Connect with us

Πολιτισμός

Ιάκωβου Καμπανέλλη: «Ο μπαμπάς ο πόλεμος» στο Κ.Θ.Β.Ε.

Ιάκωβου-Καμπανέλλη:-«Ο-μπαμπάς-ο-πόλεμος»-στο-ΚΘΒΕ.

Πρόλογος

Το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος τιμώντας το «Έτος Ιάκωβου Καμπανέλλη» ανέβασε στη Μονή Λαζαριστών (Σκηνή Σωκράτης Καραντινός) το εμβληματικό, αντιπολεμικό του έργο: «Ο Μπαμπάς ο Πόλεμος».

Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης (1921-2011) γεννήθηκε στη Νάξο, αλλά αργότερα εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Το 1943 συνελήφθη από τους Γερμανούς και κρατήθηκε στο Μαουτχάουζεν μέχρι το 1945. Όταν γυρίζει στην Ελλάδα, οι παραστάσεις του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν, το χειμώνα του 1945-46, τον ενθουσιάζουν. Θα προσπαθήσει να γίνει ηθοποιός, ελλείψει όμως γυμνασιακού απολυτηρίου δεν θα γίνει αποδεκτός από το Εθνικό Θέατρο. Έτσι αφοσιώνεται στο γράψιμο. Τον Οκτώβριο του 1981 τοποθετήθηκε στη θέση του διευθυντή ραδιοφωνίας της ΕΡΤ και το 1999 γίνεται ακαδημαϊκός στην έδρα του Θεάτρου της Ακαδημίας Αθηνών. Πεθαίνει το 2011.

 Ιστορικό

Ο σπουδαίος συγγραφέας έγραψε για πρώτη φορά τον “Μπαμπά τον Πόλεμο” το 1951-2. Δεν ανέβηκε, όμως, τότε και ο συγγραφέας το επεξεργάστηκε ξανά το 1960 και, ξανά, στα χρόνια της δικτατορίας, όταν ο Κάρολος Κουν ζήτησε να το ανεβάσει, όπερ και εγένετο το 1980.

«Ο Μπαμπάς ο Πόλεμος» δεν συμπεριλαμβάνεται στα πιο γνωστά έργα του Ιάκωβου Καμπανέλλη, του πατριάρχη του νεοελληνικού θεάτρου. Όμως, χωρίς αμφιβολία, είναι ένα από τα πιο επιτυχημένα.

Πρόκειται για μια καυστική σάτιρα του πολέμου και όσων τον καπηλεύονται, η οποία διακρίνεται για τον ευφυή και παιδευτικό τρόπο με τον οποίο εκμεταλλεύεται θέματα και μοτίβα του αρχαίου δράματος, ιδιαίτερα της Νέας Κωμωδίας.

Το έργο είναι βαθύτατα πολιτικό και φιλοσοφικό. Η τοποθέτησή του στα 305 μ.Χ., τη χρονιά της μακεδονικής εισβολής στη μέχρι τότε ουδέτερη Ρόδο, είναι βεβαίως η πρόφαση, για να σχολιαστεί η μεταπολεμική κατάσταση στην Ελλάδα.

«Ο Μπαμπάς ο Πόλεμος» πρωτογράφεται, όπως είπαμε, στα 1952. Συνεπώς, η άμεση αφετηρία του είναι ο Β᾽ Παγκόσμιος Πόλεμος, κυρίως οι άμεσες μεταπολεμικές εξελίξεις — τα πρώτα συμπτώματα του Ψυχρού Πολέμου — και η υποκρισία των συμμάχων, που καταλήγουν να εξομοιωθούν με το «κακό» που πολέμησαν.

Το έργο, αν και έχουν περάσει 70 χρόνια από τότε που γράφτηκε, παραμένει τραγικά επίκαιρο. Στηρίζεται πάνω σε ιστορικά δεδομένα και συγκεκριμένα στην πολιορκία της Ρόδου από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή, στο πλαίσιο των συγκρούσεων μεταξύ των επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

«Το ερέθισμα που κατέληξε στην κωμωδία «Ο Μπαμπάς ο Πόλεμος» – τίτλος ακατάλληλος από πρώτη άποψη για κωμωδία – το έδωσε η ψυχροπολεμική ένταση που ακολούθησε τις μεγάλες προσδοκίες που έφερε η λήξη του Β΄ Π.Π. Η ελπίδα πως ο πόλεμος που είχε τελειώσει ήταν ο τελευταίος, έμοιαζε με παιδαριώδη αφέλεια. Η κατάσταση ήταν και τότε θολή και απειλητική. Οι σύμμαχοι, σαν να είχαν μολυνθεί από το κακό που πολέμησαν και γίνηκαν και νικητές και διάδοχοί του», σημειώνει ο συγγραφέας.

Θα περάσουν πολλά χρόνια και θα μεσολαβήσουν πολλά γεγονότα (ανάμεσά τους και μια απόρριψη από τη λογοκρισία της Χούντας), μέχρι το έργο να ανέβει τελικά επί σκηνής, το 1979, από το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν, σε σκηνοθεσία Γιώργου Λαζάνη.

Αξίζει να αναφερθεί, ότι η τελευταία φορά που παρουσιάστηκε από το ΚΘΒΕ το έργο «Ο Μπαμπάς ο Πόλεμος» ήταν το 1987, σε μια ιστορική παράσταση που σκηνοθέτησε ο ίδιος ο Ιάκωβος Καμπανέλλης.

Υπόθεση

«Ο Μπαμπάς ο Πόλεμος» μας καλεί να γελάσουμε με όλες τις ματαιοδοξίες και τα πάθη μας. Με αφορμή τη φράση του Ηράκλειτου: «Πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστί, πάντων δε βασιλεύς, και τους μεν θεούς έδειξε τους δε ανθρώπους, τους μεν δούλους εποίησε τους δε ελευθέρους», ο Καμπανέλλης συνθέτει μια καυστική πολιτικοκοινωνική σάτιρα με στόχο να αναδείξει τη ματαιοδοξία της ανθρώπινης φύσης, την εμπορευματοποίηση των ιδανικών και τη μεγαλομανία της δόξας.

Επί σκηνής η Ρόδος του 305 π.Χ. με όλο τον τουριστικό της ευδαιμονισμό. Ξάφνου ο κίνδυνος της πιθανής εισβολής ενός τυραννίσκου, διαδόχου του Μ. Αλεξάνδρου, του Δημητρίου Πολιορκητή, ο οποίος ανατρέπει τα δεδομένα ενός ειρηνικού εμπορίου. Η ουδέτερη Ρόδος σηκώνει τείχη, αγοράζει όπλα, σπουδάζει τη στρατιωτική τέχνη και διδάσκεται την ιδεολογία του πολέμου. Ο Δημήτριος νικιέται. Ωστόσο, με τη συμφωνία που υπογράφει, αναδείχνει τους Ροδίτες σε διαδόχους του. Και τότε αρχίζουν όλα.

Ξεκαρδιστικοί διάλογοι και απίθανα επεισόδια και παρεξηγήσεις οδηγούν στην αποδοχή της παραπάνω ρήσης του Ηράκλειτου.

Ο συγγραφέας, μέσα από το χιούμορ και την ειρωνεία, ψυχογραφεί αριστοτεχνικά τους ήρωές του και, μέσα από τις κωμικές καταστάσεις, υπογραμμίζει ότι όλοι τελικά είμαστε έμποροι.

Ανάγνωση

Η Αλληγορία είναι ένα σχήμα του λόγου, στον οποίο χρησιμοποιείται μία ιστορία με σκοπό τη διδασκαλία ή την ερμηνεία μιας ιδέας ή μιας αρχής. Υπάρχει μία σαφής διαφορά της αλληγορίας με το συμβολισμό. Μια αλληγορία είναι μια πλήρης αφήγηση, η οποία περιλαμβάνει χαρακτήρες και δράσεις που αντιπροσωπεύουν μια αφηρημένη ιδέα ή ένα γεγονός.

Στην υπόθεσή μας, ο πόλεμος γέννησε την ιδέα κι επειδή «γενεσιουργό και γενάρχη των πάντων», αποκαλεί τον πόλεμο ο Ηράκλειτος, και για τους Θεούς και για τους ανθρώπους, κι αυτόν ονοματίζει και αυτόν θεωρεί υπεύθυνο, που άλλους κάνει δούλους και άλλους ελεύθερους, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης έγραψε τον «Μπαμπά τον Πόλεμο».

Πολύ αργότερα από την οριστική του μορφή, το ζήτησε ο Κάρολος Κουν για το «Θέατρο Τέχνης» κι ο Γιώργος Λαζάνης το σκηνοθέτησε, ύστερα από τριάντα περίπου χρόνια από τη συγγραφή του. Για κείνη τη μνημειώδη παράσταση έγραψε ο Τάσος Λιγνάδης στην εφημερίδα «Καθημερινή»: «Δροσερό, κεφάτο, πνευματώδες, τσούζει όσο πρέπει και όπως πρέπει. Κωμωδία που πατάει ελαφρά πάνω στην πολιτική σάτιρα που δεν επιβαρύνει: το είδος της κωμωδίας. Μια γουστόζικη αλληγορία, ένα θέμα θεατρικότατα μαστορεμένο και, κυρίως ένας έξυπνος διάλογος».

Πράγματι, διαβάζοντάς το εν έτει 2022 , διαπιστώνει ο αναγνώστης ότι η εμφανέστερη συνιστώσα της πλοκής του έργου είναι η ανταλλαγή ρόλων ανάμεσα στους Μακεδόνες και τους Ροδίτες και ιδιαίτερα ανάμεσα στο Φιλόξενο και το Δημήτριο. Η ανατροπή αυτή φαντάζει απροσδόκητη και είναι αναμφίβολα κωμική, μια ανατροπή ανάλογη με αυτές που συμβαίνουν συχνά στις φαρσοκωμωδίες. Όσο κι αν δείχνει να προέρχεται από την παράδοση της φάρσας, η αντιστροφή των ρόλων είναι η πιο ρεαλιστική, ψυχογραφική χειρονομία του έργου. Γιατί η ουσία του εδράζεται στην εγγενή ομοιότητα ανάμεσα στους κατακτητές και στους κατακτημένους.

Οι Ροδίτες κρύβουν έναν Μακεδόνα μέσα τους. Στα σπλάχνα κάθε “ειρηνιστή” μεγαλοξενοδόχου, που επιχειρεί να διατηρήσει –προς ίδιον όφελος– την ουδετερότητά του, υποβόσκει ένας μιλιταριστής τύραννος, που με την πρώτη ευκαιρία αφυπνίζεται μουγκρίζοντας.

Ο συγγραφέας κατασκευάζει ένα θεατρικό μύθο, όπου πρωταγωνιστεί η καπηλεία κάθε λογής: η καπηλεία του πολέμου, του πατριωτισμού, η καπηλεία κάθε μορφής αρχών και αξιών, ιερών και οσίων. «Όλοι είναι έμποροι» διακηρύσσει ο Φιλόξενος με περηφάνια στην αρχή του έργου. Ο Φιλόξενος, άλλωστε, διέταξε τη μετατροπή των ναών σε εστιατόρια και ξενοδοχεία, το ξήλωμα του στρατού, αλλά και την εκπόρνευση μιας νεαρής κοπέλας, όλα στο βωμό του οικονομικού κέρδους. Από αυτές τις πρώτες κωμικές χειρονομίες διαφαίνεται και η εσώτατη ψυχική συγγένεια μεταξύ Ροδιτών και Μακεδόνων, ιδιαίτερα ανάμεσα στο Φιλόξενο και το Δημήτριο τον Πολιορκητή. Η ανατροπή που θα επέλθει στην πορεία του έργου, με την ανταλλαγή ρόλων ανάμεσα στους δύο, δεν είναι και τόσο απροσδόκητη για όποιον πρόσεξε αυτή τη σημαντική λεπτομέρεια.

Όλες οι κωμικές καταστάσεις του έργου συντείνουν στην υπογράμμιση μιας πικρής αλήθειας: αφενός ότι οι σύγχρονοι πολιτικοί άνδρες έχουν ξεπουλήσει τα πάντα προς όφελος του καταναλωτισμού και του γρήγορου πλουτισμού, κι αφετέρου, ότι όσοι μονοπωλούν τον πατριωτισμό καταλήγουν τελικά να τον εμπορεύονται και να τον μετατρέπουν σε προσοδοφόρο επάγγελμα. Σε τι διαφέρει τελικά να πουλάς τουρισμό από το να πουλάς πατρίδα; Σε τι διαφέρει να επιχειρείς να συγκεντρώσεις, πάση θυσία, πλούτο από το να κυριεύεσαι από τη μεγαλομανία της δόξας;

Η παράσταση

Η φαντασία, η τρέλα, το ασυνείδητο και η παντοδυναμία του ονειρικού στοιχείου είναι η βάση της σουρεαλιστικής οπτικής, την οποία υιοθέτησε ο χαρισματικός σκηνοθέτης σ’ αυτή την πολυπρόσωπη, αντιπολεμική κωμωδία- σάτιρα- παρωδία- καταγγελτική και ευφυή πρόταση του Ιάκωβου Καμπανέλλη.

Ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης άπλωσε στη σκηνή απ’ άκρη σ’ άκρη μια πανδαισία χρωμάτων με τα σουρεάλ κοστούμια της Σοφίας Τσιριγιώτη , τα πληθωρικά, έξυπνα σκηνικά της Ζωής Μολυβδά – Φαμέλη, εφόσον στήθηκε η Ρόδος ( και το πήδημα), η εικαστικής φαντασμαγορίας ναυαρχίδα του Δημητρίου του Πολιορκητή και οι εντυπωσιακές σκηνές, σαν ζωγραφικοί πίνακες, στα ζοφερά σημεία της δράσης.

Ακόμα, ο σκηνοθέτης μελέτησε διεξοδικά το πώς και το γιατί ο συγγραφέας ασχολήθηκε, πριν από εβδομήντα χρόνια, με τον «πόλεμο» και, με ερέθισμα την ψυχροπολεμική ένταση και την πολιτική κατάσταση στη Μεταπολεμική Ελλάδα, παρουσιάζει στη Μονή Λαζαριστών μια πολιτική σάτιρα, όπου ο μύθος και οι χαρακτήρες της εποχής της πολιορκίας της Ρόδου, από τον Δημήτριο Πολιορκητή, γίνονται διαχρονικά σύμβολα και στιγματίζουν το σήμερα.

Βλέπουμε και αντιλαμβανόμαστε από την αρχή του έργου και, πολύ πριν την τελική ανταλλαγή ρόλων ανάμεσα στον Φιλόξενο και τον Δημήτριο, τους αντιπάλους (Ροδίτες και Μακεδόνες), να εμφανίζουν αδιάψευστες εγγενείς συγγένειες.

Οι Ροδίτες δεν έχουν ούτε ιερό ούτε όσιο. Η τουριστική πρόοδος είναι γι’ αυτούς κάτι σαν έμμονη ιδέα, όπως εμμονή αποτελεί για τον Δημήτριο η ανάπτυξη της πολεμικής του μηχανής. Η ουδετερότητά τους ξεμπροστιάζεται ως εθελοδουλία και δουλοπρέπεια.Τελικά δεν αποτελεί τίποτα άλλο, παρά αυτοεκπόρνευση. Ο Φιλόξενος λειτουργεί ως προαγωγός, ρόλος τον οποίο αναλαμβάνει και κυριολεκτικά, όταν προωθεί την αθώα Ουρανία στον Δημήτριο.

Η παράσταση είναι ένας παράδεισος ευδαιμονίας , επειδή μια απολαυστική αλληλουχία πανέξυπνων ευρημάτων προφέρει στο κοινό συνεχείς εκρήξεις γέλιου και εκπλήξεων, χάρις στους γρήγορους ρυθμούς, στις έξοχες ερμηνείες όλων των συμμετεχόντων , στις μαγευτικές εικόνες που σχηματίζουν σκηνικά και φωτισμοί της Φαμέλη, ενώ η μουσική του Γιώργου Χριστιανάκη υπογραμμίζει όλα τα σημείο της δράσης με τον ξεχωριστό του τρόπο. Έπαινος και στη σύγχρονη κίνηση που δίδαξε η Αναστασία Κελέση.

Ο ενορχηστρωτής του συνόλου, Κωνσταντίνος Ασπιώτης, άξιος θαυμασμού και επευφημιών για το επιτυχημένο αποτέλεσμα μιας δύσκολης προσπάθειας, τιμά το Κ.Θ.Β.Ε. – από το οποίο αποφοίτησε – και χαρίζει στον βορειοελλαδίτικο φορέα πολιτισμού, μια ευτυχή στιγμή στη νέα θεατρική σαιζόν.

Σε μια σκηνική πληθωρικότητα ο κάθε ρόλος γνωρίζει και προσφέρει στο σύνολο της παράστασης τη σπουδαιότητα της εργασίας του στη φωνή, στις χειρονομίες, στην έκφραση, στις κινήσεις, στη συνεργασία, ώστε γίνεται αντιληπτή στην πλατεία – ως οπτική απόδοση της σημασίας του κειμένου – η σκηνοθετική άποψη, η οποία λειτουργεί για το κοινό, ως θεατρική ανάλυση για την κατανόηση του έργου στα προφανή και στα υπαινικτικά του επίπεδα.

Επιβλητική η σκηνή έναρξης με την τσακισμένη Ειρήνη να μεταφέρεται με το φορείο έξω από το πεδίο δράσης, ομοίως ιδιαίτερη και καθηλωτική η τελευταία σκηνή του έργου, όταν η Ειρήνη αγκομαχά πάνω από τα πτώματα. Φέρνει στο νου το ποίημα του Σολωμού «Μαύρη Ράχη», το επίγραμμα για την καταστροφή των Ψαρών το 1824, κι ας είναι πολύ μεταγενέστερο της ιστορικής συνθήκης που ο Καμπανέλλης τοποθέτησε το έργο του. Άλλωστε, ο πόλεμος είναι διαχρονική ανθρώπινη πληγή που θα αιμορραγεί στο διηνεκές..

Δε θα ξεχωρίσω κάποιον από την ομάδα, γιατί, πολύ απλά, όλοι οι ηθοποιοί λειτουργούν σαν ολότητα, ανεξαρτήτως μεγέθους ρόλου.

Όλοι οι χαρακτήρες δίνουν στη σκηνή «Σωκράτης Καραντινός» ένα εξαιρετικό πρότυπο συνεργασίας και πειθαρχίας στις σκηνοθετικές οδηγίες, δείχνουν – με το παραπάνω – να χαίρονται και να απολαμβάνουν κείμενο και παράσταση κι έτσι περνούν στην πλατεία τα όμοια, στο πολλαπλάσιο.

Πρόκειται, λοιπόν, για μια έμπλεη ευρημάτων ( ο νεκρός φλύαρος χιλίαρχος, οι σπαρταριστοί αμερικανόφερτοι χαιρετισμοί ένστολων, το φανταστικό πινγκ –πονγκ των διδύμων, όλες οι σουρεαλιστικές σκηνές στη Ρόδο και στο κατάλυμα του Πολιορκητή, η σάουνα με την άνομα «Πήδημα» και τόσα άλλα ) , πραγματικά υπέροχη παράσταση, η οποία περνάει αντιπολεμικά μηνύματα και αξίες για την ζωή και την ομόνοια.

Ένα έργο που αποτελεί την επιτομή του φαινομένου του πολέμου, καθώς μελετά όλους τους παράγοντες που περιστρέφονται γύρω από αυτόν, την οικονομία, τον έρωτα, την ανθρώπινη ματαιοδοξία, την φιλαρέσκεια, τον εγωισμό, την κερδοσκοπία ακόμα και την βλακεία και τον ρόλο που παίζει αυτή στην διαμόρφωση των πραγμάτων!

Συντελεστές

Σκηνοθεσία – Δραματουργική επεξεργασία: Κωνσταντίνος Ασπιώτης

Σκηνικά – Σχεδιασμός φωτισμών: Ζωή Μολυβδά Φαμέλη

Κοστούμια: Σοφία Τσιριγώτη

Μουσική: Γιώργος Χριστιανάκης

Κίνηση: Αναστασία Κελέση

Βοηθός σκηνοθέτη: Νατάσα Πετροπούλου, Βοηθός σκηνοθέτης – εκμάθηση taekwondo: Γιάννης Τσεμπερλίδης

Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Μαρία Όσσα, Βοηθός σκηνογράφου: Κατερίνα Μπούσια- Αλεξάκη, Οδηγός σκηνής: Πέτρος Κοκόζης

Οργάνωση παραγωγής: Αθανασία Ανδρώνη

Παίζουν: Πάρης Αλεξανδρόπουλος (Φρίξος), Χαρά Γιώτα (Ουρανία), Δημήτρης Διακοσάββας (Φιλόξενος), Άννα Ευθυμίου (Λάμια), Αλέξανδρος Ζαφειριάδης (Χιλίαρχος, Άγνωστος έμπορο– ανά ηθοποιό και ρόλος όπλων), Πάνος Καμμένος (Καλλικράτης), Κωνσταντίνος Καπελλίδης (Δίδυμος), Νίκος Καπέλιος (Πάμφιλος), Δημήτρης Καρτόκης (Χάρης ο Λίνδιος), Άννα Λουϊζίδη (Κορνηλία, κόρη του Λούκιου), Νίκος Μήλιας (Νεοκλής), Δημήτρης Μορφακίδης (Ευελπίδης), Χρυσή Μπαχτσεβάνη (Βουτία), Ορέστης Παλιαδέλης (Δημήτριος), Παναγιώτης Παπαϊωάννου (Μέντης), Στέφανος Πίττας (Δημάδης), Θανάσης Ρέστας (Πυθίας), Σπύρος Σιδέρης (ΛούκιοςΤερέντιοςΠίκουλος), Κωνσταντίνος Χειλάς (Δίδυμος), Γλυκερία Ψαρρού (Ποππαία, κόρη του Λούκιου)

Συμμετέχουν επίσης:

Χρήστος Γκρόζος, Ηλέκτρα Καζάκου, Νίκος Μανωλάς, Βασίλης Μπόγδανος, Στέλλα Παπανικολάου, ΕλίζαΧαραλαμπογιάννη (Παραθεριστές, Φρουροί, Αιχμάλωτοι, Ροδίτες), Δέσποινα Ντικούλη (Ειρήνη)

Επίλογος

Μετά τον πόλεμο η συμφιλίωση. Κανένας άλλος πόλεμος δεν πρέπει να τελείωσε όπως αυτός, με τους δύο αντιμαχόμενους να αγκαλιάζονται, με τον νικητή να ζητά συγγνώμη από τον νικημένο «που δεν τον άφησε να νικήσει», με τους εμπόλεμους να νιώθουν ευγνωμοσύνη ο ένας για τον άλλο, να αλληλοσυγχαίρονται και να αλληλοευχαριστιούνται, δηλώνοντας ότι αν είχαν παιδιά θα ήθελαν να μοιάσουν στον εχθρό τους. Ο πόλεμος γέννησε όντως μια καινούρια φάρα ανθρώπων!

ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading
Advertisement
Click to comment

You must be logged in to post a comment Login

Leave a Reply

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Πολιτισμός

Συναυλία της Άννας Βίσση στην Καβάλα

Συναυλία-της-Άννας-Βίσση-στην-Καβάλα

Συναυλία της Άννας Βίσση στην Καβάλα

Οι θαυμαστές της Άννας Βίσση θα έχουν την ευκαιρία να απολαύσουν ζωντανά την δημοφιλή τραγουδίστρια σε συναυλία που θα πραγματοποιηθεί την Δευτέρα 5 Αυγούστου, στο δημοτικό στάδιο «Ανθή Καραγιάννη» στην Καβάλα.

Η συναυλία της Άννας Βίσση στη Καβάλας εντάσσεται στο πρόγραμμα καλοκαιρινής περιοδείας, που θα πραγματοποιηθεί με κεντρικό σύνθημα «Προτιμώ… Άννα Βίσση».

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΘΕΜΑΤΑ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading

Πολιτισμός

«Μέθοδος Gronholm» του Jordi Galceran στο «Αντιγόνη Βαλάκου»

«Μέθοδος-gronholm»-του-jordi-galceran-στο «Αντιγόνη-Βαλάκου»

 ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ

«Καλησπέρα και καλώς ήρθατε. Όπως σας έχουμε ήδη ενημερώσει, αυτή είναι η τελική φάση της διαδικασίας επιλογής για τη θέση του εμπορικού διευθυντή της ΔΕΚΙΑ. Είστε οι τελευταίοι υποψήφιοι. Η διαδικασία δεν είναι η συνήθης. Η πόρτα είναι ανοιχτή. Σας είπαμε ότι είστε οι τελευταίοι υποψήφιοι. Αλλά δεν είστε τέσσερις οι τελευταίοι υποψήφιοι.» *

 Οι τελευταίοι τέσσερις υποψήφιοι για τη θέση υψηλόβαθμου στελέχους σε μια πολυεθνική εταιρεία συμμετέχουν στην καθοριστική κοινή φάση της διαδικασίας επιλογής. Οι παράξενες δοκιμασίες, που επιβάλλουν οι ψυχολόγοι της εταιρείας στους υποψήφιους, σύντομα εξελίσσονται σε πραγματική μάχη, της οποίας η σκληρότητα και η έλλειψη ενδοιασμών φαίνονται να μην έχουν όριο. Ως ποιο σημείο είναι ικανοί να φτάσουν προκειμένου να εξασφαλίσουν τη θέση εργασίας που πάντα ονειρεύονταν;

Αυτό που δεν ξέρουν είναι ότι η συνέντευξη άρχισε πριν ακόμα μπουν στην αίθουσα. Οι τέσσερίς τους πρέπει να ανταγωνιστούν μέσα από μία σειρά ψυχολογικών τεστ, γνωστών ως «μέθοδος Gronholm». Στα διαλείμματα νέες οδηγίες και κανόνες εντείνουν, σκληραίνουν, δυναμιτίζουν τα παιχνίδια του μυαλού (Mind Games).

Αν το βραβευμένο έργο θυμίζει κάτι από reality τηλεπαιχνίδι, δεν είναι σύμπτωση. Κάθε νέο «mind game» ανεβάζει τον πήχη της έντασης και κάθε καινούργιο αθώο αστείο αποκαλύπτει τη σκληρή πραγματικότητα των οικονομικών εταιρειών. Είναι στην ουσία ένα θέατρο μέσα στο θέατρο, που με αστραπιαίο ρυθμό μετατρέπεται από κωμωδία σε ψυχολογικό θρίλερ και από μιούζικαλ σε δραματικό έργο δωματίου. 

Ο Καταλανός συγγραφέας εμπνεύστηκε το έργο από πραγματικά αρχεία εταιρειών που είχε βρει πεταμένα. Σ’ έναν κάδο απορριμμάτων στην Βαρκελώνη, πράγματι, βρέθηκαν έγγραφα μιας αλυσίδας σούπερ μάρκετ, στα οποία ο υπεύθυνος προσωπικού είχε αποτυπώσει σκληρά, σεξιστικά, ξενοφοβικά, συμπλεγματικά σχόλια, για τους υποψήφιους μίας θέσης στο ταμείο.

Πρόκειται για μια μαύρη κωμωδία που είναι, θα έλεγα, μια τομή ανάμεσα στο Survivor και στο «Βωβό Σερβιτόρο» του Πίντερ. Είδε για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας στη Βαρκελώνη το 2003 κι από τότε έχει ανεβεί σε 60 χώρες κι έχει μεταφραστεί σε 20 γλώσσες σε όλο τον κόσμο.

«Η μέθοδος Γκρόνχολμ» έχει αποσπάσει περισσότερα από είκοσι βραβεία. Έχει επίσης γυριστεί σε ταινία, το 2003, τη διασκευή της οποίας υπογράφει ο ίδιος ο συγγραφέας, με τίτλο «El Metodo». Η ταινία απέσπασε δύο βραβεία Goya, το ένα εκ των οποίων ήταν του καλύτερου διασκευασμένου σεναρίου.

Ο νέος σκηνοθέτης Θεοδόσης Σκαρβέλης (απόφοιτος της διακεκριμένης ρωσικής σχολής GITIS) καθοδηγεί μια δυναμική ομάδα ηθοποιών και όλοι μαζί μάς αφηγούνται την ιστορία του Φερνάντο, του Ενρίκε, της Μερσέδες και του Κάρλος – ή αλλιώς τεσσάρων από εμάς – στον αγώνα τους να βρουν μια θέση σε μια αδυσώπητη εργασιακή πραγματικότητα. Με δοκιμασίες που μας πηγαίνουν συνεχώς από την κωμωδία στο δράμα, και με διαλόγους που θυμίζουν τις δικές μας καθημερινές συζητήσεις, αναδεικνύουν μια πλευρά της πραγματικότητας που τείνει να γίνει κανόνας.

Η μέθοδος Γκρόνχολμ είναι στην ουσία η μέθοδος του μέγιστου κέρδους, η μέθοδος του καπιταλισμού, που δε θέλει αδύναμα ανθρωπάκια να υποκρίνονται τα καθάρματα, αλλά πραγματικά καθάρματα που να υποδύονται τους ανθρώπους, με κανονικά συναισθήματα και ευαισθησίες για τους υπαλλήλους και τις ιδιαιτερότητές τους: την οικογενειακή τους κατάσταση, τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις ή τον θάνατο κάποιου δικού τους προσώπου.

 Το μινιμαλιστικό σκληρό σκηνικό της Μιχαήλας Πλιαπλιά, διαρθρώνεται κλιμακωτά σε επάλληλα επίπεδα, με έναν εντυπωσιακό τρόπο στη σκηνή του θεάτρου, ενώ τα ηχοτοπία του Νίκου Σωτηρέλη και οι φωτισμοί της Εβίνας Βασιλακοπούλου, δημιουργούν μια υποβλητική ατμόσφαιρα που ξεφεύγει από τα στενά όρια του ρεαλιστικού θεάτρου.

Ο σκηνοθέτης Θεοδόσης Σκαρβέλης, με οδηγό την ενδιαφέρουσα μετάφραση των Μαρίας Τσατσαρώνη και Γιώργου Καραμίχου, μας παραδίδει μια παράσταση σε σωστό ρυθμό και με ακριβείς σκηνικούς χρόνους, καθώς εικονοποιεί ευθύβολα τις βάναυσες διαδικασίες επιλογής ανθρώπινου δυναμικού, έτσι ώστε να φωτιστεί ο παραλογισμός αυτής της στρατηγικής. Ο λόγος πυκνός και εύστροφος υπηρετεί τις κατευθύνσεις του προβληματισμού του συγγραφέα.

Οι τέσσερις υποψήφιοί μας είναι επιφανειακά στερεοτυπικοί, αλλά εξαιρετικά παραστατικοί, ως δυνάμει στελέχη της αδηφάγας καπιταλιστικής αγοράς, από το κουαρτέτο των ερμηνευτών.

Είναι όλοι αναγνωρίσιμοι άνθρωποι της καθημερινότητάς μας: ο κυνικός, άγριος ανταγωνιστής Φερνάντο (Τρύφωνας Ζάχαρης), ο λαλίστατος μεσήλικας οικογενειάρχης Ενρίκε (Θανάσης Χαλκιάς), ένας νεαρός, ο Κάρλος, που υποβάλλεται στην ταπεινωτική διαδικασία της φυλομετάβασης (Αντώνης Αντωνιάδης) και μια γυναίκα, η Μερσέδες ( Πάολα Καλλιγά), που ξέρει να παλεύει δύο φορές πιο σκληρά στον κόσμο των ανδρών.

Τέσσερις ηθοποιοί, τέσσερις υποκρίσεις με ικανοποιητικό επίπεδο θεατρικής εντιμότητας, αλλά επιτρέψτε μου να ξεχωρίσω τον Θανάση Χαλκιά. Εξαιρετικός. Έχει μεστή θεατρικότητα, έχει υπέροχες μεταπτώσεις, διαθέτει εξαίσια ηχοχρώματα στη φωνή του, ελίσσεται θαυμάσια σωματικά και φωνητικά και, σαφώς, η εμπειρία του, έναντι των συνάδελφων του, ευθύνεται για όλα αυτά τα προσόντα.

Οι θεατές παρατηρούμε συντονισμό στον στόχο, ευελιξία και ευεργετική διαχείριση του χειμαρρώδους ρυθμού της ιστορίας. Ο καθένας, δυνατός στον ρόλο του, ανταποκρίνεται στο καταιγιστικό γαϊτανάκι των συνεχών εκπλήξεων και του αναπάντεχου. Αυτά, με τη σειρά τους, συνηγορούν στο χαοτικό ψυχισμό των προσώπων, που αδυνατούν να αντισταθούν στην επικίνδυνα ενορχηστρωμένη , από πριν, δοκιμασία.

Συναντάμε τον κάθε υποψήφιο να αξιολογεί τον ανταγωνισμό, σε κάποιο διασκεδαστικό παράπλευρο παιχνίδι. Όμως, συμβαίνουν πολλά περισσότερα από όσα φαίνονται στην επιφάνεια, γιατί η ενδιαφερόμενη επιχείρηση αποδεικνύεται μία από αυτές τις «φωτισμένες» εταιρείες, που ωθούν τους «μνηστήρες» στα άκρα, σε μια σειρά από ακροβατικά και ψυχολογικά τεστ για να ελέγξουνε τις δυνάμεις τους.

Ένα ηλεκτρονικό συρτάρι συνεχίζει να ανοίγει, το περιεχόμενό του λάμπει όπως ο χαρτοφύλακας στο “Pulp Fiction”, με φακέλους που περιέχουν δοκιμασίες – προκλήσεις, τις οποίες οι υποψήφιοι πρέπει να εκτελέσουν με επιτυχία ή να τις εκκινήσουν από την αίθουσα συνεδριάσεων. Παράδειγμα, η τετράδα υποψηφίων πρέπει να φορέσει ένα σετ από εκκεντρικά καπέλα, για ένα αστείο μεν, αγχωτικό δε, παιχνίδι ρόλων.

Θα ήταν ανεπίτρεπτο spoiler να πω περισσότερα για όσα συμβαίνουν στην εξέλιξη του έργου επί σκηνής, αλλά σας διαβεβαιώ ότι σ’ αυτό το συναρπαστικό ταξίδι, με ανατροπές που εκπλήσσουν το μυαλό, συναντάμε ένα από τα πιο δυνατά φινάλε που έχουμε δει στο σύγχρονο θέατρο.

Ωστόσο, όσο συναρπαστικό κι αν είναι το ανθρώπινο δράμα, δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τον πραγματικό στόχο, ένα εδραιωμένο σύστημα εξουσίας που λειτουργεί κρυφά για να παίζει τους μισθωτούς σαν μαριονέτες. Όπως το «God of Carnage», το «Gronholm» είναι – στη μεγάλη πορεία τού ευρωπαϊκού θεατρικού συγγραφέα – μια πολιτική αλληγορία πολύ ευκρινής, κάτω από την κωμική επιφάνεια της ιστορίας.

Συντελεστές

Συγγραφέας: Jordi Galcerán
Μετάφραση: Μαρία Τσατσαρώνη – Γιώργος Καραμίχος
Σκηνοθεσία: Θεοδόσης Σκαρβέλης
Σκηνογραφία / Κοστούμια: Μιχαήλα Πλιαπλιά
Σχεδιασμός φωτισμών: Εβίνα Βασιλακοπούλου
Σχεδιασμός ηχοτοπίου – Σύνθεση πρωτότυπης μουσικής: Νίκος Σωτηρέλης
Κατασκευαστές σκηνικού: Γιώργος Μαστοράκης, Γιάννης Σταυρίδης, Κώστας Γαρουφαλίδης
Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Κόκκας

Παίζουν οι Ηθοποιοί
Φερνάντο: Τρύφωνας Ζάχαρης
Ενρίκε: Θανάσης Χαλκιάς
Μερσέδες: Πάολα Καλλιγά
Κάρλος: Αντώνης Αντωνιάδης

ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading

Πολιτισμός

«Ο καλός άνθρωπος του Σε Τσουάν» του Μπέρτολτ Μπρεχτ από το Κ.Θ.Β.Ε.

«Ο-καλός-άνθρωπος-του-Σε-Τσουάν»-του-Μπέρτολτ-Μπρεχτ-από-το-ΚΘΒΕ.

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ

Θα μπορούσε να είναι Αριστοφάνης δηκτικός, καταγγελτικός κι αθυρόστομος, αλλά είναι ο Μπρεχτ, ο ανοιχτός- εκ πεποιθήσεως – σε πολλές και διαφορετικές αναγνώσεις. Θα μπορούσε ν΄ αλώνιζε τη σκηνή ένας Μνησίλοχος μασκαρεμένος με πρόθεση, αλλά είναι η Σεν Τε, μια, ας πούμε δυναμική φιγούρα, ταιριασμένη στο σκαρί της Ιωάννας Δεμερτζίδου που, αν ήθελε ο σκηνοθέτης, θα είχε την ικανότητα να οργώσει αυτή η ηθοποιός τη σκηνή, να φέρνει τα πάνω –κάτω, να επιβάλλει αναγκαστικές ανατροπές, αλλά είναι αρκετά φρόνιμη και ήπια -σκηνοθετική αδεία – κι ωστόσο, επιζεί σ’ έναν κόσμο άδικο, σκληρό, ανάλγητο, διπρόσωπο.

Αυτό συμβαίνει αργά- αργά, στην παράσταση που ανέβασε στο «Βασιλικό Θέατρο» το Κ.Θ.Β.Ε.

«Πώς μπορεί να είναι κανείς καλός, όταν τα πάντα είναι τόσο ακριβά;» Ο τελευταίος καλός άνθρωπος στη Γη, σύμφωνα με την ιστορία μας, ήταν μια πόρνη στην Κίνα, στο μακρινό Σε τσουάν. Ακόμα κι αυτή, η καλόπιστη κι αφελής Σεν Τε, χρειάστηκε να επινοήσει το κακό alter ego της για να επιβιώσει.

Στη σκιά του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, μεταξύ 1938-1940, ο Μπρεχτ, ήδη εξόριστος στη Σουηδία, γράφει ένα από τα σημαντικότερα έργα του. Ο διδακτισμός υποχωρεί, η ανθρώπινη φύση με τις αντινομίες της και τα ηθικά διλήμματα προσεγγίζονται με ποιητική διάθεση, οι λύσεις δεν είναι προφανείς, ενώ –σκωπτικά μπορούμε να πούμε – ο Σωκράτης με τον Κομφούκιο «ενώνουν» το ελληνικό πνεύμα με το κινέζικο, δανείζουν το μείγμα στον Γερμανό Μαρξιστή πρωτοπόρο του «επικού θεάτρου» Μπρεχτ κι εκείνος «σερβίρει» στην ανθρωπότητα την πνευματική τροφή της αλληγορίας, μέσα από τη φιλοσοφία και τη διανόηση.

«Ο καλός άνθρωπος του Σε τσουάν» πασχίζει εδώ και χρόνια να δώσει απάντηση στο αγωνιώδες ερώτημα που τον κατατρύχει: πώς να συνταιριάσει τη φυσική του καλοσύνη με τη σκληρή πραγματικότητα, την προσωπική του ευτυχία με κείνη των άλλων, το ήθος με την ιδιοτελή ηθική τού κέρδους;

Ανέβηκε για πρώτη φορά στη Ζυρίχη της Ελβετίας το 1943. Η δραματική του φόρμα ακολουθεί τους κανόνες του «μη αριστοτελικού δράματος» και του μπρεχτικού «επικού θεάτρου». Με το εξαιρετικό εύρημα του «διχασμού», ο Μπρεχτ δραματοποιεί τη διπλή υπόσταση του κόσμου, το αιώνιο χάσμα ανάμεσα στον άνθρωπο και τις κοινωνικές δομές που δημιουργεί, ανάμεσα στην υπαρξιακή ανάγκη και την οικονομική αναγκαιότητα, ανάμεσα στις ηθικές αξίες και την αδυσώπητη πραγματικότητα.

Η παραβολική δράση τοποθετείται στην Ανατολή. Τρεις θεοί έρχονται στη γη προς αναζήτηση, έστω, ενός καλού ανθρώπου, ώστε να δικαιολογείται η συνέχεια του κόσμου. Εντοπίζουν την καλόκαρδη Σεν Τε και ξεπληρώνουν με χρήματα τη φιλοξενία της. Εκείνη, ανήμπορη να συγκρατήσει – την καταστροφική για την ίδια – πλημμυρίδα της μεγαλοψυχίας της προς τους αναξιοπαθούντες συμπολίτες της, επινοεί έναν δεύτερο εαυτό, τον «ξάδελφο» Σουί Τα. Αυτός την απαλλάσσει απ’ όσους παρασιτούν σε βάρος της κι υπερασπίζεται, όποτε χρειαστεί, τα συμφέροντά της. Τούτη η απελπιστική λύση που υιοθετεί η Σεν Τε, τη διασώζει μεν κοινωνικά, τη συντρίβει δε, ψυχικά.

Τίποτα δεν απλουστεύεται. Αντίθετα, μια ιδιοφυής ύπαρξη με αντιφατικά χαρακτηριστικά αναδύεται, για ν’ αποδείξει πως στις οργανωμένες ταξικές κοινωνίες το Καλό δεν μπορεί να έχει φύση αμιγή και πως οι λύσεις δεν έρχονται, επ’ ουδενί, εξ’ ουρανού. Όπως σε όλη τη δραματουργία του Μπρεχτ, το τέλος παραμένει ανοιχτό και η φαινομενική αφηγηματική καθαρότητα εγείρει σύνθετα ερωτήματα, που στόχο έχουν ν’ αφυπνίσουν την κριτική συνείδηση του κοινού.

Στα χρόνια που πέρασαν από την περίοδο που γράφτηκε (1930 – 1941) το έργο, τα ιστορικά γεγονότα που μεσολάβησαν πριμοδότησαν την θεατρική τέχνη με πολλές ιδέες και απόψεις, ενώ σκηνοθέτες σ΄ όλον τον κόσμο τις διαπραγματεύθηκαν ή επεξεργάστηκαν, στο πλαίσιο του μεταπολεμικού προβληματισμού, για το τι είναι και σε τι μπορεί να στοχεύει, το πολιτικό, αριστερής ιδεολογίας, θέατρο. Τα ίδια τα έργα του Μπρεχτ, ωστόσο, παραμένουν πιο ενδιαφέροντα από ποτέ, σύγχρονα μετά τον μεταμοντερνισμό, θησαυροί για σκηνικούς πειραματισμούς, για πολυεπίπεδο στοχασμό και ψυχαγωγία υψηλών αξιώσεων.

Στην παράσταση του Κ.Θ.Β.Ε. η σκηνοθεσία του κ. Δημήτρη Καραντζά φέρνει μια πρόταση στα μέτρα του «θεάτρου μαριονέτας». Θεωρεί ότι έτσι σταθμίζει αποτελεσματικά την ελκυστική μυθοπλασία με την μπρεχτική προβληματική, θέτοντας αμφότερες στην υπηρεσία ενός φιλικού θεάματος προς τον θεατή, ακόμη κι από την προσχολική ηλικία, εφόσον και το σκηνικό είναι ένας μεγάλος γκρίζος τοίχος ψυχρού δωματίου, που πέφτει και δημιουργείται ένα άνοιγμα όμοιο με αυτό του κουκλοθέατρου και υπαινίσσεται μ’ αυτόν τον , μάλλον ανέμπνευστο τρόπο, τη χειραγώγηση ανθρώπων από χειριστικούς τύπους της αρπαγής, της μπαγαμποντιάς, της μαφιόζικης στρατηγικής.

Οι ηθοποιοί κινούνται σαν μαριονέτες, τρόπον τινά, σηκώνονται από τις καρέκλες τους, λένε τα λόγια τους και ξανακάθονται. Ακόμα κι ο μπερντές που σκαρώθηκε σε μια γωνιά για τις ανάγκες της αφήγησης, θυμίζει το σπίτι του Καραγκιόζη.

Όλοι τους, ασφαλώς, εξαιρετικοί ερμηνευτές, εδώ είναι πειθαρχημένοι εργάτες της σκηνής, ακολουθούν πειθήνια τις σκηνοθετικές οδηγίες και υπηρετούν το όραμα του κ. Καραντζά.

 Επίσης, η σκηνοθεσία τονίζει το στοιχείο της αποστασιοποίησης, ακυρώνοντας επιδεικτικά τη σύμβαση κοινού – σκηνής, ως τρόπου αφήγησης που δεν ταράσσει στο παραμικρό την ησυχία της πλατείας.

 Ίσως, δεν άρεσε σε αρκετούς θεατές αυτή η διαλεκτική σχέση ηθοποιών –θεατών, αλλά οι εκτιμήσεις όλων μας είναι υποκειμενικές. Θα πω, βέβαια,ότι το συγκεκριμένο ύφος της παρούσας παράστασης είναι πειραματικό, για να παρακολουθήσει το κοινό το πώς αντιλαμβάνεται ο σύγχρονος σκηνοθέτης τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η θεατρική γλώσσα και στη χώρα μας.

Οι μουσικές επί σκηνής από όργανα που οι μουσικοί: Δάνης Κουμαρτζής (κιθάρα), Αμαλία Σάνη (τσέλο), Κατερίνα Ταβλαδωράκη (κλαρινέτο),

παίζουν με δεινότητα, είναι μεν εύρημα σκηνοθετικό, αλλά δεν αποτελεί το κέντρο του κόσμου της. Ουσιωδώς η μουσική συνεργάζεται αρμονικά με τα υπόλοιπα στοιχεία της αφήγησης και λειτουργεί υποκινητικά, για ν΄ αναδείξει, ας πούμε, τους θεατρικούς χαρακτήρες και να αιτιολογήσει τα κίνητρα των πράξεών τους στην εξέλιξη της ιστορίας. Άλλωστε, η μουσική που έγραψε ο Δημήτρης Καμαρωτός μεγεθύνει την ησυχία της πλατείας.

Πρόκειται, λοιπόν, για ένα τολμηρό φορμαλιστικό εγχείρημα που προκαλεί τον θεατή σ’ έναν παθητικό τρόπο θέασης. Συμπράττουν σ’ αυτό όλοι οι συντελεστές: Ηθοποιοί, σκηνικά, κοστούμια, πρωτότυπη μουσική και, κυρίως, σκηνοθετική άποψη που πιστεύει ότι «εξαργυρώνει» τις επιταγές του Μπρεχτικού ρεαλισμού.

Ο κ. Δημήτρης Καραντζάς, υποθέτω, ότι μελέτησε στη λεπτομέρεια το κείμενο και τη μπρεχτική ρητορική, ανακατεύτηκε με τη λογική του κουκλοθέατρου, επέβαλε αργούς ρυθμούς, συνεργάστηκε με ευφυείς ανθρώπους, ικανότατους επαγγελματίες που τον ακολούθησαν πιστά και, τελικά, παρέδωσε στο κοινό μια συμβατική θεατρική εμπειρία.

Η ταλαντούχα ηθοποιός Ιωάννα Δεμερτζίδου αγωνίζεται να αποδώσει την εύθραυστη και αδυσώπητη δυαδικότητά της, κάθε φορά που απεκδύεται την καλοσύνη και ντύνεται την κακία, όπως της δίδαξε ο σκηνοθέτης.

Ο μυώδης και λεβεντόκορμος Νίκος Μήλιας, πείθει ως αεροπόρος, ως στιβαρό αρσενικό, για το ανάλγητο και τα πολλαπλά πρόσωπα ενός αιθεροβάμονα έρωτα, που ξέρει να ξεγελά ακόμη και αυτόν που πάει να σε γελάσει. 

O πολύ καλός ηθοποιός Χρίστος Στυλιανού, αναλαμβάνει τον μαραγκό «Λιν Το» κάνοντας το λίγο, πολύ!

Ο έμπειρος Ορέστης Παλιαδέλης εντυπωσιάζει στον ρόλο του νερουλά. Η Ελένη Θυμιοπούλου είναι πράγματι απολαυστική συμφεροντολόγα, ιδίως όταν ξεσπά σ’ ένα μακρόσυρτο γέλιο που, ευτυχώς, ταρακουνά κάπως την ηρεμία της αίθουσας, μα κι όλος ο θίασος κινείται σύμφωνα με τις σκηνοθετικές οδηγίες και συνεργάζεται με τους υπόλοιπους συντελεστές, ώστε να έρθει ένα ποθητό φινάλε στην μακροσκελή παράσταση.

Ακούμε στην αρχή: «Α, πολύ ωραίος μα την αλήθεια αυτός ο κόσμος!
Παντού δυστυχία, προστυχιά και απελπισία! Ακόμα και τα τοπία κατάντησαν αποκρουστικά: Τα όμορφα δέντρα είναι κουτσουρεμένα κι έχουν γίνει τηλεγραφόξυλα, και πέρα από τα βουνά, βαριά σύννεφα καπνού και βροντές από κανόνια! Πουθενά, πουθενά ούτε ένας καλός άνθρωπος!». Στον δε επίλογο, λέει ο ηθοποιός: «Το πώς θα πάψει αυτό το κακό, ψάχτε να το βρείτε μονάχοι σας. Πήγαινε, ψάξε, αγαπημένο μου κοινό. Μια κατάλληλη λύση πρέπει να υπάρχει. Όχι στο θέατρο, ψάξε τη στη ζωή!».

Ενδιαφέρουσα η μετάφραση της Άννυς Κολτσιδοπούλου, ενώ ο μεγάλος πρωταγωνιστής είναι ο φωτισμός του Δημήτρη Κασιμάτη. Είναι «ακριβό» δώρο σ’ αυτή την «επίπεδη» παράσταση του κρατικού Βορειοελλαδίτικου φορέα.

Να σημειώσω ότι το έργο σκηνοθέτησε για το Κ.Θ.Β.Ε. ο Μίνως Βολανάκης το 1965 και ο Πέτρος Ζηβανός, το 2002. Επίσης, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος συμμετείχε στα 49α Δημήτρια με αυτό το έργο, σε σκηνοθεσία Γιάννη Μαργαρίτη. Επρόκειτο για παραγωγή που αποτέλεσε Διπλωματική Εργασία Αποφοίτων Δραματικής Σχολής  του 2014.

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ:
Μετάφραση: Άννυ Κολτσιδοπούλου

 Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς

Σκηνικά: Κωνσταντίνος Σκουρλέτης, Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη

 Μουσική: Δημήτρης Καμαρωτός

 Επιμέλεια κίνησης: Αλέξης Τσιάμογλου

Φωτισμοί: Δημήτρης Κασιμάτης

 Βοηθός σκηνοθέτις -Δραματολόγος: Κορίνα Βασιλειάδου

 Βοηθός σκηνογράφου: Μανώλης Ψωματάκης

 Βοηθός ενδυματολόγου: Σόνια Καϊτατζή

Οργάνωση παραγωγής: Μαρίνα Χατζηιωάννου

 Οδηγός σκηνής: Marleen Verschuuren,

Φωτογραφίες: Mike Rafail (ThatLong Black Cloud)
 
* βοηθός σκηνοθέτηστο πλαίσιο πρακτικής άσκησης: Ελίνα Τσιορμπατζή

Παίζουν οι ηθοποιοί (με αλφαβητική σειρά: Μελίνα ΑποστολίδουΤζωρτζίνα ΔαλιάνηΙωάννα ΔεμερτζίδουΕλένη ΘυμιοπούλουΣτέλιος Καλαϊτζής, Γιάννης ΚαραμφίληςΆγγελος ΚαρανικόλαςΝίκος ΚουσούληςΝίκος Μήλιας, Χρυσή ΜπαχτσεβάνηΒασίλης ΜπεσίρηςΔημήτρης ΝαζίρηςΜπέττυ ΝικολέσηΙωάννα ΠαγιατάκηΟρέστης ΠαλιαδέληςΓιώργος Παπαδάκος, Βασίλης Παπαδόπουλος, Ιωάννα ΠιατάΧρίστος ΣτυλιανούΣτέργιος Τζαφέρης, Μαρία Χατζηιωαννίδου
 
*Έκτακτη αντικατάσταση: Λουκία ΒασιλείουΧρήστος Τσάβος, Γιάννης Τσεμπερλίδης

Μουσικοί επί σκηνής: Δάνης Κουμαρτζής (κιθάρα), Αμαλία Σάνη (τσέλο), Κατερίνα Ταβλαδωράκη (κλαρινέτο)

ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading
Advertisement

Προτεινόμενα