Connect with us

Πολιτισμός

«Σκηνές από έναν γάμο» του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν στο «ΑΥΛΑΙΑ» Θεσσαλονίκης

«Σκηνές-από-έναν-γάμο»-του-Ίνγκμαρ-Μπέργκμαν-στο-«ΑΥΛΑΙΑ»-Θεσσαλονίκης

Κριτική από τον Παύλο Λεμοντζή«O Αύγουστος Στρίντμπεργκ είπε κάποτε: “Υπάρχει κάτι πιο τρομακτικό από έναν σύγυζο και μια σύζυγο που μισούν ο ένας τον άλλον;” Τι να πεις; Η σεξουαλική κακοποίηση ενός παιδιού είναι πιθανόν χειρότερη. Αλλά πάλι, εγώ και η Καταρίνα είμαστε παιδιά. Στο βάθος, η Καταρίνα είναι ένα μικρό κορίτσι που κλαίει γιατί δεν υπάρχει κανείς να την παρηγορήσει όταν πέφτει. Και στην άλλη γωνία, εγώ είμαι ένα μικρό αγόρι που κλαίει γιατί η Καταρίνα δεν μπορεί να με αγαπήσει. Παρά το γεγονός ότι είμαι κακός και απαίσιος απέναντι της.»

Όσα λέγονται στις «Σκηνές Από Έναν Γάμο» είναι όλα αλήθειες. Αλήθειες σκληρές, που ίσως εκστομίζονται μόνο όταν έχεις πιει πολύ και γενικά δεν έχεις πολλά να χάσεις. Αλήθειες που αναγνωρίζεις, ως τέτοιες, μόνο όταν γίνεις πρωταγωνιστής στο δικό σου δράμα χωρισμού, λες και κανένας άνθρωπος δεν έμαθε (και δεν θα μάθει) ποτέ τίποτα από αιώνες χωρισμών, στη ζωή και τη λογοτεχνία, στο σινεμά και στο θέατρο, στη διπλανή του πόρτα. Αλήθειες που, τη στιγμή που νιώθεις ένα κομμάτι από τα δύο ενός ζευγαριού, είναι αδύνατον να σε αγγίξουν, να σε συγκινήσουν, να σε τραντάξουν. Πιστεύεις κι εσύ, όπως όλοι, ότι δεν θα φτάσεις ποτέ σ’ αυτό το σημείο, πως είσαι άτρωτος και αιώνια προστατευμένος, κύριος των αποφάσεων, των πράξεων, των λαθών σου.

Το «Σκηνές Από Έναν Γάμο» είναι μια κομβική στιγμή στη διαδρομή του σπουδαίου Σουηδού Ινγκμαρ Μπέργκμαν, το σπάνιο αυτό σημείο όπου η τέχνη, η ζωή, ο ιδιωτικός και δημόσιος βίος, η καλλιτεχνική φιλοδοξία και το δημιουργικό αποτέλεσμα χάνουν τις διαχωριστικές τους γραμμές και γίνονται ένα σύνολο που διαχέεται μέσα στα χρόνια, τις δεκαετίες, προς πάσα χρήση, συμμόρφωση και αναθεώρηση των πάντων.

Η ιστορία είναι πιο απλή και από την περιγραφή της: ένα ζευγάρι οδεύει προς το τέλος του γάμου του. Όσο πιο κοντά φτάνει στην τελική αυλαία ανακαλύπτει πως για χρόνια υπήρξε εγκλωβισμένο σε μια σύμβαση, πνίγοντας την αγάπη, το πιο σπουδαίο συστατικό της ένωσής τους. Πριν φτάσουν εκεί, και μέσα σε ένα διάστημα είκοσι χρόνων, θα ζήσουν «σκηνές» από ένα γάμο, «σκηνές» από τη διάβρωση μιας συνθήκης αρχικά «ιερή», άρα, προδιαγεγραμμένα έτοιμη να βεβηλωθεί από την ρουτίνα της καθημερινότητας, από το πέρασμα του χρόνου, την ανία, τη συνήθεια, το πεπερασμένο της αγάπης.

Το ιδανικό ζευγάρι των Γιόχαν και Μαριάννε, γονείς δύο μικρών κοριτσιών και σεβαστοί επαγγελματίες, θα έρθει αντιμέτωπο με το τέλος της σχέσης, όταν «οι μικρές εκρήξεις ειλικρίνειας μεταξύ τους» θα αποκαλύψουν πως ότι νόμιζαν για άτρωτο, βρίσκεται στη δική του τροχιά προς το φινάλε. Ο Γιόχαν θα παραδεχτεί ότι διατηρεί μια εξωσυζυγική σχέση και η Μαριάννε, πεπεισμένη για χρόνια πως (ακόμη κι όταν δεν ήταν) όλα είναι καλά, θα πρέπει για πρώτη φορά να απευθύνει στον εαυτό της τις ερωτήσεις που κάνει στις πελάτισσές της, ως δικηγόρος ειδικευμένη στα διαζύγια.

Τι είναι αυτό που κάνει ένα ζευγάρι να νιώθει ξένο μετά από 20 χρόνια κοινής ζωής; Η αγάπη ανάμεσα στους δύο δεν υπήρξε ποτέ; Πώς μπορεί κάποιος που αγάπησες κάποτε τόσο πολύ να μοιάζει σήμερα με τον χειρότερο εχθρό σου; Οι απαντήσεις θα έρθουν σταδιακά από τις βινιέτες, μέσα στις οποίες ο Μπέργκμαν θα κλείσει την καθημερινότητα αυτής της ελεύθερης πτώσης. Και θα είναι σκληρές όσο χρειάζεται για να οδηγήσουν στη συνειδητοποίηση των προτεραιοτήτων που τελικά ορίζουν τη συμβίωση.

Σκληρές και όμως καθημερινές, ρεαλιστικές κι όμως «θεατρικές», γυμνές από φτιασίδια – φωτογραφημένες με την διαύγεια της καθημερινότητας από την Έλενα Καρακούλη – κι όμως απόλυτα «σκηνοθετημένες», επειδή η σκηνοθέτις κολύμπησε βαθιά στις γραμμές του έργου, κάνοντας και τη μετάφραση και τη δραματουργική επεξεργασία.

Το γνωρίζουμε ότι κάθε σχέση, από την πιο μικρή, σύντομη κι επιπόλαια, μέχρι αυτή που ορίζει ολόκληρες ζωές και στιγματίζει το πριν και το μετά της ύπαρξης σου, είναι ένα σκηνοθετημένο θέατρο, που ακολουθεί τους κανόνες μιας δραματουργίας που παίζει με τον ρεαλισμό, ώσπου να δει τα όρια της αντοχής του να σπάνε μπροστά στην ψευδαίσθηση του «παραμυθιού».

«Χρειάστηκαν δυόμισι μήνες για να γράψω αυτές τις σκηνές. Μου πήρε μια ολόκληρη ενήλικη ζωή για να τις ζήσω», έλεγε ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν που εδώ, περισσότερο και από τις πιο υβριδικές του στιγμές, πειραματίζεται με τον νατουραλισμό, την βιωματική καταγραφή (η πολύκροτη σχέση του με την Λιβ Ούλμαν είχε μόλις τελειώσει, επίλογος σε μια ζωή συζυγικών σχέσεων που έμοιαζαν με μικρότερες ή μεγαλύτερες «καταστροφές», ενώ είχε ήδη ξαναπαντρευτεί για πέμπτη και τελευταία φορά) και, κυρίως, δοκιμάζει και δοκιμάζεται πάνω σε κάτι μεγαλύτερο κι από την ίδια την γνωστή σε όλους έννοια της συνύπαρξης, αναζητώντας πρωτίστως την ουσία του δεσμού που κρατάει δύο ανθρώπους ενωμένους, ακόμη και όσα όλα νόμιζαν ότι ήταν η κοινή ζωή τους, δεν ήταν παρά «σκηνές από ένα γάμο».

«Οι δικές μας Σκηνές, λέει η σκηνοθέτις, ξεκινούν από μια γιορτή, μια δημόσια εξομολόγηση αγάπης. Ο Γιόχαν και η Μαριάννε γιορτάζουν τη δέκατη επέτειο του γάμου τους. Διαθέτουν ειλικρίνεια, φαντασία, χιούμορ. Απολαμβάνουν την ασφάλεια της οικογενειακής ζωής και μια καλή επαγγελματική σταδιοδρομία». 

Η παράσταση εστιάζει στους δύο συζύγους, παραλείποντας τους υπόλοιπους χαρακτήρες με εξαίρεση την κα Ζακόμπι, την οποία παρουσιάζει σε video wall με την υπέροχη ερμηνεία της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη, σε μία εμφάνιση που λειτουργεί προφητικά για όσα θα επακολουθήσουν.

Απόλυτη η χημεία μεταξύ των δυο ηθοποιών Μαρίνας Ασλάνογλου και Νίκου Ψαρρά. Εξαιρετικοί και οι δυο, αληθινοί, συναρπαστικοί και τόσο πολύ μέσα στους ρόλους, ώστε ο θεατής νιώθει πως είναι ωτακουστής κι αυτόπτης μάρτυρας σκηνών από έναν αληθινό γάμο.

Πράγματι, η σκηνοθέτις Έλενα Καρακούλη δημιουργεί μια παράσταση με έξοχες εναλλαγές στον ρυθμό, ώστε το κοινό κοινωνεί το δράμα και αγωνιά για την τύχη του ζεύγους. Εύρημα η αλλαγή κοστουμιών ζωντανά επί σκηνής. Δύο κρεμάστρες στις δύο πλευρές της σκηνής φιλοξενούν τα ρούχα τους, τα οποία χρησιμοποιούν οι ηθοποιοί και στο τέλος μένουν κενά, όπως κενή μένει και η ίδια τους η ζωή, όπως αδειάζουν σιγά- σιγά συναισθηματικά, μέχρι να μηδενίσουν και να ξεκινήσουν από την αρχή. 

 Τα σκηνικά, ένα ζεστό σπίτι που δίνει την αίσθηση στο κοινό ότι είναι μέρος της καθημερινότητας των ηρώων, υπογράφει η Αλέγια Παπαγεωργίου και τα σύγχρονα κοστούμια η Βασιλική Σύρμα. Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου δίνουν τη ρεαλιστική ατμόσφαιρα μιας καλοφτιαγμένης οικογενειακής εστίας.

Συντελεστές

Μετάφραση – Δραματουργική επεξεργασία – Σκηνοθεσία: Έλενα Καρακούλη

Σκηνικά: Αλέγια Παπαγεωργίου Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα

Επιμέλεια Κίνησης: Φαίδρα Σούτου

Μουσική σύνθεση-Video:Violet Louise

 Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος

 Βοηθός σκηνοθέτη: Ανθή Φουντά Βοηθός σκηνογράφου: Κωνσταντίνα Παπαθανασίου Φωτογραφίες promo: Σπύρος Περδίου Φωτογραφίες παράστασης: Γιώργος Χατζηνικολάου Τρέιλερ παράστασης: Στέφανος Κοσμίδης

Social Media: Δανάη Γκουτκίδου

Διεύθυνση Παραγωγής: Μαρία Αναματερού

 Οργάνωση παραγωγής: Σελίνα Μάνου Παραγωγή: Ομάδα Νάμα & THEATER ART COMPANY EE-Μανάφης Σάκης.

ΠΑΙΖΟΥΝ: Μαρίνα Ασλάνογλου και Νίκος Ψαρράς.

ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading
Advertisement
Click to comment

You must be logged in to post a comment Login

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Πολιτισμός

ΔΗΠΕΘΕ: Ματαιώνεται η παράσταση «Ρίτα»

ΔΗΠΕΘΕ:-Ματαιώνεται-η-παράσταση-«Ρίτα»

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading

Πολιτισμός

Διακρίσεις μαθητών του Δημοτικού Ωδείου Καβάλας σε Διαγωνισμό Σαξοφώνου

Διακρίσεις-μαθητών-του-Δημοτικού-Ωδείου-Καβάλας-σε-Διαγωνισμό-Σαξοφώνου

Σημαντικές ήταν οι διακρίσεις που πέτυχαν οι ταλαντούχοι μαθητές του Δημοτικού Ωδείου Καβάλας στο Διεθνή Διαγωνισμό Σαξοφώνου, ο οποίος πραγματοποιήθηκε στην Λάρισα από τις 12 έως 14 Απριλίου και στον οποίο συμμετείχαν παιδιά όλων των ηλικιών από την Ελλάδα και το εξωτερικό.

Συγκεκριμένα, ο μαθητής Ντόρφμαν Γιάννης, ο οποίος διαγωνίστηκε στην Α΄ κατηγορία – Προκαταρκτική απέσπασε το 3ο Βραβείο. Επίσης, ο Μάρκος Κούνιας (Α΄ κατηγορία – Προκαταρκτική) και ο Ανδρέας Καλιαμπάκας (Β΄ κατηγορία – Κατωτέρα), όλοι μαθητές της τάξης Σαξοφώνου της Πωλίνας Κατσαβούνη    έλαβαν  έπαινο για το παίξιμό τους .

Θερμά συγχαρητήρια στους μαθητές, τους γονείς και στην καθηγήτρια  για τις επιτυχίες αυτές.  Ευχόμαστε σε όλους ακόμη μεγαλύτερες διακρίσεις και ελπίζουμε ότι με την πορεία και την πρόοδό τους θα προσφέρουν ισχυρό κίνητρο στους συμμαθητές τους!

Ο Αντιδήμαρχος Πολιτισμού,

διά βίου μάθησης και Μουσικής Εκπαίδευσης

Απόστολος Μουμτσάκης

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading

Πολιτισμός

«ΤΟ ΓΑΛΑ» του Βασίλη Κατσικονούρη στο «Αντιγόνη Βαλάκου»

«ΤΟ-ΓΑΛΑ»-του-Βασίλη-Κατσικονούρη-στο-«Αντιγόνη-Βαλάκου»

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ

Πολυπαιγμένο και πολυμεταφρασμένο, γραμμένο το 2003, «Το γάλα» του Βασίλη Κατσικονούρη έκανε και διεθνή καριέρα. Είναι ένα από τα καλύτερα και μεστότερα νεοελληνικά έργα.

Πρωτοπαίχτηκε στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη την περίοδο 2005-2006, επί προεδρίας του αείμνηστου Νίκου Κούρκουλου, για να συνεχιστεί και την αμέσως επόμενη σαιζόν, λόγω της πολύ μεγάλης επιτυχίας του.

Το έργο είναι μεταφρασμένο στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, σερβικά και πολωνικά.

 “Ξένος εδώ, ξένος κ’ εκεί, κι όπου κι αν πάω ξένος

Το γάλα, λέει ο συγγραφέας στο βιβλίο του, στα ρωσικά λέγεται «μαλακό». Έτσι, περίεργα, μια άλλη ελληνική λέξη, σπαρμένη μέσα σε μια άλλη γλώσσα, δίνει εκεί, στο ξένο χωράφι, πολύ πιο άμεσα και ανάγλυφα την αίσθηση του πράγματος, απ’ ότι η αντίστοιχη που το ονοματίζει στα ελληνικά.

Γι’ αυτήν ακριβώς την αίσθηση θέλει να μιλήσει «Το γάλα» του Βασίλη Κατσικονούρη και οι ήρωες του.

Μια οικογένεια από την πρώην Σοβιετική Ένωση – μητέρα με δύο γιούς – ο ένας εκ των οποίων πάσχει από σχιζοφρένεια, προσπαθεί να προσαρμοσθεί και να επιβιώσει στην Ελλάδα. Η απόγνωση της μάνας και ο ψυχικός σπαραγμός της για την ασθένεια του μικρού της γιού, παράλληλα με τον φόβο που προέρχεται από τον κοινωνικό ρατσισμό του περιβάλλοντός της, παρουσιάζονται με σπαρακτικό τρόπο.

Η βία διαδέχεται και εναλλάσσεται με την τρυφερότητα, η ένταση με τη γαλήνη, η απελπισία με την ελπίδα, το όνειρο με τον εφιάλτη, η πραγματικότητα με την ψευδαίσθηση και αντιστρόφως. 

Πρόκειται για μια συγκλονιστική οικογενειακή ιστορία, όπου φωτίζεται δεξιοτεχνικά από τον συγγραφέα ο συναισθηματικός κόσμος των ηρώων και οι ανησυχίες τους, όπως αυτές πηγάζουν μέσα από το κοινωνικό τους περιβάλλον, αλλά κυρίως φωτίζεται η αίσθηση που έχει ο καθένας ήρωας, πως όλα μέσα του μαλακώνουν και ζεσταίνονται, όταν σταματάει πια να κλαίει και να πονάει, καθώς δέχεται μια πρόσκαιρη ανακούφιση. Κι όταν αυτή λιγώνεται, τότε νιώθει ξένος. Σαν πρόσφυγας ανάμεσα σε δυο πατρίδες. Ξένες κι αυτές.

Τη σκηνοθεσία υπογράφουν ο Μάνος Καρατζογιάννης, με μακρά γόνιμη θητεία στο ελληνικό έργο και η Ερμίνα Κυριαζή, η οποία σκηνοθέτησε την περασμένη σαιζόν και το πιο πρόσφατο έργο του Βασίλη Κατσικονούρη το: «Τσιτάχ. Η ερημιά του τερματοφύλακα».

Η παράσταση αφιερώνεται στη μνήμη του Κωνσταντίνου Παπαχρόνη, ο οποίος ήταν ο πρώτος που ερμήνευσε το ρόλο του Λευτέρη, το 2006, στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου.

Πιο αναλυτικά, μια ολιγομελής οικογένεια ομογενών από την πρώην Σοβιετική Ένωση, όπου ζούσε εκεί μια τσακισμένη ζωή σε ταραγμένα χρόνια, ερείπια επί ερειπίων ο τόπος γύρω τους, ήρθε και μπήκαν όλοι τους σ’ ένα καζάνι που έβραζε. ΄Ήρθαν στην Ελλάδα μαζί με πολλούς άλλους τη δεκαετία του 1990 και σπιτώθηκαν σ’ ένα ημιυπόγειο διαμέρισμα μιας χαμο- γειτονιάς.

 Τα μέλη: η μητέρα Ρήνα και οι δυο της γιοί, ο Αντώνης και ο Λευτέρης, ο οποίος πάσχει από μιας μορφής σχιζοφρένεια, ενώ ο πατέρας έχει πεθάνει από χρόνια.

Ο πρωτότοκος γιος, ο Αντώνης, θέλει πάση θυσία και με οποιοδήποτε τίμημα να ενσωματωθεί στη νέα πατρίδα του. Μιλάει μόνο Ελληνικά, θέλει να ξεχάσει τα Ρωσικά, τρώει μόνο ελληνικά φαγητά, δεν έχει κανένα μετανάστη φίλο, προσεταιρίζεται τους Έλληνες, γίνεται αποδεκτός από αυτούς και προσπαθεί να δρέψει τους καρπούς της ελληνοποίησής του.

Αντίθετα, ο μικρότερος, ο Λευτέρης, αρνείται να ενσωματωθεί στην νέα του πατρίδα. Τραγουδάει ρωσικά τραγούδια, μιλάει στα ρωσικά, τρώει ρωσικά φαγητά και αναπολεί διαρκώς τον τρόπο ζωής τους στην Τιφλίδα. Η σχιζοφρένειά του λειτουργεί και αυτή σε ένα άλλο επίπεδο, σαν άρνηση ενσωμάτωσης στα πρότυπα και τις επιταγές της ελληνικής κοινωνίας.

Αυτές οι διαφορές των δυο αδερφών είναι η αιτία των συνεχόμενων καυγάδων που διασαλεύουν την ηρεμία και τη γαλήνη του σπιτιού. Ο Αντώνης απαιτεί τρόπους συμπεριφοράς που ο Λευτέρης αρνείται και η σύγκρουση είναι μόνιμη.

 Ανάμεσά τους η μάνα, που η συμπεριφορά της εμπεριέχει τις εκ διαμέτρου αντίθετες θεάσεις της πραγματικότητας. Θέλει να ενσωματωθεί στην ελληνική κοινωνία αλλά δεν εμπιστεύεται τους Έλληνες. Θέλει να ξεχάσει το παρελθόν αλλά το αναπολεί συνέχεια. Επαινεί τον Αντώνη για την αποφασιστικότητά του, αλλά προστατεύει τον άρρωστο Λευτέρη από τη χλεύη, όμως δε θέλει να τον στείλει στο ψυχιατρείο.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, ο Αντώνης, έχοντας εδώ και καιρό αποφασίσει να διαγράψει το παρελθόν του στην Τιφλίδα και, ταυτόχρονα, να απομακρυνθεί από μια οικογενειακή ζωή που του είναι βάρος και ντροπή, βρίσκει δουλειά σε ένα βενζινάδικο στη Λάρισα. Εκεί συναντά στο πρόσωπο της κόρης του ιδιοκτήτη, την μελλοντική σύζυγό του, αλλά και την ευκαιρία της κοινωνικής και οικονομικής ανόδου.

 Έτσι, επισκέπτεται την οικογένεια στην Αθήνα για να της ανακοινώσει τα ευχάριστα νέα τού γάμου. Επί πλέον, επειδή θα φέρει την μέλλουσα σύζυγο να τους τη γνωρίσει, τη Νατάσα, θέλει να εξασφαλίσει την ήσυχη και κόσμια συμπεριφορά του Λευτέρη.

Πράγματι, η πρώτη συνάντηση είναι ενθαρρυντική, με την κοπέλα να αντιμετωπίζει τον Λευτέρη με συμπάθεια και φιλική διάθεση. Μάλιστα, τις επόμενες ημέρες κάνουν παρέα και δένονται σιγά – σιγά. Όμως, η παρουσία της Νατάσας στο σπίτι μαζί με τον Λευτέρη και χωρίς την παρουσία κανενός άλλου, υποδαυλίζει τα ανοργάνωτα σεξουαλικά ένστικτα του νεαρού, ο οποίος προχωρά σε σεξουαλική παρενόχληση και αναγκάζει τη φοβισμένη κοπέλα να δραπετεύσει από το σπίτι.

Αυτή η εξέλιξη των πραγμάτων θα σταθεί μοιραία για την πορεία της οικογένειας. Ο Αντώνης αρνείται οποιαδήποτε επαφή πλέον με τον Λευτέρη και τη μητέρα του, με αποτέλεσμα μάνα και μικρός γιός να μείνουν μόνοι, σε ένα σύμπαν που το γεμίζει η νοσταλγία για το παλιό και ο φόβος για το μέλλον.

Όταν η μητέρα πεθαίνει, ο Αντώνης αναλαμβάνει να επιλέξει τη μοίρα του αδερφού του. Δεν επιτρέπει σε κανένα εμπόδιο να του καταστρέψει την πορεία που έχει δώσει στη ζωή του κι ο εγκλεισμός του Λευτέρη στο ψυχιατρείο είναι η μόνη επιλογή. 

Όπως έχει πει ο συγγραφέας «Θα ήθελα τα έργα μου να λειτουργούν σαν ένα ισχυρό αντίδοτο απέναντι στις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας και κατ’ επέκταση της ελληνικής οικογένειας. Να καταδεικνύουν την πάλη ανάμεσα στο άλγος της μνήμης και το άγος της λήθης», έτσι και τα δυο αδέρφια συμβολίζουν και εκφράζουν αυτόν το διπλό ψυχικό πόνο: Ο μεν Αντώνης το άγος της λήθης, ο δε Λευτέρης το άλγος της μνήμης.

Το έργο θεωρείται ένα από τα πλέον εμβληματικά του σύγχρονου ελληνικού δραματολογίου και τον χαρακτηρισμό αυτό δεν τον ενισχύουν μόνο οι θεματικές, που εξακολουθούν να αφορούν άμεσα τον θεατή, αλλά η αρραγής δομή της πλοκής, οι διαστρωματώσεις που φωτίζουν τα χαρακτηριστικά των δραματικών προσώπων, ο καίριος συγχρωτισμός μεταξύ δηκτικού χιούμορ και ανέσπερης ευαισθησίας, η ευγενής και κοπιώδης πρόθεση να συγκεραστεί το ανοίκειο με την αποδοχή του.

Πρόκειται για ένα έργο-ηχηρό χαστούκι στον εφησυχασμό μας, μπροστά σ’ αυτά που συμβαίνουν στη διπλανή μας πόρτα και στην πίσω αυλή του σπιτιού μας. Ένα έργο ζωντανό και σπαρακτικό, γραμμένο από έναν γνώστη της ανθρώπινης ψυχής, που διψά για ελευθερία, όμως την τσαλακώνει η ανάγκη. Ένα έργο που μας βλέπει κατάματα και πρέπει οι θεατές με τη σειρά μας, να το δούμε με τα μάτια της ψυχής.

Οι διορατικοί συν- σκηνοθέτες Μάνος Καρατζογιάννης και Ερμίνα Κυριαζή υποστήριξαν, με την επαγγελματική τους οξυδέρκεια και την πνευματική τους διαύγεια, το τρίγωνο των δυνάμεων που αναπτύσσεται στο κείμενο και διαρθρώνεται κλιμακωτά μέσα από τη σκιαγράφηση των ηρώων: μνήμη-σώμα-ετερότητα. Πετυχαίνουν να προβάλουν την αξία και την εμβέλεια του δραματικού ιστού, με έμπνευση, χωρίς καμία υπερβολή, ακρότητα ή αστοχία και με σεβασμό στην καταιγιστική πλοκή. Έτσι, οι νοηματικοί κώδικες είναι ευανάγνωστοι, πλήρεις συναρπαστικής εικονοποιίας και εσωτερικού προβληματισμού.

Και οι τρεις δραματικοί χαρακτήρες έχουν ισχυρή τη μνήμη, που φέρει την ταυτότητα του ξένου, ο οποίος, όπου κι αν βρίσκεται παραμένει,κατά κάποιο τρόπο, άπατρις: «στη Ρωσία είμαστε γκρέκοι και στην Ελλάδα, Ρώσοι».

 Σημάδια από μια χώρα που θα ήθελαν να ξεχάσουν αλλά είναι ανέφικτο, φράσεις και τραγούδια από μια χώρα, στην οποία προσφεύγει τρυφερά το θυμικό και η λογική, και από την οποία οφείλουν να αποκοπούν για να ενσωματωθούν στη νέα πατρίδα, να επιβιώσουν και να αντλήσουν τη χαρά της αποδοχής, της ένταξης στην κοινότητα που το πρέπον είναι να τους εμπεριέχει και, σε ένα βαθμό, να τους προστατεύει.

Βαθιά συναισθηματική παράσταση, με ένα κείμενο που εμπεριέχει πάρα πολλά ζητήματα, όπως : ρατσισμός, ψυχιατρικές ασθένειες και αντιμετώπισή τους, φτώχεια, εκμετάλλευση, σχέσεις μέσα στην οικογένεια, αίσθημα του μη ανήκειν, βία κ.ά.

Σε ένα λιτό σκηνικό ( Άγγελος Αγγελής), που απεικονίζει εύγλωττα την ένδεια της ζωής της Ρήνας και του Λευτέρη, με τα ταιριαστά λιτά καθημερινά τους ρούχα, σε αντίθεση με τους πάντα καλοντυμένους Αντώνη και Νατάσα, γινόμαστε μάρτυρες ενός δράματος που άπαντες σκεφτόμαστε, ενώ το παρακολουθούμε: «αυτό δε θα καταλήξει καλά». Είναι όλα αυτά τα δίπολα των αντιθέσεων, που μας πείθουν ότι ο αδύναμος θα ακολουθήσει ακόμη μια φορά το «πεπρωμένο» του.

Συγκλονιστικός ο Μάνος Καρατζογιάννης στον ρόλο του Λευτέρη, σε μια ερμηνεία που έχει πολύ εκφραστικότητα (ειδικά στα κομμάτια των μονολόγων για πιο προσωπικά ζητήματα) και ένταση ταυτόχρονα, ενσαρκώνοντας ένα παιδί που γεννήθηκε για να κάνει όνειρα και, μέσα από αυτά, να ελπίζει ότι θα γίνει και το περιβάλλον του καλύτερο, όμως η πραγματικότητα το συντρίβει. Ο εξαιρετικός Μάνος Καρατζογιάννης προσεγγίζει την πικρία και την ψυχική του αδυναμία μέσα από ένα πηγαίο χιούμορ, στο οποίο δεν λείπουν ο αυτοσαρκασμός και η τρυφερότητα. 

 Ομοίως, η μάνα – πολύ καλή η Στέλλα Γκίκα – αποφεύγει τον σκόπελο του μελοδραματισμού, αποδίδει με καθηλωτική απλότητα τις εσωτερικές της συγκρούσεις και επικοινωνεί απόλυτα με τον Δημήτρη Πασσά, ο οποίος δίνει μια αφοπλιστική ερμηνεία στον ρόλο τού φιλόδοξου πρωτότοκου γιου της.

 Η σκηνή που καθηλώνει είναι αυτή του θηλασμού. Το γυναικείο στήθος, ως βιολογικό όργανο και πολιτιστικό «σημείο», έχει διττή υπόσταση: είναι πανανθρώπινη ερωτογενής ζώνη και, ταυτόχρονα, είναι ο ιερός μαστός που τρέφει τα μωρά.

 Από την εμπειρία του θηλασμού έχει περάσει σχεδόν όλη η ανθρωπότητα. Η μάνα Γη τρέφει τα παιδιά της.

Ως πρωταρχικά σύμβολα της μητρότητας: μαστός και γάλα, όπως και αίμα και μήτρα στον τοκετό, περιβάλλονται από την αύρα του μυστηρίου, του ιερού, του απόλυτα σεβαστού.

Γάλα και αίμα είναι τα πρωταρχικά υγρά της ζωής. Τα ομογάλακτα αδέρφια θεωρούνται πραγματικοί αδελφοί: ήπιαν από το ίδιο γάλα και από το ίδιο στήθος.

Κατά τις λαϊκές αντιλήψεις, γυναίκα που να μην έχει δώσει γάλα στο βρέφος δεν είναι σωστή μητέρα, δεν ανταποκρίνεται στον ιδανικό ρόλο του φύλου της, στα ιερά καθήκοντα της μητρότητας.

Ο παλιμπαιδισμός του Λευτέρη συναντά το ανεκπλήρωτο καθήκον της μητέρας του: να τον θηλάσει, να τον αναθρέψει με τα θρεπτικά υγρά του σώματός της, να βυζάξει το μωρό.

 Αυτή η καθηλωτική σκηνή του συμβολικού βυζάγματος είναι «εικόνισμα», επειδή αυτό που δεν έγινε τότε στη Γεωργία, πραγματοποιείται εκ των υστέρων στην Ελλάδα, έστω με συμβολικό τρόπο, στην εφηβεία. Το παιδί ηρεμεί και αποκοιμάται. Ο Λευτέρης δεν έχει γίνει και δε θα γίνει ποτέ άντρας.

Ο Λευτέρης, παρά το όνομά του, δεν ελευθερώνεται ούτε με την αρρώστια του, ούτε με τις βάναυσες εξόδους του, ούτε με τον εγκλεισμό του σε ψυχιατρική κλινική. Η στέρησή του είναι ισόβια και δεν αναπληρώνεται με τίποτε. 

 Ο Βασίλης Κατσικονούρης χειρίζεται με τρόπο κάπως γκροτέσκο, αλλά με πολύ σεβασμό, τον οποίο μεταδίδει και στο κοινό του, μια ιερή εικόνα, χριστιανική και παγανιστική, και ανακαλεί ένα βίωμα πρωταρχικό και αξέχαστο για τον καθένα, και μας γυρίζει στην αρχή της ζωής: στην αίσθηση και τη γεύση του μητρικού γάλατος.

Στον ρόλο της αρραβωνιαστικιάς, η Ελένη Σακκά, μας πείθει πως βλέπουμε ένα κορίτσι από μια μεγάλη πόλη της ελληνικής επαρχίας, με καλοβαλμένη οικογένεια, σπουδές που γίνονται μόνο για το πτυχίο, μια αφέλεια που πηγάζει από την προστασία του σπιτιού που μεγάλωσε και όνειρα που αρχίζουν και τελειώνουν σε έναν όμορφο σύντροφο και στη δημιουργία οικογένειας, που θα της εξασφαλίσει το «μπράβο» του περίγυρου.

Η σκηνοθεσία επέλεξε μια λιτή γραμμή, εστιάζοντας στους χαρακτήρες των τεσσάρων πρωταγωνιστών και ανεβάζοντας μέσα από τους διαλόγους και τις ιστορίες τους την κλιμάκωση της δράσης, με τέτοιον τρόπο, ώστε η παράσταση κρατάει τον θεατή προσηλωμένο σε όλη τη διάρκειά της, αλλά έξυπνα, με ενέσεις χιούμορ, ώστε δημιουργείται μια ατμόσφαιρα ζοφερή μεν, αλλά γνώριμη στον θεατή, αποφεύγοντας την παγίδα του άκρατου ρεαλισμού- συναισθηματισμού, όπως συναντάμε σε αντίστοιχης θεματικής παραστάσεις.

Αυτό που εισπράττει το κοινό, εν τέλει, είναι μια δυνατή ιστορία-μαρτυρία, με εξαιρετικές συγκρούσεις, μοναδικές κορυφώσεις, αλλά και μια θεατρική παράσταση γεμάτη ελπίδα.

 Συντελεστές 

Σκηνοθεσία: Μάνος Καρατζογιάννης – Ερμίνα Κυριαζή
Ερμηνεύουν: Στέλλα Γκίκα, Μάνος Καρατζογιάννης, Δημήτρης Πασσάς, Ελένη Σακκά
Σκηνικά – κοστούμια: Άγγελος Αγγελής
Μουσική: Νεοκλής Νεοφυτίδης
Φωτισμοί: Άγγελος Παπαδόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Φίλιππος Παπαθεοδώρου

Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή, Σπύρος Περδίου

Βίντεο προώθησης: Ηλίας Μόσχοβας
Παραγωγή: Πολιτισμός Σταθμός Θέατρο

ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading
Advertisement

Προτεινόμενα