Connect with us

Πολιτισμός

Ιάκωβου Καμπανέλλη: «Ο μπαμπάς ο πόλεμος» στο Κ.Θ.Β.Ε.

Ιάκωβου-Καμπανέλλη:-«Ο-μπαμπάς-ο-πόλεμος»-στο-ΚΘΒΕ.

Πρόλογος

Το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος τιμώντας το «Έτος Ιάκωβου Καμπανέλλη» ανέβασε στη Μονή Λαζαριστών (Σκηνή Σωκράτης Καραντινός) το εμβληματικό, αντιπολεμικό του έργο: «Ο Μπαμπάς ο Πόλεμος».

Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης (1921-2011) γεννήθηκε στη Νάξο, αλλά αργότερα εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Το 1943 συνελήφθη από τους Γερμανούς και κρατήθηκε στο Μαουτχάουζεν μέχρι το 1945. Όταν γυρίζει στην Ελλάδα, οι παραστάσεις του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν, το χειμώνα του 1945-46, τον ενθουσιάζουν. Θα προσπαθήσει να γίνει ηθοποιός, ελλείψει όμως γυμνασιακού απολυτηρίου δεν θα γίνει αποδεκτός από το Εθνικό Θέατρο. Έτσι αφοσιώνεται στο γράψιμο. Τον Οκτώβριο του 1981 τοποθετήθηκε στη θέση του διευθυντή ραδιοφωνίας της ΕΡΤ και το 1999 γίνεται ακαδημαϊκός στην έδρα του Θεάτρου της Ακαδημίας Αθηνών. Πεθαίνει το 2011.

 Ιστορικό

Ο σπουδαίος συγγραφέας έγραψε για πρώτη φορά τον “Μπαμπά τον Πόλεμο” το 1951-2. Δεν ανέβηκε, όμως, τότε και ο συγγραφέας το επεξεργάστηκε ξανά το 1960 και, ξανά, στα χρόνια της δικτατορίας, όταν ο Κάρολος Κουν ζήτησε να το ανεβάσει, όπερ και εγένετο το 1980.

«Ο Μπαμπάς ο Πόλεμος» δεν συμπεριλαμβάνεται στα πιο γνωστά έργα του Ιάκωβου Καμπανέλλη, του πατριάρχη του νεοελληνικού θεάτρου. Όμως, χωρίς αμφιβολία, είναι ένα από τα πιο επιτυχημένα.

Πρόκειται για μια καυστική σάτιρα του πολέμου και όσων τον καπηλεύονται, η οποία διακρίνεται για τον ευφυή και παιδευτικό τρόπο με τον οποίο εκμεταλλεύεται θέματα και μοτίβα του αρχαίου δράματος, ιδιαίτερα της Νέας Κωμωδίας.

Το έργο είναι βαθύτατα πολιτικό και φιλοσοφικό. Η τοποθέτησή του στα 305 μ.Χ., τη χρονιά της μακεδονικής εισβολής στη μέχρι τότε ουδέτερη Ρόδο, είναι βεβαίως η πρόφαση, για να σχολιαστεί η μεταπολεμική κατάσταση στην Ελλάδα.

«Ο Μπαμπάς ο Πόλεμος» πρωτογράφεται, όπως είπαμε, στα 1952. Συνεπώς, η άμεση αφετηρία του είναι ο Β᾽ Παγκόσμιος Πόλεμος, κυρίως οι άμεσες μεταπολεμικές εξελίξεις — τα πρώτα συμπτώματα του Ψυχρού Πολέμου — και η υποκρισία των συμμάχων, που καταλήγουν να εξομοιωθούν με το «κακό» που πολέμησαν.

Το έργο, αν και έχουν περάσει 70 χρόνια από τότε που γράφτηκε, παραμένει τραγικά επίκαιρο. Στηρίζεται πάνω σε ιστορικά δεδομένα και συγκεκριμένα στην πολιορκία της Ρόδου από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή, στο πλαίσιο των συγκρούσεων μεταξύ των επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

«Το ερέθισμα που κατέληξε στην κωμωδία «Ο Μπαμπάς ο Πόλεμος» – τίτλος ακατάλληλος από πρώτη άποψη για κωμωδία – το έδωσε η ψυχροπολεμική ένταση που ακολούθησε τις μεγάλες προσδοκίες που έφερε η λήξη του Β΄ Π.Π. Η ελπίδα πως ο πόλεμος που είχε τελειώσει ήταν ο τελευταίος, έμοιαζε με παιδαριώδη αφέλεια. Η κατάσταση ήταν και τότε θολή και απειλητική. Οι σύμμαχοι, σαν να είχαν μολυνθεί από το κακό που πολέμησαν και γίνηκαν και νικητές και διάδοχοί του», σημειώνει ο συγγραφέας.

Θα περάσουν πολλά χρόνια και θα μεσολαβήσουν πολλά γεγονότα (ανάμεσά τους και μια απόρριψη από τη λογοκρισία της Χούντας), μέχρι το έργο να ανέβει τελικά επί σκηνής, το 1979, από το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν, σε σκηνοθεσία Γιώργου Λαζάνη.

Αξίζει να αναφερθεί, ότι η τελευταία φορά που παρουσιάστηκε από το ΚΘΒΕ το έργο «Ο Μπαμπάς ο Πόλεμος» ήταν το 1987, σε μια ιστορική παράσταση που σκηνοθέτησε ο ίδιος ο Ιάκωβος Καμπανέλλης.

Υπόθεση

«Ο Μπαμπάς ο Πόλεμος» μας καλεί να γελάσουμε με όλες τις ματαιοδοξίες και τα πάθη μας. Με αφορμή τη φράση του Ηράκλειτου: «Πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστί, πάντων δε βασιλεύς, και τους μεν θεούς έδειξε τους δε ανθρώπους, τους μεν δούλους εποίησε τους δε ελευθέρους», ο Καμπανέλλης συνθέτει μια καυστική πολιτικοκοινωνική σάτιρα με στόχο να αναδείξει τη ματαιοδοξία της ανθρώπινης φύσης, την εμπορευματοποίηση των ιδανικών και τη μεγαλομανία της δόξας.

Επί σκηνής η Ρόδος του 305 π.Χ. με όλο τον τουριστικό της ευδαιμονισμό. Ξάφνου ο κίνδυνος της πιθανής εισβολής ενός τυραννίσκου, διαδόχου του Μ. Αλεξάνδρου, του Δημητρίου Πολιορκητή, ο οποίος ανατρέπει τα δεδομένα ενός ειρηνικού εμπορίου. Η ουδέτερη Ρόδος σηκώνει τείχη, αγοράζει όπλα, σπουδάζει τη στρατιωτική τέχνη και διδάσκεται την ιδεολογία του πολέμου. Ο Δημήτριος νικιέται. Ωστόσο, με τη συμφωνία που υπογράφει, αναδείχνει τους Ροδίτες σε διαδόχους του. Και τότε αρχίζουν όλα.

Ξεκαρδιστικοί διάλογοι και απίθανα επεισόδια και παρεξηγήσεις οδηγούν στην αποδοχή της παραπάνω ρήσης του Ηράκλειτου.

Ο συγγραφέας, μέσα από το χιούμορ και την ειρωνεία, ψυχογραφεί αριστοτεχνικά τους ήρωές του και, μέσα από τις κωμικές καταστάσεις, υπογραμμίζει ότι όλοι τελικά είμαστε έμποροι.

Ανάγνωση

Η Αλληγορία είναι ένα σχήμα του λόγου, στον οποίο χρησιμοποιείται μία ιστορία με σκοπό τη διδασκαλία ή την ερμηνεία μιας ιδέας ή μιας αρχής. Υπάρχει μία σαφής διαφορά της αλληγορίας με το συμβολισμό. Μια αλληγορία είναι μια πλήρης αφήγηση, η οποία περιλαμβάνει χαρακτήρες και δράσεις που αντιπροσωπεύουν μια αφηρημένη ιδέα ή ένα γεγονός.

Στην υπόθεσή μας, ο πόλεμος γέννησε την ιδέα κι επειδή «γενεσιουργό και γενάρχη των πάντων», αποκαλεί τον πόλεμο ο Ηράκλειτος, και για τους Θεούς και για τους ανθρώπους, κι αυτόν ονοματίζει και αυτόν θεωρεί υπεύθυνο, που άλλους κάνει δούλους και άλλους ελεύθερους, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης έγραψε τον «Μπαμπά τον Πόλεμο».

Πολύ αργότερα από την οριστική του μορφή, το ζήτησε ο Κάρολος Κουν για το «Θέατρο Τέχνης» κι ο Γιώργος Λαζάνης το σκηνοθέτησε, ύστερα από τριάντα περίπου χρόνια από τη συγγραφή του. Για κείνη τη μνημειώδη παράσταση έγραψε ο Τάσος Λιγνάδης στην εφημερίδα «Καθημερινή»: «Δροσερό, κεφάτο, πνευματώδες, τσούζει όσο πρέπει και όπως πρέπει. Κωμωδία που πατάει ελαφρά πάνω στην πολιτική σάτιρα που δεν επιβαρύνει: το είδος της κωμωδίας. Μια γουστόζικη αλληγορία, ένα θέμα θεατρικότατα μαστορεμένο και, κυρίως ένας έξυπνος διάλογος».

Πράγματι, διαβάζοντάς το εν έτει 2022 , διαπιστώνει ο αναγνώστης ότι η εμφανέστερη συνιστώσα της πλοκής του έργου είναι η ανταλλαγή ρόλων ανάμεσα στους Μακεδόνες και τους Ροδίτες και ιδιαίτερα ανάμεσα στο Φιλόξενο και το Δημήτριο. Η ανατροπή αυτή φαντάζει απροσδόκητη και είναι αναμφίβολα κωμική, μια ανατροπή ανάλογη με αυτές που συμβαίνουν συχνά στις φαρσοκωμωδίες. Όσο κι αν δείχνει να προέρχεται από την παράδοση της φάρσας, η αντιστροφή των ρόλων είναι η πιο ρεαλιστική, ψυχογραφική χειρονομία του έργου. Γιατί η ουσία του εδράζεται στην εγγενή ομοιότητα ανάμεσα στους κατακτητές και στους κατακτημένους.

Οι Ροδίτες κρύβουν έναν Μακεδόνα μέσα τους. Στα σπλάχνα κάθε “ειρηνιστή” μεγαλοξενοδόχου, που επιχειρεί να διατηρήσει –προς ίδιον όφελος– την ουδετερότητά του, υποβόσκει ένας μιλιταριστής τύραννος, που με την πρώτη ευκαιρία αφυπνίζεται μουγκρίζοντας.

Ο συγγραφέας κατασκευάζει ένα θεατρικό μύθο, όπου πρωταγωνιστεί η καπηλεία κάθε λογής: η καπηλεία του πολέμου, του πατριωτισμού, η καπηλεία κάθε μορφής αρχών και αξιών, ιερών και οσίων. «Όλοι είναι έμποροι» διακηρύσσει ο Φιλόξενος με περηφάνια στην αρχή του έργου. Ο Φιλόξενος, άλλωστε, διέταξε τη μετατροπή των ναών σε εστιατόρια και ξενοδοχεία, το ξήλωμα του στρατού, αλλά και την εκπόρνευση μιας νεαρής κοπέλας, όλα στο βωμό του οικονομικού κέρδους. Από αυτές τις πρώτες κωμικές χειρονομίες διαφαίνεται και η εσώτατη ψυχική συγγένεια μεταξύ Ροδιτών και Μακεδόνων, ιδιαίτερα ανάμεσα στο Φιλόξενο και το Δημήτριο τον Πολιορκητή. Η ανατροπή που θα επέλθει στην πορεία του έργου, με την ανταλλαγή ρόλων ανάμεσα στους δύο, δεν είναι και τόσο απροσδόκητη για όποιον πρόσεξε αυτή τη σημαντική λεπτομέρεια.

Όλες οι κωμικές καταστάσεις του έργου συντείνουν στην υπογράμμιση μιας πικρής αλήθειας: αφενός ότι οι σύγχρονοι πολιτικοί άνδρες έχουν ξεπουλήσει τα πάντα προς όφελος του καταναλωτισμού και του γρήγορου πλουτισμού, κι αφετέρου, ότι όσοι μονοπωλούν τον πατριωτισμό καταλήγουν τελικά να τον εμπορεύονται και να τον μετατρέπουν σε προσοδοφόρο επάγγελμα. Σε τι διαφέρει τελικά να πουλάς τουρισμό από το να πουλάς πατρίδα; Σε τι διαφέρει να επιχειρείς να συγκεντρώσεις, πάση θυσία, πλούτο από το να κυριεύεσαι από τη μεγαλομανία της δόξας;

Η παράσταση

Η φαντασία, η τρέλα, το ασυνείδητο και η παντοδυναμία του ονειρικού στοιχείου είναι η βάση της σουρεαλιστικής οπτικής, την οποία υιοθέτησε ο χαρισματικός σκηνοθέτης σ’ αυτή την πολυπρόσωπη, αντιπολεμική κωμωδία- σάτιρα- παρωδία- καταγγελτική και ευφυή πρόταση του Ιάκωβου Καμπανέλλη.

Ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης άπλωσε στη σκηνή απ’ άκρη σ’ άκρη μια πανδαισία χρωμάτων με τα σουρεάλ κοστούμια της Σοφίας Τσιριγιώτη , τα πληθωρικά, έξυπνα σκηνικά της Ζωής Μολυβδά – Φαμέλη, εφόσον στήθηκε η Ρόδος ( και το πήδημα), η εικαστικής φαντασμαγορίας ναυαρχίδα του Δημητρίου του Πολιορκητή και οι εντυπωσιακές σκηνές, σαν ζωγραφικοί πίνακες, στα ζοφερά σημεία της δράσης.

Ακόμα, ο σκηνοθέτης μελέτησε διεξοδικά το πώς και το γιατί ο συγγραφέας ασχολήθηκε, πριν από εβδομήντα χρόνια, με τον «πόλεμο» και, με ερέθισμα την ψυχροπολεμική ένταση και την πολιτική κατάσταση στη Μεταπολεμική Ελλάδα, παρουσιάζει στη Μονή Λαζαριστών μια πολιτική σάτιρα, όπου ο μύθος και οι χαρακτήρες της εποχής της πολιορκίας της Ρόδου, από τον Δημήτριο Πολιορκητή, γίνονται διαχρονικά σύμβολα και στιγματίζουν το σήμερα.

Βλέπουμε και αντιλαμβανόμαστε από την αρχή του έργου και, πολύ πριν την τελική ανταλλαγή ρόλων ανάμεσα στον Φιλόξενο και τον Δημήτριο, τους αντιπάλους (Ροδίτες και Μακεδόνες), να εμφανίζουν αδιάψευστες εγγενείς συγγένειες.

Οι Ροδίτες δεν έχουν ούτε ιερό ούτε όσιο. Η τουριστική πρόοδος είναι γι’ αυτούς κάτι σαν έμμονη ιδέα, όπως εμμονή αποτελεί για τον Δημήτριο η ανάπτυξη της πολεμικής του μηχανής. Η ουδετερότητά τους ξεμπροστιάζεται ως εθελοδουλία και δουλοπρέπεια.Τελικά δεν αποτελεί τίποτα άλλο, παρά αυτοεκπόρνευση. Ο Φιλόξενος λειτουργεί ως προαγωγός, ρόλος τον οποίο αναλαμβάνει και κυριολεκτικά, όταν προωθεί την αθώα Ουρανία στον Δημήτριο.

Η παράσταση είναι ένας παράδεισος ευδαιμονίας , επειδή μια απολαυστική αλληλουχία πανέξυπνων ευρημάτων προφέρει στο κοινό συνεχείς εκρήξεις γέλιου και εκπλήξεων, χάρις στους γρήγορους ρυθμούς, στις έξοχες ερμηνείες όλων των συμμετεχόντων , στις μαγευτικές εικόνες που σχηματίζουν σκηνικά και φωτισμοί της Φαμέλη, ενώ η μουσική του Γιώργου Χριστιανάκη υπογραμμίζει όλα τα σημείο της δράσης με τον ξεχωριστό του τρόπο. Έπαινος και στη σύγχρονη κίνηση που δίδαξε η Αναστασία Κελέση.

Ο ενορχηστρωτής του συνόλου, Κωνσταντίνος Ασπιώτης, άξιος θαυμασμού και επευφημιών για το επιτυχημένο αποτέλεσμα μιας δύσκολης προσπάθειας, τιμά το Κ.Θ.Β.Ε. – από το οποίο αποφοίτησε – και χαρίζει στον βορειοελλαδίτικο φορέα πολιτισμού, μια ευτυχή στιγμή στη νέα θεατρική σαιζόν.

Σε μια σκηνική πληθωρικότητα ο κάθε ρόλος γνωρίζει και προσφέρει στο σύνολο της παράστασης τη σπουδαιότητα της εργασίας του στη φωνή, στις χειρονομίες, στην έκφραση, στις κινήσεις, στη συνεργασία, ώστε γίνεται αντιληπτή στην πλατεία – ως οπτική απόδοση της σημασίας του κειμένου – η σκηνοθετική άποψη, η οποία λειτουργεί για το κοινό, ως θεατρική ανάλυση για την κατανόηση του έργου στα προφανή και στα υπαινικτικά του επίπεδα.

Επιβλητική η σκηνή έναρξης με την τσακισμένη Ειρήνη να μεταφέρεται με το φορείο έξω από το πεδίο δράσης, ομοίως ιδιαίτερη και καθηλωτική η τελευταία σκηνή του έργου, όταν η Ειρήνη αγκομαχά πάνω από τα πτώματα. Φέρνει στο νου το ποίημα του Σολωμού «Μαύρη Ράχη», το επίγραμμα για την καταστροφή των Ψαρών το 1824, κι ας είναι πολύ μεταγενέστερο της ιστορικής συνθήκης που ο Καμπανέλλης τοποθέτησε το έργο του. Άλλωστε, ο πόλεμος είναι διαχρονική ανθρώπινη πληγή που θα αιμορραγεί στο διηνεκές..

Δε θα ξεχωρίσω κάποιον από την ομάδα, γιατί, πολύ απλά, όλοι οι ηθοποιοί λειτουργούν σαν ολότητα, ανεξαρτήτως μεγέθους ρόλου.

Όλοι οι χαρακτήρες δίνουν στη σκηνή «Σωκράτης Καραντινός» ένα εξαιρετικό πρότυπο συνεργασίας και πειθαρχίας στις σκηνοθετικές οδηγίες, δείχνουν – με το παραπάνω – να χαίρονται και να απολαμβάνουν κείμενο και παράσταση κι έτσι περνούν στην πλατεία τα όμοια, στο πολλαπλάσιο.

Πρόκειται, λοιπόν, για μια έμπλεη ευρημάτων ( ο νεκρός φλύαρος χιλίαρχος, οι σπαρταριστοί αμερικανόφερτοι χαιρετισμοί ένστολων, το φανταστικό πινγκ –πονγκ των διδύμων, όλες οι σουρεαλιστικές σκηνές στη Ρόδο και στο κατάλυμα του Πολιορκητή, η σάουνα με την άνομα «Πήδημα» και τόσα άλλα ) , πραγματικά υπέροχη παράσταση, η οποία περνάει αντιπολεμικά μηνύματα και αξίες για την ζωή και την ομόνοια.

Ένα έργο που αποτελεί την επιτομή του φαινομένου του πολέμου, καθώς μελετά όλους τους παράγοντες που περιστρέφονται γύρω από αυτόν, την οικονομία, τον έρωτα, την ανθρώπινη ματαιοδοξία, την φιλαρέσκεια, τον εγωισμό, την κερδοσκοπία ακόμα και την βλακεία και τον ρόλο που παίζει αυτή στην διαμόρφωση των πραγμάτων!

Συντελεστές

Σκηνοθεσία – Δραματουργική επεξεργασία: Κωνσταντίνος Ασπιώτης

Σκηνικά – Σχεδιασμός φωτισμών: Ζωή Μολυβδά Φαμέλη

Κοστούμια: Σοφία Τσιριγώτη

Μουσική: Γιώργος Χριστιανάκης

Κίνηση: Αναστασία Κελέση

Βοηθός σκηνοθέτη: Νατάσα Πετροπούλου, Βοηθός σκηνοθέτης – εκμάθηση taekwondo: Γιάννης Τσεμπερλίδης

Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Μαρία Όσσα, Βοηθός σκηνογράφου: Κατερίνα Μπούσια- Αλεξάκη, Οδηγός σκηνής: Πέτρος Κοκόζης

Οργάνωση παραγωγής: Αθανασία Ανδρώνη

Παίζουν: Πάρης Αλεξανδρόπουλος (Φρίξος), Χαρά Γιώτα (Ουρανία), Δημήτρης Διακοσάββας (Φιλόξενος), Άννα Ευθυμίου (Λάμια), Αλέξανδρος Ζαφειριάδης (Χιλίαρχος, Άγνωστος έμπορο– ανά ηθοποιό και ρόλος όπλων), Πάνος Καμμένος (Καλλικράτης), Κωνσταντίνος Καπελλίδης (Δίδυμος), Νίκος Καπέλιος (Πάμφιλος), Δημήτρης Καρτόκης (Χάρης ο Λίνδιος), Άννα Λουϊζίδη (Κορνηλία, κόρη του Λούκιου), Νίκος Μήλιας (Νεοκλής), Δημήτρης Μορφακίδης (Ευελπίδης), Χρυσή Μπαχτσεβάνη (Βουτία), Ορέστης Παλιαδέλης (Δημήτριος), Παναγιώτης Παπαϊωάννου (Μέντης), Στέφανος Πίττας (Δημάδης), Θανάσης Ρέστας (Πυθίας), Σπύρος Σιδέρης (ΛούκιοςΤερέντιοςΠίκουλος), Κωνσταντίνος Χειλάς (Δίδυμος), Γλυκερία Ψαρρού (Ποππαία, κόρη του Λούκιου)

Συμμετέχουν επίσης:

Χρήστος Γκρόζος, Ηλέκτρα Καζάκου, Νίκος Μανωλάς, Βασίλης Μπόγδανος, Στέλλα Παπανικολάου, ΕλίζαΧαραλαμπογιάννη (Παραθεριστές, Φρουροί, Αιχμάλωτοι, Ροδίτες), Δέσποινα Ντικούλη (Ειρήνη)

Επίλογος

Μετά τον πόλεμο η συμφιλίωση. Κανένας άλλος πόλεμος δεν πρέπει να τελείωσε όπως αυτός, με τους δύο αντιμαχόμενους να αγκαλιάζονται, με τον νικητή να ζητά συγγνώμη από τον νικημένο «που δεν τον άφησε να νικήσει», με τους εμπόλεμους να νιώθουν ευγνωμοσύνη ο ένας για τον άλλο, να αλληλοσυγχαίρονται και να αλληλοευχαριστιούνται, δηλώνοντας ότι αν είχαν παιδιά θα ήθελαν να μοιάσουν στον εχθρό τους. Ο πόλεμος γέννησε όντως μια καινούρια φάρα ανθρώπων!

ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading
Advertisement
Click to comment

You must be logged in to post a comment Login

Leave a Reply

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Πολιτισμός

«Το μπουφάν της Χάρλεϋ ή πάλι καλά» του Βασίλη Κατσικονούρη

«Το-μπουφάν-της-Χάρλεϋ-ή-πάλι-καλά»-του-Βασίλη-Κατσικονούρη

 «Μια γυναίκα, νύχτα, έξω από το κουβούκλιο του φρουρού στον Άγνωστο Στρατιώτη, στην Πλατεία του Συντάγματος…»

Μια Ελληνίδα μάνα, γνώριμη και συγκινητική…

Μια νέα γενιά που πάντα θα επαναστατεί και πάντα πρέπει να ακούμε…

Το αριστουργηματικό κείμενο του Βασίλη Κατσικονούρη  μετά  την  καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία  στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, την Κρήτη, την Πάτρα, τον Βόλο, τη Δράμα,  ζωντανεύει και πάλι στην σκηνή στο Κινηματοθέατρο Απόλλων  στις 2 Νοεμβρίου και ώρα 21.00 με την Μαριάννα Τουμασάτου και την σκηνοθετική καθοδήγηση του Αλέξανδρου Σταύρου. 

Μια ιδιαίτερα συγκινητικά αφήγηση, μια μοναδική θεατρική εμπειρία που μας θυμίζει ότι κάθε εποχή έχει τις δικές της ανάγκες και οι νέοι θα χρειάζονται πάντα κάποιον να τους στηρίξει για να πετάνε ελεύθεροι προς το μέλλον τους, χωρίς να κινδυνέψουν και να χαθούν.

Ένας μονόλογος – κλαυσίγελος μιας γυναίκας στο μεταίχμιο μεταξύ σκληρότητας και τρυφερότητας, σοφίας και τρέλας, κωμικότητας και τραγικότητας. Μιλάει στον εύζωνα γιό της που φυλάει σκοπιά στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Απέναντι της αυτός, θέλει δε θέλει θα την ακούσει, παλιά όταν του μιλούσε η μάνα του έφευγε, τώρα είναι ανυπεράσπιστος μπροστά της.

Ανυπεράσπιστη κι αυτή, μόνο μία ομπρέλα έχει να κρύβεται από κάτω της σαν σε καταφύγιο από την πραγματικότητα. Κι όταν η πραγματικότητα δεν της ταιριάζει η ομπρέλα της τη σώζει πάλι όπως τον ακροβάτη που σχοινοβατεί. Για να συνεχίζει να ισορροπεί ξανά πάνω στο μεταίχμιο της. Στην οδυνηρή κόψη του «Πάλι καλά», ένα σχοινί πάνω στο οποίο μετεωριζόμαστε όλοι μας και κάθε μέρα.

Σε αυτόν το ρόλο ακροβατεί ερμηνευτικά η Μαριάννα Τουμασάτου. Πηγαίνει κι έρχεται στις δύο άκρες του σχοινιού πότε σαν μητέρα, πότε σαν κορίτσι. Γιατί μόνο αν πλησιάσουμε στην απόλυτη και ανιδιοτελή αγάπη, θα μπορέσουμε να ισορροπήσουμε ανάμεσα στη ζωή και σε όσα αυτή  μας επιφυλάσσει.

Συντελεστές:

Ερμηνεύει:  η Μαριάννα Τουμασάτου

Συγγραφέας: Βασίλης Κατσικονούρης

Σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Σταύρου

Μουσική: Στέφανος Αδάμης

Σκηνογραφία: Ντέιβιντ Νεγρίν

Φωτισμοί: Κατερίνα Μαραγκουδάκη

Γραφιστική επιμέλεια: Indigo Creative

Φωτογραφίες: Γιώργος Καλφαμανώλης

Μακιγιάζ: Ιωάννης Μιχαλέλης

Οργάνωση περιοδείας  και Προβολή – Επικοινωνία παράστασης: Νταίζη Λεμπέση email daisylempesi@hotmail.gr, τηλέφωνο επικοινωνίας  6908502631

Παραγωγή: Erofili Productions

Τιμές εισιτηρίων και προπώληση: 

Εισιτήρια: 16€ και 12 € 

Προπώληση:  more.com και στο ταμείο του Θεάτρου 

Διάρκεια: 55 λεπτά 

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading

Πολιτισμός

«SENSO» του Camillo Boito στο Θέατρο Τ (30 Σεπ – 29 Οκτ) σε εμπνευσμένη σκηνοθεσία Σωτήρη Ρουμελιώτη

«senso»-του-camillo-boito-στο-Θέατρο-Τ-(30-Σεπ-–-29-Οκτ)-σε-εμπνευσμένη-σκηνοθεσία-Σωτήρη-Ρουμελιώτη

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ

«Μισώ τον νατουραλισμό στη σκηνή», είχε πει στη συνέντευξη Τύπου που έδωσε ο Μπομπ Ουίλσον πέρυσι στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, προαναγγέλλοντας την παράσταση που θα σκηνοθετούσε: «Τρεις ψηλές γυναίκες» του Έντουαρντ Άλμπι.

 «Είμαι εικαστικός καλλιτέχνης, συνεπώς, εκφράζομαι με εικαστικό τρόπο: τη φόρμα, το φως και τον ήχο», σχολίασε τότε.

Στο «SENSO» ο ευφυής νεαρός Σωτήρης Ρουμελιώτης πετυχαίνει ακριβώς αυτό. Να αναδείξει τα σουρεαλιστικά του στοιχεία με τη δική του φόρμα. Τρείς έξυπνες και ικανές γυναίκες ηθοποιοί, οι: Έλμα Βλαστοπούλου, Ζωή Λάη και Δήμητρα Φάκα όφειλαν να μπουν στον κόσμο του Ρουμελιώτη για να υπάρξει παράσταση. Και το έκαμαν με τον καλύτερο τρόπο.

Ο σκηνοθέτης είχε ορίσει τη φόρμα. Πού θα κοιτάνε τα πρόσωπα, πού θα σταθεί το χέρι, πού θα ξαπλώσει το κορμί, πού θα αλλάξει η φωνή, πού και πώς θα κινούνται τα σώματα. Δεν πρότεινε όμως ένα νεκρό πλαίσιο, αλλά μια συνθήκη που πρέπει να τη στεφανώσουνε οι πρωταγωνίστριες με σουρεαλισμό, αλλά και ποίηση. Και αυτό συμβαίνει στη σκηνή του θεάτρου «Τ».

Το έργο και η παράσταση

Το «Senso» διαδραματίζεται στη Βενετία και στην εποχή του Τρίτου Ιταλικού Πολέμου της Ανεξαρτησίας, το 1866. Ηρωίδα του είναι η Λίβια, μια κόμισσα από το Τρέντο, η οποία είναι παντρεμένη αλλά δυστυχισμένη, με έναν αδιάφορο ηλικιωμένο αριστοκράτη και που περιπλανιέται πρόθυμα, αναζητώντας την ικανοποίησή της.

Η ιστορία ξεκινά λίγα χρόνια μετά τον πόλεμο, με τη Λίβια να αναπολεί στα 39α γενέθλιά της την πρώτη της αληθινά παθιασμένη σχέση . Η ονειροπόλησή της μάς μεταφέρει στη Βενετία κατά τη διάρκεια του πολέμου, όπου η Λίβια ερωτεύεται έναν ορμητικό νεαρό υπολοχαγό του αυστριακού στρατού.

Αν και, προφανώς, αυτός τη χρησιμοποιεί για τα χρήματά της και την κοινωνική της θέση, η Λίβια βυθίζεται σε μια υπόθεση πλήρους σεξουαλικής εξάρτησης από τον εραστή της. Τον αφήνει να ξοδεύει ελεύθερα τα χρήματά της, δεν ενδιαφέρεται για το τι πιστεύει η κοινωνία για εκείνη και αγνοεί την αξιολύπητη δειλία του νέου εραστή της, όταν αρνείται να σώσει ένα παιδί που πνίγεται.

Αν και ο πόλεμος απομακρύνει τους εραστές, η Λίβια αισθάνεται την ανάγκη να επισκεφτεί ξανά τον υπολοχαγό. Όταν τον συνοδεύει σε μια άσκηση, εκείνος της ζητά περισσότερα χρήματα για να δωροδοκήσει τους γιατρούς του στρατού, ώστε να αποφύγει το πεδίο της μάχης. Η Λίβια του δίνει με χαρά όλα της τα κοσμήματα. Εκείνος φεύγει για τη Βερόνα.

Τελικά, η λαχτάρα της για τον νεαρό αξιωματικό κάνει τη Λίβια να παραλογίζεται, αλλά το είναι της εκτινάσσεται στα ύψη, όταν φτάνει ένα γράμμα του. Της λέει ότι την αγαπά και ότι τα χρήματά της του επέτρεψαν να αποφύγει κάθε μάχη. Κρατώντας ακόμα το γράμμα του επιβιβάζεται σε μια άμαξα και κατευθύνεται στη Βερόνα για χάρη του.

Βρίσκει την πόλη ερειπωμένη, με νεκρούς και τραυματίες παντού. Η Λίβια δεν πτοείται. Πηγαίνει στο διαμέρισμα που του είχε αγοράσει, όπου τον βρίσκει μεθυσμένο παρέα με μια πόρνη.

Η ταπείνωση κι ο εξευτελισμός που νιώθει μετατρέπουν τον επίμονο πόθο της σε εκδίκηση, όταν θυμάται ότι έχει ακόμα το γράμμα του. Βρίσκει το αρχηγείο του αυστριακού στρατού, όπου κατηγορεί τον άπιστο εραστή της, προσκομίζοντας την απόδειξη της λιποταξίας του σε έναν στρατηγό. Η εκδίκησή της για την αναίσχυντη απιστία του νεαρού αξιωματικού είναι προφανής, ωστόσο τα κίνητρά της δεν του δίνουν καμία άφεση. Το επόμενο πρωί αυτός και οι γιατροί που δωροδόκησε αντιμετωπίζουν το εκτελεστικό απόσπασμα, ενώ παρευρίσκεται και η ίδια στην εκτέλεση.

Σημείωμα Σκηνοθέτη

«Η ιταλική λέξη SENSO σημαίνει αίσθημα, αίσθηση, πάθος. Σημαίνει, όμως, και λογική. Αυτή η οξύμωρη αμφιταλάντευση με γοήτευσε στην ομότιτλη νουβέλα του Camillo Boito, αυτή η δυναμική συνύπαρξη δύο, φαινομενικά, αντίθετων καταστάσεων: να παραδίνεσαι ολοκληρωτικά στην κυριαρχία των αισθημάτων και των αισθήσεων από τη μια και να υποτάσσεις το πάθος σου στην ψυχρή αυστηρότητα της έλλογης σκέψης από την άλλη.

Ένιωσα, λοιπόν, την ανάγκη να ανεβάσουμε επί σκηνής αυτό το έργο του 19ου αιώνα, πιστεύοντας ότι είναι κρίσιμο – σε μια εποχή που οι αισθήσεις και η λογική υποτιμούνται και παραγκωνίζονται – να βυθιστούμε σε έναν έντονο υπαρξιακό στροβιλισμό. Δεν μπορώ να πω αν υπάρχει νικητής – πάθος ή λογική; – και δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Ελπίζω η παράσταση να είναι μια ευκαιρία να αφεθούμε και να παρασυρθούμε από έννοιες, εικόνες, ήχους και συναισθήματα που έχουμε πάψει να τους δίνουμε σημασία, λόγω της σύγχρονης συντριπτικής καθημερινότητας. Επιπλέον, είναι μια προσωπική ωδή στην αβυσσαλέα δύναμη του Έρωτα, μια προσπάθειά μου να σταθώ απέναντί του και να «πιαστούμε στα χέρια», γνωρίζοντας εξαρχής πως θα ηττηθώ. Γιατί ο έρωτας είναι αλύπητος».

Σωτήρης Ρουμελιώτης

Ο σκηνοθέτης είναι και ο δραματουργός του αρχικού κειμένου, ο διασκευαστής κατά μια άλλη έννοια που, ύστερα από μια δεύτερη ανάγνωση-ερμηνεία του λογοτεχνικού έργου, με την αξιοποίηση συγκεκριμένων μετασχηματιστικών τεχνικών και κωδίκων υπερδιόρθωσης (σύμφωνα με τις αρχές που λειτουργούν και διέπουν ένα νέο πολιτισμικό περιβάλλον), καταλήγει στην παραγωγή κάποιου άλλου, μεταγενέστερου κειμένου, το οποίο συνιστά αυτόνομη καλλιτεχνική δημιουργία έντεχνου λόγου, με δικό του «συγγραφέα» και δική του παρουσία στο «σώμα» της σύγχρονης γηγενούς λογοτεχνικής παραγωγής.

Τα δομικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά του πρωτότυπου έργου, όπως ο μύθος και η δράση, η πλοκή και οι δραματικές καταστάσεις, το πλέγμα των αφηγηματικών με τις καθαρά θεατρικές τεχνικές, το αξιακό και εννοιολογικό του σύστημα, συνεχίσουν να αποτελούν τον σταθερό καμβά πάνω στον οποίο αναπτύχθηκε το δευτερογενές κείμενο.

Στην παράσταση, λοιπόν, του θεάτρου «Τ» η σκηνοθεσία εστιάζει στην οπτική της Λίβια αποκλειστικά, εξ αφορμής του μυστικού ημερολογίου της. Περιγράφει ξεκάθαρα τον εγωιστικό της πόθο, τη σεξουαλική της επιθυμία και την ικανοποίηση που νιώθει με τον χαμό του εραστή της.

Κατά συνέπεια, το έντεχνο θεατρικό κείμενο που γράφτηκε με προορισμό να παρασταθεί μπροστά σ’ ένα κοινό ενηλίκων θεατών, όπως το επέβαλλαν οι όροι και οι συνθήκες της εποχής του, αποδίδεται σήμερα σ’ ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον, σ’ ένα κοινό με ιδιαίτερες προσληπτικές δυνατότητες και προσδοκίες. Αυτός είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο η διασκευή του πρωτότυπου, αποτελεί ένα ευαίσθητο εγχείρημα που ξεπερνά κατά πολύ τις παγιωμένες αρχές τις μεταφραστικής λειτουργίας και προεκτείνεται στη διάσταση του εικονοποιημένου συμβολικού λόγου και δικαιώνει τον Σωτήρη Ρουμελιώτη.

Ο ιδιοφυής σκηνοθέτης έχει κατανοήσει ότι σε αντίθεση με τους συγγραφείς παρόμοιων χαρακτήρων όπως η Anna Karenina και η Madame Bovaryο Camillo Boito παρουσιάζει την ηρωίδα του χωρίς συμπάθεια. Η Λίβια του «Senso» έχει επίγνωση της συμπεριφοράς της και μπορεί να εκτιμήσει τις συνέπειες. Επομένως, συμπεριφέρεται κυνικά, κινείται είτε αδιάφορη είτε αγνοώντας τις «πληγές» που έχει προξενήσει στους άλλους. Είναι έξυπνα αμετανόητη, ενώ αναζητά εγωιστικά ό,τι είναι καλύτερο για τον εαυτό της και μόνο.

Τοποθετημένο στις τελευταίες ημέρες της Αυστριακής κατοχής στην Ιταλία, το 1866, με την επανάσταση να οργανώνεται σαν βόμβα έτοιμη να εκραγεί από στιγμή σε στιγμή, το «Senso» είναι μια πολιτική αλληγορία, ακριβώς επειδή ο σκηνοθέτης αντανακλά το έκρυθμο πολιτικό σκηνικό σε μια μεγάλη ερωτική ιστορία που γεννιέται, ζει, αναπνέει, γιγαντώνεται και πεθαίνει κάτω από το βάρος της απαγόρευσης, των ταξικών ενοχών και των κοσμικών αμαρτιών λες όλου του ανθρώπινου είδους, λες και συνέβη χθες.

 Η Λίβια του Ρουμελιώτη, μοιρασμένη σε τρεις εξαιρετικές ηθοποιούς : Έλμα Βλαστοπούλου, Ζωή Λάη και Δήμητρα Φάκα είναι χαμένη στις δικές της σκέψεις, περιφρονώντας παντελώς τον κόσμο, ζει τη ζωή της με την υπέρμετρη ματαιοδοξία, εγωπάθεια, ναρκισσισμό και εγωκεντρισμό που τη διακρίνουν σε όλη την παράσταση. Πιστεύοντας πως δεν είναι δυνατόν να υπάρχει άλλη γυναίκα πιο όμορφη από εκείνη, απολαμβάνει τον θαυμασμό των ανδρών και τη ζήλια των γυναικών, μέχρι τη στιγμή που η μοίρα τής παίζει ένα σκληρό παιχνίδι. Τυφλωμένη από αισθήματα εγωισμού παίρνει φοβερές αποφάσεις και, δίχως να μετανιώσει στιγμή, συνεχίζει να ζει με σημαία της τη ματαιοδοξία.

Μία πολύ έξυπνα στημένη παράσταση, απροσδόκητη, με πολύ έντονα συναισθήματα πάθους και σκέψεις που σε αγγίζουν, αλλά και με εικόνες και περιγραφές που σε ταξιδεύουν και σε μεταφέρουν στην Ιταλία του 19ου αιώνα.

Ωστόσο, υπάρχουν μερικές ενδιαφέρουσες διαφορές μεταξύ του υλικού πηγής και της προσαρμογής, ιδιαίτερα των προσώπων αφήγησης/αναδρομής στο στοιχείο της γραπτής ιστορίας, που καθιστά σαφές ότι η ηρωίδα έχει γίνει τόσο σκληρή και ισχυρή «σκλάβος » της επιθυμίας, όσο ο εραστής της νιότης της στα προηγούμενα χρόνια.

Το μαζοχιστικό στοιχείο είναι αρκετά ισχυρό εδώ, ίσως περισσότερο από ό,τι στην πραγματική ιστορία, καθώς γίνεται έντονα φανερό σε σημεία, και αυτό αποτελεί μια άλλη εξαιρετική καινοτομία στον παρακμιακό κανόνα συμβατικής μεταφοράς βιβλίου στη σκηνή.

Η ευρηματική σκηνοθεσία είναι εμφανής σε κάθε λεπτομέρεια της αφήγησης.

 Η φροντίδα του σκηνοθέτη για την ατμόσφαιρα του σκηνικού, για τους φωτισμούς και τα χρώματα, για τα κοστούμια και τη διακόσμηση, ο χειρισμός του στις σαρωτικές σκηνές μάχης των συναισθημάτων, βοηθούν να κρατηθεί σε θαυμαστή ισορροπία μια ασταθής ιστορία και να της δώσει βάθος, ουσία και αφορμή για συλλογισμούς στις σύγχρονες σχέσεις, αυτές που ταλανίζονται από πάθη, από αδυναμίες, από αρνητικά σημεία σε χαρακτήρες και σε αυτοκαταστροφικές επιθυμίες.

 Η έξοχη, θαρρείς κινηματογραφική, πρωτότυπη μουσική του Κώστα Παλαιογιάννη, προσδιορίζει τη συνθήκη που επέλεξε ο σκηνοθέτης για τη δράση επί σκηνής και έχει την πρόθεση να διευκολύνει την πρόσληψη του θεατή, αλλά έχει και τη δυνατότητα να δώσει υπόσταση σε απούσες δυνάμεις ή πρόσωπα, να διατυπώσει ερωτήματα, να συμπληρώσει δραματικά στιγμιότυπα και να στηρίζει εμφατικά περιστατικά.

Τα σκηνικά- χάρτινη ταπετσαρία δαπέδου – και τα υψηλής αισθητικής κοστούμια της Μαρίας Καραδελόγλου, στιγματίζουν τόπο και χρόνο, έτσι όπως τα αντιλαμβάνεται ο κάθε θεατής. Το βρίσκω καινοτόμο και άκρως εικαστικό δημιούργημα. Καθοριστικοί συντελεστές στην ποιητική ατμόσφαιρα της παράστασης και οι ηχογραφημένοι ήχοι οργάνων από: Ζωή Κατσάρα (σοπράνο), Χρήστο Γούλα (βιολοντσέλο), Κωνστάντη Στρατάκη (φλάουτο) και Κωστή Παλαιογιάννη (κιθάρα, παραγωγή, μίξη).

Χώρος: Θέατρο Τ, Αλεξάνδρου Φλέμινγκ 16, Θεσσαλονίκη

Παραστάσεις: Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:30

Διάρκεια: 85’ (χωρίς διάλειμμα)


Συντελεστές:

Κείμενο: Βασισμένο στην ομότιτλη νουβέλα του Camillo Boito

Σκηνοθεσία / Δραματουργία / Φωτισμοί: Σωτήρης Ρουμελιώτης

Σκηνικά / Κοστούμια: Μαρία Καραδελόγλου

Πρωτότυπη μουσική: Κωστής Παλαιογιάννης

Βοηθός Σκηνοθέτη / Επιμέλεια Προβολών: Κατερίνα Νικολάτου

Φωτογραφίες / Trailer: Χρήστος Κυριαζίδης

Υπεύθυνη προβολής: Λία Κεσοπούλου

Οργάνωση Παραγωγής: Izveribad

Θερμές ευχαριστίες στους: Ζωή Κατσάρα (σοπράνο), Χρήστο Γούλα (βιολοντσέλο), Κωνστάντη Στρατάκη (φλάουτο) και Κωστή Παλαιογιάννη (κιθάρα, παραγωγή, μίξη) για τις ηχογραφήσεις

Παίζουν:

Έλμα Βλαστοπούλου

Ζωή Λάη

Δήμητρα Φάκα

 ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading

Πολιτισμός

«Όταν ξαναπέθανα»: Η μεταφυσική κωμωδία του Λάκη Λαζόπουλου σε περιοδεία

«Όταν-ξαναπέθανα»:-Η-μεταφυσική-κωμωδία-του-Λάκη-Λαζόπουλου-σε-περιοδεία

Κριτική από τον Παύλο Λεμοντζή

«Η πολιτική ορθότητα από ένα σημείο και μετά, ουσιαστικά, απαγορεύει στους ανθρώπους να γελάνε. Όχι στο σημείο που είναι σωστό, το ορθό. Είναι αυτό το ορθό το οποίο γίνεται υστερικό», δήλωσε πρόσφατα ο δημιουργός αναφερόμενος στον τρόπο που μπορεί να σταθεί η κωμωδία και η σάτιρα στην εποχή μας και συμπλήρωσε: «Δεν το έχω ποτέ με τον χρόνο. Τον χρόνο τον υπολογίζω με το τι έκανα, αν πέρναγα καλά. Τον μοιράζω με το πόσο ωραία και πόσο δυσάρεστα πέρασα» 

Κι επειδή η αφορμή, κατά δήλωσή του πάντα, για να γράψει το παρόν έργο ήταν ένα όνειρο που έβλεπε και ξανάβλεπε και είχε να κάνει με τη ζωή και τον θάνατο, η υπόθεση του κειμένου του που, ήδη, παραστάθηκε με επιτυχία στην Αθήνα και τώρα περιοδεύει, έχει ως εξής: 

Ένας άνθρωπος πεθαίνει-τον υποδύεται ο ίδιος- και ξαφνικά βρίσκεται όρθιος στο νεκροταφείο, καθώς ένα από τα νεύρα του είναι ακόμη ζωντανό και συμπαρασύρει τα υπόλοιπα. Ανατινάζεται το σύμπαν του και έτσι στα «τριήμερά» του, περιμένει συγγενείς και φίλους στο νεκροταφείο, για μια συζήτηση μαζί του.

Τι έγινε κι αυτός πήδηξε από τον 6ο όροφο του ψυχιατρείου μαζί με το κούφωμα;
Τι έχει να του πει ο κολλητός του; Η μάνα του; Η δεύτερη γυναίκα του; Η γκόμενα του; Η καθαρίστρια;
Ο αδερφός του; Ο πεθαμένος ψυχίατρος και κυρίως, τι έχει να του αποκαλύψει η πρώτη του γυναίκα, η Παρθένα Χοροζίδου, που έχει εγκαταλείψει τα εγκόσμια και ζει σε ένα μοναστήρι;

Γέλιο, με ένα σκοτάδι που έγινε φως, ίντριγκες, πάθη και δύο διαφορετικές πλευρές του ίδιου ανθρώπου ζητούν μια δεύτερη ευκαιρία για ζωή.

Το έργο είναι εμπνευσμένο, έχω την εντύπωση, από τη  «Σάτιρα θανάτου και Κάτω Κόσμου» του Λουκιανού, επειδή το κεφάλαιο “Περί πένθους” είναι μια σύντομη πραγματεία, στην οποία ο Λουκιανός αντλώντας στοιχεία από τους κυνικούς και αξιοποιώντας τη ρητορική του παιδεία, διακωμωδεί τις αντιλήψεις και τις αντιδράσεις των ανθρώπων σε καταστάσεις πένθους.

Έτσι κι ο Λαζόπουλος στο «Όταν ξαναπέθανα» φωτίζει προβληματικές διαπροσωπικές σχέσεις, ακραίες συμπεριφορές ανθρώπων απέναντι σε καθημερινές καταστάσεις, κρυμμένες επιθυμίες, ακόμα και εμμονές ή ψυχαναγκαστικές αντιδράσεις. Ταυτόχρονα, θέτει το ερώτημα εάν μπορούν να υπάρξουν δύο χαρακτήρες σε έναν άνθρωπο και δίνει την απάντηση.

Από το κείμενο δε λείπει ο κοινωνικοπολιτικός σχολιασμός, όπως ακριβώς τον ξέραμε από το τηλεοπτικό «Αλ Τσαντίρι» καθώς και οι αιχμές στα «κακώς κείμενα» της εποχής, εφόσον οι ατάκες και οι διάλογοι εμφανίζουν σαφέστατα και το οξυμμένο ενδιαφέρον του Λαζόπουλου για την κοινωνία που ζει – και πάλι στολισμένο με το ύφος και το χιούμορ του Αλ-τσαντιριού – η οποία συχνά γίνεται έρμαιο του παραλογισμού και της αβελτηρίας που υποβάλλουν η παράδοση, τα ήθη και τα έθιμα, αλλά και οι διάφοροι αγύρτες, ψευδο-φιλόσοφοι και πολιτικάντηδες, οι διαταραγμένες προσωπικότητες ανεξαρτήτως ιδιότητας, από ψυχίατρο έως καθαρίστρια.

Άλλωστε, σύνηθες το φαινόμενο στους γάμους να κλαίνε και στις κηδείες να γελάνε.

Κάθε τι τραγικό στη ζωή μοιάζει, ενίοτε, και με κωμωδία.

Αυτή η παράσταση, ας πούμε ότι ξορκίζει το πένθος του θανάτου, ανακαλώντας αστεία περιστατικά που έχουν συμβεί πριν και μετά τις κηδείες, εφόσον το κοινό ξεκαρδίζεται στα γέλια στην κάθε ατάκα, στην κάθε μούτα του πρωταγωνιστή.

Ο σφαιρικός προβληματισμός, ωστόσο, αναδεικνύεται ιδιαίτερα στις σελίδες όλων των έργων του συγγραφέα, όπου το κριτικό του βλέμμα στέκεται στους εκπροσώπους της πολιτικής, του πλούτου και της όποιας εξουσίας. Η αντίθεση πλούσιων-φτωχών, η κοινωνική αδικία, η αλαζονεία των ισχυρών και η εξαθλίωση των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων είναι, και πάλι, θέματα που απασχολούν την παράσταση. Αυτή τη φορά είναι η θεώρηση των αξιών και της εξουσίας, υπό το πρίσμα του θανάτου.

Σπαρταριστοί αυτοσχεδιασμοί στο στιλ του «Αλ τσαντιριού», που άλλοι τους βρίσκουν χαριτωμένους και γελάνε κι άλλοι τους στολίζουν με τα επίθετα βαρετοί, ανούσιοι, επαναλαμβανόμενοι ή κλισέ.

Απολαυστικές ερμηνείες για μεγάλη μερίδα κοινού, ιδιαίτερα από την εξαιρετική Παρθένα Χοροζίδου, η οποία διαθέτει ατόφια κωμική φλέβα, δε φοβάται να τσαλακωθεί, να εκτεθεί, να αλώσει τη σκηνή, χωρίς να περιθωριοποιήσει τους άλλους χαρακτήρες του έργου, έστω κι αν η συμμετοχή της είναι μικρής διάρκειας.

Ο Λάκης Λαζόπουλος είναι κι εδώ ένας από τους «Μικρούς Μήτσους του» ή ένα κομμάτι από το «Αλ Τσαντίρι», βγάζει γέλιο με πανομοιότυπο χαρακτήρα, αυτόν που ξέρει να κάνει καλά εδώ και χρόνια.

Τα σκηνικά της Μαίρης Τσαγκάρη και τα κοστούμια των Ιωάννας Τσάμη και Ιφιγένειας Νταουντάκη στιγματίζουν το σουρεαλιστικό ύφος της παράστασης, ενώ η μουσική του Βάϊου Πράπα συνοδεύει με επιτυχία το χιουμοριστικό κέλυφος των λόγων. Η εξυπηρέτηση των φωτισμών του Περικλή Μαθιέλη στο όραμα του σκηνοθέτη, εμφανής και αποτελεσματική.

 Όλος ο θίασος δίνει τον καλύτερό του εαυτό για να διασκεδάσει το κοινό, το οποίο ανταμείβει με δυνατό χειροκρότημα όλους τους συντελεστές στο φινάλε της δίωρης παράστασης.

Το «Όταν ξαναπέθανα» έκανε πρεμιέρα στην Αττική, στο Κατράκειο Νίκαιας, μετά ανέβηκε στο Βεάκειο Πειραιά και στη συνέχεια η παράσταση θα περιοδεύσει στη Λάρισα (Αλκαζάρ) και το Βόλο (Δημοτικό Θέατρο), πριν παρουσιαστεί για 3 εβδομάδες στο κοινό της Θεσσαλονίκης (RADIOCITY). Η περιοδεία ολοκληρώνεται με τις παραστάσεις στο Ηράκλειο Κρήτης (Αστόρια). 

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Κείμενο – Σκηνοθεσία: Λάκης Λαζόπουλος
Σκηνικά: Μαίρη Τσαγκάρη

Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη – Ιφιγένεια Νταουντάκη

Μουσική: Βάιος Πράπας
Σχεδιασμός φωτισμών: Περικλής Μαθιέλης
Χορογραφίες – Κίνηση: Κατερίνα Φώτη
Βοηθός σκηνοθέτη: Σίλια Κόη
Φωτογραφίες: Πάνος Γιαννακόπουλος
Trailer: Μιχαήλ Μαυρομούστακος
Teaser προβών: Κωνσταντουδάκης Αντώνης
Graphic Design: Στεφανία Αϊβαλάκη

Πρωταγωνιστούν

Λάκης Λαζόπουλος & Παρθένα Χοροζίδου

Μαζί τους:

Αντώνης Στάμος, Κωνσταντίνος Μουταφτσής, Βασιλική Σουρρή, Μαρία-Νεφέλη Χρονοπούλου, Φαίδρα Σκλήρη, Κωνσταντίνος Γιάννης, Λαζάρια Σαζεΐδου και Χρήστος Ντούλας.
Στον ρόλο του ψυχιάτρου ο Τόλης Παπαδημητρίου.

Οργάνωση Παραγωγής: Ντόρα Βαλσαμάκη
Παραγωγή: Θεατρικές Επιχειρήσεις Τάγαρη

ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading
Advertisement

Προτεινόμενα