη την αυτόδηλη διαπίστωση. Οι νεκροί ζουν μονάχα με τη ζωή που τους αποδίδουν οι ζωντανοί. Όταν η ιστορική αφήγηση δεν προϋποθέτει μια δήθεν γνωστή ιστορία, όταν προσπαθεί να δώσει συνοχή και ολότητα στα αποσπάσματα και στα απομεινάρια της ζωής, τότε μπορεί να αποκτήσει στοχαστική λειτουργία».
Ο σκηνοθέτης Δαμιανός Κωνσταντινίδης αυτό ακριβώς έκαμε. Θέλησε κι έδωσε στοχαστική λειτουργία στη δραματοποίηση των βιογραφικών στοιχείων της ηρωίδας. Καταρχάς βάζει τη σπουδαία ηθοποιό Ελένη Μακίσογλου να γίνει η Λούνα μέσα σ’ ένα λεωφορείο, ανάμεσα σε πολίτες- συνεπιβάτες της. Κυλάει η βιωματική της ιστορία, το λεωφορείο διασχίζει κομβικά σημεία της ζήσης της στη Θεσσαλονίκη, οι συνοδοιπόροι θεατές αρχικά είναι παθητικοί δέκτες, αλλά πολύ γρήγορα μετατρέπονται σε μύστες μιας τελετουργίας.
Η θεατρική πράξη συνιστά τελετουργία – κατά τον σπουδαίο καθηγητή θεατρικών σπουδών Βάλτερ Πούχνερ- και οι τελετουργίες δεν εξηγούνται με τη λογική. Οι τελετουργίες μόνον τελούνται.
Στη θεατρική πράξη συντελείται μία ανθρωποθυσία. Ο ηθοποιός θυσιάζεται, «σφαγιάζεται» στον βωμό του ήρωα τον οποίον ερμηνεύει. Ακούγεται υπερβολικό, αλλά αυτό συμβαίνει μπροστά στα μάτια των θεατών που παρακολουθούν μεν, μετέχουν δε στο τελετουργικό θυσίας της Μακίσογλου, ιδίως στο τελευταίο μέρος.
Στη συγκεκριμένη διασκευή – σύνθεση κειμένου της παράστασης του Δαμιανού Κωνσταντινίδη, ο ορθολογισμός δεν κυβερνάει. Στον ορθολογισμό τα όρια της αλήθειας είναι κοινά. Ταυτίζονται με τα όρια που θέτει η λογική απόδειξη. Στα έργα σαν κι αυτό η μεγάλη τους αλήθεια δεν αποδεικνύεται, μόνο δείχνεται.
Στο λεωφορείο της διαδρομής της Λούνας θριαμβικά εμφανίζεται το διασκευασμένο κείμενο και μαζί του ο θεατής δε συνευρίσκεται ανώδυνα. Καθίσταται συμμέτοχος – συνένοχος. Εδώ συνυπάρχουν ο μοντερνισμός, ο υπερρεαλισμός, το παράλογο, η εκτροπή από την καθεστηκυία θεατρική μορφή, η αλλαγή δηλαδή στη γεωμετρία της φόρμας. Συνυπάρχει το μυστηριώδες και το τρομώδες χιούμορ , η αγωνία και οι εφιάλτες της ηρωίδας, οι χαρακτήρες που συναλλάσσονται μαζί της, οι μουσικές που την τυλίγουν.
Αυτό που είναι άξιο αναφοράς, είναι ο συνειρμός που κάνει ο θεατής- επιβάτης, καθώς φέρνει σε παράλληλη διαδρομή των Εβραίων θυμάτων του Ναζισμού, την αντιστροφή του ρόλου του σημερινού ηγέτη των Ισραηλινών, ο οποίος θάβει το παρελθόν στη φρίκη του παρόντος πολέμου, με τα χιλιάδες αθώα θύματα.
Ένας περιοδεύων θίασος εξαιρετικών καλλιτεχνών στο λεωφορείο, που σηματοδοτούν κρίσιμες καμπές, οριακές περιόδους, θεατρικά, μουσικά ιντερμέδια, αλλά και αποτελούν συνδετικούς κρίκους θέματος και θεάματος είναι μαζί με τη Λούνα και μαζί μας. Τους αναφέρω και πάλι : Γιάννης Μονοκρούσος, Ανδρομάχη Μπάρδη, Σωτήρης Ρουμελιώτης, η Ελιόνα – Ελένη Σινιάρηστο τραγούδι και οι μουσικοί Λυδία Ανεστοπούλου και Αναστάσης Κατσαρός.
Ο τερματισμός της περιήγησης, της αφήγησης, της περιπέτειας, της αναδρομής και εγκεφαλικά αναβίωσης με λόγια και εικόνες, με καταθέσεις ψυχής και μουσικές ταξιδιάρικες των πέτρινων χρόνων, σε μια αυλή πέτρινη από τείχη Βυζαντινά. Ευτυχής κατάληξη.
Μια τέτοια περιθωριακή ιστορία, όπως αυτή της Λούνα, μάς βοηθάει να κατανοήσουμε παρόμοιες που έχουν εξοβελιστεί από την κυρίαρχη αφήγηση. Το πένθος, η μελαγχολία, ο θρήνος, η θλίψη, η μοναξιά ήταν δυνατές εμπειρίες στη ζωή αυτών που φαίνονταν ότι είχαν προσχωρήσει σε μια κανονικότητα. Κάτω από την εικόνα της επιτυχίας υπήρχε ο «πλανήτης Άουσβιτς». Ζούσαν δίπλα σ’ αυτόν, στοιχειωμένοι από τις εμπειρίες του διωγμού και του στρατοπέδου, καταβεβλημένοι από το πένθος για το χαμό των δικών τους. Το μήνυμα οπτικοποιείται κι ισχυροποιείται μέσα από τις φωτογραφίες που μοιράζουν οι ηθοποιοί.
Η τάση, ωστόσο, για επιστροφή σε μια θετικιστική ιστορία, η οποία μελετά το διωγμό των Εβραίων από τη σκοπιά των Αρχών Κατοχής και των συνεργατών τους, ενέχει πάντοτε τον κίνδυνο να υιοθετήσουμε την οπτική του θύτη. Από μια τέτοια ματιά μάς απομακρύνει ο σκηνοθέτης, συνυφαίνοντας την ιστορία της Λούνας με τη συλλογική εμπειρία και την ιστορία των μεταπολεμικών χρόνων.
Το λεωφορείο δεν εξυπηρετεί μόνο την παράσταση ως σκηνή και όχημα μεταφοράς στους τόπους όπου έζησε και κινήθηκε η ηρωίδα του έργου, αλλά ικανοποιεί και μια προσωπική ανάγκη του ίδιου του σκηνοθέτη να γνωρίσει καλύτερα την πόλη, η οποία τον φιλοξένησε ως φοιτητή και στην οποία επέστρεψε, ύστερα από πολλά χρόνια απουσίας, για εργασιακούς λόγους.
«Δεν είμαι από τη Θεσσαλονίκη, έκανα τις σπουδές μου εδώ, μετά έφυγα για πολλά χρόνια κι όταν επέστρεψα έμεινα στη Θεσσαλονίκη για τη δουλειά μου. Κατά έναν τρόπο είναι μια πόλη που μισογνωρίζω ή μάλλον αλλιώς τη γνώριζα ως φοιτητής, αλλιώς τώρα. Και ήθελα να τη γνωρίσω καλύτερα. Πιθανόν να οφείλεται και σ’ αυτό μια τέτοια επιλογή. Δηλαδή, κάθε τι που διαλέγουμε δεν είναι ένας μόνο ο λόγος. Τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα συνήθως. Είναι περίεργες οι διασυνδέσεις που μπορούν να δημιουργηθούν ανάμεσα στις διάφορες αιτίες ή λόγους που μας οδηγούν κάπου», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης.
11 Σεπτεμβρίου-13 Οκτωβρίου. Μία εμβληματική παράσταση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη. Μια παραγωγή της AngelusNovusσε σκηνοθεσία Δαμιανού Κωνσταντινίδη.Τον σχεδιασμό και την οργάνωση της παραγωγής έχει αναλάβει ηElectra Social Company.
Συνδιοργανωτής είναι το Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Θεσσαλονίκης.
Η δράση δε θα μπορούσε να γίνει χωρίς την πολύτιμη στήριξη και χορηγία της ΚΤΕΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Α.Ε.
Η παραγωγή πραγματοποιείται με την οικονομική στήριξη του Ελληνογερμανικού Ταμείου για το Μέλλον στο πλαίσιο οργάνωσης της 88η Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης.
«Σέρα-Η ψυχή του Πόντου» στο Θέατρο Αντιγόνη Βαλάκου
«Θα σας διηγηθώ την ιστορία του πατέρα μου…γιατί άραγε;»
Η παράσταση “Σέρρα-Η ψυχή του Πόντου“, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Γιάννη Καλπούζου, με την εξαιρετική ερμηνεία της Χρύσας Παπά, συνεχίζει για τρίτη χρονιά και ξεκινάει την Πανελλαδική και Ευρωπαϊκή της περιοδεία, κάνοντας μια στάση στην Καβάλα, στο Θέατρο Αντιγόνη Βαλάκου, την Παρασκευή 11 καιτο Σάββατο 12 Οκτωβρίου στις 21.00 και την Κυριακή 13 Οκτωβρίου στις 19.00.
Η μεγάλη καλλιτεχνική επιτυχία με τα συνεχόμενα sold out των δυο τελευταίων ετών, το «Σέρρα» υμνήθηκε από κοινό και κριτικούς, στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, σε μεγάλες πόλεις της Ελλάδας καθώς και στο Βερολίνο της Γερμανίας, με το κοινό να γεμίζει τις θεατρικές αίθουσες όπου και αν παρουσιάστηκε.
Μια θεατρική εμπειρία που συνεπαίρνει τον θεατή σε ένα μοναδικό ταξίδι, απ’ όπου και αν κατάγεται.
Μία ηθοποιός. 12 ρόλοι.
Η Λεμονιά παρουσιάζεται στο κοινό για να αφηγηθεί την ιστορία του πατέρα της, του Γαληνού Φιλονίδη. Μια ιστορία που ξεκινάει το 1915 και ολοκληρώνεται το 1962, στην Τραπεζούντα και άλλες περιοχές του Πόντου, στην Αμπχαζία και στο Καζακστάν.
Ο Γαληνός διχάζεται ανάμεσα σε δυο γυναίκες, δοκιμάζονται οι ηθικές του αρχές κι έρχεται αντιμέτωπος με τις τρικυμίες της ψυχής, αλλά και με την αγριότητα των εκτοπισμών και των διώξεων εκείνης της περιόδου, ενώ στο πρόσωπο του και στην πορεία του αντανακλούν τα δεινά των Ελλήνων του Πόντου και των Αρμενίων.
Ένα έργο γεμάτο έρωτα, μυστήριο, ραδιουργίες, τρυφερότητα, αγάπη, εξαθλίωση και αξιοπρέπεια. Ένα ταξίδι που γράφει η ζωή, που φαντάζει με τις φλόγες του χορού της φωτιάς, του χορού Σέρρα.
Συντελεστές
Συγγραφέας και θεατρική διασκευή: Γιάννης Καλπούζος
Σκηνοθεσία: Σωτήρης Χατζάκης
Φωτισμοί: Αντώνης Παναγιωτόπουλος
Σύνθεση-Μουσική Επιμέλεια: Ματθαίος Τσαχουρίδης
Σκηνικά-Κοστούμια: Έρση Δρίνη
Χοροδιδασκαλία: Στέφανος Σιδηρόπουλος
Φωτογραφία αφίσας: Πάνος Βλασόπουλος
Φωτογραφίες παράστασης: Αγγελική Κοκκοβέ
Γραφιστική επιμέλεια-Video Editing: Μαίρη Μούσα
Προβολή-Δημόσιες Σχέσεις: Παναγιώτης Φανταγμάς
Παραγωγή: Sifa Production
Ερμηνεύει
η Χρύσα Παπά
Trailer:
Τιμές εισιτηρίων:
15 € Γενική Είσοδος,
12 € Μαθητικό – Φοιτητικό-Ανέργων-ΑΜΕΑ (με την επίδειξη των αντίστοιχων δικαιολογητικών κατά την είσοδο)
«Το μπουφάν της Χάρλεϋ ή πάλι καλά» του Βασίλη Κατσικονούρη
«Μια γυναίκα, νύχτα, έξω από το κουβούκλιο του φρουρού στον Άγνωστο Στρατιώτη, στην Πλατεία του Συντάγματος…»
Μια Ελληνίδα μάνα, γνώριμη και συγκινητική…
Μια νέα γενιά που πάντα θα επαναστατεί και πάντα πρέπει να ακούμε…
Το αριστουργηματικό κείμενο του Βασίλη Κατσικονούρη μετά την καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, την Κρήτη, την Πάτρα, τον Βόλο, τη Δράμα, ζωντανεύει και πάλι στην σκηνή στο Κινηματοθέατρο Απόλλων στις 2 Νοεμβρίου και ώρα 21.00 με την Μαριάννα Τουμασάτου και την σκηνοθετική καθοδήγηση του Αλέξανδρου Σταύρου.
Μια ιδιαίτερα συγκινητικά αφήγηση, μια μοναδική θεατρική εμπειρία που μας θυμίζει ότι κάθε εποχή έχει τις δικές της ανάγκες και οι νέοι θα χρειάζονται πάντα κάποιον να τους στηρίξει για να πετάνε ελεύθεροι προς το μέλλον τους, χωρίς να κινδυνέψουν και να χαθούν.
Ένας μονόλογος – κλαυσίγελος μιας γυναίκας στο μεταίχμιο μεταξύ σκληρότητας και τρυφερότητας, σοφίας και τρέλας, κωμικότητας και τραγικότητας. Μιλάει στον εύζωνα γιό της που φυλάει σκοπιά στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Απέναντι της αυτός, θέλει δε θέλει θα την ακούσει, παλιά όταν του μιλούσε η μάνα του έφευγε, τώρα είναι ανυπεράσπιστος μπροστά της.
Ανυπεράσπιστη κι αυτή, μόνο μία ομπρέλα έχει να κρύβεται από κάτω της σαν σε καταφύγιο από την πραγματικότητα. Κι όταν η πραγματικότητα δεν της ταιριάζει η ομπρέλα της τη σώζει πάλι όπως τον ακροβάτη που σχοινοβατεί. Για να συνεχίζει να ισορροπεί ξανά πάνω στο μεταίχμιο της. Στην οδυνηρή κόψη του «Πάλι καλά», ένα σχοινί πάνω στο οποίο μετεωριζόμαστε όλοι μας και κάθε μέρα.
Σε αυτόν το ρόλο ακροβατεί ερμηνευτικά η Μαριάννα Τουμασάτου. Πηγαίνει κι έρχεται στις δύο άκρες του σχοινιού πότε σαν μητέρα, πότε σαν κορίτσι. Γιατί μόνο αν πλησιάσουμε στην απόλυτη και ανιδιοτελή αγάπη, θα μπορέσουμε να ισορροπήσουμε ανάμεσα στη ζωή και σε όσα αυτή μας επιφυλάσσει.
«SENSO» του Camillo Boito στο Θέατρο Τ (30 Σεπ – 29 Οκτ) σε εμπνευσμένη σκηνοθεσία Σωτήρη Ρουμελιώτη
ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ
«Μισώ τον νατουραλισμό στη σκηνή», είχε πει στη συνέντευξη Τύπου που έδωσε ο Μπομπ Ουίλσον πέρυσι στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, προαναγγέλλοντας την παράσταση που θα σκηνοθετούσε: «Τρεις ψηλές γυναίκες» του Έντουαρντ Άλμπι.
«Είμαι εικαστικός καλλιτέχνης, συνεπώς, εκφράζομαι με εικαστικό τρόπο: τη φόρμα, το φως και τον ήχο», σχολίασε τότε.
Στο «SENSO» ο ευφυής νεαρός Σωτήρης Ρουμελιώτης πετυχαίνει ακριβώς αυτό. Να αναδείξει τα σουρεαλιστικά του στοιχεία με τη δική του φόρμα. Τρείς έξυπνες και ικανές γυναίκες ηθοποιοί, οι: Έλμα Βλαστοπούλου, Ζωή Λάη και Δήμητρα Φάκα όφειλαν να μπουν στον κόσμο του Ρουμελιώτη για να υπάρξει παράσταση. Και το έκαμαν με τον καλύτερο τρόπο.
Ο σκηνοθέτης είχε ορίσει τη φόρμα. Πού θα κοιτάνε τα πρόσωπα, πού θα σταθεί το χέρι, πού θα ξαπλώσει το κορμί, πού θα αλλάξει η φωνή, πού και πώς θα κινούνται τα σώματα. Δεν πρότεινε όμως ένα νεκρό πλαίσιο, αλλά μια συνθήκη που πρέπει να τη στεφανώσουνε οι πρωταγωνίστριες με σουρεαλισμό, αλλά και ποίηση. Και αυτό συμβαίνει στη σκηνή του θεάτρου «Τ».
Το έργο και η παράσταση
Το «Senso» διαδραματίζεται στη Βενετία και στην εποχή του Τρίτου Ιταλικού Πολέμου της Ανεξαρτησίας, το 1866. Ηρωίδα του είναι η Λίβια, μια κόμισσα από το Τρέντο, η οποία είναι παντρεμένη αλλά δυστυχισμένη, με έναν αδιάφορο ηλικιωμένο αριστοκράτη και που περιπλανιέται πρόθυμα, αναζητώντας την ικανοποίησή της.
Η ιστορία ξεκινά λίγα χρόνια μετά τον πόλεμο, με τη Λίβια να αναπολεί στα 39α γενέθλιά της την πρώτη της αληθινά παθιασμένη σχέση . Η ονειροπόλησή της μάς μεταφέρει στη Βενετία κατά τη διάρκεια του πολέμου, όπου η Λίβια ερωτεύεται έναν ορμητικό νεαρό υπολοχαγό του αυστριακού στρατού.
Αν και, προφανώς, αυτός τη χρησιμοποιεί για τα χρήματά της και την κοινωνική της θέση, η Λίβια βυθίζεται σε μια υπόθεση πλήρους σεξουαλικής εξάρτησης από τον εραστή της. Τον αφήνει να ξοδεύει ελεύθερα τα χρήματά της, δεν ενδιαφέρεται για το τι πιστεύει η κοινωνία για εκείνη και αγνοεί την αξιολύπητη δειλία του νέου εραστή της, όταν αρνείται να σώσει ένα παιδί που πνίγεται.
Αν και ο πόλεμος απομακρύνει τους εραστές, η Λίβια αισθάνεται την ανάγκη να επισκεφτεί ξανά τον υπολοχαγό. Όταν τον συνοδεύει σε μια άσκηση, εκείνος της ζητά περισσότερα χρήματα για να δωροδοκήσει τους γιατρούς του στρατού, ώστε να αποφύγει το πεδίο της μάχης. Η Λίβια του δίνει με χαρά όλα της τα κοσμήματα. Εκείνος φεύγει για τη Βερόνα.
Τελικά, η λαχτάρα της για τον νεαρό αξιωματικό κάνει τη Λίβια να παραλογίζεται, αλλά το είναι της εκτινάσσεται στα ύψη, όταν φτάνει ένα γράμμα του. Της λέει ότι την αγαπά και ότι τα χρήματά της του επέτρεψαν να αποφύγει κάθε μάχη. Κρατώντας ακόμα το γράμμα του επιβιβάζεται σε μια άμαξα και κατευθύνεται στη Βερόνα για χάρη του.
Βρίσκει την πόλη ερειπωμένη, με νεκρούς και τραυματίες παντού. Η Λίβια δεν πτοείται. Πηγαίνει στο διαμέρισμα που του είχε αγοράσει, όπου τον βρίσκει μεθυσμένο παρέα με μια πόρνη.
Η ταπείνωση κι ο εξευτελισμός που νιώθει μετατρέπουν τον επίμονο πόθο της σε εκδίκηση, όταν θυμάται ότι έχει ακόμα το γράμμα του. Βρίσκει το αρχηγείο του αυστριακού στρατού, όπου κατηγορεί τον άπιστο εραστή της, προσκομίζοντας την απόδειξη της λιποταξίας του σε έναν στρατηγό. Η εκδίκησή της για την αναίσχυντη απιστία του νεαρού αξιωματικού είναι προφανής, ωστόσο τα κίνητρά της δεν του δίνουν καμία άφεση. Το επόμενο πρωί αυτός και οι γιατροί που δωροδόκησε αντιμετωπίζουν το εκτελεστικό απόσπασμα, ενώ παρευρίσκεται και η ίδια στην εκτέλεση.
Σημείωμα Σκηνοθέτη
«Η ιταλική λέξη SENSO σημαίνει αίσθημα, αίσθηση, πάθος. Σημαίνει, όμως, και λογική. Αυτή η οξύμωρη αμφιταλάντευση με γοήτευσε στην ομότιτλη νουβέλα του Camillo Boito, αυτή η δυναμική συνύπαρξη δύο, φαινομενικά, αντίθετων καταστάσεων: να παραδίνεσαι ολοκληρωτικά στην κυριαρχία των αισθημάτων και των αισθήσεων από τη μια και να υποτάσσεις το πάθος σου στην ψυχρή αυστηρότητα της έλλογης σκέψης από την άλλη.
Ένιωσα, λοιπόν, την ανάγκη να ανεβάσουμε επί σκηνής αυτό το έργο του 19ου αιώνα, πιστεύοντας ότι είναι κρίσιμο – σε μια εποχή που οι αισθήσεις και η λογική υποτιμούνται και παραγκωνίζονται – να βυθιστούμε σε έναν έντονο υπαρξιακό στροβιλισμό. Δεν μπορώ να πω αν υπάρχει νικητής – πάθος ή λογική; – και δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Ελπίζω η παράσταση να είναι μια ευκαιρία να αφεθούμε και να παρασυρθούμε από έννοιες, εικόνες, ήχους και συναισθήματα που έχουμε πάψει να τους δίνουμε σημασία, λόγω της σύγχρονης συντριπτικής καθημερινότητας. Επιπλέον, είναι μια προσωπική ωδή στην αβυσσαλέα δύναμη του Έρωτα, μια προσπάθειά μου να σταθώ απέναντί του και να «πιαστούμε στα χέρια», γνωρίζοντας εξαρχής πως θα ηττηθώ. Γιατί ο έρωτας είναι αλύπητος».
Σωτήρης Ρουμελιώτης
Ο σκηνοθέτης είναι και ο δραματουργός του αρχικού κειμένου, ο διασκευαστής κατά μια άλλη έννοια που, ύστερα από μια δεύτερη ανάγνωση-ερμηνεία του λογοτεχνικού έργου, με την αξιοποίηση συγκεκριμένων μετασχηματιστικών τεχνικών και κωδίκων υπερδιόρθωσης (σύμφωνα με τις αρχές που λειτουργούν και διέπουν ένα νέο πολιτισμικό περιβάλλον), καταλήγει στην παραγωγή κάποιου άλλου, μεταγενέστερου κειμένου, το οποίο συνιστά αυτόνομη καλλιτεχνική δημιουργία έντεχνου λόγου, με δικό του «συγγραφέα» και δική του παρουσία στο «σώμα» της σύγχρονης γηγενούς λογοτεχνικής παραγωγής.
Τα δομικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά του πρωτότυπου έργου, όπως ο μύθος και η δράση, η πλοκή και οι δραματικές καταστάσεις, το πλέγμα των αφηγηματικών με τις καθαρά θεατρικές τεχνικές, το αξιακό και εννοιολογικό του σύστημα, συνεχίσουν να αποτελούν τον σταθερό καμβά πάνω στον οποίο αναπτύχθηκε το δευτερογενές κείμενο.
Στην παράσταση, λοιπόν, του θεάτρου «Τ» η σκηνοθεσία εστιάζει στην οπτική της Λίβια αποκλειστικά, εξ αφορμής του μυστικού ημερολογίου της. Περιγράφει ξεκάθαρα τον εγωιστικό της πόθο, τη σεξουαλική της επιθυμία και την ικανοποίηση που νιώθει με τον χαμό του εραστή της.
Κατά συνέπεια, το έντεχνο θεατρικό κείμενο που γράφτηκε με προορισμό να παρασταθεί μπροστά σ’ ένα κοινό ενηλίκων θεατών, όπως το επέβαλλαν οι όροι και οι συνθήκες της εποχής του, αποδίδεται σήμερα σ’ ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον, σ’ ένα κοινό με ιδιαίτερες προσληπτικές δυνατότητες και προσδοκίες. Αυτός είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο η διασκευή του πρωτότυπου, αποτελεί ένα ευαίσθητο εγχείρημα που ξεπερνά κατά πολύ τις παγιωμένες αρχές τις μεταφραστικής λειτουργίας και προεκτείνεται στη διάσταση του εικονοποιημένου συμβολικού λόγου και δικαιώνει τον Σωτήρη Ρουμελιώτη.
Ο ιδιοφυής σκηνοθέτης έχει κατανοήσει ότι σε αντίθεση με τους συγγραφείς παρόμοιων χαρακτήρων όπως η Anna Karenina και η Madame Bovary, ο Camillo Boito παρουσιάζει την ηρωίδα του χωρίς συμπάθεια. Η Λίβια του «Senso» έχει επίγνωση της συμπεριφοράς της και μπορεί να εκτιμήσει τις συνέπειες. Επομένως, συμπεριφέρεται κυνικά, κινείται είτε αδιάφορη είτε αγνοώντας τις «πληγές» που έχει προξενήσει στους άλλους. Είναι έξυπνα αμετανόητη, ενώ αναζητά εγωιστικά ό,τι είναι καλύτερο για τον εαυτό της και μόνο.
Τοποθετημένο στις τελευταίες ημέρες της Αυστριακής κατοχής στην Ιταλία, το 1866, με την επανάσταση να οργανώνεται σαν βόμβα έτοιμη να εκραγεί από στιγμή σε στιγμή, το «Senso» είναι μια πολιτική αλληγορία, ακριβώς επειδή ο σκηνοθέτης αντανακλά το έκρυθμο πολιτικό σκηνικό σε μια μεγάλη ερωτική ιστορία που γεννιέται, ζει, αναπνέει, γιγαντώνεται και πεθαίνει κάτω από το βάρος της απαγόρευσης, των ταξικών ενοχών και των κοσμικών αμαρτιών λες όλου του ανθρώπινου είδους, λες και συνέβη χθες.
Η Λίβια του Ρουμελιώτη, μοιρασμένη σε τρεις εξαιρετικές ηθοποιούς : Έλμα Βλαστοπούλου, Ζωή Λάη και Δήμητρα Φάκα είναι χαμένη στις δικές της σκέψεις, περιφρονώντας παντελώς τον κόσμο, ζει τη ζωή της με την υπέρμετρη ματαιοδοξία, εγωπάθεια, ναρκισσισμό και εγωκεντρισμό που τη διακρίνουν σε όλη την παράσταση. Πιστεύοντας πως δεν είναι δυνατόν να υπάρχει άλλη γυναίκα πιο όμορφη από εκείνη, απολαμβάνει τον θαυμασμό των ανδρών και τη ζήλια των γυναικών, μέχρι τη στιγμή που η μοίρα τής παίζει ένα σκληρό παιχνίδι. Τυφλωμένη από αισθήματα εγωισμού παίρνει φοβερές αποφάσεις και, δίχως να μετανιώσει στιγμή, συνεχίζει να ζει με σημαία της τη ματαιοδοξία.
Μία πολύ έξυπνα στημένη παράσταση, απροσδόκητη, με πολύ έντονα συναισθήματα πάθους και σκέψεις που σε αγγίζουν, αλλά και με εικόνες και περιγραφές που σε ταξιδεύουν και σε μεταφέρουν στην Ιταλία του 19ου αιώνα.
Ωστόσο, υπάρχουν μερικές ενδιαφέρουσες διαφορές μεταξύ του υλικού πηγής και της προσαρμογής, ιδιαίτερα των προσώπων αφήγησης/αναδρομής στο στοιχείο της γραπτής ιστορίας, που καθιστά σαφές ότι η ηρωίδα έχει γίνει τόσο σκληρή και ισχυρή «σκλάβος » της επιθυμίας, όσο ο εραστής της νιότης της στα προηγούμενα χρόνια.
Το μαζοχιστικό στοιχείο είναι αρκετά ισχυρό εδώ, ίσως περισσότερο από ό,τι στην πραγματική ιστορία, καθώς γίνεται έντονα φανερό σε σημεία, και αυτό αποτελεί μια άλλη εξαιρετική καινοτομία στον παρακμιακό κανόνα συμβατικής μεταφοράς βιβλίου στη σκηνή.
Η ευρηματική σκηνοθεσία είναι εμφανής σε κάθε λεπτομέρεια της αφήγησης.
Η φροντίδα του σκηνοθέτη για την ατμόσφαιρα του σκηνικού, για τους φωτισμούς και τα χρώματα, για τα κοστούμια και τη διακόσμηση, ο χειρισμός του στις σαρωτικές σκηνές μάχης των συναισθημάτων, βοηθούν να κρατηθεί σε θαυμαστή ισορροπία μια ασταθής ιστορία και να της δώσει βάθος, ουσία και αφορμή για συλλογισμούς στις σύγχρονες σχέσεις, αυτές που ταλανίζονται από πάθη, από αδυναμίες, από αρνητικά σημεία σε χαρακτήρες και σε αυτοκαταστροφικές επιθυμίες.
Η έξοχη, θαρρείς κινηματογραφική, πρωτότυπη μουσική του Κώστα Παλαιογιάννη, προσδιορίζει τη συνθήκη που επέλεξε ο σκηνοθέτης για τη δράση επί σκηνής και έχει την πρόθεση να διευκολύνει την πρόσληψη του θεατή, αλλά έχει και τη δυνατότητα να δώσει υπόσταση σε απούσες δυνάμεις ή πρόσωπα, να διατυπώσει ερωτήματα, να συμπληρώσει δραματικά στιγμιότυπα και να στηρίζει εμφατικά περιστατικά.
Τα σκηνικά- χάρτινη ταπετσαρία δαπέδου – και τα υψηλής αισθητικής κοστούμια της Μαρίας Καραδελόγλου, στιγματίζουν τόπο και χρόνο, έτσι όπως τα αντιλαμβάνεται ο κάθε θεατής. Το βρίσκω καινοτόμο και άκρως εικαστικό δημιούργημα. Καθοριστικοί συντελεστές στην ποιητική ατμόσφαιρα της παράστασης και οι ηχογραφημένοι ήχοι οργάνων από: Ζωή Κατσάρα (σοπράνο), Χρήστο Γούλα (βιολοντσέλο), Κωνστάντη Στρατάκη (φλάουτο) και Κωστή Παλαιογιάννη (κιθάρα, παραγωγή, μίξη).
Ο ιστότοπός μας χρησιμοποιεί cookies. Ορισμένα από αυτά είναι απαραίτητα για τη λειτουργία της ιστοσελίδας μας και άλλα μας βοηθούν να παρέχουμε το μέγιστο των υπηρεσιών μας. Επιλέξτε εσείς ποια cookies αποδέχεστε, τα οποία μπορείτε να αλλάξετε οποιαδήποτε στιγμή.
Αποδοχή
Αλλαγή ρυθμίσεων
Cookie Box Settings
Απόρρητο
Cookie Box Settings
Απόρρητο
Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας
Επιλέξτε εσείς ποια cookies αποδέχεστε.
Ωστόσο, ορισμένα από αυτά είναι αναγκαία για την σωστή λειτουργία της ιστοσελίδας και μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα ορισμένες λειτουργίες να μην είναι πλέον διαθέσιμες. Για πληροφορίες σχετικά με τη διαγραφή των cookies, συμβουλευτείτε τη λειτουργία βοήθειας του προγράμματος περιήγησης.
Μάθετε περισσότερα σχετικά με τα cookies που χρησιμοποιούμε κάνοντας κλικ εδώ
Εδώ μπορείτε να ενεργοποιήσετε ή να απενεργοποιήσετε διαφορετικούς τύπους cookies:
Η ιστοσελίδα θα:
Remember which cookies group you accepted
Αποθηκεύει την ρύθμιση προτιμήσεων των cookies
Επιτρέπει τα cookies περιοδικής λειτουργείας
Πιστοποιεί ότι είστε συνδεμένος στον λογαριασμό σας
Αποθηκεύει την επιλεγμένη γλώσσα
Συγκεντρώνει πληροφορίες τι έχετε εισάγει στις φόρμες επικοινωνίας
Η ιστοσελίδα δεν θα:
Αποθηκεύσει τα στοιχεία της σύνδεσης σας
Αποθηκεύσει τις ρυθμίσεις των μέσων κοινωνικής δικτύωσης
Αποθηκεύσει την επιλεγμένη περιοχή και χώρα σας
Εντοπίσει τις σελίδες επισκέψεων και την αλληλεπίδραση σας με αυτές
Εντοπίσει την τοποθεσία και την περιοχή σας με βάση την διεύθυνση IP
Εντοπίσει τον χρόνο που δαπανάται σε κάθε σελίδα
Προσαρμόσει τις πληροφορίες και τη διαφήμιση στα ενδιαφέροντά σας με βάση π.χ. το περιεχόμενο που έχετε επισκεφτεί προηγουμένως
Συγκεντρώσει στοιχεία προσωπικής ταυτοποίησης, όπως όνομα και τοποθεσία.
Η ιστοσελίδα θα:
Remember which cookies group you accepted
Αποθηκεύει την ρύθμιση προτιμήσεων των cookies
Επιτρέπει τα cookies περιοδικής λειτουργείας
Πιστοποιεί ότι είστε συνδεμένος στον λογαριασμό σας
Αποθηκεύει την επιλεγμένη γλώσσα
Συγκεντρώνει πληροφορίες τι έχετε εισάγει στις φόρμες επικοινωνίας
Αποθηκεύσει τις ρυθμίσεις των μέσων κοινωνικής δικτύωσης
Αποθηκεύσει την επιλεγμένη περιοχή και χώρα σας.
Η ιστοσελίδα δεν θα:
Εντοπίσει τις σελίδες επισκέψεων και την αλληλεπίδραση σας με αυτές
Εντοπίσει την τοποθεσία και την περιοχή σας με βάση την διεύθυνση IP
Εντοπίσει τον χρόνο που δαπανάται σε κάθε σελίδα
Προσαρμόσει τις πληροφορίες και τη διαφήμιση στα ενδιαφέροντά σας με βάση π.χ. το περιεχόμενο που έχετε επισκεφτεί προηγουμένως
Συγκεντρώσει στοιχεία προσωπικής ταυτοποίησης, όπως όνομα και τοποθεσία.
Η ιστοσελίδα θα:
Remember which cookies group you accepted
Αποθηκεύει την ρύθμιση προτιμήσεων των cookies
Επιτρέπει τα cookies περιοδικής λειτουργείας
Πιστοποιεί ότι είστε συνδεμένος στον λογαριασμό σας
Αποθηκεύει την επιλεγμένη γλώσσα
Συγκεντρώνει πληροφορίες τι έχετε εισάγει στις φόρμες επικοινωνίας
Αποθηκεύσει τις ρυθμίσεις των μέσων κοινωνικής δικτύωσης
Αποθηκεύσει την επιλεγμένη περιοχή και χώρα σας
Εντοπίσει τις σελίδες επισκέψεων και την αλληλεπίδραση σας με αυτές
Εντοπίσει την τοποθεσία και την περιοχή σας με βάση την διεύθυνση IP
Εντοπίσει τον χρόνο που δαπανάται σε κάθε σελίδα
Η ιστοσελίδα δεν θα:
Προσαρμόσει τις πληροφορίες και τη διαφήμιση στα ενδιαφέροντά σας με βάση π.χ. το περιεχόμενο που έχετε επισκεφτεί προηγουμένως
Συγκεντρώσει στοιχεία προσωπικής ταυτοποίησης, όπως όνομα και τοποθεσία.
Η ιστοσελίδα θα:
Remember which cookies group you accepted
Αποθηκεύσει τις ρυθμίσεις των μέσων κοινωνικής δικτύωσης
Αποθηκεύσει την επιλεγμένη περιοχή και χώρα σας
Εντοπίσει τις σελίδες επισκέψεων και την αλληλεπίδραση σας με αυτές
Εντοπίσει την τοποθεσία και την περιοχή σας με βάση την διεύθυνση IP
Εντοπίσει τον χρόνο που δαπανάται σε κάθε σελίδα
Προσαρμόσει τις πληροφορίες και τη διαφήμιση στα ενδιαφέροντά σας με βάση π.χ. το περιεχόμενο που έχετε επισκεφτεί προηγουμένως
Συγκεντρώσει στοιχεία προσωπικής ταυτοποίησης, όπως όνομα και τοποθεσία.
You must be logged in to post a comment Login