Connect with us

Πολιτισμός

ΚΘΒΕ: «Η αγάπη άργησε μια μέρα» στο ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΒΑΛΑΚΟΥ (κριτική)

ΚΘΒΕ:-«Η-αγάπη-άργησε-μια-μέρα»-στο-ΑΝΤΙΓΟΝΗ-ΒΑΛΑΚΟΥ-(κριτική)

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ

Μέλημα της σκηνοθεσίας είναι να φέρνει τους θεατές μέσα στη δράση, να τους ποτίζει με νερό – άγιασμα ή πίκρα- χολή. Την αγάπη που άργησε μια μέρα, όπως το έγραψε η Λιλή Ζωγράφου, την αγάπη που δεν έρχεται ποτέ ή εκείνη που στραγγίζει όνειρα κι ελπίδες των γυναικών –ηρωίδων, ο Ένκε Φεζολλάρι τη στεφανώνει αυτή τη φορά με πόνο και θλίψη. Όχι με ποίηση. Σαν πικρή σπονδή στα σημεία των καιρών.

Θέλει να φέρει στο προσκήνιο το χθες και να το πετάξει στο δάπεδο μαζί με τους κουβάδες και τις λεκάνες με απόνερα, μαζί με τα τσακισμένα σώματα των απέλπιδων κοριτσιών, θέλει να το μπολιάσει στο σήμερα, θέλει να ραπίσει την κοινωνία μας που δέχεται και κρύβει παραβατικότητες, με πιο σκληρή την κακοποίηση των γυναικών. Και το καταφέρνει σε ύψιστο βαθμό.

Ακόμα από την είσοδο ο θεατής προϊδεάζεται για κάτι ανοίκειο, ανίερο, όταν αντικρίζει ένα τέμπλο με σιδερόφρακτη «Ωραία Πύλη», με εικόνες – παράθυρα «Αγίων» ένθεν και ένθεν της, που αντί για φωτοστέφανο φέρουν ακάνθινο μανδύα. Όταν ζωντανεύουν, θαρρείς μαγαρισμένες από τον διάβολο, ξεσπούν σε κλαυθμούς, κατάρες και οδυρμούς. Κανένα χαμόγελο, καμία χαρά. Μόνο πόνο.

Στο έργο σκιαγραφείται αριστοτεχνικά, έτσι όπως διασκευάστηκε από τον σκηνοθέτη και τη Ροδή Στεφανίδη, η απάνθρωπη σκληρότητα της πατριαρχικής οικογένειας, οι κοινωνικές συμβάσεις, η λεκτική και σωματική έμφυλη βία, αλλά και η ευλογία της αγάπης.

Το δίπολο επιθυμία –ενοχή διατρέχει τον μύθο. Ποιος έχει το δικαίωμα στην απόλαυση και ποιος στην επιθυμία;

Μια παλιομοδίτικη ιστορία που ξετυλίγεται σαν μαγευτικό παραμύθι, χάρη στην ομορφιά και τη λαχτάρα των γυναικών ηρωίδων που αντιστέκονται στον αμείλικτο χρόνο, περιμένοντας καρτερικά την προσγείωση του μεγάλου έρωτα. Γιατί υπήρχε μια εποχή που η αγάπη αργούσε να ’ρθει, σε αντίθεση με τη νεαρή Ερατώ (Υρώ Λούπη) που, έρμαιο του παρορμητικού της ενστίκτου, παραδίδεται σ’ έναν άγγελο που την περιμένει στο υπόγειο του σπιτιού της.

 Και τολμά να ζήσει συναρπαστικές περιπέτειες για να εξελιχθεί – εν αγνοία της – σε κατακτήτρια της πιο ουσιαστικής ελευθερίας. Γιατί η ελευθερία και τότε, πριν ογδόντα χρόνια, και πάντοτε, προκύπτει, όχι από συλλόγους και κραυγαλέα μανιφέστα, αλλά από την ατομική συνειδητοποίηση που διαλέγει τελικά το προσωπικό ήθος, αγνοώντας τους περιορισμούς των έξωθεν απαγορεύσεων.

Πρόκειται ουσιαστικά για μια αλληγορία πάνω στο φασισμό και στον τρόπο που αυτός ποτίζει τις ανθρώπινες σχέσεις. Αναδεικνύονται τα σοβαρά και διαχρονικά προβλήματα που προκύπτουν από την τήρηση των «πρέπει», τη μη αποδοχή της διαφορετικότητας, τη λανθασμένη υποταγή και την καταπάτηση της ελευθερίας, στην καθημερινότητα.

Ο άνθρωπος, του χθες και του σήμερα, οι αδυναμίες και οι επιθυμίες του βρίσκονται στο επίκεντρο.
 
Το έργο «Η αγάπη άργησε μια μέρα», βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Λιλής Ζωγράφου, γραμμένο το 1994, το οποίο έγινε τηλεοπτική επιτυχία το 1997. Η συγγραφέας εστίασε στα μυθιστορήματά της στην πάλη για την ανεξαρτησία των γυναικών και στη γυναικεία χειραφέτηση. Το έργο πραγματεύεται την τόλμη που απαιτεί η ελευθερία καθώς και τον αγώνα ενάντια στην επιβολή και τον αυταρχισμό. Μια απεικόνιση της πατριαρχικής κοινωνίας και του βαθιά ριζωμένου μισογυνισμού. 

 «Ακόμα και οι γιοί τρέμανε τη “σκιά” του πατέρα αφέντη, πού επίσης μέσα από το αίσθημα ιδιοκτησίας απαιτούσαν απ’ αυτούς να γίνουν σπουδαίοι, όχι ευτυχισμένοι, σπουδαίοι, πάντα στα μέτρα της δικής τους βαρβαρότητας και αμορφωσιάς».
 
Μια ατμοσφαιρική παράσταση, της οποίας η αξία αναδεικνύεται στο έπακρον από τις συγκλονιστικές ερμηνείες των επτά εξαιρετικών ηθοποιών του ΚΘΒΕ, στο Μικρό της Μονής Λαζαριστών, χώρος που επιτρέπει τη θεατρική τέχνη να μετουσιωθεί σε μυσταγωγία, με τους μύστες και τους θεατές να συμπορεύονται αντάμα σε ιστορικά μονοπάτια, σε ψυχικές διαδρομές ηρώων, στις συναισθηματικές μεταπτώσεις- αποστάγματα συμπεριφορών- παντελώς αγνώστων στη συμφεροντολογική , στεγνή από συναισθήματα εποχή μας- σε επιλεγμένες ταυτίσεις του κοινού με στάσεις ζωής, που γλαφυρά αποτύπωσε η ανατρεπτική, στοχαστική κι αντισυμβατική πένα της συγγραφέως στο συγκεκριμένο αριστούργημά της.

Την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου σε κάποιο χωριό της Κρήτης, ζει ένα ευκατάστατο ζευγάρι και οι πέντε κόρες τους. Τρεις γιοι συμπληρώνουν την οκτάδα παιδιών, αλλά είναι ωσεί παρόντες. Ο Ιταλός στρατιώτης Αντονίνο κρύβεται στο υπόγειο του αρχοντικού των Φτενούδων με τη βοήθεια της κόρης- Πηνελόπης, που λόγω της βιολογικής ιδιαιτερότητας της, αποτελεί το μαύρο πρόβατο για τους δικούς της. Εκεί η Ερατώ, που είναι η αδυναμία της μάνας και η προστατευόμενη της, ερωτεύεται με πάθος τον Ιταλό και μένει έγκυος στο παιδί του.

Εκείνος δεν το μαθαίνει και αναχωρεί για την πατρίδα του. Η μάνα, θέλοντας ν’ αποφύγει την κοινωνική κατακραυγή, αποφασίζει να υποκριθεί πως το παιδί που θα γεννήσει η Ερατώ είναι δικό της.

Σαν μεγάλωσε το νόθο, η Αμαλία, της ζητεί να αρνηθεί τα γονικά δικαιώματά της. Πράγμα που γίνεται. Όταν η μητέρα και ο πατέρας των αδερφάδων πεθαίνουν, τα ηνία της οικογένειας αναλαμβάνει η αυταρχική μεγαλοκοπέλα κι ανύπαντρη Ασπασία.

Η Ερατώ φεύγει από το σπίτι για να γλιτώσει, αλλά αυτό την οδηγεί μεθοδευμένα στα χέρια του Τάγαρη, ενός δικηγόρου που την παντρεύεται και την κακομεταχειρίζεται. Όταν γυρνά στο σπίτι μετά από καιρό και μην αντέχοντας την σκληρότητα της αδερφής της και τον ξεπεσμό ολόκληρης της οικογένειας, αυτοκτονεί.

Την επόμενη μέρα ο Αντονίνο επιστρέφει στην Ελλάδα αναζητώντας το χαμένο του έρωτα. Η Αγάπη αργεί μόνο μια μέρα αλλά όταν φτάνει, η Ερατώ δεν υπάρχει!

Ο άκρατος αυταρχισμός, το ψέμα, η υποκρισία, η στέρηση αγάπης και σεβασμού, η βία κι η συμβολή τους στη διαμόρφωση διαταραγμένων προσωπικοτήτων, ο πόνος, η απόγνωση, η λαχτάρα για ζωή, η στενομυαλιά και τα στεγανά της μονομερούς κατήχησης σε πατροπαράδοτους, συντηρητικούς κώδικες και, τέλος, ο θάνατος παρελαύνουν στη σκηνή μαγικά, καθηλωτικά, με ρυθμούς σκληρούς, με τεχνική εκπληκτική κι αξιοθαύμαστη υποκριτική δεινότητα.

Τα βίντεο έχουν επεξηγηματικό ρόλο στη αφήγηση με κορυφαίο το απολύτως σημερινό ενσταντανέ της μεγάλης κόρης Ασπασίας, να πίνει στο μπαλκόνι της το καφεδάκι της μοναξιάς της, ως παρηγοριά. Άλλωστε η Ασπασία (Μαρία Χατζηιωαννίδου),είναι ο πιο αυταρχικός και πιστός στην πατροπαράδοτη ιεραρχία χαρακτήρας, ωθείται από τις σκληροπυρηνικές αντιλήψεις της σε σκαιές συμπεριφορές, ενώ οι άλλες κόρες του Φτενούδου αδυνατούν να νοηματοδοτήσουν την απώλεια του πατέρα τους.

Το φέρετρο και το μαύρο στα κοστούμια, πέρα από τον ρεαλισμό τους στις σκηνές της παράστασης, συμβολίζουν και την ανθρώπινη διάσταση του Θεού, σαν ένα σύστημα που παγιδεύει τους ανθρώπους στον φόβο και στις ενοχές για την κάθε τους παρέκκλιση από κανόνες.

Ο Φεζολλάρι ξεκάθαρα μας προτρέπει: «ανοίξτε τα μάτια, τεντώστε τ’ αυτιά σας. Κάποιοι επαναστατούν με αιτίες, κάποιοι υιοθετούν τον αυταρχισμό και κάποιοι άλλοι θυματοποιούνται. Κάποιοι ξοδεύουν τη ζωή τους στην «τιμή και την υπόληψη» που καθορίζει η υποκριτική κοινωνία σας. Όλα αυτά, αγαπητοί μου θεατές, με μια λέξη είναι βία!

Παλιότερα δέσποζε στην οικογένεια ο πατέρας – αφέντης. Σήμερα τι; Ίσως ο φόβος του να είσαι ελεύθερος ή αληθινός. Το νόθο παιδί της φαμίλιας, η Αμαλία (Πολυξένη Σπυροπούλου), «μπαστάρδι» της αδερφής Ερατώς, ξεστομίζει σε κάποια στιγμή: «Δεν έχω πίστη, δεν έχω Θεό. Πώς να έχω Θεό αφού δεν έχω αγάπη; Πού να μείνει ο Θεός; Θέλει σπίτι και αυτό είναι η αγάπη».

Όλα εξελίσσονται στο πατρικό της οικογένειας Φτενούδου και μεταφέρονται σταδιακά στο μοναστήρι, στο δικηγορικό γραφείο, στο αστυνομικό τμήμα, στον δρόμο, στην αυλή, με ταχύτατους ρυθμούς κι ευρηματικές αλλαγές επί σκηνής.

Η σκηνογράφος Δανάη Πανά έχει φιλοτεχνήσει το σκηνικό – τέμπλο που δεσπόζει στο κέντρο απ’ την αρχή ως το τέλος, ενώ εύρημα είναι η ανάθεση ανδρικών χαρακτήρων, όπου έπρεπε, στις γυναίκες ηθοποιούς, χωρίς να ενοχλεί η παρενδυσία.

Επτά εξαιρετικές ηθοποιοί. Ορθά ανομοιογενής θίασος αλλά άκρως ενδιαφέρων. H σημαντική ηθοποιός του κρατικού φορέα Άννυ Τσολακίδου, είναι η μητέρα, Εριφύλη, της πολύτεκνης οικογένειας, μια τραγική φιγούρα βγαλμένη είτε από τις «Τρωαδίτισσες» του Ευριπίδη είτε από τη «Μάνα Κουράγιο» του Μπρεχτ ή από την Μπερνάρντα ΄Αλμπα του Λόρκα. Μας δείχνει με κραυγές και ψιθύρους ότι «μάνα» σημαίνει αυτομάτως, πως αναλαμβάνεις και όλο τον ακαταλόγιστο παραλογισμό που συνεπάγεται αυτή σου η ιδιότητα: γλυκιά, σκληρή, τρυφερή, τερατώδης ή μειλίχια, προστατευτική ή αδιάφορη, ένα είδος «άβατου», μία φύσει και θέσει τραγική φιγούρα, για την οποία όλος ο κόσμος αρχίζει και τελειώνει στο παιδί.

Η εξαιρετική Μαρία Χατζηιωαννίδου, ως Ασπασία,είναι ο άξονας γύρω από τον οποίο κινείται ολόκληρη η ιστορία στο μυθιστόρημα, αλλά εδώ τα σκήπτρα του «κορυφαίου» στον μαυροφορεμένο Χορό δίνονται συμβολικά στην Ερατώ, σαν την πιο κακοποιημένη γυναίκα της υπόθεσης.

Η μοναδική Λίλιαν Παλάντζα, είναι η άτεγκτη Εργίνη, αλλά ενδύεται και ανδρικούς ρόλους, όπως και η Άννυ Τσολακίδου ερμηνεύει με αψάδα τον οπορτουνιστή δικηγόρο.

Οι άλλοι ρόλοι υπηρετούνται με πάθος και ωριμότητα, με τις ισορροπίες που ήθελε το κείμενο και ο σκηνοθέτης, από τις πολύ καλές, έμπειρες κυρίες του ΚΘΒΕ. Την Ιωάννα Παγιατάκη που υποδύεται έξοχα την άμοιρη Πηνελόπη και συγκινεί το κοινό, καθώς σέρνεται χωρίς λύπηση από τις σκληρές αδελφές της στο δάπεδο κι αποτελεί τον μόνιμο εύκολο στόχο της οργίλης εκτόνωσης.

Η Πολυξένη Σπυροπούλου αναλαμβάνει την Αμαλία που παντρεύεται με το στανιό τον υπερήλικα Επαμεινώντα και στρώνει αναγκαστικά μια ζωή με πολλές ανατροπές.

 Τέλος, η Δανάη Σταματοπούλου είναι η Αικατερίνη, δασκάλα, που επαναστατεί στο κατεστημένο, αγνοεί τους κανόνες του συντηρητικού σπιτιού και στεφανώνεται κρυφά τον αγαπημένο της, ενώ επωμίζεται και ανδρικούς ρόλους με επιτυχία.

Η μουσική του Κωνσταντίνου Ευαγγελίδη συνοδεύει κινήσεις και λόγια, σιωπές και βιντεοσκοπημένες εικόνες, ανάλογα τη φόρτισή τους.

Οι φωτισμοί της Σεμίνας Παπαλεξανδροπούλου, χαμηλοί, επιτείνουν τη φοβική ατμόσφαιρα που επικρατεί στο σπιτικό του Φτενούδου.

Πρόκειται για μια παράσταση ξεχωριστή, ρεαλιστική, με σημειολογικό περιεχόμενο και συγκινησιακή σημασία.  

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Διασκευή- Δραματουργική επεξεργασία: Ροδή Στεφανίδου, Ένκε Φεζολλάρι
Σκηνοθεσία: Ένκε Φεζολλάρι
Σκηνικά-κοστούμια: Δαναη Πανά
Μουσική: Κωνσταντίνος Ευαγγελίδης
Φωτισμοί: Σεμίνα Παπαλεξανδροπούλου
Βίντεο: Άντα Λιακου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Χριστόφορος Μαριάδης
Οργάνωση Παραγωγής (ΚΘΒΕ): Ηλίας Κοτόπουλος
Οργάνωση Παραγωγής (ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης): Στέλιος Σωτηρόπουλος
Κατασκευή σκηνικού: Νίκος Λαβαντσιώτης, Τάκης Συνδουκάς
Ηλεκτρολόγος: Τάσος Διδασκάλου
Φωτογραφίες: MikeRafail | Thatlongblackcloud

Διανομή:
Υρώ Λούπη
Ιωάννα Παγιατάκη
Λίλιαν Παλάντζα
Πολυξένη Σπυροπούλου
Δανάη Σταματοπούλου
Άννη Τσολακίδου
Μαρία Χατζηιωαννίδου

Τα παραδοσιακά τραγούδια της Κάτω Ιταλίας και το νανούρισμα ερμηνεύει η Σοφία Παπάζογλου.

(Η παράσταση βασίζεται στο εμβληματικό βιβλίο της Λιλής Ζωγράφου «Η αγάπη άργησε μια μέρα» και έρχεται στην Καβάλα για δυο μέρες, στο Θέατρο Αντιγόνη Βαλάκου, το Σάββατο 1 και την Κυριακή 2 Φεβρουαρίου στις 18.00 και στις 21.00. Διαβάστε περισσότεραhttps://kavalawebnews.gr/politismos/dipethe_kavalas/i-agapi-argise-mia-mera-sto-theatro-antigoni-valakou/).

ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading
Advertisement
Click to comment

You must be logged in to post a comment Login

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Πολιτισμός

ΔΗΠΕΘΕ: Ματαιώνεται η παράσταση «Ρίτα»

ΔΗΠΕΘΕ:-Ματαιώνεται-η-παράσταση-«Ρίτα»

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading

Πολιτισμός

Διακρίσεις μαθητών του Δημοτικού Ωδείου Καβάλας σε Διαγωνισμό Σαξοφώνου

Διακρίσεις-μαθητών-του-Δημοτικού-Ωδείου-Καβάλας-σε-Διαγωνισμό-Σαξοφώνου

Σημαντικές ήταν οι διακρίσεις που πέτυχαν οι ταλαντούχοι μαθητές του Δημοτικού Ωδείου Καβάλας στο Διεθνή Διαγωνισμό Σαξοφώνου, ο οποίος πραγματοποιήθηκε στην Λάρισα από τις 12 έως 14 Απριλίου και στον οποίο συμμετείχαν παιδιά όλων των ηλικιών από την Ελλάδα και το εξωτερικό.

Συγκεκριμένα, ο μαθητής Ντόρφμαν Γιάννης, ο οποίος διαγωνίστηκε στην Α΄ κατηγορία – Προκαταρκτική απέσπασε το 3ο Βραβείο. Επίσης, ο Μάρκος Κούνιας (Α΄ κατηγορία – Προκαταρκτική) και ο Ανδρέας Καλιαμπάκας (Β΄ κατηγορία – Κατωτέρα), όλοι μαθητές της τάξης Σαξοφώνου της Πωλίνας Κατσαβούνη    έλαβαν  έπαινο για το παίξιμό τους .

Θερμά συγχαρητήρια στους μαθητές, τους γονείς και στην καθηγήτρια  για τις επιτυχίες αυτές.  Ευχόμαστε σε όλους ακόμη μεγαλύτερες διακρίσεις και ελπίζουμε ότι με την πορεία και την πρόοδό τους θα προσφέρουν ισχυρό κίνητρο στους συμμαθητές τους!

Ο Αντιδήμαρχος Πολιτισμού,

διά βίου μάθησης και Μουσικής Εκπαίδευσης

Απόστολος Μουμτσάκης

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading

Πολιτισμός

«ΤΟ ΓΑΛΑ» του Βασίλη Κατσικονούρη στο «Αντιγόνη Βαλάκου»

«ΤΟ-ΓΑΛΑ»-του-Βασίλη-Κατσικονούρη-στο-«Αντιγόνη-Βαλάκου»

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ

Πολυπαιγμένο και πολυμεταφρασμένο, γραμμένο το 2003, «Το γάλα» του Βασίλη Κατσικονούρη έκανε και διεθνή καριέρα. Είναι ένα από τα καλύτερα και μεστότερα νεοελληνικά έργα.

Πρωτοπαίχτηκε στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη την περίοδο 2005-2006, επί προεδρίας του αείμνηστου Νίκου Κούρκουλου, για να συνεχιστεί και την αμέσως επόμενη σαιζόν, λόγω της πολύ μεγάλης επιτυχίας του.

Το έργο είναι μεταφρασμένο στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, σερβικά και πολωνικά.

 “Ξένος εδώ, ξένος κ’ εκεί, κι όπου κι αν πάω ξένος

Το γάλα, λέει ο συγγραφέας στο βιβλίο του, στα ρωσικά λέγεται «μαλακό». Έτσι, περίεργα, μια άλλη ελληνική λέξη, σπαρμένη μέσα σε μια άλλη γλώσσα, δίνει εκεί, στο ξένο χωράφι, πολύ πιο άμεσα και ανάγλυφα την αίσθηση του πράγματος, απ’ ότι η αντίστοιχη που το ονοματίζει στα ελληνικά.

Γι’ αυτήν ακριβώς την αίσθηση θέλει να μιλήσει «Το γάλα» του Βασίλη Κατσικονούρη και οι ήρωες του.

Μια οικογένεια από την πρώην Σοβιετική Ένωση – μητέρα με δύο γιούς – ο ένας εκ των οποίων πάσχει από σχιζοφρένεια, προσπαθεί να προσαρμοσθεί και να επιβιώσει στην Ελλάδα. Η απόγνωση της μάνας και ο ψυχικός σπαραγμός της για την ασθένεια του μικρού της γιού, παράλληλα με τον φόβο που προέρχεται από τον κοινωνικό ρατσισμό του περιβάλλοντός της, παρουσιάζονται με σπαρακτικό τρόπο.

Η βία διαδέχεται και εναλλάσσεται με την τρυφερότητα, η ένταση με τη γαλήνη, η απελπισία με την ελπίδα, το όνειρο με τον εφιάλτη, η πραγματικότητα με την ψευδαίσθηση και αντιστρόφως. 

Πρόκειται για μια συγκλονιστική οικογενειακή ιστορία, όπου φωτίζεται δεξιοτεχνικά από τον συγγραφέα ο συναισθηματικός κόσμος των ηρώων και οι ανησυχίες τους, όπως αυτές πηγάζουν μέσα από το κοινωνικό τους περιβάλλον, αλλά κυρίως φωτίζεται η αίσθηση που έχει ο καθένας ήρωας, πως όλα μέσα του μαλακώνουν και ζεσταίνονται, όταν σταματάει πια να κλαίει και να πονάει, καθώς δέχεται μια πρόσκαιρη ανακούφιση. Κι όταν αυτή λιγώνεται, τότε νιώθει ξένος. Σαν πρόσφυγας ανάμεσα σε δυο πατρίδες. Ξένες κι αυτές.

Τη σκηνοθεσία υπογράφουν ο Μάνος Καρατζογιάννης, με μακρά γόνιμη θητεία στο ελληνικό έργο και η Ερμίνα Κυριαζή, η οποία σκηνοθέτησε την περασμένη σαιζόν και το πιο πρόσφατο έργο του Βασίλη Κατσικονούρη το: «Τσιτάχ. Η ερημιά του τερματοφύλακα».

Η παράσταση αφιερώνεται στη μνήμη του Κωνσταντίνου Παπαχρόνη, ο οποίος ήταν ο πρώτος που ερμήνευσε το ρόλο του Λευτέρη, το 2006, στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου.

Πιο αναλυτικά, μια ολιγομελής οικογένεια ομογενών από την πρώην Σοβιετική Ένωση, όπου ζούσε εκεί μια τσακισμένη ζωή σε ταραγμένα χρόνια, ερείπια επί ερειπίων ο τόπος γύρω τους, ήρθε και μπήκαν όλοι τους σ’ ένα καζάνι που έβραζε. ΄Ήρθαν στην Ελλάδα μαζί με πολλούς άλλους τη δεκαετία του 1990 και σπιτώθηκαν σ’ ένα ημιυπόγειο διαμέρισμα μιας χαμο- γειτονιάς.

 Τα μέλη: η μητέρα Ρήνα και οι δυο της γιοί, ο Αντώνης και ο Λευτέρης, ο οποίος πάσχει από μιας μορφής σχιζοφρένεια, ενώ ο πατέρας έχει πεθάνει από χρόνια.

Ο πρωτότοκος γιος, ο Αντώνης, θέλει πάση θυσία και με οποιοδήποτε τίμημα να ενσωματωθεί στη νέα πατρίδα του. Μιλάει μόνο Ελληνικά, θέλει να ξεχάσει τα Ρωσικά, τρώει μόνο ελληνικά φαγητά, δεν έχει κανένα μετανάστη φίλο, προσεταιρίζεται τους Έλληνες, γίνεται αποδεκτός από αυτούς και προσπαθεί να δρέψει τους καρπούς της ελληνοποίησής του.

Αντίθετα, ο μικρότερος, ο Λευτέρης, αρνείται να ενσωματωθεί στην νέα του πατρίδα. Τραγουδάει ρωσικά τραγούδια, μιλάει στα ρωσικά, τρώει ρωσικά φαγητά και αναπολεί διαρκώς τον τρόπο ζωής τους στην Τιφλίδα. Η σχιζοφρένειά του λειτουργεί και αυτή σε ένα άλλο επίπεδο, σαν άρνηση ενσωμάτωσης στα πρότυπα και τις επιταγές της ελληνικής κοινωνίας.

Αυτές οι διαφορές των δυο αδερφών είναι η αιτία των συνεχόμενων καυγάδων που διασαλεύουν την ηρεμία και τη γαλήνη του σπιτιού. Ο Αντώνης απαιτεί τρόπους συμπεριφοράς που ο Λευτέρης αρνείται και η σύγκρουση είναι μόνιμη.

 Ανάμεσά τους η μάνα, που η συμπεριφορά της εμπεριέχει τις εκ διαμέτρου αντίθετες θεάσεις της πραγματικότητας. Θέλει να ενσωματωθεί στην ελληνική κοινωνία αλλά δεν εμπιστεύεται τους Έλληνες. Θέλει να ξεχάσει το παρελθόν αλλά το αναπολεί συνέχεια. Επαινεί τον Αντώνη για την αποφασιστικότητά του, αλλά προστατεύει τον άρρωστο Λευτέρη από τη χλεύη, όμως δε θέλει να τον στείλει στο ψυχιατρείο.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, ο Αντώνης, έχοντας εδώ και καιρό αποφασίσει να διαγράψει το παρελθόν του στην Τιφλίδα και, ταυτόχρονα, να απομακρυνθεί από μια οικογενειακή ζωή που του είναι βάρος και ντροπή, βρίσκει δουλειά σε ένα βενζινάδικο στη Λάρισα. Εκεί συναντά στο πρόσωπο της κόρης του ιδιοκτήτη, την μελλοντική σύζυγό του, αλλά και την ευκαιρία της κοινωνικής και οικονομικής ανόδου.

 Έτσι, επισκέπτεται την οικογένεια στην Αθήνα για να της ανακοινώσει τα ευχάριστα νέα τού γάμου. Επί πλέον, επειδή θα φέρει την μέλλουσα σύζυγο να τους τη γνωρίσει, τη Νατάσα, θέλει να εξασφαλίσει την ήσυχη και κόσμια συμπεριφορά του Λευτέρη.

Πράγματι, η πρώτη συνάντηση είναι ενθαρρυντική, με την κοπέλα να αντιμετωπίζει τον Λευτέρη με συμπάθεια και φιλική διάθεση. Μάλιστα, τις επόμενες ημέρες κάνουν παρέα και δένονται σιγά – σιγά. Όμως, η παρουσία της Νατάσας στο σπίτι μαζί με τον Λευτέρη και χωρίς την παρουσία κανενός άλλου, υποδαυλίζει τα ανοργάνωτα σεξουαλικά ένστικτα του νεαρού, ο οποίος προχωρά σε σεξουαλική παρενόχληση και αναγκάζει τη φοβισμένη κοπέλα να δραπετεύσει από το σπίτι.

Αυτή η εξέλιξη των πραγμάτων θα σταθεί μοιραία για την πορεία της οικογένειας. Ο Αντώνης αρνείται οποιαδήποτε επαφή πλέον με τον Λευτέρη και τη μητέρα του, με αποτέλεσμα μάνα και μικρός γιός να μείνουν μόνοι, σε ένα σύμπαν που το γεμίζει η νοσταλγία για το παλιό και ο φόβος για το μέλλον.

Όταν η μητέρα πεθαίνει, ο Αντώνης αναλαμβάνει να επιλέξει τη μοίρα του αδερφού του. Δεν επιτρέπει σε κανένα εμπόδιο να του καταστρέψει την πορεία που έχει δώσει στη ζωή του κι ο εγκλεισμός του Λευτέρη στο ψυχιατρείο είναι η μόνη επιλογή. 

Όπως έχει πει ο συγγραφέας «Θα ήθελα τα έργα μου να λειτουργούν σαν ένα ισχυρό αντίδοτο απέναντι στις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας και κατ’ επέκταση της ελληνικής οικογένειας. Να καταδεικνύουν την πάλη ανάμεσα στο άλγος της μνήμης και το άγος της λήθης», έτσι και τα δυο αδέρφια συμβολίζουν και εκφράζουν αυτόν το διπλό ψυχικό πόνο: Ο μεν Αντώνης το άγος της λήθης, ο δε Λευτέρης το άλγος της μνήμης.

Το έργο θεωρείται ένα από τα πλέον εμβληματικά του σύγχρονου ελληνικού δραματολογίου και τον χαρακτηρισμό αυτό δεν τον ενισχύουν μόνο οι θεματικές, που εξακολουθούν να αφορούν άμεσα τον θεατή, αλλά η αρραγής δομή της πλοκής, οι διαστρωματώσεις που φωτίζουν τα χαρακτηριστικά των δραματικών προσώπων, ο καίριος συγχρωτισμός μεταξύ δηκτικού χιούμορ και ανέσπερης ευαισθησίας, η ευγενής και κοπιώδης πρόθεση να συγκεραστεί το ανοίκειο με την αποδοχή του.

Πρόκειται για ένα έργο-ηχηρό χαστούκι στον εφησυχασμό μας, μπροστά σ’ αυτά που συμβαίνουν στη διπλανή μας πόρτα και στην πίσω αυλή του σπιτιού μας. Ένα έργο ζωντανό και σπαρακτικό, γραμμένο από έναν γνώστη της ανθρώπινης ψυχής, που διψά για ελευθερία, όμως την τσαλακώνει η ανάγκη. Ένα έργο που μας βλέπει κατάματα και πρέπει οι θεατές με τη σειρά μας, να το δούμε με τα μάτια της ψυχής.

Οι διορατικοί συν- σκηνοθέτες Μάνος Καρατζογιάννης και Ερμίνα Κυριαζή υποστήριξαν, με την επαγγελματική τους οξυδέρκεια και την πνευματική τους διαύγεια, το τρίγωνο των δυνάμεων που αναπτύσσεται στο κείμενο και διαρθρώνεται κλιμακωτά μέσα από τη σκιαγράφηση των ηρώων: μνήμη-σώμα-ετερότητα. Πετυχαίνουν να προβάλουν την αξία και την εμβέλεια του δραματικού ιστού, με έμπνευση, χωρίς καμία υπερβολή, ακρότητα ή αστοχία και με σεβασμό στην καταιγιστική πλοκή. Έτσι, οι νοηματικοί κώδικες είναι ευανάγνωστοι, πλήρεις συναρπαστικής εικονοποιίας και εσωτερικού προβληματισμού.

Και οι τρεις δραματικοί χαρακτήρες έχουν ισχυρή τη μνήμη, που φέρει την ταυτότητα του ξένου, ο οποίος, όπου κι αν βρίσκεται παραμένει,κατά κάποιο τρόπο, άπατρις: «στη Ρωσία είμαστε γκρέκοι και στην Ελλάδα, Ρώσοι».

 Σημάδια από μια χώρα που θα ήθελαν να ξεχάσουν αλλά είναι ανέφικτο, φράσεις και τραγούδια από μια χώρα, στην οποία προσφεύγει τρυφερά το θυμικό και η λογική, και από την οποία οφείλουν να αποκοπούν για να ενσωματωθούν στη νέα πατρίδα, να επιβιώσουν και να αντλήσουν τη χαρά της αποδοχής, της ένταξης στην κοινότητα που το πρέπον είναι να τους εμπεριέχει και, σε ένα βαθμό, να τους προστατεύει.

Βαθιά συναισθηματική παράσταση, με ένα κείμενο που εμπεριέχει πάρα πολλά ζητήματα, όπως : ρατσισμός, ψυχιατρικές ασθένειες και αντιμετώπισή τους, φτώχεια, εκμετάλλευση, σχέσεις μέσα στην οικογένεια, αίσθημα του μη ανήκειν, βία κ.ά.

Σε ένα λιτό σκηνικό ( Άγγελος Αγγελής), που απεικονίζει εύγλωττα την ένδεια της ζωής της Ρήνας και του Λευτέρη, με τα ταιριαστά λιτά καθημερινά τους ρούχα, σε αντίθεση με τους πάντα καλοντυμένους Αντώνη και Νατάσα, γινόμαστε μάρτυρες ενός δράματος που άπαντες σκεφτόμαστε, ενώ το παρακολουθούμε: «αυτό δε θα καταλήξει καλά». Είναι όλα αυτά τα δίπολα των αντιθέσεων, που μας πείθουν ότι ο αδύναμος θα ακολουθήσει ακόμη μια φορά το «πεπρωμένο» του.

Συγκλονιστικός ο Μάνος Καρατζογιάννης στον ρόλο του Λευτέρη, σε μια ερμηνεία που έχει πολύ εκφραστικότητα (ειδικά στα κομμάτια των μονολόγων για πιο προσωπικά ζητήματα) και ένταση ταυτόχρονα, ενσαρκώνοντας ένα παιδί που γεννήθηκε για να κάνει όνειρα και, μέσα από αυτά, να ελπίζει ότι θα γίνει και το περιβάλλον του καλύτερο, όμως η πραγματικότητα το συντρίβει. Ο εξαιρετικός Μάνος Καρατζογιάννης προσεγγίζει την πικρία και την ψυχική του αδυναμία μέσα από ένα πηγαίο χιούμορ, στο οποίο δεν λείπουν ο αυτοσαρκασμός και η τρυφερότητα. 

 Ομοίως, η μάνα – πολύ καλή η Στέλλα Γκίκα – αποφεύγει τον σκόπελο του μελοδραματισμού, αποδίδει με καθηλωτική απλότητα τις εσωτερικές της συγκρούσεις και επικοινωνεί απόλυτα με τον Δημήτρη Πασσά, ο οποίος δίνει μια αφοπλιστική ερμηνεία στον ρόλο τού φιλόδοξου πρωτότοκου γιου της.

 Η σκηνή που καθηλώνει είναι αυτή του θηλασμού. Το γυναικείο στήθος, ως βιολογικό όργανο και πολιτιστικό «σημείο», έχει διττή υπόσταση: είναι πανανθρώπινη ερωτογενής ζώνη και, ταυτόχρονα, είναι ο ιερός μαστός που τρέφει τα μωρά.

 Από την εμπειρία του θηλασμού έχει περάσει σχεδόν όλη η ανθρωπότητα. Η μάνα Γη τρέφει τα παιδιά της.

Ως πρωταρχικά σύμβολα της μητρότητας: μαστός και γάλα, όπως και αίμα και μήτρα στον τοκετό, περιβάλλονται από την αύρα του μυστηρίου, του ιερού, του απόλυτα σεβαστού.

Γάλα και αίμα είναι τα πρωταρχικά υγρά της ζωής. Τα ομογάλακτα αδέρφια θεωρούνται πραγματικοί αδελφοί: ήπιαν από το ίδιο γάλα και από το ίδιο στήθος.

Κατά τις λαϊκές αντιλήψεις, γυναίκα που να μην έχει δώσει γάλα στο βρέφος δεν είναι σωστή μητέρα, δεν ανταποκρίνεται στον ιδανικό ρόλο του φύλου της, στα ιερά καθήκοντα της μητρότητας.

Ο παλιμπαιδισμός του Λευτέρη συναντά το ανεκπλήρωτο καθήκον της μητέρας του: να τον θηλάσει, να τον αναθρέψει με τα θρεπτικά υγρά του σώματός της, να βυζάξει το μωρό.

 Αυτή η καθηλωτική σκηνή του συμβολικού βυζάγματος είναι «εικόνισμα», επειδή αυτό που δεν έγινε τότε στη Γεωργία, πραγματοποιείται εκ των υστέρων στην Ελλάδα, έστω με συμβολικό τρόπο, στην εφηβεία. Το παιδί ηρεμεί και αποκοιμάται. Ο Λευτέρης δεν έχει γίνει και δε θα γίνει ποτέ άντρας.

Ο Λευτέρης, παρά το όνομά του, δεν ελευθερώνεται ούτε με την αρρώστια του, ούτε με τις βάναυσες εξόδους του, ούτε με τον εγκλεισμό του σε ψυχιατρική κλινική. Η στέρησή του είναι ισόβια και δεν αναπληρώνεται με τίποτε. 

 Ο Βασίλης Κατσικονούρης χειρίζεται με τρόπο κάπως γκροτέσκο, αλλά με πολύ σεβασμό, τον οποίο μεταδίδει και στο κοινό του, μια ιερή εικόνα, χριστιανική και παγανιστική, και ανακαλεί ένα βίωμα πρωταρχικό και αξέχαστο για τον καθένα, και μας γυρίζει στην αρχή της ζωής: στην αίσθηση και τη γεύση του μητρικού γάλατος.

Στον ρόλο της αρραβωνιαστικιάς, η Ελένη Σακκά, μας πείθει πως βλέπουμε ένα κορίτσι από μια μεγάλη πόλη της ελληνικής επαρχίας, με καλοβαλμένη οικογένεια, σπουδές που γίνονται μόνο για το πτυχίο, μια αφέλεια που πηγάζει από την προστασία του σπιτιού που μεγάλωσε και όνειρα που αρχίζουν και τελειώνουν σε έναν όμορφο σύντροφο και στη δημιουργία οικογένειας, που θα της εξασφαλίσει το «μπράβο» του περίγυρου.

Η σκηνοθεσία επέλεξε μια λιτή γραμμή, εστιάζοντας στους χαρακτήρες των τεσσάρων πρωταγωνιστών και ανεβάζοντας μέσα από τους διαλόγους και τις ιστορίες τους την κλιμάκωση της δράσης, με τέτοιον τρόπο, ώστε η παράσταση κρατάει τον θεατή προσηλωμένο σε όλη τη διάρκειά της, αλλά έξυπνα, με ενέσεις χιούμορ, ώστε δημιουργείται μια ατμόσφαιρα ζοφερή μεν, αλλά γνώριμη στον θεατή, αποφεύγοντας την παγίδα του άκρατου ρεαλισμού- συναισθηματισμού, όπως συναντάμε σε αντίστοιχης θεματικής παραστάσεις.

Αυτό που εισπράττει το κοινό, εν τέλει, είναι μια δυνατή ιστορία-μαρτυρία, με εξαιρετικές συγκρούσεις, μοναδικές κορυφώσεις, αλλά και μια θεατρική παράσταση γεμάτη ελπίδα.

 Συντελεστές 

Σκηνοθεσία: Μάνος Καρατζογιάννης – Ερμίνα Κυριαζή
Ερμηνεύουν: Στέλλα Γκίκα, Μάνος Καρατζογιάννης, Δημήτρης Πασσάς, Ελένη Σακκά
Σκηνικά – κοστούμια: Άγγελος Αγγελής
Μουσική: Νεοκλής Νεοφυτίδης
Φωτισμοί: Άγγελος Παπαδόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Φίλιππος Παπαθεοδώρου

Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή, Σπύρος Περδίου

Βίντεο προώθησης: Ηλίας Μόσχοβας
Παραγωγή: Πολιτισμός Σταθμός Θέατρο

ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading
Advertisement

Προτεινόμενα