Connect with us

Πολιτισμός

«SENSO» του Camillo Boito στο Θέατρο Τ (30 Σεπ – 29 Οκτ) σε εμπνευσμένη σκηνοθεσία Σωτήρη Ρουμελιώτη

«senso»-του-camillo-boito-στο-Θέατρο-Τ-(30-Σεπ-–-29-Οκτ)-σε-εμπνευσμένη-σκηνοθεσία-Σωτήρη-Ρουμελιώτη

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ

«Μισώ τον νατουραλισμό στη σκηνή», είχε πει στη συνέντευξη Τύπου που έδωσε ο Μπομπ Ουίλσον πέρυσι στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, προαναγγέλλοντας την παράσταση που θα σκηνοθετούσε: «Τρεις ψηλές γυναίκες» του Έντουαρντ Άλμπι.

 «Είμαι εικαστικός καλλιτέχνης, συνεπώς, εκφράζομαι με εικαστικό τρόπο: τη φόρμα, το φως και τον ήχο», σχολίασε τότε.

Στο «SENSO» ο ευφυής νεαρός Σωτήρης Ρουμελιώτης πετυχαίνει ακριβώς αυτό. Να αναδείξει τα σουρεαλιστικά του στοιχεία με τη δική του φόρμα. Τρείς έξυπνες και ικανές γυναίκες ηθοποιοί, οι: Έλμα Βλαστοπούλου, Ζωή Λάη και Δήμητρα Φάκα όφειλαν να μπουν στον κόσμο του Ρουμελιώτη για να υπάρξει παράσταση. Και το έκαμαν με τον καλύτερο τρόπο.

Ο σκηνοθέτης είχε ορίσει τη φόρμα. Πού θα κοιτάνε τα πρόσωπα, πού θα σταθεί το χέρι, πού θα ξαπλώσει το κορμί, πού θα αλλάξει η φωνή, πού και πώς θα κινούνται τα σώματα. Δεν πρότεινε όμως ένα νεκρό πλαίσιο, αλλά μια συνθήκη που πρέπει να τη στεφανώσουνε οι πρωταγωνίστριες με σουρεαλισμό, αλλά και ποίηση. Και αυτό συμβαίνει στη σκηνή του θεάτρου «Τ».

Το έργο και η παράσταση

Το «Senso» διαδραματίζεται στη Βενετία και στην εποχή του Τρίτου Ιταλικού Πολέμου της Ανεξαρτησίας, το 1866. Ηρωίδα του είναι η Λίβια, μια κόμισσα από το Τρέντο, η οποία είναι παντρεμένη αλλά δυστυχισμένη, με έναν αδιάφορο ηλικιωμένο αριστοκράτη και που περιπλανιέται πρόθυμα, αναζητώντας την ικανοποίησή της.

Η ιστορία ξεκινά λίγα χρόνια μετά τον πόλεμο, με τη Λίβια να αναπολεί στα 39α γενέθλιά της την πρώτη της αληθινά παθιασμένη σχέση . Η ονειροπόλησή της μάς μεταφέρει στη Βενετία κατά τη διάρκεια του πολέμου, όπου η Λίβια ερωτεύεται έναν ορμητικό νεαρό υπολοχαγό του αυστριακού στρατού.

Αν και, προφανώς, αυτός τη χρησιμοποιεί για τα χρήματά της και την κοινωνική της θέση, η Λίβια βυθίζεται σε μια υπόθεση πλήρους σεξουαλικής εξάρτησης από τον εραστή της. Τον αφήνει να ξοδεύει ελεύθερα τα χρήματά της, δεν ενδιαφέρεται για το τι πιστεύει η κοινωνία για εκείνη και αγνοεί την αξιολύπητη δειλία του νέου εραστή της, όταν αρνείται να σώσει ένα παιδί που πνίγεται.

Αν και ο πόλεμος απομακρύνει τους εραστές, η Λίβια αισθάνεται την ανάγκη να επισκεφτεί ξανά τον υπολοχαγό. Όταν τον συνοδεύει σε μια άσκηση, εκείνος της ζητά περισσότερα χρήματα για να δωροδοκήσει τους γιατρούς του στρατού, ώστε να αποφύγει το πεδίο της μάχης. Η Λίβια του δίνει με χαρά όλα της τα κοσμήματα. Εκείνος φεύγει για τη Βερόνα.

Τελικά, η λαχτάρα της για τον νεαρό αξιωματικό κάνει τη Λίβια να παραλογίζεται, αλλά το είναι της εκτινάσσεται στα ύψη, όταν φτάνει ένα γράμμα του. Της λέει ότι την αγαπά και ότι τα χρήματά της του επέτρεψαν να αποφύγει κάθε μάχη. Κρατώντας ακόμα το γράμμα του επιβιβάζεται σε μια άμαξα και κατευθύνεται στη Βερόνα για χάρη του.

Βρίσκει την πόλη ερειπωμένη, με νεκρούς και τραυματίες παντού. Η Λίβια δεν πτοείται. Πηγαίνει στο διαμέρισμα που του είχε αγοράσει, όπου τον βρίσκει μεθυσμένο παρέα με μια πόρνη.

Η ταπείνωση κι ο εξευτελισμός που νιώθει μετατρέπουν τον επίμονο πόθο της σε εκδίκηση, όταν θυμάται ότι έχει ακόμα το γράμμα του. Βρίσκει το αρχηγείο του αυστριακού στρατού, όπου κατηγορεί τον άπιστο εραστή της, προσκομίζοντας την απόδειξη της λιποταξίας του σε έναν στρατηγό. Η εκδίκησή της για την αναίσχυντη απιστία του νεαρού αξιωματικού είναι προφανής, ωστόσο τα κίνητρά της δεν του δίνουν καμία άφεση. Το επόμενο πρωί αυτός και οι γιατροί που δωροδόκησε αντιμετωπίζουν το εκτελεστικό απόσπασμα, ενώ παρευρίσκεται και η ίδια στην εκτέλεση.

Σημείωμα Σκηνοθέτη

«Η ιταλική λέξη SENSO σημαίνει αίσθημα, αίσθηση, πάθος. Σημαίνει, όμως, και λογική. Αυτή η οξύμωρη αμφιταλάντευση με γοήτευσε στην ομότιτλη νουβέλα του Camillo Boito, αυτή η δυναμική συνύπαρξη δύο, φαινομενικά, αντίθετων καταστάσεων: να παραδίνεσαι ολοκληρωτικά στην κυριαρχία των αισθημάτων και των αισθήσεων από τη μια και να υποτάσσεις το πάθος σου στην ψυχρή αυστηρότητα της έλλογης σκέψης από την άλλη.

Ένιωσα, λοιπόν, την ανάγκη να ανεβάσουμε επί σκηνής αυτό το έργο του 19ου αιώνα, πιστεύοντας ότι είναι κρίσιμο – σε μια εποχή που οι αισθήσεις και η λογική υποτιμούνται και παραγκωνίζονται – να βυθιστούμε σε έναν έντονο υπαρξιακό στροβιλισμό. Δεν μπορώ να πω αν υπάρχει νικητής – πάθος ή λογική; – και δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Ελπίζω η παράσταση να είναι μια ευκαιρία να αφεθούμε και να παρασυρθούμε από έννοιες, εικόνες, ήχους και συναισθήματα που έχουμε πάψει να τους δίνουμε σημασία, λόγω της σύγχρονης συντριπτικής καθημερινότητας. Επιπλέον, είναι μια προσωπική ωδή στην αβυσσαλέα δύναμη του Έρωτα, μια προσπάθειά μου να σταθώ απέναντί του και να «πιαστούμε στα χέρια», γνωρίζοντας εξαρχής πως θα ηττηθώ. Γιατί ο έρωτας είναι αλύπητος».

Σωτήρης Ρουμελιώτης

Ο σκηνοθέτης είναι και ο δραματουργός του αρχικού κειμένου, ο διασκευαστής κατά μια άλλη έννοια που, ύστερα από μια δεύτερη ανάγνωση-ερμηνεία του λογοτεχνικού έργου, με την αξιοποίηση συγκεκριμένων μετασχηματιστικών τεχνικών και κωδίκων υπερδιόρθωσης (σύμφωνα με τις αρχές που λειτουργούν και διέπουν ένα νέο πολιτισμικό περιβάλλον), καταλήγει στην παραγωγή κάποιου άλλου, μεταγενέστερου κειμένου, το οποίο συνιστά αυτόνομη καλλιτεχνική δημιουργία έντεχνου λόγου, με δικό του «συγγραφέα» και δική του παρουσία στο «σώμα» της σύγχρονης γηγενούς λογοτεχνικής παραγωγής.

Τα δομικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά του πρωτότυπου έργου, όπως ο μύθος και η δράση, η πλοκή και οι δραματικές καταστάσεις, το πλέγμα των αφηγηματικών με τις καθαρά θεατρικές τεχνικές, το αξιακό και εννοιολογικό του σύστημα, συνεχίσουν να αποτελούν τον σταθερό καμβά πάνω στον οποίο αναπτύχθηκε το δευτερογενές κείμενο.

Στην παράσταση, λοιπόν, του θεάτρου «Τ» η σκηνοθεσία εστιάζει στην οπτική της Λίβια αποκλειστικά, εξ αφορμής του μυστικού ημερολογίου της. Περιγράφει ξεκάθαρα τον εγωιστικό της πόθο, τη σεξουαλική της επιθυμία και την ικανοποίηση που νιώθει με τον χαμό του εραστή της.

Κατά συνέπεια, το έντεχνο θεατρικό κείμενο που γράφτηκε με προορισμό να παρασταθεί μπροστά σ’ ένα κοινό ενηλίκων θεατών, όπως το επέβαλλαν οι όροι και οι συνθήκες της εποχής του, αποδίδεται σήμερα σ’ ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον, σ’ ένα κοινό με ιδιαίτερες προσληπτικές δυνατότητες και προσδοκίες. Αυτός είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο η διασκευή του πρωτότυπου, αποτελεί ένα ευαίσθητο εγχείρημα που ξεπερνά κατά πολύ τις παγιωμένες αρχές τις μεταφραστικής λειτουργίας και προεκτείνεται στη διάσταση του εικονοποιημένου συμβολικού λόγου και δικαιώνει τον Σωτήρη Ρουμελιώτη.

Ο ιδιοφυής σκηνοθέτης έχει κατανοήσει ότι σε αντίθεση με τους συγγραφείς παρόμοιων χαρακτήρων όπως η Anna Karenina και η Madame Bovaryο Camillo Boito παρουσιάζει την ηρωίδα του χωρίς συμπάθεια. Η Λίβια του «Senso» έχει επίγνωση της συμπεριφοράς της και μπορεί να εκτιμήσει τις συνέπειες. Επομένως, συμπεριφέρεται κυνικά, κινείται είτε αδιάφορη είτε αγνοώντας τις «πληγές» που έχει προξενήσει στους άλλους. Είναι έξυπνα αμετανόητη, ενώ αναζητά εγωιστικά ό,τι είναι καλύτερο για τον εαυτό της και μόνο.

Τοποθετημένο στις τελευταίες ημέρες της Αυστριακής κατοχής στην Ιταλία, το 1866, με την επανάσταση να οργανώνεται σαν βόμβα έτοιμη να εκραγεί από στιγμή σε στιγμή, το «Senso» είναι μια πολιτική αλληγορία, ακριβώς επειδή ο σκηνοθέτης αντανακλά το έκρυθμο πολιτικό σκηνικό σε μια μεγάλη ερωτική ιστορία που γεννιέται, ζει, αναπνέει, γιγαντώνεται και πεθαίνει κάτω από το βάρος της απαγόρευσης, των ταξικών ενοχών και των κοσμικών αμαρτιών λες όλου του ανθρώπινου είδους, λες και συνέβη χθες.

 Η Λίβια του Ρουμελιώτη, μοιρασμένη σε τρεις εξαιρετικές ηθοποιούς : Έλμα Βλαστοπούλου, Ζωή Λάη και Δήμητρα Φάκα είναι χαμένη στις δικές της σκέψεις, περιφρονώντας παντελώς τον κόσμο, ζει τη ζωή της με την υπέρμετρη ματαιοδοξία, εγωπάθεια, ναρκισσισμό και εγωκεντρισμό που τη διακρίνουν σε όλη την παράσταση. Πιστεύοντας πως δεν είναι δυνατόν να υπάρχει άλλη γυναίκα πιο όμορφη από εκείνη, απολαμβάνει τον θαυμασμό των ανδρών και τη ζήλια των γυναικών, μέχρι τη στιγμή που η μοίρα τής παίζει ένα σκληρό παιχνίδι. Τυφλωμένη από αισθήματα εγωισμού παίρνει φοβερές αποφάσεις και, δίχως να μετανιώσει στιγμή, συνεχίζει να ζει με σημαία της τη ματαιοδοξία.

Μία πολύ έξυπνα στημένη παράσταση, απροσδόκητη, με πολύ έντονα συναισθήματα πάθους και σκέψεις που σε αγγίζουν, αλλά και με εικόνες και περιγραφές που σε ταξιδεύουν και σε μεταφέρουν στην Ιταλία του 19ου αιώνα.

Ωστόσο, υπάρχουν μερικές ενδιαφέρουσες διαφορές μεταξύ του υλικού πηγής και της προσαρμογής, ιδιαίτερα των προσώπων αφήγησης/αναδρομής στο στοιχείο της γραπτής ιστορίας, που καθιστά σαφές ότι η ηρωίδα έχει γίνει τόσο σκληρή και ισχυρή «σκλάβος » της επιθυμίας, όσο ο εραστής της νιότης της στα προηγούμενα χρόνια.

Το μαζοχιστικό στοιχείο είναι αρκετά ισχυρό εδώ, ίσως περισσότερο από ό,τι στην πραγματική ιστορία, καθώς γίνεται έντονα φανερό σε σημεία, και αυτό αποτελεί μια άλλη εξαιρετική καινοτομία στον παρακμιακό κανόνα συμβατικής μεταφοράς βιβλίου στη σκηνή.

Η ευρηματική σκηνοθεσία είναι εμφανής σε κάθε λεπτομέρεια της αφήγησης.

 Η φροντίδα του σκηνοθέτη για την ατμόσφαιρα του σκηνικού, για τους φωτισμούς και τα χρώματα, για τα κοστούμια και τη διακόσμηση, ο χειρισμός του στις σαρωτικές σκηνές μάχης των συναισθημάτων, βοηθούν να κρατηθεί σε θαυμαστή ισορροπία μια ασταθής ιστορία και να της δώσει βάθος, ουσία και αφορμή για συλλογισμούς στις σύγχρονες σχέσεις, αυτές που ταλανίζονται από πάθη, από αδυναμίες, από αρνητικά σημεία σε χαρακτήρες και σε αυτοκαταστροφικές επιθυμίες.

 Η έξοχη, θαρρείς κινηματογραφική, πρωτότυπη μουσική του Κώστα Παλαιογιάννη, προσδιορίζει τη συνθήκη που επέλεξε ο σκηνοθέτης για τη δράση επί σκηνής και έχει την πρόθεση να διευκολύνει την πρόσληψη του θεατή, αλλά έχει και τη δυνατότητα να δώσει υπόσταση σε απούσες δυνάμεις ή πρόσωπα, να διατυπώσει ερωτήματα, να συμπληρώσει δραματικά στιγμιότυπα και να στηρίζει εμφατικά περιστατικά.

Τα σκηνικά- χάρτινη ταπετσαρία δαπέδου – και τα υψηλής αισθητικής κοστούμια της Μαρίας Καραδελόγλου, στιγματίζουν τόπο και χρόνο, έτσι όπως τα αντιλαμβάνεται ο κάθε θεατής. Το βρίσκω καινοτόμο και άκρως εικαστικό δημιούργημα. Καθοριστικοί συντελεστές στην ποιητική ατμόσφαιρα της παράστασης και οι ηχογραφημένοι ήχοι οργάνων από: Ζωή Κατσάρα (σοπράνο), Χρήστο Γούλα (βιολοντσέλο), Κωνστάντη Στρατάκη (φλάουτο) και Κωστή Παλαιογιάννη (κιθάρα, παραγωγή, μίξη).

Χώρος: Θέατρο Τ, Αλεξάνδρου Φλέμινγκ 16, Θεσσαλονίκη

Παραστάσεις: Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:30

Διάρκεια: 85’ (χωρίς διάλειμμα)


Συντελεστές:

Κείμενο: Βασισμένο στην ομότιτλη νουβέλα του Camillo Boito

Σκηνοθεσία / Δραματουργία / Φωτισμοί: Σωτήρης Ρουμελιώτης

Σκηνικά / Κοστούμια: Μαρία Καραδελόγλου

Πρωτότυπη μουσική: Κωστής Παλαιογιάννης

Βοηθός Σκηνοθέτη / Επιμέλεια Προβολών: Κατερίνα Νικολάτου

Φωτογραφίες / Trailer: Χρήστος Κυριαζίδης

Υπεύθυνη προβολής: Λία Κεσοπούλου

Οργάνωση Παραγωγής: Izveribad

Θερμές ευχαριστίες στους: Ζωή Κατσάρα (σοπράνο), Χρήστο Γούλα (βιολοντσέλο), Κωνστάντη Στρατάκη (φλάουτο) και Κωστή Παλαιογιάννη (κιθάρα, παραγωγή, μίξη) για τις ηχογραφήσεις

Παίζουν:

Έλμα Βλαστοπούλου

Ζωή Λάη

Δήμητρα Φάκα

 ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading
Advertisement
Click to comment

You must be logged in to post a comment Login

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Πολιτισμός

«ΘΕΛΕΣΤΙΝΑ» του Φερνάντο ντε Ρόχας στο «Βασιλικό Θέατρο» από το ΚΘΒΕ

«ΘΕΛΕΣΤΙΝΑ»-του-Φερνάντο-ντε-Ρόχας-στο-«Βασιλικό-Θέατρο»-από-το-ΚΘΒΕ

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ

Τα αρχετυπικά σύμβολα του θεάτρου είναι τα προσωπεία στην κωμωδία και στην τραγωδία. Ωστόσο, λίγα έργα εξερευνούν τόσο εκτενώς και τις δύο λεωφόρους της τέχνης, όσο η τελευταία παραγωγή στο ΚΘΒΕ, ένα σκοτεινό ισπανικό έπος από τα τέλη του 15ου αιώνα.

Το «La Celestina», που γράφτηκε ως μυθιστόρημα από τον Φερνάντο ντε Ρόχας το 1499 και μεταφράστηκε το 1631 από τον Τζέιμς Μάμπε, είναι πράγματι μια ασυνήθιστη θεατρική εμπειρία, άσεμνη κωμωδία στην πρώτη πράξη και αιματοβαμμένη τραγωδία στη δεύτερη.

Ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του ΚΘΒΕ και σκηνοθέτης της παράστασης Αστέρης Πελτέκης, βάζει και τα δύο στοιχεία στην προσαρμογή του.

Στην παραστασιακή αφήγηση του «Θελεστίνα» ο σκηνοθέτης πιστοποιεί, με εικαστικό τρόπο, ότι μακροπρόθεσμα η πρωτογενής ενέργεια ενός έργου δεν μπορεί να κρυφτεί ή να αγνοηθεί. Ένα έργο τέχνης μπορεί να λησμονηθεί στο πέρασμα του χρόνου, μπορεί να απαγορευτεί ή να απορριφθεί, αλλά το ουσιώδες κερδίζει πάντα το εφήμερο.

Η ιλαροτραγωδία του Καλίστο και της Μελιβέα, «Θελεστίνα», όπως την αποκαλούσε το κοινό και επικράτησε σαν τίτλος, αποτελεί ένα πρωτοποριακό ουμανιστικό έργο, που στην παρούσα σκηνοθετική προσέγγισή του, μέσα από την προσθήκη μια σύγχρονης Παράβασης, όπου υπογραμμίζονται η θέση της γυναίκας, η «αρετή» της αγνότητας και η εκμετάλλευσή της, καθώς και η τεράστια διαχρονική επιχείρηση χειραγώγησης και εμπορευματοποίησης του γυναικείου σώματος. Παράλληλα, η παραγωγή απεικονίζει γραμμικά πόσο οι απλές πράξεις μπορούν να έχουν βάναυσες και εντελώς απροσδόκητες συνέπειες.

Ο ερωτευμένος νεαρός ιππότης Καλίστο, αδυνατώντας να διαχειριστεί την απόρριψη της αγαπημένης του Μελιβέα, δέχεται τη συμβουλή του υπηρέτη του Σεμπρόνιο και ζητάει βοήθεια από τη Θελεστίνα, μια δαιμόνια προξενήτρα, πρώην ιερόδουλη και νυν προαγωγό, η οποία κατέχει τα μυστικά του έρωτα και δίνει λύσεις στα προβλήματα, έναντι αμοιβής, με αλχημείες και μαγικά βότανα. Η Θελεστίνα βάζει το σχέδιο της σε εφαρμογή, ώστε το νεαρό ζευγάρι να ερωτευθεί με πάθος. Πανούργα, χειριστική και εξαιρετικά ικανή στο να καταλαβαίνει τους ανθρώπους και να εκμεταλλεύεται τις αδυναμίες τους, χρησιμοποιεί ανορθόδοξους τρόπους, μηχανορραφίες και «ραφές» παντός τύπου που εκχυδαΐζουν τον αγνό «πλατωνικό» έρωτα και εμπλέκουν τους ήρωες σε απρόβλεπτες περιπέτειες με απρόσμενο τέλος.

Το εκτενέστατο μυθιστόρημα των περίπου 65.000 λέξεων, γνώρισε τεράστια επιτυχία με πολλές επανεκδόσεις και διασκευές. Η έντονη θεατρικότητα του κειμένου, οι δυνατοί μονόλογοι, η διαλογική μορφή του καθώς και οι πολύπλευροι χαρακτήρες του, έδωσαν έδαφος για πολλαπλές απόπειρες σκηνικής μεταφοράς. Η σάτιρα, το ποιητικό στοιχείο, ο συνδυασμός του υψηλού και του ευτελούς, τα μεγάλα πάθη και τα συναισθήματα, με την ταυτόχρονα κωμική αποδόμησή τους, επιτυγχάνουν μια επιδέξια κοινωνική κριτική της εποχής, κατεδαφίζοντας τις αρχές που τη διέπουν.

Η «Θελεστίνα» δεν είναι απλώς μια παρωδία ανεκπλήρωτου έρωτα, αλλά ένα κείμενο που υπονομεύει τις προσπάθειες της Καθολικής Εκκλησίας και της Ιεράς Εξέτασης, εκθέτοντας τη διεφθαρμένη φύση της μεσαιωνικής ισπανικής κοινωνίας, την οποία ο συγγραφέας απεικονίζει μέσα από αντικείμενα και ρητορική εξυπνάδας, χυδαιότητας και μισογυνισμού.

Δεν είναι υπερβολή να ταυτίσουμε την καλλιτεχνική πρωτοτυπία και τις κατακτήσεις του ντε Ρόχας, με τα επιτεύγματα του Θερβάντες, του Βελάσκουεθ ή του Γκόγια.

Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι όλη η ευρωπαϊκή λογοτεχνία των παλιών, δημοφιλών απατεώνων και παμπόνηρων υπηρετών, οφείλει ευγνωμοσύνη σ’ αυτό το θεμελιώδες κλασικό έργο της ισπανικής λογοτεχνίας. Δημοσιεύτηκε το 1499, έναν αιώνα πριν από τον Δον Κιχώτη, μισό αιώνα πριν από τον Lazarillo de Tormes και έχει αναγνωριστεί ως «το πρώτο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα». Ωστόσο, θα μπορούσε να θεωρηθεί, εξίσου, ως ο τελευταίος κλασικός διάλογος της Αναγέννησης, καθώς η δομή του παραπέμπει περισσότερο στους νεοπλατωνιστές και ουμανιστές, όπως ο Έρασμος ή ο Τζοβάνι Πίκο ντέλα Μιράντολα, παρά σε οποιαδήποτε προηγούμενη πεζογραφία. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα κείμενο– μυθιστόρημα με διαλόγους άλλοτε ποιητικούς, άλλοτε σκληρούς κι άλλοτε χυδαίους.

Η υπόθεση είναι κωμική στην αρχή της, θυμίζει με τον πιο έντονο τρόπο τον Τζέφρυ Τσώσερ ( Οι Ιστορίες του Καντέρμπερυ) ή τον Βοκάκιο (Δεκαήμερο), όμως μεταλλάσσεται σε τραγωδία, εφόσον συναντάμε στη συνέχεια φόνους, θανατηφόρα ατυχήματα και μια αυτοκτονία, κι όλα αυτά στην τελευταία πράξη.

Όπως θα περίμενε κανείς σε έναν διάλογο της Αναγέννησης, στη συγκεκριμένη απόδοση – σκηνοθεσία υπάρχουν εκτενείς φιλοσοφικοί λόγοι, άλλοι σκληρά ειρωνικοί κι άλλοι ειλικρινά ανθρώπινοι.

Ένα καλό καστ και μια μελετημένη προσαρμογή εδώ, συνιστούν μια δυνατή παραγωγή, μια ιστορία που, μπορεί να ήταν ο ισπανικός πρόδρομος του Σαίξπηρ και ένα από τα πρώτα τραγικοκωμικά κείμενα, αντί ενός ιπποτικού συμβατικού, κλασικού θεάματος, αλλά η παραγωγή του ΚΘΒΕ είναι επιτυχής, επειδή απεικονίζεται γλαφυρά η κοινή προσέγγιση στην αγάπη, στον έρωτα και σε ανομολόγητα πάθη, αυτά τα προαιώνια τρωκτικά της ανθρώπινης ύπαρξης.

Η Ελισάβετ Κωνσταντινίδου, με το εκρηκτικό της ταπεραμέντο, την εμπειρία της και την αστείρευτη ενέργειά της, υποδύεται την άθλια αλλά οξυδερκή Θελεστίνα, ενώ οι: Θάνος Κοντογιώργης- Σεμπρόνιο και Δημήτρης Μορφακίδης- Πάρμενο, είναι ξεδιάντροπα πονηροί, μικρόψυχοι και συμφεροντολόγοι υπηρέτες, των οποίων η ερμηνεία ξεχωρίζει και κερδίζει το κοινό.

Αυτή η υποβλητική νεοκλασική αισθητική της παράστασης, χρησιμεύει ως το γενικό πλαίσιο, το οποίο στεγάζει ένα σύμπαν από πικρό χιούμορ στις πιο χαρακτηριστικές σκηνές, για παράδειγμα στο παραλήρημα του υποτακτικού Πάρμενο (κλέβει την παράσταση ο έξοχος Δημήτρης Μορφακίδης), ο οποίος ως πειθήνιος υπηρέτης του Καλίστο αποτυγχάνει στις προσπάθειές του να μπλοκάρει τα ξόρκια και τα μάγια της Θελεστίνα, επειδή, μόλις τεθεί σε ισχύ η μαγεία ο κόσμος των ερωτευμένων καταρρέει. Ακόμη, στεγάζει και τα ανώτερα ή και τα αρνητικά ανθρώπινα πάθη, όπως της αγάπης, της απληστίας, της λαγνείας, της εκδίκησης και της επιθυμίας. Ευθέως αλληλοεπιδρούν μεταξύ τους, μ’ έναν βίαιο τρόπο, φέρνοντας την πλήρη καταστροφή.

Ο Καλίστο – Γιώργος Κολοβός, είναι ένας νεαρός, εύπορος ευγενής, που μπαίνει στον κήπο του πλούσιου εμπόρου Πλεμπέριο – Ταξιάρχη Χάνου, κυνηγώντας το γεράκι του. Εκεί βλέπει την κόρη του πλούσιου άνδρα, Mελιβέα -Τατιάνα Μελίδου, και την ερωτεύεται παράφορα. Επιστρατεύει προς βοήθειά του στην αποπλάνησή της την πανούργα Θελεστίνα, η οποία ως ιδιοκτήτρια οίκου ανοχής, χειραγωγεί άπληστα τις πόρνες της, μεταξύ αυτών οι: Ελίσια (Χρύσα Ρώπα, ως αλλοπαρμένη πόρνη, χαρακτήρας που της πάει γάντι) και Αρεούσα (Αλεξάνδρα Παλαιολόγου, μια έξυπνη γυναίκα που επιθυμεί διακαώς να γίνει «μάγισσα» στη θέση της «Μάγισσας», παρθενοράφτρας και προαγωγού Θελεστίνα ) και φέρνει ψυχρά και πονηρά τον Καλίστο και τη Μελιβέα σε ερωτική συνεύρεση.

Οι δυο «εραστές», ο καλός ηθοποιός Γιώργος Κολοβός και η όμορφη, αισθαντική Τατιάνα Μελίδου, είναι εντυπωσιακοί ερμηνευτές, τόσο στα ποιητικά όσο και στα παθιασμένα στοιχεία της ερωτοτροπίας τους.

Θα πρέπει να πω ότι η ιστορία του ανεκπλήρωτου έρωτα είναι κάπως ελλιπής, καθώς μοιάζει (αν και προηγήθηκε χρονικά) με τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα, χωρίς την κοινωνική πίεση. Ο Καλίστο λαχταρά τη Μελιβέα και την κατακτά με τη βοήθεια της οπορτουνίστριας προξενήτρας και τις υπηρεσίες της υπηρέτριας της ερωμένης του, τη Λουκρέθια (η Εύη Σαρμή αξιοποιεί στο έπακρον τον ρόλο), αλλά οι εραστές έχουν κι εδώ τραγικό τέλος.
Όμως, δεδομένου ότι γνωρίζουμε ελάχιστα το οικογενειακό τους ιστορικό, είναι δύσκολο να καταλάβουμε ποιο είναι το σημαντικό ζήτημα που τους τοποθετεί απέναντι τον έναν από τον άλλον ή τι τους οδηγεί σε απόγνωση.

Το πραγματικό ενδιαφέρον του συγγραφέα, αλλά και της συγκεκριμένης σκηνοθεσίας, έγκειται στον ομώνυμο ρόλο του έργου, τη Θελεστίνα, ως μωσαϊκό χαρακτήρων έχον ψηφίδες από τον «Ηδονοβλεψία» του Μάικλ Πάουλ, από τη γήινη υφή της γυναίκας του Μπαθ, αφηγήτρια στις« Ιστορίες του Καντέρμπερυ, από την μέγιστη απατεώνισσα «Μάνα Κουράγιο» του Μπρεχτ και από έργα του Καραβάτζιο.

Ο ντε Ρόχας τη στολίζει με πάμπολλες ιδιότητες συρρικνωμένες σε μια ικανότητα : την απάτη. Της δίνει μεγάλο πεδίο δράσης, όμως, της επιφυλάσσει οδυνηρό και μακάβριο φινάλε, εφόσον οι άπληστοι υπηρέτες του Καλίστο τη δολοφονούν για δικό τους υλικό όφελος, αλλά και η προσωπική τους πορεία είναι σύντομη και κατάμαυρη.

Αυτή η «Θελεστίνα» του ΚΘΒΕ είναι τολμηρή και ασεβής προς το κλασικό κείμενο, προσφέροντάς μας μια φρέσκια αλλά όχι ασεβή εκδοχή. Σε τελική ανάλυση, αυτό το έργο μιλά – σε πρώτο επίπεδο – για τον έρωτα, την απώλεια της αγάπης και τον θάνατο. Όλα διαχρονικά και παγκόσμια θέματα.

Μάλιστα, ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι το έργο του είναι ένα μάθημα για τη γοητεία της αμαρτίας. Αλλά εδώ η «αμαρτία» δεν είναι το σεξ αλλά το αχαλίνωτο προσωπικό συμφέρον. Στο «La Celestina» αντανακλάται έντονα ο κοινωνικός κόσμος μιας νέας, σύγχρονης εποχής, τυλιγμένης σε έναν αχνό καπιταλισμό.

Ο Φερνάντο ντε Ρόχας μεταφέρει τους χαρακτήρες του σε αστικό κόσμο, όπου αναδύονται νέες κοινωνικές κατασκευές για να καθορίσουν τις σχέσεις μεταξύ των τάξεων.

Η παράσταση του ΚΘΒΕ διαβάζεται υπό το πρίσμα της αδιάκοπης παρακμής της δημοκρατικής, ανθρωπιστικής αξίας. Υπάρχει, άραγε, έντιμη ζωή έξω από τους νόμους της αγοράς ή είναι η εντιμότητα, απλώς, ένα ακόμη προϊόν προς πώληση;

Οι συνεισφορές του μουσικού συνθέτη Στέφανου Κορκολή και της εικαστικής σύνθεσης της Φρόσως Λύτρα, αλληλοεπιδρούν υπέροχα με τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς του Στέλιου Τζολόπουλου και, ειδικότερα, με τα υπέροχα κοστούμια εποχής του Νίκου Χαρλαύτη.

Η χορογράφος Αναστασία Κελέση καθοδηγεί ένα μεγάλο και ενθουσιώδες σύνολο καλλιτεχνών, μέσα από κάποιες περίπλοκες κινήσεις κατά τη διάρκεια των εορταστικών σκηνών. Όλος ο θίασος, ύστερα από πολλή δουλειά, δίνει τον καλύτερό του εαυτό για ένα καλό αποτέλεσμα.

*Κατάλληλο για θεατές άνω των 13 ετών

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Απόδοση κειμένου – Σκηνοθεσία: Αστέριος Πελτέκης
Μουσική: Στέφανος Κορκολής
Εικαστική σύνθεση και εγκατάσταση: Φρόσω Λύτρα
Κοστούμια: Νίκος Χαρλαύτης
Φωτισμοί: Στέλιος Τζολόπουλος
Συνεργάτις σκηνογράφος – ενδυματολόγος: Δανάη Πανά
Επιμέλεια κίνησης: Αναστασία Κελέση
Βοηθός σκηνοθέτη: Εύη Σαρμή
Οργάνωση Παραγωγής: Φιλοθέη Ελευθεριάδου
Φωτογραφίες: Mike Rafail | That long black cloud

Βοηθός σκηνοθέτη (στο πλαίσιο πρακτικής άσκησης): Χρυσούλα Σαράντου
Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου (στο πλαίσιο πρακτικής άσκησης): Αναστασία Μαρκέλλα Νεαμονίτη

Διανομή:
Ζωή Ευθυμίου (Νεαρή Θελεστίνα/Β΄Θελεστίνα/Περαστική), Γιώργος Κολοβός (Καλίστο), Θάνος Κοντογιώργης (Σεμπρόνιο/Τριστάν/Περαστικός), Ελισάβετ Κωνσταντινίδου (Θελεστίνα), Χριστίνα Κωνσταντινίδου (Αλίσα/Πόρνη/ Γ΄Θελεστίνα/Περαστική/ σε διπλή διανομή), Τατιάνα Μελίδου (Μελιβέα), Δημήτρης Μορφακίδης (Πάρμενο/ Σόσια/Περαστικός), Αλεξάνδρα Παλαιολόγου (Αρεούσα/ Περαστική), Χρύσα Ρώπα (Ελίσια), Μίλτος Σαμαράς (Θεντούριο/Περαστικός), Εύη Σαρμή (Λουκρέθια), Ελευθερία Τέτουλα (Αλίσα/ Πόρνη/ Γ΄Θελεστίνα/Περαστική/ σε διπλή διανομή), Ταξιάρχης Χάνος (Πλεμπέριο/ Περαστικός)

Χορεύτρια
Έρωτας/ Πόρνη/ Περαστική: Αναστασία Κελέση

Φιγκυράν: Αργυρώ Βλαχοπούλου

ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading

Πολιτισμός

«Η Δημοπρασία» με τον Αργύρη Μπακιρτζή στο «Αντιγόνη Βαλάκου»

«Η-Δημοπρασία»-με-τον-Αργύρη-Μπακιρτζή-στο-«Αντιγόνη-Βαλάκου»

Ο Αργύρης Μπακιρτζής παρουσιάζει την Παρασκευή 14, το Σάββατο 15 και την Κυριακή 16 Μαρτίου 2025 στο θέατρο Αντιγόνη Βαλάκου, το μονόπρακτο έργο «Η Δημοπρασία» του Σταύρου Τσιώλη εκπληρώνοντας, έστω, πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, το κάλεσμα και την προτροπή του να ετοιμαστεί για το ανέβασμα του έργου, δηλαδή να μάθει τα λόγια.

Ο Αργύρης σημειώνει: «Όταν ο Σταύρος μου έστειλε το έργο και το διάβασα, του απάντησα ότι μου άρεσε πάρα πολύ, αισθάνθηκα πως με αφορούσε άμεσα, ταυτίστηκα αμέσως με τον ήρωα -όπως μου συνέβαινε με όλους τους χαρακτήρες σε όλα  τα έργα του-  και θα αρχίσω να μαθαίνω το κείμενο.

Η τελευταία ταινία που γύρισε ο Σταύρος, η απόσταση της Αθήνας απ’ την Καβάλα, όπου ζω, διάφορα γεγονότα της ζωής που μεσολάβησαν, καθώς και  η σταδιακή επιδείνωση της υγείας του, δεν επέτρεψαν την υλοποίηση της σκέψης  για το ανέβασμα της ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΑΣ. Πέρασαν τα χρόνια, σχέδια υλοποιούνται, σχέδια εγκαταλείπονται, νέα εμφανίζονται. Χωρίς να το καταλάβω, Η ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΑ επανήλθε στη σκέψη μου, κυρίως προσπαθώντας να κοιμηθώ ή περπατώντας στις λεωφόρους του μπαϊπάς, που ευτυχώς ακόμη δεν χρειάστηκε να κάνω. Είχε έρθει η ώρα της. Έτσι αποφάσισα να το τολμήσω. Eίπα ας το κάνω τώρα που νομίζω πως είμαι έτοιμος. Στις ταινίες του Τσιώλη έχουμε διαδοχικούς αποχαιρετισμούς και σαν τέτοιον βλέπω το ανέβασμα της ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΑΣ».

Την παραγωγή της παράστασης έχει αναλάβει η Αστική Φάρμα  ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ της Καβάλας με επιμέλεια του Χάρη Μιχαλογιαννάκη, βοηθού του Τσιώλη σε τρεις ταινίες του που συμμετείχε και ο Αργύρης. Οι παραστάσεις, μετά τις εξαιρετικά πετυχημένες παραστάσεις τον Νοέμβριο και τον Φεβρουάριο στο BAUMSTRASSE της Αθήνας, θα δοθούν στις 14,15 και 16 Μαρτίου στο θέατρο Αντιγόνη Βαλάκου, μετά από πρόσκληση του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Καβάλας που τις ενέταξε στο πρόγραμμά της. Ακούγονται να τραγουδούν ο Αργύρης και η Τότα Ευλαβή, συνοδεία πιανόλας.

Διάρκεια παράστασης: 55 λεπτά

Τιμές εισιτηρίων:

15 € Γενική Είσοδος,

12 € Μαθητικό – Φοιτητικό-Ανέργων-ΑΜΕΑ (με την επίδειξη των αντίστοιχων δικαιολογητικών κατά την είσοδο)

Ηλεκτρονική προπώληση: https://www.ticketservices.gr/event/kavala-i-dimoprasia-tou-stavrou-tsioli/

Προπώληση εισιτηρίων καθημερινά από τη Δευτέρα 10 Μαρτίου, 11.00 – 14.00 & 18.00 – 20.00, στο Κέντρο πληροφόρησης επισκεπτών Δήμου Καβάλας (πρώην ΕΟΤ) στην Κεντρική Πλατεία, τηλ: 2510-620566.

Για περισσότερες πληροφορίες και κρατήσεις μπορείτε να καλείτε στα τηλέφωνα του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καβάλας 2510. 220876 (10:00-14:00). ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καβάλας

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading

Πολιτισμός

Το «METROPOLITAN: The Urban Theater» παρουσιάζει: «Girls & Boys» του Dennis Kelly στο «Αντιγόνη Βαλάκου»

Το-«metropolitan:-the-urban-theater»-παρουσιάζει:-«girls-&-boys»-του-dennis-kelly-στο-«Αντιγόνη-Βαλάκου»

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ

Ένα τραγικό πορτρέτο της μητρότητας, του γάμου και της εξουσιαστικής βίας!

«Συνάντησα τον άντρα μου στην ουρά για να επιβιβαστώ σε μια πτήση της easy Jet, και ομολογώ ότι τον αντιπάθησα από την πρώτη στιγμή.»

Μια τυχαία συνάντηση σε ένα αεροδρόμιο οδηγεί σε έναν κεραυνοβόλο έρωτα. Ένας γάμος, ένα σπίτι, δυο παιδιά, παράλληλες καριέρες – μια συνηθισμένη οικογενειακή ζωή. Όμως, καθώς ο χρόνος περνά, οι ισορροπίες διαταράσσονται και τα πράγματα παίρνουν μια αναπάντεχα σκοτεινή τροπή.

«Δεν θυμάμαι ακριβώς πότε τα πράγματα μεταξύ μας άρχισαν να πηγαίνουν στραβά – θυμάμαι μόνο ξαφνικά να βρίσκομαι μέσα σε αυτό.»

Ο Dennis Kelly σκιαγραφεί με αμεσότητα, οξυδέρκεια και αφηγηματική δεξιοτεχνία τις λεπτές γραμμές ανάμεσα στην ευτυχία και την απώλεια, αποτυπώνοντας με ακρίβεια τη γυναικεία ψυχοσύνθεση και αποκαλύπτοντας σταδιακά τις αποχρώσεις της βίας που υποβόσκει στην καθημερινότητα του ζευγαριού.

Στην παράσταση που σκηνοθετεί η Λητώ Τριανταφυλλίδου, η πρωταγωνίστρια αφηγείται τη ζωή της με αναστοχαστική διάθεση για κάθε συμβάν που αποτέλεσε αγκάθι στη διάρκεια συμβίωσης με τον άνδρα της, ισορροπώντας με ευαισθησία ανάμεσα στο χιούμορ, στη συγκίνηση και στην αγωνία. Στην προσπάθειά της να ανασυνθέσει την ιστορία της, αξιοποιεί οπτικοακουστικά μέσα για να καταγράψει και να επανεξετάσει τις αναμνήσεις της. Φτιάχνοντας από την αρχή το παζλ της ζωής της μέσα από βίντεο, ήχους και εικόνες, γίνεται ταυτόχρονα αφηγήτρια, σκηνοθέτις και θεατής της ιστορίας της.

Καθώς η ηρωίδα αναζητά τα αίτια και τις συνέπειες όσων έκανε και έζησε, η βία φαίνεται να διαπερνά κάθε στιγμή της φαινομενικά ευτυχισμένης ζωής της. Έτσι, αναδεικνύονται θεμελιώδη ζητήματα όπως η βαθιά ριζωμένη βία στις ανθρώπινες σχέσεις, η έμφυλη ανισότητα και το φαινόμενο της οικογενειοκτονίας. Είναι τελικά η βία ένα αναπόφευκτο στοιχείο της ανθρώπινης φύσης ή προϊόν των κοινωνικών και πολιτισμικών συνθηκών μέσα στις οποίες μεγαλώνουμε; Όταν, τελικά, η ηθοποιός επί σκηνής στρέφει το βλέμμα της από την κάμερα στο κοινό, θέτει ένα καίριο ερώτημα: Μπορούμε ποτέ να ξεφύγουμε από τη βία που κρύβεται μέσα μας;

«Ξεκινά ως μια τυπική ιστορία αγάπης – αγόρι συναντά κορίτσι και πετάνε σπίθες. Μια έντονη, παθιασμένη σχέση ξεκινά. Με τον καιρό εγκαθίστανται, κάνουν παιδιά και ζουν συνηθισμένες, χαοτικές ζωές. Όμως, κάτω από το κάλυμμα της κανονικότητας, αναπτύσσεται ένα ανησυχητικό υπόγειο ρεύμα. Ο φαινομενικά τέλειος κόσμος τους ξετυλίγεται, αποκαλύπτοντας συγκλονιστικές αλήθειες για την οικογένεια, τη βία και το τι πραγματικά συμβαίνει πίσω από κλειστές πόρτες ».

Στην παράσταση απολαμβάνουμε μια δυνατή ερμηνεία από την Νατάσα Εξηνταβελώνη, ως μια ανώνυμη γυναίκα από την εργατική τάξη, που μπαίνει στην κινηματογραφική βιομηχανία, παντρεύεται και κάνει δύο παιδιά. Αυτή και ο σύζυγός της χτίζουν μια ζωή μαζί, αλλά η ίδια αρχίζει σταδιακά να καταρρέει με τα άσχημα συμβάντα και στη συνέχεια καταστρέφεται η οικογένεια, βάναυσα.

«Υπάρχουν μόνο δύο χαρακτήρες σε αυτό το έργο: ο ηθοποιός και το κοινό» είχε πει ο συγγραφέας κάποια στιγμή και, όντως, έτσι είναι. Λειτουργεί ο καθρέφτης. Ως διάδραση. Η αλληλεπιδραστική αμφίδρομη διαδικασία μεταξύ δύο ατόμων (ή ομάδων) ή μεταξύ ανθρώπων και, εν προκειμένω, ό,τι στέλνει του επιστρέφεται. Απόλυτα.

 Στο «Girls and Boys η κόρη της ηρωίδας ξοδεύει τον χρόνο της με σκοπό, δημιουργώντας κεραμικά αντικείμενα, ενώ ο μικρός γιος της περιφέρεται γύρω της καταστρέφοντας τις κατασκευές της αδερφής του. Είναι μια κατάσταση απώλειας ελέγχου, εξαιτίας δυσεπίλυτων προβλημάτων. Σκηνές που αναστατώνουν τα μέσα μας, σκηνές που ζήσαμε είτε ως πρωταγωνιστές είτε ως παρατηρητές. Άλλες πάλι, σκληρές, ως ευκαιρία αυτοβελτίωσης ανδρών – αφεντάδων, γυναικών υποταχτικών ή και το αντίστροφο, γιατί, όχι;

 Μια από τις αυθόρμητες, ανεπιτήδευτες στιγμές της παράστασης είναι όταν ο θεατής ταυτίζεται με τον χαρακτήρα της μάνας, καθώς προσπαθεί να διδάξει στα παιδιά της τον σεβασμό, με όλο τον αφανή ηρωισμό που απαιτεί το εγχείρημα. Βλέπουμε, δηλαδή, μια εργαζόμενη μητέρα με δύο παιδιά να ξοδεύεται στην αγάπη, στην υπομονή, αλλά και στον εκνευρισμό και στις ενοχές της για κάποιες συμπεριφορές της, όλα δοσμένα με πειθώ.

 Η Νατάσα Εξηνταβελώνη αναπηδά με ευκολία ανάμεσα στην οριακή αφήγηση σε στιλ stand-up και στις αναπαραστάσεις της μνήμης. Οι τελευταίες σκηνές είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακές, καθώς κινείται στη σκηνή αλληλοεπιδρώντας με τα δύο παιδιά της, που μόνο αυτή τα ζει, αλλά τα βλέπουμε κι εμείς στο βίντεο, προσθήκη σκηνοθετική, όχι απαραίτητα αναγκαία, όπως και η μεγάλη διάρκεια της παράστασης που την καθιστά σε σημεία, κουραστική.

Μία ένσταση έχω, όμως, σοβαρή. Η μετάφραση της Λητώς Τριανταφυλλίδου διανθίστηκε από αγοραίες εκφράσεις, καθόλου συμβατές με το ύφος του κειμένου. Αδικεί την ηρωίδα η άκρατη βωμολοχία και ανοίγει διάπλατα μια πόρτα στην εγχώρια νεολαία για το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης, με λάθος τρόπο. Σκληρές λέξεις, βρισιές απενοχοποιημένες, ειπωμένες ως συνηθισμένο λεξιλόγιο στην ελληνική καθημερινότητα. Αν ο συγγραφέας ήταν ο Γιάννης Οικονομίδης του «Σπιρτόκουτου», θα το δικαιολογούσα, επειδή εκείνος χειρίζεται στα έργα του τη λαϊκή λαλιά, ως δείγματα υποβαθμισμένης ελληνικής κοινωνίας. Εδώ, απλώς, η βωμολοχία προκαλεί τους ενήλικες θεατές και προσκαλεί τη νεολαία να την ακολουθήσει, εμμέσως, πλην σαφώς.

 Η περίπτωση του αφανούς και ανώνυμου συζύγου απασχόλησε τον συγγραφέα, στον βαθμό που η κοινωνία κατηγοριοποιεί τους μπρουτάλ άνδρες, τους φαλλοκράτες από πεποίθηση, τους χειριστικούς και μέσα στην οικογένεια, ως υπεύθυνους έμφυλης βίας.

Άλλωστε, η ενδοοικογενειακή βία περιλαμβάνει ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο παραβατικών συμπεριφορών που ασκεί ο δράστης, με στόχο να διατηρήσει την εξουσία και τον έλεγχο πάνω στο θύμα του είτε είναι γυναίκα ή παιδί.

Με τις συνεχείς λεκτικές και σωματικές τιμωρίες, τις απειλές, τον εξαναγκασμό, ο «εξουσιαστής» έχει ως σκοπό να εκφοβίσει, να τρομάξει, να ταπεινώσει το «θύμα», να του καταρρακώσει το ηθικό, να το κάνει να νιώσει ανίκανο να προβάλει αντίσταση, ώστε να δει καθαρά την κατάσταση.

 Στην παράσταση εισπράττουμε οι θεατές το «δια ταύτα» της συγγραφής και της σκηνοθεσίας: πέρα από τη σωματική κακοποίηση που απειλεί τη σωματική ακεραιότητα του θύματος, η ενδοοικογενειακή βία παίρνει διάφορες μορφές: λεκτική, ψυχολογική, σωματική κακοποίηση και οικονομική βία, που δεν αφήνουν ορατά σημάδια αλλά τραυματίζουν εξίσου.

Πρόκειται για συστηματική, επίπονη και διαβρωτική διαδικασία που οδηγεί την επιζώσα σε διανοητική και συναισθηματική οδύνη ή βλάβη, ενίοτε ανεπανόρθωτη. Στην παρούσα περίπτωση ο εξουσιαστής οδηγείται στο έγκλημα.

Πιστεύω, όμως, πως ο Dennis Kelly ακολουθεί το φρέσκο ρεύμα που φέρνει συχνά στο φως της δημοσιότητας περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας (σεξουαλικής ή μη), σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Αλλά το έργο δεν αφορά τον σύζυγο. Αφορά τη γυναίκα που είναι στο επίκεντρο της υπόθεσης και συγκινεί με τον δυναμισμό της και τις συναισθηματικές της διακυμάνσεις, αυτές που προκαλούν οι διαρκείς ανατροπές κι έτσι όπως την ερμηνεύει η Νατάσα Εξηνταβελώνη, ενώ η σκηνοθεσία βλέπει τη σεξουαλική παρενόχληση των γυναικών, ως μέρος του ίδιου προβλήματος: πατριαρχία και ανδρική βία.

Το εντυπωσιακό είναι ότι στο έργο πρωταγωνιστεί ένας γυναικείος χαρακτήρας πολυμαθής, πνευματώδης, κατασκευασμένος από έναν άνδρα συγγραφέα, ο οποίος καταδύεται βαθιά στην ψυχολογία του απεριόριστου ανδρισμού και όλων των συνακόλουθων βλαβών και παραμορφώσεων μιας ήρεμης τάξης πράγματων, ακόμα και σε συμβατικές οικογένειες.

Η μεταφράστρια και σκηνοθέτις Λητώ Τριανταφυλλίδου, έχει διαμορφώσει το έργο σε ύφος εξαιρετικά δυναμικού θεάτρου( παραμερίζω τη βωμολοχία), που διερευνά το «διότι» στο γιατί μερικοί άνθρωποι κάνουν ανεπίτρεπτα, οδυνηρά άσχημα κι αμετάκλητα πράγματα και πώς αυτοί που επηρεάζονται θα μπορούσαν, ίσως, να συμβιβαστούν με τα επακόλουθα.

 Στα πρώτα 50 λεπτά περίπου, θα μπορούσαμε να ξεγελαστούμε και να πιστέψουμε ότι πρόκειται για κωμωδία. Περιγράφοντας η γυναίκα το πώς συνάντησε τον σύζυγό της σε μια ουρά αεροδρομίου και ξαναζώντας σκηνές με τα μικρά παιδιά της, ο ανώνυμος χαρακτήρας της Νατάσας Εξηνταβελώνη είναι σαρδόνιος, παραδίδοντας ριπές από γραμμές διάτρησης στα ανέκδοτά της.

Τόσο αυτή όσο και το κείμενο έχουν ρυθμούς καταιγιστικούς, ανάμεικτους από στοχασμούς και παραδοχές γεγονότων και συμπεριφορών. Μετά το πρώτο πενηντάλεπτο, πάνω – κάτω, συνειδητοποιεί το κοινό ότι οι λεκτικοί υπαινιγμοί, υπό την επίφαση του χιούμορ, αποκαλύπτουν σκληρότητα και βαναυσότητα, ώστε κόβει την ιλαρότητα ενστικτωδώς και συμπάσχει.

Τελικά, βλέπουμε την αλήθεια, με αμβλεία, καταστροφική λεπτομέρεια, τα στόματα σφιγμένα, η ηθοποιός σταματά να χαμογελάει και την κυριεύει η αψάδα. Θαρρείς, μεγαλώνει δέκα χρόνια κι απελευθερώνει έναν βασανισμένο εαυτό. Η ερμηνεία της είναι υπόδειγμα στη νατουραλιστική υποκριτική, επειδή είναι εκλεπτυσμένη και συναισθηματική που μοιάζει να είναι προσωπική της ιστορία.

Στον πυρήνα του το Girls & Boys είναι μια ιστορία βαθιάς απώλειας, υφασμένη σε έναν καμβά τόσο συνηθισμένο, όσο και άγριο.

Για την παράσταση «Girls and Boys» σε μετάφραση και σκηνοθεσία Λητώς Τριανταφυλλίδου, συμπράττει μια ταλαντούχα ομάδα συνεργατών: Τα εξυπηρετικά σκηνικά φέρουν την υπογραφή του Δημήτρη Πολυχρονιάδη. Η Αλεξάνδρα Κατερινοπούλου συνθέτει τα ηχητικά τοπία και την πρωτότυπη μουσική. Τα βίντεο και οι φωτογραφίες της παράστασης αποτυπώθηκαν μέσα από τον φακό της Δέσποινας Σπύρου. Την κίνηση επιμελείται ο χορογράφος Κωνσταντίνος Παπανικολάου και τους φωτισμούς σχεδιάζει ο Αντώνης Διρχαλίδης.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Girls & Boys του Dennis Kelly

με τη Νατάσα Εξηνταβελώνη

Μετάφραση – Σκηνοθεσία: Λητώ Τριανταφυλλίδου

Σκηνικά: Δημήτρης Πολυχρονιάδης

Μουσική: Αλεξάνδρα Κατερινοπούλου

Κίνηση: Κωνσταντίνος Παπανικολάου

Φωτισμοί: Αντώνης Διρχαλίδης

Φωτογραφίες – Βίντεο: Δέσποινα Σπύρου

Video Editing: Μαριάνα Τρούμπη

Βοηθός Σκηνοθέτη: Τζέσικα Κουρτέση

Graphic Design: Mavra Gidia

Παραγωγή: Metropolitan: The Urban Theater

ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading
Advertisement

Προτεινόμενα