Connect with us

Πολιτισμός

«Το κορίτσι με τα σπίρτα»: Μια multimedia παράσταση για ενήλικες στο «Αντιγόνη Βαλάκου»

«Το-κορίτσι-με-τα-σπίρτα»:-Μια-multimedia-παράσταση-για-ενήλικες-στο-«Αντιγόνη-Βαλάκου»

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ

Το κοριτσάκι με τα σπίρτα είναι ένα λόγιο παραμύθι του Δανού ποιητή και συγγραφέα Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1845 και επιβιώνει μέχρι τις ημέρες μας, λόγω του συγκινησιακού φορτίου της εξαθλίωσης που φέρνει, σε αντίθεση με την ευδαιμονία των Χριστουγεννιάτικων εορτών.

Ουδέποτε αμφισβητήθηκε το ταλέντο του δημιουργού να προκαλέσει τόσο ισχυρά συναισθήματα μέσα από μία σύντομη ιστορία. Εκεί, που πολλές φορές τέθηκε στο επίκεντρο της φιλολογικής κριτικής, ήταν οι προθέσεις του Άντερσεν και το αντίκτυπο που έχει το συγκεκριμένο παραμύθι στο υπό διαμόρφωση – άρα ευαίσθητο – ψυχικό κόσμο των παιδιών, και όχι μόνο.

Με άλλα λόγια τίθεται το ερώτημα εάν ο Άντερσεν ήθελε να προκαλέσει την «ενσυναίσθηση» για τα φτωχότερα μέλη της κοινωνίας. Εάν ήθελε να τρομάξει την εορταστική περίοδο (που συνήθως γίνονται πιο απαιτητικά, πιο σχολαστικά), ώστε να είναι ικανοποιημένα και μόνο από το γεγονός ότι δεν έχουν έναν εξαναγκασμό να τα βγάζει στο δρόμο, για να πουλάνε σπίρτα. Ή μήπως ήθελε, από την πιο τρυφερή ηλικία, να τα συμφιλιώσει με την ιδέα του θανάτου, μέσα από τη συγκεκριμένη «λύση» που δίνει στην «τραγωδία» του κοριτσιού;

Η πολυπράγμων καλλιτέχνις Violet Louise, αντλεί έμπνευση από το παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και με τη χρήση ήχων, μουσικής και εικόνας μάς μεταφέρει στην Αθήνα του σήμερα και παρουσιάζει μια σύγχρονη ανάγνωση του κλασσικού παραμυθιού και μια εξοικείωση του κοινού με τη χρήση τεχνολογίας στο θέατρο.

Άλλωστε, η ανάπτυξη της τεχνολογίας και των ψηφιακών μέσων έχει επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό τις τέχνες, το σύγχρονο θέατρο, την performance, video art, installation art και film.

Η αλληλεπίδραση των οπτικοακουστικών μέσων με την performance επέφεραν σημαντικές αλλαγές στη δομή, αισθητική, δραματουργία και τις πρακτικές της performance, επιδρώντας στη δράση, στην αφήγηση, στον χαρακτήρα/περσόνα, στον παραστατικό χώρο και στην εμπειρία του κοινού.

Εξάλλου, μπορεί να θεωρούμε ότι τα παραμύθια απευθύνονται μόνο σε μικρά παιδιά, όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι υπήρξαμε και εμείς παιδιά στο παρελθόν και η αξία των ιστοριών αυτών είναι διαχρονική και ανεκτίμητη.

Εν προκειμένω, το κοινό παρακολουθεί και αντιλαμβάνεται ότι πίσω από την εικόνα της σύγχρονης μεγαλούπολης, στην αθέατη πλευρά́ του κοινωνικού περιθωρίου κατοικούν άνθρωποι φαντάσματα, άνθρωποι αόρατοι που ζουν σε έναν ασφυκτικό́ κλοιό́, σ’ ένα αδιέξοδο. Αυτό πιστεύουμε όλοι εμείς που ανήκουμε στην άλλη πλευρά της κανονικότητας.

Ο Άντερσεν, μέσα από την ιστορία του για το «Μικρό Κορίτσι με τα σπίρτα», αποκαλύπτει κάτι μαγικό : Όπου δεν υπάρχει διαφυγή, μοναδικό καταφύγιο για τον άνθρωπο είναι η ελευθερία του μυαλού του. Το τραγικό τέλος της μικρής, που δεν είχε πουλήσει ούτε ένα σπίρτο σ’ όλη τη μέρα, είναι αναπόφευκτο στο παραμύθι του.

“Όμως, κανένας δε μπορούσε να φανταστεί τα υπέροχα οράματα που είχε δει ούτε ότι εκείνη, κάπου πολύ ψηλά, χαιρόταν την ωραιότερη πρωτοχρονιά της”.

Το κορίτσι με τα Σπίρτα – 1845

Το έργο στην παράσταση της Louise εκμεταλλεύεται με τα πολυμέσα την ατμόσφαιρα της πολυτελούς γιορτής και της γενικής ευτυχίας, προκειμένου να αυξήσει την τραγωδία των μοναχικών και διωγμένων ανθρώπων. Μερικές δυαδικές αντιθέσεις ενορχηστρώνουν την πλοκή, προσθέτοντας ένταση και συναισθηματική δόνηση στην ιστορία, διευκολύνοντας τη συναισθηματική επικοινωνία του θεατή – αναγνώστη με το κείμενο: ο παγωμένος δρόμος απέναντι στη ζεστασιά από το τζάκι. Η αφθονία του χριστουγεννιάτικου τραπεζιού απέναντι στην πείνα και στην αθλιότητα του μικρού κοριτσιού. Τα φωτισμένα σπίτια απέναντι στις σκοτεινές σοφίτες, στις οποίες ζουν οι «απόκληροι».

Η performance αποτελεί το δεύτερο μέρος μιας τριλογίας με τίτλο Ιστορίες εγκλεισμού (Το Ημερολόγιο ενός σκύλου, Το κορίτσι με τα Σπίρτα, Παράξενες Ιστορίες ΙΙ), τα οποία διακρίθηκαν σε Φεστιβάλ του εξωτερικού (Toronto Ιinternational Women Festival, Munich, Short Film Awards, Sweden Film Awards) και επιχορηγήθηκαν από το Υπουργείο Πολιτισμού.

Μέρος των εισιτηρίων της παράστασης θα δοθούν για την ενίσχυση του περιοδικού Σχεδία.

Η Σχεδία είναι το μοναδικό ελληνικό περιοδικό δρόμου που δίνει τη δυνατότητα στους άστεγους, άνεργους πωλητές μία ξεχωριστή ευκαιρία να εξασφαλίσουν ένα ελάχιστο, αξιοπρεπές εισόδημα για την καθημερινή τους επιβίωση.

Η παράσταση κινείται μεταξύ συναυλίας, θεάτρου και εικαστικής εγκατάστασης και διερευνά το πεδίο της σύγχρονης αφήγησης με τη δημιουργική χρήση πολυμέσων. Για το κοινό είναι, όπως προ είπα, μία οπτικοακουστική εμπειρία. 

Το κορίτσι της Louise δεν είναι ένα παιδί όπως στο παραμύθι, αλλά η ιστορία μιας έρημης γυναίκας, στην οποία οι θεατές μπορούν να βρουν σημεία ταύτισης. Άνεργη κάτοικος σε μία πόλη εκατομμυρίων, όπου κυριαρχεί η εχθρότητα, η αποξένωση και ο κοινωνικός αποκλεισμός.

Απομονωμένη στο διαμέρισμά της, στον καναπέ του σπιτιού, ζει αθόρυβα, χωρίς να ζητά βοήθεια, χωρίς φίλους κι εχθρούς, αλλά ακόμα θέλει να ονειρεύεται μία πραγματικότητα ελεύθερη, κανονική και ανθρώπινη.

Με τον ερχομό των εορτών, αποφασίζει να απαθανατίσει με την κάμερά της τη χριστουγεννιάτικη καθημερινότητα των κατοίκων. Η λάμψη των φωταγωγημένων κτιρίων και δέντρων έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τους ανθρώπους που κοιμούνται στο κρύο, άστεγοι και μόνοι στο τσιμέντο. Το κορίτσι ξέρει ότι σύντομα μπορεί να βρεθεί σε κάποια γωνιά κοντά τους και φοβάται. Η μόνη έξοδος διαφυγής της από τη δυσβάσταχτη πραγματικότητα είναι οι φαντασιώσεις της. Εκεί μόνο επιβιώνει ο εαυτός, εκεί είναι ζωντανός. Στα όνειρα!

Η παράσταση προσεγγίζει με άμεσο, ρεαλιστικό τρόπο την ιστορία του κοριτσιού, με τα σημεία ταύτισης να είναι πολλαπλά: οι εσωτερικές αναζητήσεις, η απογοήτευση, ο διαρκής αγώνας και τα όνειρα ως μοναδικό παράθυρο επιβίωσης του εαυτού.

Η performer, σε πραγματικό χρόνο, χειρίζεται την εικόνα, τον ήχο, τη μουσική και το φως, δημιουργώντας μία ολωσδιόλου χειροποίητη παράσταση.

Πρόκειται για ένα πολυμεσικό παιχνίδι που κινείται μεταξύ μουσικής συναυλίας, θεάτρου, εικαστικής εγκατάστασης. Όλα τα μέσα είναι «συμπρωταγωνιστές» της και με ακρίβεια συντελούν στην εναλλαγή των ρόλων, στην ανάδυση των συναισθημάτων, αλλά και στην ύπαρξη συνεχούς σκηνικής ροής. Ο ζωντανός χειρισμός των midi συσκευών, της κάμερας και της μουσικής, καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, λειτουργεί ως μεγεθυντικός φακός στο περιβάλλον της αφήγησης της Violet Louise.

Ένα κλασικό παραμύθι μετατράπηκε σε αντικείμενο διερεύνησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς και της σημερινής Αθήνας. Η επανάληψη της φράσης «σπίρτα… πάρτε σπίρτα», μία παράκληση που επιζητά κάποιο ελάχιστο χρηματικό αντίτιμο, είναι μόνο ένα από τα κοινωνικά σχόλια της παράστασης. «Δε θα σας πω πώς θα τελειώσει η ιστορία», λέει στο τέλος η Violet Louise, αφήνοντας τους θεατές να δώσουν τις δικές τους απαντήσεις στα ερωτήματα που δημιουργούνται. Το μήνυμα, ωστόσο, είναι σαφές. Ο μοναδικός τρόπος να επιβιώσει κάποιος στην πραγματικότητα είναι να ονειρεύεται. Μέσα από αυτά, άλλωστε, κατάφεραν να παραμείνουν ζωντανά τα δύο κορίτσια.

Το να μπείτε, βέβαια, στη διαδικασία να παρακολουθήσετε, ακόμα και να γράψετε ιστορίες, αυτό δημιουργεί πολλαπλάσια οφέλη, μερικά από τα οποία είναι τα παρακάτω:

Καλλιτεχνική έκφραση

Ανάπτυξη της φαντασίας

Χτίσιμο αυτοπεποίθησης

Οργάνωση της σκέψης

Ανάπτυξη ενσυναίσθησης

Ανάπτυξη επικοινωνιακών δεξιοτήτων

Βελτίωση ψυχικής υγείας.

Όλα αυτά είναι κέρδη και για παιδιά και για ενήλικες.

Η Violet Louise είναι σκηνοθέτης, ηθοποιός, μουσικός και multimedia artist. Aπό το 2012 ερευνά το πεδίο της σύγχρονης αφήγησης με τη δημιουργική χρήση πολυμέσων. Ερευνά την ανθρώπινη συμπεριφορά, τις θεωρίες περί εξέλιξης, την έννοια της οικογένειας, κοινωνικά θέματα, σα να κρατά κάποιο μεγεθυντικό φακό.

Οι παραστάσεις της κινούνται μεταξύ μουσικής συναυλίας- θεάτρου – εικαστικής εγκατάστασης. Δημιουργεί σε πραγματικό χρόνο τα οπτικοηχητικά της περιβάλλοντα, χρησιμοποιώντας τον ήχο και την εικόνα, παράλληλα με την αφήγηση και τη χρήση μουσικών οργάνων, midi συσκευών, κάμερας, βίντεο.

Παραστάσεις σταθμοί́ στη δημιουργική́ της πορεία: Παράξενες Ιστορίες σε κείμενα Έντγκαρ Άλαν Πόε: Φεστιβάλ Αθηνών, Festival Vie, Festival Delle Colline Torinesi, Φεστιβάλ Δημήτρια·Τρωάδες: Μουσείο Αρχαίας Ολυμπίας στο πλαίσιο της Αφής της Ολυμπιακής Φλόγας, Δελφοί, Αρχαίο θέατρο Νικόπολης,· Θέατρα του Ολιβιέ Πυ, ανάθεση του Γαλλικού́ Ινστιτούτου Αθηνών: Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης· Γράμματα στα κοριτσάκια του Λιούις Κάρολ: θέατρο Θησείο/ Φεστιβάλ Αισχύλεια· Στα Υπόγεια του BBC: Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης Ιωάννα της Λωραίνης. 

Από το 2020 έως το 2022 υλοποίησε τρία ψηφιακά έργα, επιχορηγούμενα από το Υπουργείο Πολιτισμού, μέρη μιας τριλογίας με τίτλο Ιστορίες Εγκλεισμού: To Ημερολόγιο ενός σκύλου, Το Κορίτσι με τα σπίρτα, Παράξενες ιστορίες ΙΙ.

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Σύλληψη, μουσική, πρωτότυπο κείμενο & διασκευή κειμένου, χειρισμός πολυμέσων επί σκηνής, τραγούδι: Violet Louise

Ερμηνευτής επί σκηνής: Violet Louise

Ερμηνευτής σε βίντεο: Αγλαΐα Παππά

Voice over: Εύη Κούσουλα – Xριστίνα Πολυχρονιάδου – Νίκος Κορτέσης –Γιάννης.Μ

Hχοληψία & mastering: Kώστας Μπώκος (Studio19)

Σχεδιασμός & προγραμματισμός πολυμέσων – χειρισμός drone – green screen – ψηφιακός σχεδιασμός εικόνας: Βασίλης Κουντοὐρης (studio19)

Εικονοληψία – Βίντεο: Violet Louise – Bασίλης Κουντούρης (studio19) 

Σχεδιασμός συστήματος led φωτισμού: Studio 19 (Βασίλης Κουντούρης), Violet Louise

Τεχνικός Συντονισμός παραγωγής (Τhe Perfect Team)

Βοηθός Σκηνοθέτη: Ουρανία Οικονόμου

Βοηθός παραγωγής: Ευάγγελος Γιαννόπουλος

Social Media: Renegade Media

ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading
Advertisement
Click to comment

You must be logged in to post a comment Login

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Πολιτισμός

ΔΗΠΕΘΕ: Ματαιώνεται η παράσταση «Ρίτα»

ΔΗΠΕΘΕ:-Ματαιώνεται-η-παράσταση-«Ρίτα»

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading

Πολιτισμός

Διακρίσεις μαθητών του Δημοτικού Ωδείου Καβάλας σε Διαγωνισμό Σαξοφώνου

Διακρίσεις-μαθητών-του-Δημοτικού-Ωδείου-Καβάλας-σε-Διαγωνισμό-Σαξοφώνου

Σημαντικές ήταν οι διακρίσεις που πέτυχαν οι ταλαντούχοι μαθητές του Δημοτικού Ωδείου Καβάλας στο Διεθνή Διαγωνισμό Σαξοφώνου, ο οποίος πραγματοποιήθηκε στην Λάρισα από τις 12 έως 14 Απριλίου και στον οποίο συμμετείχαν παιδιά όλων των ηλικιών από την Ελλάδα και το εξωτερικό.

Συγκεκριμένα, ο μαθητής Ντόρφμαν Γιάννης, ο οποίος διαγωνίστηκε στην Α΄ κατηγορία – Προκαταρκτική απέσπασε το 3ο Βραβείο. Επίσης, ο Μάρκος Κούνιας (Α΄ κατηγορία – Προκαταρκτική) και ο Ανδρέας Καλιαμπάκας (Β΄ κατηγορία – Κατωτέρα), όλοι μαθητές της τάξης Σαξοφώνου της Πωλίνας Κατσαβούνη    έλαβαν  έπαινο για το παίξιμό τους .

Θερμά συγχαρητήρια στους μαθητές, τους γονείς και στην καθηγήτρια  για τις επιτυχίες αυτές.  Ευχόμαστε σε όλους ακόμη μεγαλύτερες διακρίσεις και ελπίζουμε ότι με την πορεία και την πρόοδό τους θα προσφέρουν ισχυρό κίνητρο στους συμμαθητές τους!

Ο Αντιδήμαρχος Πολιτισμού,

διά βίου μάθησης και Μουσικής Εκπαίδευσης

Απόστολος Μουμτσάκης

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading

Πολιτισμός

«ΤΟ ΓΑΛΑ» του Βασίλη Κατσικονούρη στο «Αντιγόνη Βαλάκου»

«ΤΟ-ΓΑΛΑ»-του-Βασίλη-Κατσικονούρη-στο-«Αντιγόνη-Βαλάκου»

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ

Πολυπαιγμένο και πολυμεταφρασμένο, γραμμένο το 2003, «Το γάλα» του Βασίλη Κατσικονούρη έκανε και διεθνή καριέρα. Είναι ένα από τα καλύτερα και μεστότερα νεοελληνικά έργα.

Πρωτοπαίχτηκε στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη την περίοδο 2005-2006, επί προεδρίας του αείμνηστου Νίκου Κούρκουλου, για να συνεχιστεί και την αμέσως επόμενη σαιζόν, λόγω της πολύ μεγάλης επιτυχίας του.

Το έργο είναι μεταφρασμένο στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, σερβικά και πολωνικά.

 “Ξένος εδώ, ξένος κ’ εκεί, κι όπου κι αν πάω ξένος

Το γάλα, λέει ο συγγραφέας στο βιβλίο του, στα ρωσικά λέγεται «μαλακό». Έτσι, περίεργα, μια άλλη ελληνική λέξη, σπαρμένη μέσα σε μια άλλη γλώσσα, δίνει εκεί, στο ξένο χωράφι, πολύ πιο άμεσα και ανάγλυφα την αίσθηση του πράγματος, απ’ ότι η αντίστοιχη που το ονοματίζει στα ελληνικά.

Γι’ αυτήν ακριβώς την αίσθηση θέλει να μιλήσει «Το γάλα» του Βασίλη Κατσικονούρη και οι ήρωες του.

Μια οικογένεια από την πρώην Σοβιετική Ένωση – μητέρα με δύο γιούς – ο ένας εκ των οποίων πάσχει από σχιζοφρένεια, προσπαθεί να προσαρμοσθεί και να επιβιώσει στην Ελλάδα. Η απόγνωση της μάνας και ο ψυχικός σπαραγμός της για την ασθένεια του μικρού της γιού, παράλληλα με τον φόβο που προέρχεται από τον κοινωνικό ρατσισμό του περιβάλλοντός της, παρουσιάζονται με σπαρακτικό τρόπο.

Η βία διαδέχεται και εναλλάσσεται με την τρυφερότητα, η ένταση με τη γαλήνη, η απελπισία με την ελπίδα, το όνειρο με τον εφιάλτη, η πραγματικότητα με την ψευδαίσθηση και αντιστρόφως. 

Πρόκειται για μια συγκλονιστική οικογενειακή ιστορία, όπου φωτίζεται δεξιοτεχνικά από τον συγγραφέα ο συναισθηματικός κόσμος των ηρώων και οι ανησυχίες τους, όπως αυτές πηγάζουν μέσα από το κοινωνικό τους περιβάλλον, αλλά κυρίως φωτίζεται η αίσθηση που έχει ο καθένας ήρωας, πως όλα μέσα του μαλακώνουν και ζεσταίνονται, όταν σταματάει πια να κλαίει και να πονάει, καθώς δέχεται μια πρόσκαιρη ανακούφιση. Κι όταν αυτή λιγώνεται, τότε νιώθει ξένος. Σαν πρόσφυγας ανάμεσα σε δυο πατρίδες. Ξένες κι αυτές.

Τη σκηνοθεσία υπογράφουν ο Μάνος Καρατζογιάννης, με μακρά γόνιμη θητεία στο ελληνικό έργο και η Ερμίνα Κυριαζή, η οποία σκηνοθέτησε την περασμένη σαιζόν και το πιο πρόσφατο έργο του Βασίλη Κατσικονούρη το: «Τσιτάχ. Η ερημιά του τερματοφύλακα».

Η παράσταση αφιερώνεται στη μνήμη του Κωνσταντίνου Παπαχρόνη, ο οποίος ήταν ο πρώτος που ερμήνευσε το ρόλο του Λευτέρη, το 2006, στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου.

Πιο αναλυτικά, μια ολιγομελής οικογένεια ομογενών από την πρώην Σοβιετική Ένωση, όπου ζούσε εκεί μια τσακισμένη ζωή σε ταραγμένα χρόνια, ερείπια επί ερειπίων ο τόπος γύρω τους, ήρθε και μπήκαν όλοι τους σ’ ένα καζάνι που έβραζε. ΄Ήρθαν στην Ελλάδα μαζί με πολλούς άλλους τη δεκαετία του 1990 και σπιτώθηκαν σ’ ένα ημιυπόγειο διαμέρισμα μιας χαμο- γειτονιάς.

 Τα μέλη: η μητέρα Ρήνα και οι δυο της γιοί, ο Αντώνης και ο Λευτέρης, ο οποίος πάσχει από μιας μορφής σχιζοφρένεια, ενώ ο πατέρας έχει πεθάνει από χρόνια.

Ο πρωτότοκος γιος, ο Αντώνης, θέλει πάση θυσία και με οποιοδήποτε τίμημα να ενσωματωθεί στη νέα πατρίδα του. Μιλάει μόνο Ελληνικά, θέλει να ξεχάσει τα Ρωσικά, τρώει μόνο ελληνικά φαγητά, δεν έχει κανένα μετανάστη φίλο, προσεταιρίζεται τους Έλληνες, γίνεται αποδεκτός από αυτούς και προσπαθεί να δρέψει τους καρπούς της ελληνοποίησής του.

Αντίθετα, ο μικρότερος, ο Λευτέρης, αρνείται να ενσωματωθεί στην νέα του πατρίδα. Τραγουδάει ρωσικά τραγούδια, μιλάει στα ρωσικά, τρώει ρωσικά φαγητά και αναπολεί διαρκώς τον τρόπο ζωής τους στην Τιφλίδα. Η σχιζοφρένειά του λειτουργεί και αυτή σε ένα άλλο επίπεδο, σαν άρνηση ενσωμάτωσης στα πρότυπα και τις επιταγές της ελληνικής κοινωνίας.

Αυτές οι διαφορές των δυο αδερφών είναι η αιτία των συνεχόμενων καυγάδων που διασαλεύουν την ηρεμία και τη γαλήνη του σπιτιού. Ο Αντώνης απαιτεί τρόπους συμπεριφοράς που ο Λευτέρης αρνείται και η σύγκρουση είναι μόνιμη.

 Ανάμεσά τους η μάνα, που η συμπεριφορά της εμπεριέχει τις εκ διαμέτρου αντίθετες θεάσεις της πραγματικότητας. Θέλει να ενσωματωθεί στην ελληνική κοινωνία αλλά δεν εμπιστεύεται τους Έλληνες. Θέλει να ξεχάσει το παρελθόν αλλά το αναπολεί συνέχεια. Επαινεί τον Αντώνη για την αποφασιστικότητά του, αλλά προστατεύει τον άρρωστο Λευτέρη από τη χλεύη, όμως δε θέλει να τον στείλει στο ψυχιατρείο.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, ο Αντώνης, έχοντας εδώ και καιρό αποφασίσει να διαγράψει το παρελθόν του στην Τιφλίδα και, ταυτόχρονα, να απομακρυνθεί από μια οικογενειακή ζωή που του είναι βάρος και ντροπή, βρίσκει δουλειά σε ένα βενζινάδικο στη Λάρισα. Εκεί συναντά στο πρόσωπο της κόρης του ιδιοκτήτη, την μελλοντική σύζυγό του, αλλά και την ευκαιρία της κοινωνικής και οικονομικής ανόδου.

 Έτσι, επισκέπτεται την οικογένεια στην Αθήνα για να της ανακοινώσει τα ευχάριστα νέα τού γάμου. Επί πλέον, επειδή θα φέρει την μέλλουσα σύζυγο να τους τη γνωρίσει, τη Νατάσα, θέλει να εξασφαλίσει την ήσυχη και κόσμια συμπεριφορά του Λευτέρη.

Πράγματι, η πρώτη συνάντηση είναι ενθαρρυντική, με την κοπέλα να αντιμετωπίζει τον Λευτέρη με συμπάθεια και φιλική διάθεση. Μάλιστα, τις επόμενες ημέρες κάνουν παρέα και δένονται σιγά – σιγά. Όμως, η παρουσία της Νατάσας στο σπίτι μαζί με τον Λευτέρη και χωρίς την παρουσία κανενός άλλου, υποδαυλίζει τα ανοργάνωτα σεξουαλικά ένστικτα του νεαρού, ο οποίος προχωρά σε σεξουαλική παρενόχληση και αναγκάζει τη φοβισμένη κοπέλα να δραπετεύσει από το σπίτι.

Αυτή η εξέλιξη των πραγμάτων θα σταθεί μοιραία για την πορεία της οικογένειας. Ο Αντώνης αρνείται οποιαδήποτε επαφή πλέον με τον Λευτέρη και τη μητέρα του, με αποτέλεσμα μάνα και μικρός γιός να μείνουν μόνοι, σε ένα σύμπαν που το γεμίζει η νοσταλγία για το παλιό και ο φόβος για το μέλλον.

Όταν η μητέρα πεθαίνει, ο Αντώνης αναλαμβάνει να επιλέξει τη μοίρα του αδερφού του. Δεν επιτρέπει σε κανένα εμπόδιο να του καταστρέψει την πορεία που έχει δώσει στη ζωή του κι ο εγκλεισμός του Λευτέρη στο ψυχιατρείο είναι η μόνη επιλογή. 

Όπως έχει πει ο συγγραφέας «Θα ήθελα τα έργα μου να λειτουργούν σαν ένα ισχυρό αντίδοτο απέναντι στις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας και κατ’ επέκταση της ελληνικής οικογένειας. Να καταδεικνύουν την πάλη ανάμεσα στο άλγος της μνήμης και το άγος της λήθης», έτσι και τα δυο αδέρφια συμβολίζουν και εκφράζουν αυτόν το διπλό ψυχικό πόνο: Ο μεν Αντώνης το άγος της λήθης, ο δε Λευτέρης το άλγος της μνήμης.

Το έργο θεωρείται ένα από τα πλέον εμβληματικά του σύγχρονου ελληνικού δραματολογίου και τον χαρακτηρισμό αυτό δεν τον ενισχύουν μόνο οι θεματικές, που εξακολουθούν να αφορούν άμεσα τον θεατή, αλλά η αρραγής δομή της πλοκής, οι διαστρωματώσεις που φωτίζουν τα χαρακτηριστικά των δραματικών προσώπων, ο καίριος συγχρωτισμός μεταξύ δηκτικού χιούμορ και ανέσπερης ευαισθησίας, η ευγενής και κοπιώδης πρόθεση να συγκεραστεί το ανοίκειο με την αποδοχή του.

Πρόκειται για ένα έργο-ηχηρό χαστούκι στον εφησυχασμό μας, μπροστά σ’ αυτά που συμβαίνουν στη διπλανή μας πόρτα και στην πίσω αυλή του σπιτιού μας. Ένα έργο ζωντανό και σπαρακτικό, γραμμένο από έναν γνώστη της ανθρώπινης ψυχής, που διψά για ελευθερία, όμως την τσαλακώνει η ανάγκη. Ένα έργο που μας βλέπει κατάματα και πρέπει οι θεατές με τη σειρά μας, να το δούμε με τα μάτια της ψυχής.

Οι διορατικοί συν- σκηνοθέτες Μάνος Καρατζογιάννης και Ερμίνα Κυριαζή υποστήριξαν, με την επαγγελματική τους οξυδέρκεια και την πνευματική τους διαύγεια, το τρίγωνο των δυνάμεων που αναπτύσσεται στο κείμενο και διαρθρώνεται κλιμακωτά μέσα από τη σκιαγράφηση των ηρώων: μνήμη-σώμα-ετερότητα. Πετυχαίνουν να προβάλουν την αξία και την εμβέλεια του δραματικού ιστού, με έμπνευση, χωρίς καμία υπερβολή, ακρότητα ή αστοχία και με σεβασμό στην καταιγιστική πλοκή. Έτσι, οι νοηματικοί κώδικες είναι ευανάγνωστοι, πλήρεις συναρπαστικής εικονοποιίας και εσωτερικού προβληματισμού.

Και οι τρεις δραματικοί χαρακτήρες έχουν ισχυρή τη μνήμη, που φέρει την ταυτότητα του ξένου, ο οποίος, όπου κι αν βρίσκεται παραμένει,κατά κάποιο τρόπο, άπατρις: «στη Ρωσία είμαστε γκρέκοι και στην Ελλάδα, Ρώσοι».

 Σημάδια από μια χώρα που θα ήθελαν να ξεχάσουν αλλά είναι ανέφικτο, φράσεις και τραγούδια από μια χώρα, στην οποία προσφεύγει τρυφερά το θυμικό και η λογική, και από την οποία οφείλουν να αποκοπούν για να ενσωματωθούν στη νέα πατρίδα, να επιβιώσουν και να αντλήσουν τη χαρά της αποδοχής, της ένταξης στην κοινότητα που το πρέπον είναι να τους εμπεριέχει και, σε ένα βαθμό, να τους προστατεύει.

Βαθιά συναισθηματική παράσταση, με ένα κείμενο που εμπεριέχει πάρα πολλά ζητήματα, όπως : ρατσισμός, ψυχιατρικές ασθένειες και αντιμετώπισή τους, φτώχεια, εκμετάλλευση, σχέσεις μέσα στην οικογένεια, αίσθημα του μη ανήκειν, βία κ.ά.

Σε ένα λιτό σκηνικό ( Άγγελος Αγγελής), που απεικονίζει εύγλωττα την ένδεια της ζωής της Ρήνας και του Λευτέρη, με τα ταιριαστά λιτά καθημερινά τους ρούχα, σε αντίθεση με τους πάντα καλοντυμένους Αντώνη και Νατάσα, γινόμαστε μάρτυρες ενός δράματος που άπαντες σκεφτόμαστε, ενώ το παρακολουθούμε: «αυτό δε θα καταλήξει καλά». Είναι όλα αυτά τα δίπολα των αντιθέσεων, που μας πείθουν ότι ο αδύναμος θα ακολουθήσει ακόμη μια φορά το «πεπρωμένο» του.

Συγκλονιστικός ο Μάνος Καρατζογιάννης στον ρόλο του Λευτέρη, σε μια ερμηνεία που έχει πολύ εκφραστικότητα (ειδικά στα κομμάτια των μονολόγων για πιο προσωπικά ζητήματα) και ένταση ταυτόχρονα, ενσαρκώνοντας ένα παιδί που γεννήθηκε για να κάνει όνειρα και, μέσα από αυτά, να ελπίζει ότι θα γίνει και το περιβάλλον του καλύτερο, όμως η πραγματικότητα το συντρίβει. Ο εξαιρετικός Μάνος Καρατζογιάννης προσεγγίζει την πικρία και την ψυχική του αδυναμία μέσα από ένα πηγαίο χιούμορ, στο οποίο δεν λείπουν ο αυτοσαρκασμός και η τρυφερότητα. 

 Ομοίως, η μάνα – πολύ καλή η Στέλλα Γκίκα – αποφεύγει τον σκόπελο του μελοδραματισμού, αποδίδει με καθηλωτική απλότητα τις εσωτερικές της συγκρούσεις και επικοινωνεί απόλυτα με τον Δημήτρη Πασσά, ο οποίος δίνει μια αφοπλιστική ερμηνεία στον ρόλο τού φιλόδοξου πρωτότοκου γιου της.

 Η σκηνή που καθηλώνει είναι αυτή του θηλασμού. Το γυναικείο στήθος, ως βιολογικό όργανο και πολιτιστικό «σημείο», έχει διττή υπόσταση: είναι πανανθρώπινη ερωτογενής ζώνη και, ταυτόχρονα, είναι ο ιερός μαστός που τρέφει τα μωρά.

 Από την εμπειρία του θηλασμού έχει περάσει σχεδόν όλη η ανθρωπότητα. Η μάνα Γη τρέφει τα παιδιά της.

Ως πρωταρχικά σύμβολα της μητρότητας: μαστός και γάλα, όπως και αίμα και μήτρα στον τοκετό, περιβάλλονται από την αύρα του μυστηρίου, του ιερού, του απόλυτα σεβαστού.

Γάλα και αίμα είναι τα πρωταρχικά υγρά της ζωής. Τα ομογάλακτα αδέρφια θεωρούνται πραγματικοί αδελφοί: ήπιαν από το ίδιο γάλα και από το ίδιο στήθος.

Κατά τις λαϊκές αντιλήψεις, γυναίκα που να μην έχει δώσει γάλα στο βρέφος δεν είναι σωστή μητέρα, δεν ανταποκρίνεται στον ιδανικό ρόλο του φύλου της, στα ιερά καθήκοντα της μητρότητας.

Ο παλιμπαιδισμός του Λευτέρη συναντά το ανεκπλήρωτο καθήκον της μητέρας του: να τον θηλάσει, να τον αναθρέψει με τα θρεπτικά υγρά του σώματός της, να βυζάξει το μωρό.

 Αυτή η καθηλωτική σκηνή του συμβολικού βυζάγματος είναι «εικόνισμα», επειδή αυτό που δεν έγινε τότε στη Γεωργία, πραγματοποιείται εκ των υστέρων στην Ελλάδα, έστω με συμβολικό τρόπο, στην εφηβεία. Το παιδί ηρεμεί και αποκοιμάται. Ο Λευτέρης δεν έχει γίνει και δε θα γίνει ποτέ άντρας.

Ο Λευτέρης, παρά το όνομά του, δεν ελευθερώνεται ούτε με την αρρώστια του, ούτε με τις βάναυσες εξόδους του, ούτε με τον εγκλεισμό του σε ψυχιατρική κλινική. Η στέρησή του είναι ισόβια και δεν αναπληρώνεται με τίποτε. 

 Ο Βασίλης Κατσικονούρης χειρίζεται με τρόπο κάπως γκροτέσκο, αλλά με πολύ σεβασμό, τον οποίο μεταδίδει και στο κοινό του, μια ιερή εικόνα, χριστιανική και παγανιστική, και ανακαλεί ένα βίωμα πρωταρχικό και αξέχαστο για τον καθένα, και μας γυρίζει στην αρχή της ζωής: στην αίσθηση και τη γεύση του μητρικού γάλατος.

Στον ρόλο της αρραβωνιαστικιάς, η Ελένη Σακκά, μας πείθει πως βλέπουμε ένα κορίτσι από μια μεγάλη πόλη της ελληνικής επαρχίας, με καλοβαλμένη οικογένεια, σπουδές που γίνονται μόνο για το πτυχίο, μια αφέλεια που πηγάζει από την προστασία του σπιτιού που μεγάλωσε και όνειρα που αρχίζουν και τελειώνουν σε έναν όμορφο σύντροφο και στη δημιουργία οικογένειας, που θα της εξασφαλίσει το «μπράβο» του περίγυρου.

Η σκηνοθεσία επέλεξε μια λιτή γραμμή, εστιάζοντας στους χαρακτήρες των τεσσάρων πρωταγωνιστών και ανεβάζοντας μέσα από τους διαλόγους και τις ιστορίες τους την κλιμάκωση της δράσης, με τέτοιον τρόπο, ώστε η παράσταση κρατάει τον θεατή προσηλωμένο σε όλη τη διάρκειά της, αλλά έξυπνα, με ενέσεις χιούμορ, ώστε δημιουργείται μια ατμόσφαιρα ζοφερή μεν, αλλά γνώριμη στον θεατή, αποφεύγοντας την παγίδα του άκρατου ρεαλισμού- συναισθηματισμού, όπως συναντάμε σε αντίστοιχης θεματικής παραστάσεις.

Αυτό που εισπράττει το κοινό, εν τέλει, είναι μια δυνατή ιστορία-μαρτυρία, με εξαιρετικές συγκρούσεις, μοναδικές κορυφώσεις, αλλά και μια θεατρική παράσταση γεμάτη ελπίδα.

 Συντελεστές 

Σκηνοθεσία: Μάνος Καρατζογιάννης – Ερμίνα Κυριαζή
Ερμηνεύουν: Στέλλα Γκίκα, Μάνος Καρατζογιάννης, Δημήτρης Πασσάς, Ελένη Σακκά
Σκηνικά – κοστούμια: Άγγελος Αγγελής
Μουσική: Νεοκλής Νεοφυτίδης
Φωτισμοί: Άγγελος Παπαδόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Φίλιππος Παπαθεοδώρου

Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή, Σπύρος Περδίου

Βίντεο προώθησης: Ηλίας Μόσχοβας
Παραγωγή: Πολιτισμός Σταθμός Θέατρο

ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading
Advertisement

Προτεινόμενα