Connect with us

Πολιτισμός

Θανάση Τριαρίδη «Έγκλημα και τιμωρία» από το ΚΘΒΕ

Θανάση-Τριαρίδη-«Έγκλημα-και-τιμωρία» από-το-ΚΘΒΕ

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ

Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι και σε εμπνευσμένη σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη, ανέβηκε στη Μονή Λαζαριστών μια υψηλής αισθητικής παράσταση, με μια μυστηριώδη ιστορία, μοναδική και καθηλωτική και σε μια ιδιαίτερη συνθήκη πολλαπλής ανάγνωσης

Το «Έγκλημα και Τιμωρία» έχει μεταφραστεί αμέτρητες φορές στη γλώσσα μας, ενώ το ήδη μεταφρασμένο κείμενο έτυχε αρκετών διασκευών. Το έργο αυτό, με την αφάνταστη εξέλιξη σ’ όλους τους τομείς του Πνεύματος και της Τέχνης, εξακολουθεί να παραμένει κλασικό και ανυπέρβλητο πρότυπο του ψυχολογικού μυθιστορήματος.

Μεταφρασμένο και διασκευασμένο εδώ από τον Θανάση Τριαρίδη, με προσωπικές του προσθήκες, αποδίδει όλη την ατμόσφαιρα και τη ζεστασιά του πρωτοτύπου.

Οι ήρωες του έργου: ο δαιμονικός Ρασκόλνικωφ, ο τραγικός Μαρμελάντωφ, η μαρτυρική Σόνια, η βασανισμένη Πουλχερία Αλεξάντροβνα, ο σατανικός ΠορφύριοςΠετρόβιτς, η υπέροχη Ντούνια Ρομάνοβνα, ο λάγνος Σβιντριγκάιλοφ, όλοι αιώνιοι ανθρώπινοι τύποι, στέκονται μπροστά μας, είτε έξαλλοι είτε θλιμμένοι είτε σαρκαστικοί.

Ο Θανάσης Τριαρίδης καινοτομεί και τοποθετεί στη σκηνή και τον ίδιο τον συγγραφέα.

 Στην παράσταση που υπογράφει η διακεκριμένη σκηνοθέτις Νικαίτη Κοντούρη, με τη συνεπικουρία του έμπειρου Γιάννη Παρασκευόπουλου, ο κόσμος του Ντοστογιέφσκι συναντά τον όλεθρο του Ολοκαυτώματος.

Ένα νεαρός φοιτητής της Νομικής και επίδοξος συγγραφέας, στην Αγία Πετρούπολη του 1865, ο Ροντιόν Ρασκόλνικωφ, δολοφονεί με μπαλτά την γριά τοκογλύφο Αλιόνα Ιβάνοβνα – λογαριάζοντας την ως «μία ψείρα» που πρέπει να εξαλειφθεί από την ηθικό ορίζοντα της ανθρωπότητας. Καθώς δεν υπάρχουν στοιχεία για την ενοχή του, ο αστυνόμος Πορφύριος Πέτροβιτς προσπαθεί να τον πιέσει ψυχολογικά ώστε να οδηγηθεί στην ομολογία. Η Σόνια, η Διάφανη Πόρνη, έρχεται να αγαπήσει τον εφιάλτη του Ροντιόν – για να τον πάρει μέσα της και να τον μετασχηματίσει σε αγάπη. Ο Αρκάντι Σβιντριγκάιλοφ ενσαρκώνει το κυνικό κακό που κατισχύει, η Ντούνια, η αδελφή του Ρόντια, θύμα του Αρκάντι, ανασυστήνει την θυσιαστική αγάπη. Πού βρίσκεται η φύση των ανθρώπων – στον αρχέγονο φόνο ή στην επινοημένη ηθική; Υπάρχει Θεός ή όλα επιτρέπονται; Γιατί ο Ροντιόν βλέπει στο όνειρό του τους θαλάμους αερίων του Άουσβιτς; Γιατί οι άντρες σκοτώνουν και οι γυναίκες σώζουν; Και με ποια διαδρομή η Πουλχερία Ρασκολνίκοβα, η μητέρα του Ροντιόν, δίνει μια προσωπική διέξοδο στην ανθρώπινη τραγωδία που απλώνεται δίχως όρια στην συνθήκη της νεωτερικότητας;

Δημοσιευμένο από τον Φιόντορ Ντοστογιέφσκι στα 1866, το «Έγκλημα και Τιμωρία» θεωρείται το κορυφαίο μυθιστόρημα του παγκόσμιου πολιτισμού, το σημείο μηδέν της ανθρώπινης πνευματικότητας. Στον Ρασκόλνικωφ συναντιούνται ο Χριστός με τον Διάβολο, ο Άμλετ με τον Υπεράνθρωπο, ο Δον Ζουάν με τον Γκρέγκορ Σάμσα. Στην Σόνια περιέχεται όλη η χαμένη ανθρωπότητα που σφαγιάστηκε χωρίς ελπίδα, που κλείστηκε μέσα σε θαλάμους αερίων, που έγινε καπνός σε καμινάδες κρεματορίων κι όμως, πέρα από κάθε λογική προσδοκία, γυρεύει να δικαιωθεί όχι δια της εκδίκησης αλλά με την αγάπη.

Στη θεατρική μεταφορά του Θανάση Τριαρίδη η δράση συναιρείται σε οχτώ πρόσωπα, ενώ στη σκηνή βρίσκεται και ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι, ως ένας από τους πρωταγωνιστές του εφιαλτικού σύμπαντος. Μέσα στο έργο ανακαλείται προφανώς ο Άμλετ (ως συνδεόμενο όριο με τον Ρασκόλνικωφ), η Κόλαση του Δάντη, ο Νίτσε, ο Φρόιντ και ο Κάφκα (που ορίζουν την εποχή του Χάους, συνεπώς και κάθε σύγχρονη ανάγνωση του κόσμου πριν από αυτήν).

Στον τρόπο που η Πουλχερία γίνεται δραματουργικά το πρόσωπο-κλειδί του έργου, προφανώς, αντανακλάται η κοσμοθεωρία του Αντρέι Ταρκόφσκι που στις ταινίες του καταπιάστηκε με την πολιτική και τον Χριστιανισμό, την επιστημονική φαντασία και τη μεταφυσική, φτιάχνοντας ένα ολόκληρο σύμπαν εικόνων, στοχασμού και ποίησης.

Τέλος, στα όνειρα του Ρασκόλνικωφ και της Σόνιας γίνεται η σύνδεση που χαρακτηρίζει όλη την δραματουργία του Τριαρίδη: Οι Θάλαμοι Αερίων του Άουσβιτς εισβάλλουν κυρίαρχοι, ως διαρκής εφιάλτης του μέλλοντος. Σύμφωνα με την πάγια θέση του Τριαρίδη, μετά το Άουσβιτς δεν μπορούν να υπάρξουν οι μεγάλες καταστατικές αφηγήσεις της ανθρωπότητας, δίχως να το συμπεριλάβουν στο πλέγμα τους.

Η σκηνοθέτιδα Νικαίτη Κοντούρη γράφει στο σημείωμά της: «κανένας συγγραφέας δεν ωθεί τους ήρωές του στην άκρη των εσωτερικών γκρεμών τους, σαν τον Ντοστογιέφσκι. Έμπλεοι πάθους, οργής, συναισθηματικής ταραχής και ψυχικού βρασμού, εμμονικής πίστης και υπέρτατης ανάγκης για Δικαιοσύνη, αποδέκτες μιας σκληρής καθημερινότητας, γεμάτης καταστολή και τρόμο, φοβισμένοι και σπάνια ελεύθεροι, οι χαρακτήρες του εμβληματικού συγγραφέα συναντούν τον συμπαγή ιδεολογικό κόσμο του Θανάση Τριαρίδη και μεταλλάσσονται σε θυσιαστικούς αμνούς της τραγωδίας του ανθρώπου».

 Η ομορφιά και η γοητεία στο έργο του Ντοστογιέφσκι έγκειται κυρίως στην αληθινή και ειλικρινή απεικόνιση της ανθρώπινης ψυχολογίας. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Ζωγραφίζεται, επίσης, μια πιστή εικόνα των διαφορετικών τάξεων της ρωσικής κοινωνίας. Τα δύο στοιχεία συνδυασμένα παράγουν τόσο ρεαλιστικές ιστορίες, ώστε ξεπερνούν τη μυθοπλασία.

 Η υπόθεση διαδραματίζεται στην Αγία Πετρούπολη και η κύρια πλοκή περιστρέφεται γύρω από το διπλό φονικό που διαπράχθηκε από τον πρωταγωνιστή Ρασκόλνικωφ. Ο ίδιος χαρακτηρίζεται ως περήφανος και εγωιστής άνθρωπος, με ιδιαίτερες ιδέες για την ηθική. Από τη μια δικαιολογεί τον εαυτό του για τη διάπραξη του εγκλήματος, λέγοντας ότι το θύμα – γυναίκα τοκογλύφος- είναι άτομο χωρίς αξία, αλλά από την άλλη επιβαρύνεται με ενοχές. Οι αντικρουόμενες ιδέες του τον βασανίζουν συνεχώς.

 Είναι εκπληκτικό το πως ο Ντοστογιέφσκι διεισδύει στο διαταραγμένο μυαλό. Το μαρτύριο που περνά ο ήρωάς του κατά τον σχεδιασμό, τη στιγμή της διάπραξης του φόνου και στο μετά, απεικονίζεται με τέτοια ακρίβεια που, αν και δε μπορεί κανείς να τον συγχωρήσει για το έγκλημα που έχει διαπράξει, είναι δύσκολο να μη τον λυπηθεί. 

Το ΚΘΒΕ με μια επιμελημένη, υψηλής αισθητικής, έξοχα μεθοδική, σχεδόν επιστημονική δουλειά μιας ολόκληρης ομάδας ανθρώπων πάνω και κάτω από τη σκηνή, με ηνίοχο την σκηνοθέτρια Νικαίτη Κοντούρη, μας ανοίγει πόρτες σε μια κοινωνία που τα πάντα μένουν ατιμώρητα, επειδή ο ταπεινής καταγωγής Ρασκόλνικωφ δημιουργεί μια δική του κοσμοθεωρία: οι άνθρωποι χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, τους απλούς και τους υπεράνθρωπους. Οι δεύτεροι και «εκλεκτοί» έχουν έρθει στον κόσμο για να τον προάγουν, άρα κάθε έγκλημά τους συγχωρείται. Κατηγορία, όπου ανήκει και ο ίδιος και μετά τη δολοφονία δύο προσώπων, η τιμωρία του, πέρα από τις κοινές που επιβάλλονται από τον πειθαρχικό κώδικα, είναι βαθύτερη.

Ακολουθεί μια πορεία παραληρηματικής αποσύνδεσης του Ρασκόλνικωφ από τον εαυτό του, μια ψυχολογική αποδιοργάνωση (με τον συγγραφέα παρόντα), ο οποίος θύτης και θύμα συγχρόνως, προβάλλει την υπαρξιακή του αγωνία σε έναν κόσμο ζοφερό και θέτει το εσώψυχό του πρόβλημα προς επίρρωση των λόγων του.

Η σκηνοθέτις Νικαίτη Κοντούρη, με οδηγό την άποψη Τριαρίδη που εστιάζει στο δίπολο Καλό-Κακό κάνοντας το προσφιλές του περπάτημα στον ναζισμό και στο Ολοκαύτωμα, εξετάζει τον ανθρώπινο χαρακτήρα, τον ψυχισμό, την επιλογή του λάθους και του σωστού, το πού μπορούν να μας οδηγήσουν οι επιλογές μας: παράνοια, ενοχές, γαλήνη, ηρεμία και προβληματισμοί. Πόσο μακριά μπορεί να φτάσει ο καθένας και πόσο μπορεί να αντέξει;

Η παράσταση βρίθει ευρημάτων, υπαινιγμών, πολλαπλών επιπέδων ανάγνωσης από το κοινό. Σταχυολόγησα μερικά πνευματώδη σκηνοθετικά διαμάντια. Στη συνομιλία Ρασκόλνικωφ με τον αγαπημένο του φίλο Ραζουμίχιν, σε μια άκρη της σκηνής ένας «Δάμων» συναγελαζόταν χαριτολογώντας με έναν «Φιντία», ενώ στην αντίστοιχη εγκάρδια συνομιλία της μάνας Πουλχερίας με την πόρνη Σόνια, δυο κοπέλες απέναντί τους, φρόντιζε η μια την άλλη.

 Ακόμη, συγκλονιστική η σκηνή του νανουρίσματος της Σόνιας, καθώς τραγουδά σπαραξικάρδια (…κι αν έχεις χέρια τρομερά για να κρατάς μαχαίρι, για να λιανίζεις τους λαιμούς και να σκορπάς το αίμα), στο αχνοφώτιστο φόντο – θέατρο σκιών, οι γυμνοί μελλοθάνατοι του Άουσβιτς οδηγούνται στο κρεματόριο.

Θα προσθέσω και την ανατριχιαστική σκηνή του θανάτου της Πουλχερίας, έξοχο δάνειο από αρχαία ελληνική τραγωδία, εκπληκτική σύλληψη και εκτέλεση ιδέας από τη σκηνοθέτιδα.

Πολλή δουλειά και από την ίδια και από τους συνεργάτες της, βαθιά μελέτη στο έργο του Ντοστογιέφσκι, ενδελεχής ανάλυση της ψυχοσύνθεσης του ήρωα, καθοδήγηση του καστ στη σωστή οδό ερμηνείας των ιδιαίτερων χαρακτήρων και μια ιδανική διανομή ρόλων.

Πορφύριος Πετρόβιτς: μια εντυπωσιακής ακρίβειας, με σωστά υλικά δομημένη ερμηνεία, από έναν στιβαρό και χαρισματικό Χρίστο Στυλιανού. Ο Αστυνόμος γίνεται εμμονικός με την ανακάλυψη του ενόχου. Δουλεύει, παλεύει, αυτοκυριαρχείται αλλά και φοβάται μην του ξεφύγει ο ένοχος, και φοβίζει. Απειλεί ευθέως τους ανθρώπους που ανακρίνει στο γραφείο του. Ξέρει ότι τα θύματα ήταν «παράσιτα», αλλά θεωρεί αποστολή του να επιβάλλει την τάξη. Φτάνει στα άκρα προκειμένου να αναγκάσει τον Ρασκόλνικωφ να ομολογήσει. Τάζει λεφτά μέχρι στον ίδιο τον Ντοστογιέφσκι, που ένα έξυπνο εύρημα του Τριαρίδη τον φέρνει επί σκηνής να παρακολουθεί τις ανακρίσεις του Αστυνόμου, βοηθώντας τον να αποσπάσει την ομολογία του ενόχου.

Ροντιόν Ρασκόλνικωφ: Σωτήρας -όπως τον βλέπουν οι τρεις γυναίκες της ζωής του- ή σαλεμένος μεγαλομανής; Οξείας αντίληψης άνδρας , προικισμένο μυαλό και μεγάθυμος, που σκοτώνει για να κάνει καλό στον κόσμο ή ιδεοληπτικός κι άλλος ένας εγκληματίας ανάμεσα στους τόσους;

Ο φοιτητής που μεγάλωσε μέσα σε τρομαχτική στέρηση, οικονομική, δικαιωμάτων κι αξιοπρέπειας στη ζωή, φτάνει να πιστεύει ότι δικαιούται να εγκληματήσει κατά του απροκάλυπτα κακού. Είναι κυνικός. Αδιαπέραστος. Άκαμπτος στις ανακρίσεις του Αστυνόμου. Μέχρι τη στιγμή που λυγίζει.

Τότε αρχίζει η αγωνιώδης κατάδυση στα μύχια της ψυχής του. Ο Ντοστογιέφσκι δεν έγραψε το έργο για να περιγράψει απλώς την αθλιότητα που έβλεπε ο Ρασκόλνικωφ γύρω του, αλλά για να καταγράψει τις σκοτεινές διαδρομές του μυαλού του, μετά τη συνειδητοποίηση της ενοχής του.

Ο νεαρός Δημήτρης – Τάρικ Ελ Φλάιτι μάς δίνει έναν Ρασκόλνικωφ πειστικό, μέσα από μια σειρά παραδοξότητες. Εμφανίζεται αψύς, αλλά και ταραγμένος. Σπλαχνικός και βίαιος. Καλός και κακός. Λογικός και τρελός. Θαρραλέος και φοβισμένος. Μας αφήνει να δούμε τις ψυχικές μεταπτώσεις ενός ανθρώπου που περνάει από τον κυνισμό στον οποίο τον εξωθεί η επιβίωση, στα όρια της τρέλας, αλλά και στη μεταμέλεια.

Η Σόνια τη Ελίζας Χαραλαμπογιάννη είναι η πόρνη με την αμόλυντη καρδιά, που δαιμονίζει το μυαλό του Ροντιόν. Η πορνεία και η εξαθλίωση δεν αλλοιώνουν την παιδική της ματιά στον δύσκολο κόσμο που την περιβάλλει. Με ανεξάντλητη τρυφερότητα και πίστη στο καλό στέκεται απέναντι σε όλους. Από τους βίαιους ανθρώπους του πεζοδρομίου μέχρι τον Ρασκόλνικωφ, του οποίου αποτελεί την προσωπική του ρωγμή, δίνοντάς του την ευκαιρία να καταλάβει πως μόνο μέσα από την καταβύθιση στα υπόγεια της ύπαρξής του μπορεί να αποδεχθεί την τιμωρία και να βιώσει την εν ζωή ανάσταση. Καθόλου τυχαίο που η αγαπημένη «Ανάσταση» της Σόνια στην Αγία Γραφή είναι αυτή του Λαζάρου και όχι του Χριστού.

Σημαντική, μεστή και συγκινητική η ερμηνεία της σπουδαίας Έφης Σταμούλη, ως Πουλχερία – μάνα. Πονάει, υποφέρει, πιστεύει στην αθωότητα του γιου της, εκλιπαρεί τον αστυνομικό για την απαλλαγή του από τη κατηγορία του φονιά, μα μεταλλάσσεται σε λέαινα όταν μαθαίνει την αλήθεια. Σπαρακτική, ανθρώπινη, αληθινή. Καθηλώνει την αιθουσα με την υποκριτική της δεινότητα.

Ο Στέλιος Καλαϊτζής είναι ο Σβιντριγκάιλοφ σε μια ερμηνεία χειμαρρώδη, πολυεπίπεδη. Κυνικός άντρας, έκφυλος και θρασύς που βιάζει, σκοτώνει την πλούσια γυναίκα που παντρεύτηκε κι ανερυθρίαστα εκβιάζει. Δεν έχει ηθικούς φραγμούς ούτε ενοχές. Είναι απεχθής, χαμερπής και μόνος, ως την ώρα που δίνει τέλος στη ζωή του. Πραγματικά, άξιος θαυμασμού ο έμπειρος ηθοποιός.

Ερμηνευτικά ακριβής ο Δημήτρης Φουρλής, ως χαρισματικός αλλά και νευρωτικός Ντοστογιέφσκι.

Υποθέτω ότι τον Τριαρίδη απασχόλησε η εσωτερική ομιλία του Ρασκόλνικωφ, η οποία περιέχει ερωτήσεις προς αόρατους συνομιλητές, τις πιθανές απαντήσεις τους και τη διαμάχη που προκύπτει μεταξύ τους. Ο ήρωας στο κείμενο, συνήθως, απευθύνεται στους «εσωτερικούς» αντιπάλους του ανεπίσημα και πολύ επιπόλαια. Ένας ακόμη λόγος που ισχυροποιεί τη θέση του συγγραφέα στη σκηνή.

Πολύ ενδιαφέρουσα και η παρουσία του Δημήτρη Καυκά, ως Ραζουμίχιν. 

Θαυμάσιο ανσάμπλ οι ηθοποιοί που ενσωματώνονται στη δραση και υποκρίνονται με στρατιωτική πειθαρχία στους επί μέρους ρόλους. Δημιουργούν μια εικαστική πανδαισία με την κίνησή τους και τη διάταξή τους σε ολόκληρο το εύρος της σκηνής.

Η διασκευή του Θανάση Τριαρίδη σταματά τη στιγμή που ο Ρασκόλνικωφ αποφασίζει να αναλάβει την ευθύνη της πράξης του και να κάνει το «πέραν της λογικής» άλμα στην πίστη.

Η Νικαίτη Κοντούρη επιχειρεί «ανέγερση οικοδομήματος» με υψηλό βαθμό δυσκολίας. Επεξεργάζεται -μαζί με τον Γιάννη Παρασκευόπουλο – δραματουργικά το μεστό κείμενο του Τριαρίδη και ενορχηστρώνει τους βασικούς χαρακτήρες του έργου με τρόπο τέτοιο, ώστε δεν υπάρχει νοηματικό κενό στην εξέλιξη. Παράλληλα, αξιοποιεί εύστροφα το σύνολο και μας χαρίζει εικόνες κινηματογραφικές.

Ακροβατώντας πάνω σε εξαιρετικά αμφίρροπες γέφυρες, πραγματεύεται τον γρίφο: τι μπορεί να σημαίνει μία πράξη αυτοδικίας σήμερα και πόσο νομιμοποιείται κάποιος να αυτοδικήσει προκειμένου να εξυγιάνει μία ολόκληρη κοινωνία, αλλά και πόσο μπορεί να επιτευχθεί μία εν ζωή ανάσταση;

Πάμπολλοι οι συμβολισμοί και οι ιδεολογικές προεκτάσεις του έργου. Αρκεί να παρατηρήσει κανείς το επιβλητικό σκηνικό της Ευαγγελίας Κιρκινέ, ένα άχρονο τοπίο γκρίζο, φονικό, του πάγου, με σιδερένιες σκάρες στο δάπεδο και στο φόντο της σκηνής να δεσπόζουν τεράστια μουντά πετάματα που, όταν ανάβει φως πίσω τους, μετατρέπονται σε θέατρο σκιών με συνταρακτικές δράσεις. Τα κοστούμια της, σε μιλιταριστικό στιλ, συμπληρώνουν το δυστοπικό τοπίο όπου κινούνται οι άνθρωποι ζυγίζοντας τα βήματά τους, αναλόγως τη βαρύτητα των λόγων τους.

 Όλα μοιάζουν υγρά και σκοτεινά. Οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα εντείνουν αυτήν την ατμόσφαιρα, ενώ οι διακριτικοί αλλά πανταχού παρόντες ήχοι του Μάνου Μυλωνάκη, συντελούν ακόμη περισσότερο στο αρμονικό τελικό αποτέλεσμα.

Νευραλγική και ιδιαιτέρως βοηθητική στην αφηγηματική ροή η συμμετοχή του τραγουδιού του Γιάννη Αγγελάκα, σε δικούς του στίχους και με τον ιδιαίτερο τρόπο ερμηνείας του. Την υπέροχη μουσική που ντύνει την παράσταση υπογράφει ο νέος συνθέτης Μάνος Μυλωνάκης.

Πρόκειται για ένα έργο πολυπρόσωπο, πολύπλευρο από τη φύση του αλλά και πολύπλευρα ιδωμένο, που θα σταθεί αφορμή να εμβαθύνετε όσο επιθυμείτε στις συνθήκες και τους λόγους που το δημιούργησαν -τότε και τώρα.

 Φέρει χαρακτηρισμούς όπως: αστυνομικό-ψυχογραφικό-φιλοσοφικό έργο, που στο τέλος του το κοινό θεωρεί τους χαρακτήρες οικεία πρόσωπα και οι ιδέες του ήρωα, θα στροβιλίζονται για καιρό στο μυαλό των θεατών, μετά την αυλαία.

 Θα ήταν ευχής έργον, αυτή η σημαντική δουλειά να περιόδευε τη χώρα το καλοκαίρι. Τη φαντάζομαι στο αρχαίο θέατρο Φιλίππων να την επευφημεί το κοινό όρθιο στο κοίλο.

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Πρωτότυπη Θεατρική Μεταφορά: Θανάσης Τριαρίδης
Σκηνοθεσία: Νικαίτη Κοντούρη
Συνεργάτης Σκηνοθέτης: Γιάννης Παρασκευόπουλος
Κοστούμια- Σκηνικά: Ευαγγελία Κιρκινέ
Μουσική: Μάνος Μυλωνάκης
Τραγούδι παράστασης: Γιάννης Αγγελάκας
Χορογραφία: Τάσος Παπαδόπουλος
Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα
Βοηθός σκηνογράφου- ενδυματολόγου: Σόνια Καϊτατζή
Οργάνωση παραγωγής: Αθανασία Ανδρώνη
Φωτογραφίες: MikeRafail | Thatlongblackcloud

Διανομή:
Δημήτρης – Τάρικ Ελ Φλάιτι (Ρασκόλνικωφ), Ελίζα Χαραλαμπογιάννη (Σόνια), Φανή Καλογήρου Βαλτή (Ντούνια), Χρίστος Στυλιανού (Πορφύριος), Στέλιος Καλαϊτζής (Σβιντριγκάιλοφ), Δημήτρης Φουρλής (Ντοστογιέφσκι), Δημήτρης Καυκάς (Ντιμίτρι Ραζουμίχιν), Έφη Σταμούλη (Πουλχερία)

Φίλοι, Κατάδικοι, Θαμώνες Ταβέρνας, Κλώνοι των Ηρωίδων και των Ηρώων:
Λίλη ΑδρασκέλαΑγγελική ΚιντώνηΝίκος ΚουσούληςΕύη ΚουταλιανούΤίτος ΜακρυγιάννηςΦαμπρίτσιο ΜούτσοΧριστίνα ΜπακαστάθηΓιάννης ΠαρασκευόπουλοςΜαρία Νεφέλη ΠαρασκευοπούλουΝίκος ΤσολερίδηςΣτέλιος Χρυσαφίδης

ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ
 

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading
Advertisement
Click to comment

You must be logged in to post a comment Login

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Πολιτισμός

ΔΗΠΕΘΕ: Ματαιώνεται η παράσταση «Ρίτα»

ΔΗΠΕΘΕ:-Ματαιώνεται-η-παράσταση-«Ρίτα»

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading

Πολιτισμός

Διακρίσεις μαθητών του Δημοτικού Ωδείου Καβάλας σε Διαγωνισμό Σαξοφώνου

Διακρίσεις-μαθητών-του-Δημοτικού-Ωδείου-Καβάλας-σε-Διαγωνισμό-Σαξοφώνου

Σημαντικές ήταν οι διακρίσεις που πέτυχαν οι ταλαντούχοι μαθητές του Δημοτικού Ωδείου Καβάλας στο Διεθνή Διαγωνισμό Σαξοφώνου, ο οποίος πραγματοποιήθηκε στην Λάρισα από τις 12 έως 14 Απριλίου και στον οποίο συμμετείχαν παιδιά όλων των ηλικιών από την Ελλάδα και το εξωτερικό.

Συγκεκριμένα, ο μαθητής Ντόρφμαν Γιάννης, ο οποίος διαγωνίστηκε στην Α΄ κατηγορία – Προκαταρκτική απέσπασε το 3ο Βραβείο. Επίσης, ο Μάρκος Κούνιας (Α΄ κατηγορία – Προκαταρκτική) και ο Ανδρέας Καλιαμπάκας (Β΄ κατηγορία – Κατωτέρα), όλοι μαθητές της τάξης Σαξοφώνου της Πωλίνας Κατσαβούνη    έλαβαν  έπαινο για το παίξιμό τους .

Θερμά συγχαρητήρια στους μαθητές, τους γονείς και στην καθηγήτρια  για τις επιτυχίες αυτές.  Ευχόμαστε σε όλους ακόμη μεγαλύτερες διακρίσεις και ελπίζουμε ότι με την πορεία και την πρόοδό τους θα προσφέρουν ισχυρό κίνητρο στους συμμαθητές τους!

Ο Αντιδήμαρχος Πολιτισμού,

διά βίου μάθησης και Μουσικής Εκπαίδευσης

Απόστολος Μουμτσάκης

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading

Πολιτισμός

«ΤΟ ΓΑΛΑ» του Βασίλη Κατσικονούρη στο «Αντιγόνη Βαλάκου»

«ΤΟ-ΓΑΛΑ»-του-Βασίλη-Κατσικονούρη-στο-«Αντιγόνη-Βαλάκου»

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ

Πολυπαιγμένο και πολυμεταφρασμένο, γραμμένο το 2003, «Το γάλα» του Βασίλη Κατσικονούρη έκανε και διεθνή καριέρα. Είναι ένα από τα καλύτερα και μεστότερα νεοελληνικά έργα.

Πρωτοπαίχτηκε στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη την περίοδο 2005-2006, επί προεδρίας του αείμνηστου Νίκου Κούρκουλου, για να συνεχιστεί και την αμέσως επόμενη σαιζόν, λόγω της πολύ μεγάλης επιτυχίας του.

Το έργο είναι μεταφρασμένο στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, σερβικά και πολωνικά.

 “Ξένος εδώ, ξένος κ’ εκεί, κι όπου κι αν πάω ξένος

Το γάλα, λέει ο συγγραφέας στο βιβλίο του, στα ρωσικά λέγεται «μαλακό». Έτσι, περίεργα, μια άλλη ελληνική λέξη, σπαρμένη μέσα σε μια άλλη γλώσσα, δίνει εκεί, στο ξένο χωράφι, πολύ πιο άμεσα και ανάγλυφα την αίσθηση του πράγματος, απ’ ότι η αντίστοιχη που το ονοματίζει στα ελληνικά.

Γι’ αυτήν ακριβώς την αίσθηση θέλει να μιλήσει «Το γάλα» του Βασίλη Κατσικονούρη και οι ήρωες του.

Μια οικογένεια από την πρώην Σοβιετική Ένωση – μητέρα με δύο γιούς – ο ένας εκ των οποίων πάσχει από σχιζοφρένεια, προσπαθεί να προσαρμοσθεί και να επιβιώσει στην Ελλάδα. Η απόγνωση της μάνας και ο ψυχικός σπαραγμός της για την ασθένεια του μικρού της γιού, παράλληλα με τον φόβο που προέρχεται από τον κοινωνικό ρατσισμό του περιβάλλοντός της, παρουσιάζονται με σπαρακτικό τρόπο.

Η βία διαδέχεται και εναλλάσσεται με την τρυφερότητα, η ένταση με τη γαλήνη, η απελπισία με την ελπίδα, το όνειρο με τον εφιάλτη, η πραγματικότητα με την ψευδαίσθηση και αντιστρόφως. 

Πρόκειται για μια συγκλονιστική οικογενειακή ιστορία, όπου φωτίζεται δεξιοτεχνικά από τον συγγραφέα ο συναισθηματικός κόσμος των ηρώων και οι ανησυχίες τους, όπως αυτές πηγάζουν μέσα από το κοινωνικό τους περιβάλλον, αλλά κυρίως φωτίζεται η αίσθηση που έχει ο καθένας ήρωας, πως όλα μέσα του μαλακώνουν και ζεσταίνονται, όταν σταματάει πια να κλαίει και να πονάει, καθώς δέχεται μια πρόσκαιρη ανακούφιση. Κι όταν αυτή λιγώνεται, τότε νιώθει ξένος. Σαν πρόσφυγας ανάμεσα σε δυο πατρίδες. Ξένες κι αυτές.

Τη σκηνοθεσία υπογράφουν ο Μάνος Καρατζογιάννης, με μακρά γόνιμη θητεία στο ελληνικό έργο και η Ερμίνα Κυριαζή, η οποία σκηνοθέτησε την περασμένη σαιζόν και το πιο πρόσφατο έργο του Βασίλη Κατσικονούρη το: «Τσιτάχ. Η ερημιά του τερματοφύλακα».

Η παράσταση αφιερώνεται στη μνήμη του Κωνσταντίνου Παπαχρόνη, ο οποίος ήταν ο πρώτος που ερμήνευσε το ρόλο του Λευτέρη, το 2006, στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου.

Πιο αναλυτικά, μια ολιγομελής οικογένεια ομογενών από την πρώην Σοβιετική Ένωση, όπου ζούσε εκεί μια τσακισμένη ζωή σε ταραγμένα χρόνια, ερείπια επί ερειπίων ο τόπος γύρω τους, ήρθε και μπήκαν όλοι τους σ’ ένα καζάνι που έβραζε. ΄Ήρθαν στην Ελλάδα μαζί με πολλούς άλλους τη δεκαετία του 1990 και σπιτώθηκαν σ’ ένα ημιυπόγειο διαμέρισμα μιας χαμο- γειτονιάς.

 Τα μέλη: η μητέρα Ρήνα και οι δυο της γιοί, ο Αντώνης και ο Λευτέρης, ο οποίος πάσχει από μιας μορφής σχιζοφρένεια, ενώ ο πατέρας έχει πεθάνει από χρόνια.

Ο πρωτότοκος γιος, ο Αντώνης, θέλει πάση θυσία και με οποιοδήποτε τίμημα να ενσωματωθεί στη νέα πατρίδα του. Μιλάει μόνο Ελληνικά, θέλει να ξεχάσει τα Ρωσικά, τρώει μόνο ελληνικά φαγητά, δεν έχει κανένα μετανάστη φίλο, προσεταιρίζεται τους Έλληνες, γίνεται αποδεκτός από αυτούς και προσπαθεί να δρέψει τους καρπούς της ελληνοποίησής του.

Αντίθετα, ο μικρότερος, ο Λευτέρης, αρνείται να ενσωματωθεί στην νέα του πατρίδα. Τραγουδάει ρωσικά τραγούδια, μιλάει στα ρωσικά, τρώει ρωσικά φαγητά και αναπολεί διαρκώς τον τρόπο ζωής τους στην Τιφλίδα. Η σχιζοφρένειά του λειτουργεί και αυτή σε ένα άλλο επίπεδο, σαν άρνηση ενσωμάτωσης στα πρότυπα και τις επιταγές της ελληνικής κοινωνίας.

Αυτές οι διαφορές των δυο αδερφών είναι η αιτία των συνεχόμενων καυγάδων που διασαλεύουν την ηρεμία και τη γαλήνη του σπιτιού. Ο Αντώνης απαιτεί τρόπους συμπεριφοράς που ο Λευτέρης αρνείται και η σύγκρουση είναι μόνιμη.

 Ανάμεσά τους η μάνα, που η συμπεριφορά της εμπεριέχει τις εκ διαμέτρου αντίθετες θεάσεις της πραγματικότητας. Θέλει να ενσωματωθεί στην ελληνική κοινωνία αλλά δεν εμπιστεύεται τους Έλληνες. Θέλει να ξεχάσει το παρελθόν αλλά το αναπολεί συνέχεια. Επαινεί τον Αντώνη για την αποφασιστικότητά του, αλλά προστατεύει τον άρρωστο Λευτέρη από τη χλεύη, όμως δε θέλει να τον στείλει στο ψυχιατρείο.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, ο Αντώνης, έχοντας εδώ και καιρό αποφασίσει να διαγράψει το παρελθόν του στην Τιφλίδα και, ταυτόχρονα, να απομακρυνθεί από μια οικογενειακή ζωή που του είναι βάρος και ντροπή, βρίσκει δουλειά σε ένα βενζινάδικο στη Λάρισα. Εκεί συναντά στο πρόσωπο της κόρης του ιδιοκτήτη, την μελλοντική σύζυγό του, αλλά και την ευκαιρία της κοινωνικής και οικονομικής ανόδου.

 Έτσι, επισκέπτεται την οικογένεια στην Αθήνα για να της ανακοινώσει τα ευχάριστα νέα τού γάμου. Επί πλέον, επειδή θα φέρει την μέλλουσα σύζυγο να τους τη γνωρίσει, τη Νατάσα, θέλει να εξασφαλίσει την ήσυχη και κόσμια συμπεριφορά του Λευτέρη.

Πράγματι, η πρώτη συνάντηση είναι ενθαρρυντική, με την κοπέλα να αντιμετωπίζει τον Λευτέρη με συμπάθεια και φιλική διάθεση. Μάλιστα, τις επόμενες ημέρες κάνουν παρέα και δένονται σιγά – σιγά. Όμως, η παρουσία της Νατάσας στο σπίτι μαζί με τον Λευτέρη και χωρίς την παρουσία κανενός άλλου, υποδαυλίζει τα ανοργάνωτα σεξουαλικά ένστικτα του νεαρού, ο οποίος προχωρά σε σεξουαλική παρενόχληση και αναγκάζει τη φοβισμένη κοπέλα να δραπετεύσει από το σπίτι.

Αυτή η εξέλιξη των πραγμάτων θα σταθεί μοιραία για την πορεία της οικογένειας. Ο Αντώνης αρνείται οποιαδήποτε επαφή πλέον με τον Λευτέρη και τη μητέρα του, με αποτέλεσμα μάνα και μικρός γιός να μείνουν μόνοι, σε ένα σύμπαν που το γεμίζει η νοσταλγία για το παλιό και ο φόβος για το μέλλον.

Όταν η μητέρα πεθαίνει, ο Αντώνης αναλαμβάνει να επιλέξει τη μοίρα του αδερφού του. Δεν επιτρέπει σε κανένα εμπόδιο να του καταστρέψει την πορεία που έχει δώσει στη ζωή του κι ο εγκλεισμός του Λευτέρη στο ψυχιατρείο είναι η μόνη επιλογή. 

Όπως έχει πει ο συγγραφέας «Θα ήθελα τα έργα μου να λειτουργούν σαν ένα ισχυρό αντίδοτο απέναντι στις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας και κατ’ επέκταση της ελληνικής οικογένειας. Να καταδεικνύουν την πάλη ανάμεσα στο άλγος της μνήμης και το άγος της λήθης», έτσι και τα δυο αδέρφια συμβολίζουν και εκφράζουν αυτόν το διπλό ψυχικό πόνο: Ο μεν Αντώνης το άγος της λήθης, ο δε Λευτέρης το άλγος της μνήμης.

Το έργο θεωρείται ένα από τα πλέον εμβληματικά του σύγχρονου ελληνικού δραματολογίου και τον χαρακτηρισμό αυτό δεν τον ενισχύουν μόνο οι θεματικές, που εξακολουθούν να αφορούν άμεσα τον θεατή, αλλά η αρραγής δομή της πλοκής, οι διαστρωματώσεις που φωτίζουν τα χαρακτηριστικά των δραματικών προσώπων, ο καίριος συγχρωτισμός μεταξύ δηκτικού χιούμορ και ανέσπερης ευαισθησίας, η ευγενής και κοπιώδης πρόθεση να συγκεραστεί το ανοίκειο με την αποδοχή του.

Πρόκειται για ένα έργο-ηχηρό χαστούκι στον εφησυχασμό μας, μπροστά σ’ αυτά που συμβαίνουν στη διπλανή μας πόρτα και στην πίσω αυλή του σπιτιού μας. Ένα έργο ζωντανό και σπαρακτικό, γραμμένο από έναν γνώστη της ανθρώπινης ψυχής, που διψά για ελευθερία, όμως την τσαλακώνει η ανάγκη. Ένα έργο που μας βλέπει κατάματα και πρέπει οι θεατές με τη σειρά μας, να το δούμε με τα μάτια της ψυχής.

Οι διορατικοί συν- σκηνοθέτες Μάνος Καρατζογιάννης και Ερμίνα Κυριαζή υποστήριξαν, με την επαγγελματική τους οξυδέρκεια και την πνευματική τους διαύγεια, το τρίγωνο των δυνάμεων που αναπτύσσεται στο κείμενο και διαρθρώνεται κλιμακωτά μέσα από τη σκιαγράφηση των ηρώων: μνήμη-σώμα-ετερότητα. Πετυχαίνουν να προβάλουν την αξία και την εμβέλεια του δραματικού ιστού, με έμπνευση, χωρίς καμία υπερβολή, ακρότητα ή αστοχία και με σεβασμό στην καταιγιστική πλοκή. Έτσι, οι νοηματικοί κώδικες είναι ευανάγνωστοι, πλήρεις συναρπαστικής εικονοποιίας και εσωτερικού προβληματισμού.

Και οι τρεις δραματικοί χαρακτήρες έχουν ισχυρή τη μνήμη, που φέρει την ταυτότητα του ξένου, ο οποίος, όπου κι αν βρίσκεται παραμένει,κατά κάποιο τρόπο, άπατρις: «στη Ρωσία είμαστε γκρέκοι και στην Ελλάδα, Ρώσοι».

 Σημάδια από μια χώρα που θα ήθελαν να ξεχάσουν αλλά είναι ανέφικτο, φράσεις και τραγούδια από μια χώρα, στην οποία προσφεύγει τρυφερά το θυμικό και η λογική, και από την οποία οφείλουν να αποκοπούν για να ενσωματωθούν στη νέα πατρίδα, να επιβιώσουν και να αντλήσουν τη χαρά της αποδοχής, της ένταξης στην κοινότητα που το πρέπον είναι να τους εμπεριέχει και, σε ένα βαθμό, να τους προστατεύει.

Βαθιά συναισθηματική παράσταση, με ένα κείμενο που εμπεριέχει πάρα πολλά ζητήματα, όπως : ρατσισμός, ψυχιατρικές ασθένειες και αντιμετώπισή τους, φτώχεια, εκμετάλλευση, σχέσεις μέσα στην οικογένεια, αίσθημα του μη ανήκειν, βία κ.ά.

Σε ένα λιτό σκηνικό ( Άγγελος Αγγελής), που απεικονίζει εύγλωττα την ένδεια της ζωής της Ρήνας και του Λευτέρη, με τα ταιριαστά λιτά καθημερινά τους ρούχα, σε αντίθεση με τους πάντα καλοντυμένους Αντώνη και Νατάσα, γινόμαστε μάρτυρες ενός δράματος που άπαντες σκεφτόμαστε, ενώ το παρακολουθούμε: «αυτό δε θα καταλήξει καλά». Είναι όλα αυτά τα δίπολα των αντιθέσεων, που μας πείθουν ότι ο αδύναμος θα ακολουθήσει ακόμη μια φορά το «πεπρωμένο» του.

Συγκλονιστικός ο Μάνος Καρατζογιάννης στον ρόλο του Λευτέρη, σε μια ερμηνεία που έχει πολύ εκφραστικότητα (ειδικά στα κομμάτια των μονολόγων για πιο προσωπικά ζητήματα) και ένταση ταυτόχρονα, ενσαρκώνοντας ένα παιδί που γεννήθηκε για να κάνει όνειρα και, μέσα από αυτά, να ελπίζει ότι θα γίνει και το περιβάλλον του καλύτερο, όμως η πραγματικότητα το συντρίβει. Ο εξαιρετικός Μάνος Καρατζογιάννης προσεγγίζει την πικρία και την ψυχική του αδυναμία μέσα από ένα πηγαίο χιούμορ, στο οποίο δεν λείπουν ο αυτοσαρκασμός και η τρυφερότητα. 

 Ομοίως, η μάνα – πολύ καλή η Στέλλα Γκίκα – αποφεύγει τον σκόπελο του μελοδραματισμού, αποδίδει με καθηλωτική απλότητα τις εσωτερικές της συγκρούσεις και επικοινωνεί απόλυτα με τον Δημήτρη Πασσά, ο οποίος δίνει μια αφοπλιστική ερμηνεία στον ρόλο τού φιλόδοξου πρωτότοκου γιου της.

 Η σκηνή που καθηλώνει είναι αυτή του θηλασμού. Το γυναικείο στήθος, ως βιολογικό όργανο και πολιτιστικό «σημείο», έχει διττή υπόσταση: είναι πανανθρώπινη ερωτογενής ζώνη και, ταυτόχρονα, είναι ο ιερός μαστός που τρέφει τα μωρά.

 Από την εμπειρία του θηλασμού έχει περάσει σχεδόν όλη η ανθρωπότητα. Η μάνα Γη τρέφει τα παιδιά της.

Ως πρωταρχικά σύμβολα της μητρότητας: μαστός και γάλα, όπως και αίμα και μήτρα στον τοκετό, περιβάλλονται από την αύρα του μυστηρίου, του ιερού, του απόλυτα σεβαστού.

Γάλα και αίμα είναι τα πρωταρχικά υγρά της ζωής. Τα ομογάλακτα αδέρφια θεωρούνται πραγματικοί αδελφοί: ήπιαν από το ίδιο γάλα και από το ίδιο στήθος.

Κατά τις λαϊκές αντιλήψεις, γυναίκα που να μην έχει δώσει γάλα στο βρέφος δεν είναι σωστή μητέρα, δεν ανταποκρίνεται στον ιδανικό ρόλο του φύλου της, στα ιερά καθήκοντα της μητρότητας.

Ο παλιμπαιδισμός του Λευτέρη συναντά το ανεκπλήρωτο καθήκον της μητέρας του: να τον θηλάσει, να τον αναθρέψει με τα θρεπτικά υγρά του σώματός της, να βυζάξει το μωρό.

 Αυτή η καθηλωτική σκηνή του συμβολικού βυζάγματος είναι «εικόνισμα», επειδή αυτό που δεν έγινε τότε στη Γεωργία, πραγματοποιείται εκ των υστέρων στην Ελλάδα, έστω με συμβολικό τρόπο, στην εφηβεία. Το παιδί ηρεμεί και αποκοιμάται. Ο Λευτέρης δεν έχει γίνει και δε θα γίνει ποτέ άντρας.

Ο Λευτέρης, παρά το όνομά του, δεν ελευθερώνεται ούτε με την αρρώστια του, ούτε με τις βάναυσες εξόδους του, ούτε με τον εγκλεισμό του σε ψυχιατρική κλινική. Η στέρησή του είναι ισόβια και δεν αναπληρώνεται με τίποτε. 

 Ο Βασίλης Κατσικονούρης χειρίζεται με τρόπο κάπως γκροτέσκο, αλλά με πολύ σεβασμό, τον οποίο μεταδίδει και στο κοινό του, μια ιερή εικόνα, χριστιανική και παγανιστική, και ανακαλεί ένα βίωμα πρωταρχικό και αξέχαστο για τον καθένα, και μας γυρίζει στην αρχή της ζωής: στην αίσθηση και τη γεύση του μητρικού γάλατος.

Στον ρόλο της αρραβωνιαστικιάς, η Ελένη Σακκά, μας πείθει πως βλέπουμε ένα κορίτσι από μια μεγάλη πόλη της ελληνικής επαρχίας, με καλοβαλμένη οικογένεια, σπουδές που γίνονται μόνο για το πτυχίο, μια αφέλεια που πηγάζει από την προστασία του σπιτιού που μεγάλωσε και όνειρα που αρχίζουν και τελειώνουν σε έναν όμορφο σύντροφο και στη δημιουργία οικογένειας, που θα της εξασφαλίσει το «μπράβο» του περίγυρου.

Η σκηνοθεσία επέλεξε μια λιτή γραμμή, εστιάζοντας στους χαρακτήρες των τεσσάρων πρωταγωνιστών και ανεβάζοντας μέσα από τους διαλόγους και τις ιστορίες τους την κλιμάκωση της δράσης, με τέτοιον τρόπο, ώστε η παράσταση κρατάει τον θεατή προσηλωμένο σε όλη τη διάρκειά της, αλλά έξυπνα, με ενέσεις χιούμορ, ώστε δημιουργείται μια ατμόσφαιρα ζοφερή μεν, αλλά γνώριμη στον θεατή, αποφεύγοντας την παγίδα του άκρατου ρεαλισμού- συναισθηματισμού, όπως συναντάμε σε αντίστοιχης θεματικής παραστάσεις.

Αυτό που εισπράττει το κοινό, εν τέλει, είναι μια δυνατή ιστορία-μαρτυρία, με εξαιρετικές συγκρούσεις, μοναδικές κορυφώσεις, αλλά και μια θεατρική παράσταση γεμάτη ελπίδα.

 Συντελεστές 

Σκηνοθεσία: Μάνος Καρατζογιάννης – Ερμίνα Κυριαζή
Ερμηνεύουν: Στέλλα Γκίκα, Μάνος Καρατζογιάννης, Δημήτρης Πασσάς, Ελένη Σακκά
Σκηνικά – κοστούμια: Άγγελος Αγγελής
Μουσική: Νεοκλής Νεοφυτίδης
Φωτισμοί: Άγγελος Παπαδόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Φίλιππος Παπαθεοδώρου

Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή, Σπύρος Περδίου

Βίντεο προώθησης: Ηλίας Μόσχοβας
Παραγωγή: Πολιτισμός Σταθμός Θέατρο

ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading
Advertisement

Προτεινόμενα