Connect with us

Πολιτισμός

Η πολυσυζητημένη «Ορέστεια», σε σκηνοθεσία Θόδωρου Τερζόπουλου, στο 67ο Φεστιβάλ Φιλίππων!

Η-πολυσυζητημένη-«Ορέστεια»,-σε-σκηνοθεσία-Θόδωρου-Τερζόπουλου,-στο-67ο-Φεστιβάλ-Φιλίππων!

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ

Θαρρείς, είναι ιστορία τρόμου γεμάτη μίση, εκδίκηση, φονικά, αίμα. Με έντονη δράση, σασπένς και συναισθηματικές εκρήξεις. Η «Ορέστεια» του Αισχύλου, η μοναδική σωζόμενη αρχαία τριλογία από την κλασική αθηναϊκή δραματουργία που πρωτοπαρουσιάστηκε το 458 π.Χ., αποτελείται από τις τραγωδίες «Αγαμέμνων», «Χοηφόροι» και «Ευμενίδες».

Η αφήγηση για τα πάθη του οίκου των Ατρειδών ξεκινάει από τη θυσία της Ιφιγένειας στον «Αγαμέμνονα». Αυτή ορίζει το έργο ψυχικά, δραστικά, ποιητικά. Έχουμε την επιστροφή του βασιλιά Αγαμέμνονα και τη δολοφονία του από τη γυναίκα του Κλυταιμνήστρα, η οποία περίμενε 10 χρόνια την επιστροφή του και είχε λόγους να διαπράξει το έγκλημα.

Για τη σκηνοθεσία και τη διασκευή από τον δάσκαλο Θόδωρο Τερζόπουλο, η Κλυταιμνήστρα δεν είναι ούτε άντρας ούτε γυναίκα, αλλά ένα πλάσμα που άφησε τη μήτρα του στην Αυλίδα. Από τη στιγμή που της πήραν την Ιφιγένεια δεν είναι η ίδια. Υιοθετεί χαρακτηριστικά του κυρίαρχου φύλου, για να επιβιώσει σε μια πατριαρχική συνθήκη και με εμμονή περιμένει να εκδικηθεί τη θυσία του παιδιού της. Η μετάλλαξή της επηρεάζει την αφήγηση και τη δράση. Το βασικό δίπολο της ιστορίας είναι η σύγκρουσή της με τον Χορό.

Οι «Χοηφόροι» συμπυκνώνουν το μεγαλύτερο κομμάτι της δράσης της τριλογίας. Είμαστε δέκα χρόνια μετά τον φόνο του Αγαμέμνονα, σε μια ηλεκτρισμένη κατάσταση αναμονής. Ο παλιός κόσμος, όπως τον γνώρισαν οι ήρωες, έφτασε σε τέλμα και πρέπει κάτι να συμβεί. 

Το έργο ξεκινάει με την επιστροφή του Ορέστη, που όλοι τον περιμένουν ως εκδικητή για τον φόνο του πατέρα του, αλλά και για να βάλει ένα τέλος στον φαύλο κύκλο του αίματος. Θα κόψει τον ομφάλιο λώρο με το παρελθόν, διαπράττοντας το πιο δύσκολο έγκλημα, αυτό της μητέρας του. Είναι ο άνθρωπος που θα φέρει το καινούργιο.

Το τρίτο μέρος της αισχύλειας τραγωδίας είναι οι «Ευμενίδες». Εδώ βρίσκουμε πολλές καινοτομίες. Για παράδειγμα, δεν υπάρχει ενότητα του χώρου ούτε του χρόνου. Από τους Δελφούς βρισκόμαστε ξαφνικά στην Αθήνα, αλλά δεν ξέρουμε πόσα χρόνια μεσολάβησαν. Έχουμε την καταδίωξη του Ορέστη από τις Ερινύες και τη διαδικασία που θα χρειαστεί για να εξευμενιστούν, αθωώνοντας το έγκλημά του.

 Η λύση δίνεται στον Άρειο Πάγο, στο δικαστήριο των Αθηνών. Ορέστης και Ερινύες υπερασπίζονται τις θέσεις τους. Με την ψήφο της Αθηνάς κηρύσσεται αθώος. Η δίκη των θεών γίνεται δικαιοσύνη των ανθρώπων.

Το έργο δείχνει πώς διαχειρίζεται κάποιος το πολιτικό, προσωπικό και γενεαλογικό παρελθόν του. Όταν ο Ορέστης αθωώνεται και δίνει όρκο στην πόλη της Αθήνας, δε μιλάει για τον εαυτό του αλλά και για τους προγόνους και τους απογόνους. Οι Ερινύες έχουν καταχωρισθεί στη συνείδησή μας σαν κάτι κακό, αλλά εδώ είναι οι πρωταγωνίστριες. Πρεσβεύουν το παλιό δίκαιο, αλλά συγχρόνως είναι αδέκαστες και ακριβοδίκαιες.

Ο μύθος των Ατρειδών, της καταραμένης γενιάς, που βρέθηκε στο κέντρο των ιστορικών εξελίξεων του αρχαϊκού κόσμου, ήταν θέμα πολύ αγαπητό στην ποίηση των αρχαίων.

Ο σπουδαίος Έλληνας σκηνοθέτης Θόδωρος Τερζόπουλος δουλεύει σε βάθος, έως τον πυρήνα του μύθου, και δημιουργεί μια παράσταση σ’ ένα έργο απ’ όλες τις πλευρές κομβικό, γιατί με συμβολικό τρόπο διαπραγματεύεται ιδέες, αξίες, θεσμούς, επινοήσεις και δόγματα, σε βαθμό που να θεωρείται επάξια ως κιβωτός της μεγάλης εκείνης στιγμής της ανθρώπινης συνείδησης.

 Αυτός ο κόσμος ανήκει και για τον ποιητή και για τον θεατή σε ένα απώτερο ιστορικό παρελθόν, ενώ οι μορφές που αντιπροσωπεύουν αρχέτυπα σύμβολα είναι καθολικές, αδρές, όχι ειδικές ή εξατομικευμένες περιπτώσεις. Διατηρούν έτσι όλο το μεγαλείο τους. Φόνοι, εκδίκηση, συνομωσίες, επερχόμενη τιμωρία, συνθέτουν την πλοκή του όλου δράματος στη διάρκεια των διακοσίων λεπτών που διαρκεί αυτή η μεγαλειώδης παράσταση.

 Ένας φόνος μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά και τιμωρείται. Ατρέας, Ιφιγένεια, Αγαμέμνονας, Κλυταιμήστρα, Ορέστης. Μια αλυσίδα εγκλημάτων, που το ένα ακολουθεί το άλλο, σαν αποτέλεσμα του πρώτου.

Ο μέγιστος σκηνοθέτης με διεθνή καταξίωση Θόδωρος Τερζόπουλος, στην πρώτη του συνεργασία με το Εθνικό Θέατρο, δραματοποιεί τη μετεξέλιξη της έννοιας της Δικαιοσύνης από την κυριαρχία του θεϊκού δικαίου (θεοκρισία) στη νομιμοποίηση του ανθρώπινου δικαίου, από ένα δικαστήριο θνητών. Εξετάζει, επίσης, την πορεία του ανθρώπου από την αυτοδικία στη θεσμοθετημένη Δίκη, θεωρώντας την ως τον μοναδικό τρόπο επιτυχούς διευθέτησης των ανθρώπινων σχέσεων. Έτσι, το έργο θέτει τις προϋποθέσεις της ευημερίας της πόλης και της κοινωνικής ειρήνης, που είναι ο σεβασμός στη Δίκη με την ευρεία έννοια.

Τα πρόσωπα του δράματος αποτυπώνουν με τα πάθη τους τα στάδια αυτής της διαδικασίας, διαγράφοντας ταυτόχρονα την οδυνηρή πορεία προς την τελική γνώση.

Στον «Αγαμέμνονα» και στους «Χοηφόρους» επικρατεί η λογική της ανταπόδοσης, της εκδίκησης και της αυτοδικίας. Η Κλυταιμνήστρα σκοτώνει τον άντρα της, τον Αγαμέμνονα, εκδικούμενη για τη θυσία της κόρης της Ιφιγένειας, ο Ορέστης στους Χοηφόρους σκοτώνει τη μητέρα του εκδικούμενος τον θάνατο του πατέρα του.

Στις «Ευμενίδες» η παρέμβαση της Αθηνάς, όχι απλώς κλείνει τον κύκλο του αίματος, αλλά δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την επικράτηση της έννομης τάξης, του κράτους δικαίου και της κοινωνικής ειρήνης.

Η βία δίνει τη θέση της στην Πειθώ, η αντεκδίκηση στη Δικαιοσύνη. Ο Άρειος Πάγος αναγορεύεται σε κορυφαίο δημοκρατικό θεσμό, φράγμα στην αδικία, στη βία, στην αναρχία και η απονομή της Δικαιοσύνης, είναι πράξη ανθρώπινης ευθύνης.

Στην παράσταση του «αρχιτέκτονα» Θόδωρου Τερζόπουλου μάχονται δύο αντιλήψεις περί δικαίου: Το αρχαίο δίκαιο

και το νέο. Το αρχαίο είναι αυτό που εκπροσωπείται από τις Ερινύες, τις πανάρχαιες χθόνιες θεότητες, και από την κληρονομική «Αρά». Πρόκειται για ένα δίκαιο που βασίζεται στον τυφλό νόμο της εκδίκησης και απαιτεί νέο αίμα για εκείνο που χύθηκε.

«Ο Αισχύλος κατασκευάζει, χτίζει, με την ιστορία των Ατρειδών ένα έργο που θα μείνει στην ιστορία, σαν μνημείο άφταστης μεγαλοσύνης του ανθρώπινου πνεύματος πέρα όμως απ’ αυτό εκπονεί, θα λέγαμε, το ανθρωπολογικό πρόγραμμα της Δύσης»

Ο Αισχύλος κατασκευάζει, χτίζει με την ιστορία των Ατρειδών ένα έργο που Μένει στην Ιστορία, σαν μνημείο άφταστης μεγαλοσύνης του ανθρώπινου πνεύματος. Πέρα όμως απ’ αυτό, εκπονεί, θα λέγαμε, το ανθρωπολογικό πρόγραμμα της Δύσης, έτσι όπως μας το πρόσφερε η μετάφραση της Ελένης Βαροπούλου κι έτσι όπως αναπαρίσταται στο αρχαίο κατάμεστο θέατρο των Φιλίππων, σ’ ένα σκηνικό που υπογράφει ο ίδιος ο σκηνοθέτης κι έτσι όπως το φωτίζει ο ίδιος..

Μια γυμνή ξύλινη κυκλική πλατφόρμα σκεπάζει όλο το εύρος της ορχήστρας , χωρισμένη σε τεταρτημόρια. Πίσω της ανοικτή η είσοδος στο ανάκτορο. Απλή, σιδερένια, διαβρωμένη. Περιμετρικά της ορχήστρας, μια στοίβα με ματωμένα σεντόνια, για να χρησιμοποιηθούν με διάφορους τρόπους, από την αρχή ως το τέλος.

 Με αναμμένα ακόμη τα φώτα, η παράσταση ξεκινά με τον φύλακα ( Τάσος Δήμας) να ταλανίζεται από σμήνη μυγών. Σαφώς, δάνειο από την «Οδύσσεια της Ελευθερίας» του Σαρτρ, όπου το 1943 ο Γάλλος φιλόσοφος εμπνεύστηκε από τον ελληνικό μύθο των Ατρειδών και αναπτύσσει μία φιλοσοφική αντίληψη της τραγωδίας με υπαρξιστικά στοιχεία.

 Ακολουθεί η είσοδος του Χορού, που σκλαβώνει από το πρώτο λεπτό το κοινό και το κρατά ως το φινάλε δέσμιο στις κινήσεις του, στον λόγο του, στα εικαστικής ομορφιάς σχήματά του, στο σωματικό, τελετουργικό εκστατικό βάδισμά του, στη φορμαλιστική απόδοση, που εδώ και χρόνια διδάσκει ο παγκόσμιας αναγνώρισης σκηνοθέτης.

Αυτή η φόρμα δικαιολογεί και το ύφος της παράστασης, δικαιολογεί τον βερμπαλιστικό, ίσως, τρόπο ερμηνείας του Σάββα Στρούμπου στον ρόλο του Αγαμέμνονα και της Σοφίας Χίλλ σ’ αυτόν της Κλυταιμνήστρας, αλαζόνες και δυο, εμφορούμενοι από την έπαρση της εξουσίας τους.

 Έξοχη η σκηνή της υποδοχής του Αγαμέμνονα, καθώς στρώνεται το κόκκινο χαλί και στεφανώνεται η άφιξη από την πρωτότυπη μουσική του Παναγιώτη Βελιανίτη, ενώ το ματωμένο ύφασμα «κοσμεί» τα σώματα – πτώματα των νεκρών στρατιωτών.

 Υπερταλαντούχοι οι ηθοποιοί που συγκροτούν τον σπουδαίο Χορό, αυτόν τον σκληρά δουλεμένο Χορό, αυτές τις δυνάμεις – καθόλου εξατομικευμένες ή αφηρημένες – που δρούνε και στα τρία μέρη ως πρόσωπα ομοιογενούς ομάδας, εκφράζοντας τα αισθήματα άλλοτε με επική υπόσταση κι άλλοτε με λυρική ορμή, πάντα όμως, με εξαίσια σωματική κίνηση.

 Έτσι, πραγματοποιούν μια εκπληκτική σύνθεση μεταξύ ποίησης, μουσικής, άσκησης, πιστοποιώντας ως αληθή τον ορισμό της χορείας: απόλυτη ισότητα της σωματικής γλώσσας, ώστε η τεχνική τους να συγκεκριμενοποιεί στον θεατή, έναν άλλον θεατή -κριτή της δράσης, ικανό να σχολιάσει, δηλαδή έναν «ιδανικό θεατή».

 Ανυψούμενος αυτός ο εικοσαμελής Χορός πάνω από το κείμενο των δραματικών προσώπων, υποκαθιστά τον βαθύτερο λόγο του συγγραφέα, εξασφαλίζει το πέρασμα από το ειδικό στο γενικό, μεγεθύνει τις τρεις ιστορίες σε ένα ανυπέρβλητο επίπεδο, πολλαπλασιάζει τη δυνατότητα της θεατρικής τέχνης για ανακάλυψη, ενδοσκόπηση, ίσως και γενίκευση.

Επιβάλλεται η αναφορά σ’ αυτούς: Μπάμπης Αλεφάντης, Ναταλία Γεωργοσοπούλου, Κατερίνα Δημάτη, Κωνσταντίνος Ζωγράφος, Πύρρος Θεοφανόπουλος, Ελλη Ιγγλίζ, Βασιλίνα Κατερίνη, Θάνος Μαγκλάρας, Ελπινίκη Μαραπίδη, Αννα Μαρκά Μπονισέλ, Λυγερή Μητροπούλου, Ρόζυ Μονάκη, Ασπασία Μπατατόλη, Νίκος Ντάσης, Βαγγέλης Παπαγιαννόπουλος, Σταύρος Παπαδόπουλος, Μυρτώ Ροζάκη, Γιάννης Σανιδάς, Αλέξανδρος Τούντας, Κατερίνα Χιλλ, Μιχάλης Ψαλίδας.

 Η Κασσάνδρα της μοναδικής ‘Εβελυν Ασουάντ, είναι μια μεγάλη αποκάλυψη για το ευρύ κοινό. Φορτίζει συναισθηματικά το κοίλο με την υπέροχη φωνή της στο μοιρολόι και στο αραβόφωνο τραγούδι της. Ανατριχιαστική ερμηνεία.

 Ξεχωριστός και ο Αίγισθος του Δαυίδ Μαλτέζε, θεϊκή, δεσποτική η εξαίρετη Αγλαΐα Παππά ως Αθηνά, αλλά και όλοι οι υπόλοιποι χαρακτήρες, ισοδύναμοι και στα τρία μέρη. Στους «Χοηφόρους» το μπλε αντικαθιστά το κόκκινο του «Αγαμέμνονα», αλλά η εικαστική υπεροχή υπερκεράζει πολλές φορές τη δράση. Ωστόσο, παραμένει συγκινητική η στιγμή της αναγνώρισης του Ορέστη (Κώστας Κοντογεωργόπουλος) με την Ηλέκτρα (Νιόβη Χαραλάμπους), στο γνωστό ύφος της υπερβολικής εκφοράς του λόγου.

Οι Ερινύες μετατρέπονται σε Ευμενίδες – συγγραφέως επιτρέποντος- ο σημαντικός σκηνοθέτης και δραματουργός Θόδωρος Τερζόπουλος επισημαίνει την ιστορική στιγμή, αλλά αμφιβάλλει για την εφαρμογή των αποφάσεων και τη λειτουργία των θεσμών στη διάρκεια του χρόνου, ενώ αμέσως μετά το τέλος του μονολόγου της Αθηνάς και μετά την τακτοποίηση των θεσμικών εκκρεμοτήτων, δηλώνεται ευθέως ότι η Δημοκρατία και η Δικαιοσύνη πάσχουν, χωλαίνουν.

 Στη μέση της ορχήστρας είναι ένα νεαρός, τυλιγμένος στα ματωμένα σεντόνια και από τα μεγάφωνα αρχίζουν ν’ ακούγονται ήχοι βομβαρδισμών, πυροβολισμών ενός πολέμου, και φράσεις που αναφέρονται σε διάφορα εμπόλεμα σημεία του κόσμου, με έμφαση στη Γάζα, σε αμερικανικούς διαλόγους και συνθήματα, για άλλους μη αποδεκτά “ κλισαρισμένα” τοπία διαμαρτυρίας και γι’ άλλους εύστοχη στηλίτευση σημερινής αιμοσταγούς πολιτικής δυνάμεων.

 Οπότε, κατά τον σκηνοθέτη, έτσι στιγματίζεται η διαχρονικότητα του έργου, έτσι υπηρετείται από όλους τους συντελεστές το όραμα του σκηνοθέτη και δραματουργού Θόδωρου Τερζόπουλου, σ’ αυτό το πολύωρο θεατρικό επίτευγμα, που ο κόσμος ανταμείβει με παρατεταμένο χειροκρότημα και επευφημίες στο φινάλε.

Η «Ορέστεια» του Αισχύλου έχει παρουσιαστεί από το Εθνικό Θέατρο στην Επίδαυρο πέντε φορές μέχρι σήμερα: το 1954 και το 1959 σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη, το 1972 σε σκηνοθεσία Τάκη Μουζενίδη, το 2001 σε σκηνοθεσία Γιάννη Κόκκου και το 2019 με την Ιώ Βουλγαράκη, τη Λίλλυ Μελεμέ και τη Γεωργία Μαυραγάνη, που σκηνοθέτησαν τα έργα Αγαμέμνων, Χοηφόροι και Ευμενίδες αντίστοιχα, στην πρώτη τους σκηνοθετική παρουσία στην Επίδαυρο.

Η φετινή παράσταση της «Ορέστειας», σε σκηνοθεσία Θεόδωρου Τερζόπουλου, χαρακτηρίζεται από το κοινό, ως «το πολιτιστικό γεγονός του καλοκαιριού»!

Θα το κρατήσει η μνήμη μας στα πολύτιμα, τα ξεχωριστά, που δεν μπορεί να τα αλλοιώσει ο χρόνος.

Συντελεστές

Μετάφραση: Ελένη Βαροπούλου.
Σκηνοθεσία – Δραματουργική επεξεργασία: Θεόδωρος Τερζόπουλος.
Συνεργάτης σκηνοθέτης: Σάββας Στρούμπος.
Σκηνικά – Κοστούμια – Φωτισμοί: Θεόδωρος Τερζόπουλος.
Πρωτότυπη μουσική σύνθεση: Παναγιώτης Βελιανίτης.
Σύμβουλος δραματολόγος: Μαρία Σικιτάνο.
Δραματολόγος παράστασης: Ειρήνη Μουντράκη.
Βοηθός σκηνοθέτη: Θεοδώρα Πατητή.
Συνεργάτης σκηνογράφου: Σωκράτης Παπαδόπουλος.
Συνεργάτιδα ενδυματολόγου: Παναγιώτα Κοκκορού. 
Συνεργάτης φωτιστή: Κωνσταντίνος Μπεθάνης.
Καλλιτεχνική συνεργάτιδα: Μαρία Βογιατζή.

Παίζουν: Έβελυν Ασουάντ (Κασσάνδρα), Τάσος Δήμας (Φύλακας/Προπομπός), Κωνσταντίνος Ζωγράφος (Πυλάδης), Ελλη Ιγγλίζ (Τροφός), Κώστας Κοντογεωργόπουλος (Ορέστης), Δαυίδ Μαλτέζε (Αίγισθος), Αννα Μαρκά Μπονισέλ (Προφήτις), Νίκος Ντάσης (Απόλλων), Ντίνος Παπαγεωργίου (Κήρυκας), Αγλαΐα Παππά (Αθηνά), Σάββας Στρούμπος (Αγαμέμνων), Αλέξανδρος Τούντας (Οικέτης), Νιόβη Χαραλάμπους (Ηλέκτρα), Σοφία Χιλλ (Κλυταιμνήστρα/Το Είδωλον της Κλυταιμνήστρας).

Χορός: Μπάμπης Αλεφάντης, Ναταλία Γεωργοσοπούλου, Κατερίνα Δημάτη, Κωνσταντίνος Ζωγράφος, Πύρρος Θεοφανόπουλος, Ελλη Ιγγλίζ, Βασιλίνα Κατερίνη, Θάνος Μαγκλάρας, Ελπινίκη Μαραπίδη, Αννα Μαρκά Μπονισέλ, Λυγερή Μητροπούλου, Ρόζυ Μονάκη, Ασπασία Μπατατόλη, Νίκος Ντάσης, Βαγγέλης Παπαγιαννόπουλος, Σταύρος Παπαδόπουλος, Μυρτώ Ροζάκη, Γιάννης Σανιδάς, Αλέξανδρος Τούντας, Κατερίνα Χιλλ, Μιχάλης Ψαλίδας.

ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading
Advertisement
Click to comment

You must be logged in to post a comment Login

Leave a Reply

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Πολιτισμός

Διαμαντής Αξιώτης: Γιώργος Χειμωνάς: Βασιληάς της Ασίας

Διαμαντής-Αξιώτης:-Γιώργος-Χειμωνάς:-Βασιληάς-της-Ασίας

του Παύλου Λεμοντζή

Πέρασαν κιόλας είκοσι πέντε χρόνια, αφότου ο Γιώργος Χειμωνάς σφράγισε τα μάτια του στο Παρίσι, αφήνοντας σε δικούς και φίλους σπαραγμό για τον αλλόκοτο χαμό του, που συμπαρέσυρε στον αφανισμό και όλα τα χαρτιά του. Ανάμεσά τους και το αφήγημα «Γερτρούδη», που ο ίδιος, από ό,τι διάβασα, το φαντάστηκε σαν κορυφή και σαν χαράδρα της ζωής και της γραφής του.

Τι έγινε το χειρόγραφο, ένας θεός το ξέρει. Όπως κι αν έχει το πράγμα, μαζί με το Γιώργο Χειμωνά, χάθηκε και η «Γερτρούδη», με τρόπο μάλιστα που ο διπλός αυτός χαμός θα μπορούσε να γίνει μυθιστόρημα κι αν ζούσε ακόμη, θα το έγραφε ο ίδιος ο Χειμωνάς, γιατί ο γιατρός, φιλόσοφος – στοχαστής, συγγραφέας και ζωγράφος Γιώργος Χειμωνάς, έπαιζε μια ζωή με τον θάνατο: έβαζε ενέχυρο σ’ αυτό το παιχνίδι τη ζωή του, για να κερδίσει ένα γραφτό, κάθε φορά το τελευταίο. Σαν τον Ιππότη στην «Έβδομη Σφραγίδα» του Μπέργκμαν, φορώντας πάντα μαύρα, περήφανος κι ωραίος.

Έτσι τον είδε ο σημαντικός Καβαλιώτης συγγραφέας Διαμαντής Αξιώτης και του αφιέρωσε το πρόσφατο βιβλίο του «Γιώργος Χειμωνάς- ο Βασιληάς της Ασίας», χαρακτηρίζοντάς το «μυθοπλαστικό ντοκουμέντο», στο οποίο ο αναγνώστης συναντά πολύ περισσότερες αλήθειες από τον μύθο.

 Ο Διαμαντής Αξιώτης τον φέρνει στην γενέτειρά του για ένα – λογοτεχνική αδεία ή και επιθυμία – τέλος στον τόπο που έκλαψε πρώτη φορά, μόλις βγήκε από τη μήτρα της μάνας του. Βάζει αφηγήτρια μια γυναίκα, την Θαυμασία, ένα αερικό ερωτευμένο με τον Χειμωνά, μπορεί η αινιγματική γυναίκα-ερωμένη Ελένη Ξένου από τον «Εχθρό του Ποιητή» ή , γιατί όχι, δίνει φωνή και λόγο στη χαμένη «Γερτρούδη» του και στις τέσσερις συνιστώσες του «Βασιληά της Ασίας»: «Φαντασμαγορία», «Φόβος», «Έρωτας» και «Κλέφτης», έτσι όπως τυπώθηκαν στο περιοδικό «Υπόστεγο» της Στέγης το 1992. Ταυτόχρονα, μοιράζει σπαράγματα από τα έργα του Χειμωνά: «Πεισίστρατος», «Η εκδρομή», «Μυθιστόρημα», «Ο γιατρός Ινεότης», «Οι Χτίστες» και «Τα ταξίδια μου», ανάμεσα στο λυρικό, ηθογραφικό πυκνό, άλλοτε λόγιο κι άλλοτε αφηγηματικό γράφημά του.

 Θα μπορούσα να πω επίσης, για την αφηγήτρια Θαυμασία, ότι εννέα «μαθήματα» παραδεδομένα στον αναγνώστη από τον ίδιο τον Χειμωνά συνιστούν μια απαραίτητη, ίσως, μαθητεία για την προσέγγιση του έργου του. Αν και ο ίδιος ο Χειμωνάς διαχωρίζει ρητά το θεωρητικό από το λογοτεχνικό του έργο και αρνείται τη μελέτη του πρώτου ως προϋπόθεση για την προσέγγιση του δεύτερου, είναι μεγάλος ο πειρασμός του κάθε επίδοξου μελετητή της λογοτεχνίας του Χειμωνά να εισδύσει στη σκέψη του τελευταίου μέσω των κειμένων του για τον λόγο.

 Με τον ίδιον ακριβώς τρόπο, και παρά τις κατηγορηματικές διευκρινίσεις του συγγραφέα για το αντίθετο, ο αναγνώστης του Χειμωνά δύσκολα μπορεί να αγνοήσει την πολύχρονη και επιστημονικά αναγνωρισμένη θητεία του στη θεωρητική και έμπρακτη άσκηση της Ψυχιατρικής επιστήμης. Οπότε, από μία άποψη, η «Θαυμασία» είναι ενσάρκωση αυτής της ιδέας του Διαμαντή Αξιώτη. Να προσαρμόσει το φρέσκο βιβλίο του στις ιδιότητες του ήρωά του.

 «Σκέπτομαι τώρα», έγραψε κάποτε ο Γεωργουσόπουλος, «ότι από την αρχαιότητα έρχεται ο μύθος για τον «Σκοτεινό» Ηράκλειτο, Ο Διογένης ο Λαέρτιος αναφέρει το ανέκδοτο ότι ο Σωκράτης συντήρησε αυτόν τον «μύθο», όταν, αφού διάβασε τα χειρόγραφα που του ενεχείρισε ο Ευριπίδης με το «Περί Φύσεως» σύγγραμμα του Εφέσιου σοφού, διατύπωσε τη γνώμη πως είναι καταπληκτικά όσα κατάλαβε από τα διανοήματα του Ηράκλειτου, αλλά υποπτευόταν πως ήταν καταπληκτικότερα όσα δεν κατάλαβε και χρειάζονταν «Δήλιο κολυμβητή». Τόσα, δηλαδή, δύσκολα περάσματα είχε η τρικυμιώδη θάλασσα της φιλοσοφίας του, ώστε χρειαζόταν επιτήδειος και τολμηρός κολυμβητής για να φθάσει απέναντι, στο πέρας, ακτή.

 Ανάλογη μοίρα έχουν πάμπολλοι μεγάλοι διανοητές, επιστήμονες και κυρίως ποιητές. Για τον Ηράκλειτο η μοίρα επεφύλαξε αιώνες μια σπαραγμένη αποσπασματικότητα, που ενέτεινε την τάχα μου σκοτεινότητά του. Και ονόμαζαν σκοτεινότητα την πυκνότητα της γραφής του, τον προφητικό του τόνο, τις έντονες και υπερφυείς εικόνες και την παιγνιώδη λεξιμαγεία του».

 Στην Ελλάδα η πρόσληψη του Γιώργου Χειμωνά είχε μιαν ανάλογη τύχη. Από τα πρώτα γραπτά του, τον πρωτόλειο «Πεισίστρατο» η κριτική τον υποδέχτηκε, χωρίς βέβαια επιφυλάξεις, ως πειραματιστή κατ’ αρχάς και πρωτοποριακό λογοτέχνη, αλλά του πρόσαψε συνάμα και τη σφραγίδα του δυσπρόσιτου, του αινιγματώδους, του λαβυρινθώδους, του σκοτεινού, του συμβολιστή και του οικοδόμου αλληγοριών.

Στον δικό του «Βασιληά της Ασίας», ο Διαμαντής Αξιώτης, τον κατεβάζει στη Γη, τον απεκδύει από την φορεσιά του δυσπρόσιτου, τον στέφει, βεβαίως, με το στέμμα του καλλίστου ανάμεσα σε τρανταχτά ονόματα της ελληνικής λογοτεχνίας, τον σεργιανάει – μαζί κι εμάς – στην Καβάλα περασμένων δεκαετιών, περιγράφει εξαίσια τη χερσόνησο της Παναγίας με τα απομεινάρια που κληροδότησε στην πόλη ο Μεχμέτ Αλή, παραθέτει συμβάντα – με ντοκουμέντα – που διημείφθησαν σε αίθουσες με βιβλία και σε άλλες με ποτά, όπως ακριβώς τα είχε διοργανώσει το Δ.Σ. της Στέγης του 1989 και η επιτροπή του παλιού «Υπόστεγου».

Ακόμη, του ανοίγει τις πόρτες της Καβάλας από Ανατολάς και Δυσμάς και ακουμπάει την Ξάνθη και τη Δράμα, χαϊδεύει με κοσμητικά επίθετα τη Θάσο και φωτογραφίζεται στη Νέα Πέραμο, με όλη την παρέα των ντόπιων και επισκεπτών ανθρώπων του πνεύματος, των γραμμάτων και των τεχνών.

 Αποτίνει φόρο τιμής σε διανοούμενους που γέννησε η πόλη, όπως ο Κρίτων Χουρμουζιάδης, και σε επισκέπτες ιδίου βεληνεκούς, ενώ γενναιόδωρα προσφέρει στους αναγνώστες εικόνες από μια ξεχασμένη εποχή και κι έναν πολύτιμο θησαυρό από λέξεις που σαγηνεύουν, από παρομοιώσεις και μεταφορές, από φράσεις που φανερώνουν τις πολυεπίπεδες γνώσεις του, την λογοτεχνική του ωριμότητα, την περιπλάνησή του ανάμεσα στο φανταστικό και στο πραγματικό και βάζει τη δική του υπογραφή πλάι στους κατά καιρούς κριτικούς του παλίμψηστου έργου του Καβαλιώτη, αλλά Γαλλοθρεμμένου «Άγγελου ξιφήρη, ολόσωμο αρχάγγελο Ουριήλ». Αληθινό ή καμωμένο από σύννεφο, αυτό που ανυψώνει η δεινότητα της πένας του, η διαύγεια του πνεύματός του, το ανοικτό σε άγνωστους ορίζοντες από τους κοινούς θνητούς.

Τις τέσσερις αισθήσεις της πρώτης του ζωής, όπως γράφει ο Διαμαντής Αξιώτης, Φαντασμαγορία, Έρωτας, Κλέφτης και Φόβος, δώρα -άδωρα της πόλης που τον γέννησε, τις αφηγείται μέσα από παραστάσεις, επεισόδια και εκμυστηρεύσεις. Οι αναγνώστες κερδίζουν σε ενσυναίσθηση και σε αυτογνωσία. Επειδή μέσα στα χρονικά άλματα του δοκιμίου ή μυθοπλαστικού ντοκουμέντου, στις αλληγορίες, στις αφηγήσεις αληθειών και στη μυθική φαντασία, μέσα στον λυρισμό των λέξεων, ανακαλύπτουμε ότι ο εαυτός μας είναι συνήθως σε μια διελκυστίνδα. Από τη μια τραβάει ο φόβος και από την άλλη οι επιθυμίες.

 Το ένα τροφοδοτεί το άλλο, επειδή έχουμε μάθει από μικρή ηλικία και από το συλλογικό ασυνείδητο να αντιμετωπίζουμε τα πάντα ως προβλήματα προς επίλυση, αντί να τα βιώνουμε ως έχουν. Ζούμε σε μια συνεχή πλάνη, ποτέ στο παρόν, όμως, ο φόβος βασίζεται στο ψεύτικο. Στις αναμνήσεις και στις προσδοκίες. Ποτέ στο παρόν. Στο παρόν, στη διαρκή στιγμή, δεν υπάρχει φόβος. Υπάρχει μόνο αυτό που είναι. Γι’ αυτό και το βιβλίο κλείνει με τη μαυροφορεμένη Λούλα Αναγνωστάκη να μηρυκάζει αέναα «Ο Γιώργος, ο Γιώργος, ο Γιώργος μου» ….»

«Καληνύχτα χρυσό μου»

Ο Χειμωνάς δηλώνει επανειλημμένα στις δημόσιες καταθέσεις του ότι γράφει ρεαλιστική λογοτεχνία. Η διαφορά του από τους άλλους ρεαλιστές συγγραφείς έγκειται στο ότι το έργο του προσπαθεί να ψηλαφίσει, σαν τους μακρινούς αρχαίους προκατόχους του, την τραγική ουσία του ανθρώπου, που εδώ φέρει τη μορφή του ποιητή. «Και η τραγική ουσία, για να αρθεί στο Ύψος, ζητάει από το συγγραφέα να φανταστεί εκ νέου ένα ολιστικό σύστημα, να συντάξει με το λόγο ένα Μεγάλο αφήγημα– έστω και κατακερματισμένο- που καθορίζει τις «μικρές» , ανθρώπινες ζωές.»

 Ακριβώς αυτό κάνει ο Διαμαντής Αξιώτης στο «Μυθοπλαστικό Ντοκουμέντο» του : «Γιώργος Χειμωνάς: Βασιληάς της Ασίας».

Υ.Σ. Με το φιλόδοξο αυτό αξίωμα προσδοκούσε η Ελένη Ξένου να χρίσει τον ποιητή στην έσχατη κατοικία του!

ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading

Πολιτισμός

«Η αγάπη άργησε μια μέρα» στο Θέατρο Αντιγόνη Βαλάκου

«Η-αγάπη-άργησε-μια-μέρα»-στο-Θέατρο-Αντιγόνη-Βαλάκου

Μετά τη μεγάλη επιτυχία στην Κοζάνη, τη Θεσσαλονίκη και σε άλλες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας η παράσταση «Η αγάπη άργησε μια μέρα» που αποτελεί μια συμπαραγωγή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και του Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου Κοζάνης, έρχεται στην Καβάλα για δυο μέρες, στο Θέατρο Αντιγόνη Βαλάκου, το Σάββατο 1 και την Κυριακή 2 Φεβρουαρίου στις 18.00 και στις 21.00.

Το εμβληματικό βιβλίο της Λιλής Ζωγράφου «Η αγάπη άργησε μια μέρα» μεταφέρεται στη θεατρική σκηνή, σε σκηνοθεσία Ένκε Φεζολλάρι ο οποίος συνυπογράφει μαζί με τη Ροδή Στεφανίδου και τη διασκευή – δραματουργική επεξεργασία. Πρόκειται για έναν ύμνο στην ελευθερία και τον έρωτα.

Οι θεατές γίνονται ένα με τις ηρωίδες και το δράμα που περνούσε η καθεμία ξεχωριστά, αναδεικνύοντας δύσκολα κοινωνικά θέματα που κυριαρχούσαν περασμένες δεκαετίες όπως την ελευθερία και την αποδοχή της διαφορετικότητας και τα οποία όμως απασχολούν και τη σύγχρονη κοινωνία.

Η άκρως ατμοσφαιρική παράσταση με τις εξαιρετικές και πολύ δυνατές ερμηνείες των ηθοποιών κρατούν σε εγρήγορση τους θεατές, καθ’ όλη τη διάρκειά της. Οι άψογες παρεμβάσεις με τα βίντεο και τον λόγο της Λιλής Ζωγράφου δίνουν το στίγμα του συνολικού της έργου.

Στο έργο σκιαγραφείται αριστοτεχνικά η απάνθρωπη σκληρότητα της πατριαρχικής οικογένειας, οι κοινωνικές συμβάσεις και η ευλογία της αγάπης.

Πρόκειται ουσιαστικά για μια αλληγορία πάνω στο φασισμό και στον τρόπο που αυτός ποτίζει τις ανθρώπινες σχέσεις. Αναδεικνύονται τα σοβαρά και διαχρονικά προβλήματα που προκύπτουν από την τήρηση των «πρέπει», τη μη αποδοχή της διαφορετικότητας, τη λανθασμένη υποταγή και την καταπάτηση της ελευθερίας, στην καθημερινότητα.

Ο άνθρωπος, του χθες και του σήμερα, οι αδυναμίες και οι επιθυμίες του βρίσκονται στο επίκεντρο.

Το έργο «Η αγάπη άργησε μια μέρα», βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Λιλής Ζωγράφου, γραμμένο το 1994, το οποίο έγινε τηλεοπτική επιτυχία το 1997. Η συγγραφέας εστίασε στα μυθιστορήματά της στην πάλη για την ανεξαρτησία των γυναικών και στη γυναικεία χειραφέτηση. Το έργο πραγματεύεται την τόλμη που απαιτεί η ελευθερία καθώς και τον αγώνα ενάντια στην επιβολή και τον αυταρχισμό. Μια απεικόνιση της πατριαρχικής κοινωνίας και του βαθιά ριζωμένου μισογυνισμού. 

Η παράσταση

«Ακόμα και οι γιοί τρέμανε τη “σκιά” του πατέρα αφέντη, πού επίσης μέσα από το αίσθημα ιδιοκτησίας απαιτούσαν απ’ αυτούς να γίνουν σπουδαίοι, όχι ευτυχισμένοι, σπουδαίοι, πάντα στα μέτρα της δικής τους βαρβαρότητας και αμορφωσιάς».

Στο Νεοχώρι της Κρήτης, την περίοδο της Κατοχής, η πολυμελής οικογένεια Φτενούδου, ζει υπό το βάρος της ενοχής, της θρησκευτικής καταπίεσης και των άκαμπτων ηθικών κανόνων της επαρχίας. Μέσα σε αυτό το αρρωστημένο περιβάλλον, η μικρότερη κόρη, Ερατώ, η πολυαγαπημένη της μητέρας της, ερωτεύεται έναν Ιταλό στρατιώτη, που κρύβεται στο υπόγειο του σπιτιού τους και μένει έγκυος από αυτόν. Μετά τον θάνατο του πατέρα, η μεγάλη κόρη της οικογένειας αναλαμβάνει τα ηνία του σπιτιού, επιβάλλοντας τη θέλησή της μέσα από την απόλυτη υπακοή στο αναχρονιστικό σύστημα αξιών, τον ενσωματωμένο μισογυνισμό, τα μίση και τα απωθημένα της ερωτικής στέρησης. Ταυτόχρονα, η ανάγκη προάσπισης της εικόνας μιας φαντασιωσικής υπεροχής της οικογένειας Φτενούδου, την οδηγεί σε μια άνευ νοήματος μεγαλομανία, που ανατροφοδοτεί την κοινωνική υποκρισία: αποκρύπτει (ή θανατώνει) ό,τι πλήττει την οικογενειακή τιμή και επιδεικνύει κάθε ανούσια σύμβαση που προσδίδει κύρος στην παρηκμασμένη τους ζωή. Σε αυτό το περιβάλλον κάθε μορφή αγάπης και έρωτα αποκλείεται, ποινικοποιείται και διώκεται. Κάθε ανάγκη για ζωή μαραίνεται.

*Κατάλληλο για θεατές άνω των 13 ετών

Σκηνοθετικό σημείωμα

Ελλάδα, Κρήτη, Αθήνα. Πόλεις, χωριά, αγροτιά. Ο τόπος άλλοτε άγονος, άλλοτε καρποφόρος…

Στο επίκεντρο η οικογένεια, αρσενικά και θηλυκά κάτω από την μπότα του Πατέρα -Αφέντη και τους δρακόντειους, απαράβατους, άγραφους νόμους που δημιουργεί η Πατριαρχία. Η μοίρα των γυναικών της θέλει να είναι εγκλωβισμένες, σχεδόν φυλακισμένες στα νοικοκυριά. Αμπαρωμένες σε σπίτια -φρούρια αρσενικών- που θεωρούν ότι «τα γυναίκεια στόματα είναι άχρηστα για να ταϊστούν». Η επαρχία όμως δημιουργεί και ευνουχισμένα αρσενικά καθώς και ανάπηρα παιδιά …ένας Καιάδας για την διαφορετικότητα, για κάθε τι όμορφο που αποζητά να αναδυθεί από την ασχήμια και τη βία που μας περιβάλλει.. Ο Άνθρωπος που σφυρηλατείται στην αδικία και τον πόνο. Ο λόγος της Λιλής Ζωγράφου καταγγέλλει οτιδήποτε περιορίζει την ελευθερία του ατόμου. Υπερασπίζεται κάθε ανθρώπινη οντότητα ως αυτοτέλεια και ως αυθυπαρξία του ατόμου. Η άνοδος και η πτώση των ψευδεπίγραφων κοινωνικών συμβάσεων. Η ιστορία της καταπίεσης των γυναικών στην Ελλάδα, τα Βαλκάνια, στον κόσμο που κατοικούμε, στον κόσμο που μας εμπεριέχει. Η «Τιμή της οικογένειας» που γίνεται τσεκούρι και δίνει άλλοθι για εγκλήματα. Τι θα πει Ελευθερία; λέει στο κείμενο της και απαντά: «Μα η αθωότητα να μην γνωρίζεις την ασκήμια των ανθρώπων. Μόνο τότε είσαι ελεύθερος».

Ένκε Φεζολλάρι

Συντελεστές

Διασκευή- Δραματουργική επεξεργασία: Ροδή Στεφανίδου, Ένκε Φεζολλάρι

Σκηνοθεσία: Ένκε Φεζολλάρι

Σκηνικά-κοστούμια: Δαναη Πανά

Μουσική: Κωνσταντίνος Ευαγγελίδης

Φωτισμοί: Σεμίνα Παπαλεξανδροπούλου  

Βίντεο: Άντα Λιακου

Βοηθός Σκηνοθέτη: Χριστόφορος Μαριάδης

Οργάνωση Παραγωγής: Ηλίας Κοτόπουλος

Κατασκευή σκηνικού: Νίκος Λαβαντσιώτης, Τάκης Συνδουκάς

Φωτογραφίες: Mike Rafail | That long black cloud

Διανομή: Υρώ Λούπη, Ιωάννα Παγιατάκη, Λίλιαν Παλάντζα, Πολυξένη Σπυροπούλου, Δανάη Σταματοπούλου, Άννη Τσολακίδου, Μαρία Χατζηιωαννίδου

Τιμές εισιτηρίων:

15 € Γενική Είσοδος,

12 € Μαθητικό – Φοιτητικό-Ανέργων-ΑΜΕΑ (με την επίδειξη των αντίστοιχων δικαιολογητικών κατά την είσοδο)

Ηλεκτρονική προπώληση: https://www.more.com/gr-el/tickets/theater/i-agapi-argise-mia-mera/

Προπώληση εισιτηρίων καθημερινά από τη Δευτέρα 27 Ιανουαρίου, 11.00 – 14.00 & 18.00 – 20.00, στο Κέντρο πληροφόρησης επισκεπτών Δήμου Καβάλας (πρώην ΕΟΤ) στην Κεντρική Πλατεία, τηλ: 2510-620566.

Για περισσότερες πληροφορίες και κρατήσεις μπορείτε να καλείτε στα τηλέφωνα του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καβάλας 2510. 220876 (10:00-14:00).

ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καβάλας

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading

Πολιτισμός

«Χόρεψέ με πατέρα»: Όταν η άνοια γίνεται αφορμή για θεατρική παράσταση

«Χόρεψέ-με-πατέρα»:-Όταν-η-άνοια-γίνεται-αφορμή-για-θεατρική-παράσταση

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΕΦΗ ΚΑΡΟΥΝΙΑ

«Χόρεψέ με πατέρα»: Ένας πατέρας με άνοια και η υστερική κόρη του, προσπαθούν να επικοινωνήσουν. Ο καθένας μέσα από την δική του διαταραχή, αναζητά την προσωπική του λύτρωση. Θα τα καταφέρουν;

Το κείμενο υπογράφει η Κατερίνα Αντωνιάδου. Η σκηνοθεσία είναι του Γιώργου Αρμένη, με τον ίδιο στον ρόλο του πατέρα και την Κατερίνα Αντωνιάδου στον ρόλο της κόρης.

Στη συνέντευξη που ακολουθεί ο Γιώργος Αρμένης και η Κατερίνα Αντωνιάδου, μιλούν για την θεατρική παράσταση «Χόρεψέ με πατέρα» και πως βρέθηκαν δάσκαλος και μαθήτρια στην σκηνή. (σ.σ. Η παράσταση θα παρουσιαστεί την Κυριακή 19 Ιανουαρίου, στις 8 το βράδυ στο «Καλογερικό» της Θάσου)

Γιώργος Αρμένης: Το κείμενο είναι της Κατερίνας. Μου άρεσε όταν το διάβασα. Στήσαμε την παράσταση και πραγματικά ήταν ένα θαύμα για εμάς που κάναμε πρεμιέρα και γυρίσαμε πολλές πόλεις. Έχει πολύ μεγάλη αποδοχή από τους θεατές. Πραγματικά είναι παρά πολύ ωραίο. Και το λέω αυτό με πλήρη συνείδηση. Έχω τόσα χρόνια στο θέατρο που δεν μπορώ να λέω ψέματα. Πάντα οι θεατές φεύγοντας από μια θεατρική παράσταση παίρνουν μαζί τους κάτι σαν φυλαχτό, σαν μια ευχή. Πάντα το θέατρο διδάσκει. Νομίζω ότι με την συγκεκριμένη παράσταση αυτό το έχουμε πετύχει σε μεγάλο βαθμό

Κατερίνα Αντωνιάδου: Έχω γράψει και άλλα έργα. Είναι το πρώτο που έσπρωξα και δεν το κράτησα στα συρτάρια μου. Μάλλον το πίστεψα πιο πολύ. Άρεσε και στο Γιώργο Αρμένη. Όταν το έγραψα το έδωσα να το διαβάσει και μου είπε ότι θα το ανεβάσουμε. Ήταν πιο ώριμη αυτή η γραφή σε σχέση με τα προηγούμενα.

Γιατί η άνοια γίνεται αφορμή για θεατρική παράσταση;

Γιώργος Αρμένης: Έχει… άνοια ο πατέρας, δηλαδή εγώ, αλλά στο τέλος τα βρίσκουμε. Αυτό περνάει και στο κοινό που στο τέλος μας χαρίζει έντονο χειροκρότημα. Εγώ, δεν ξέρω γιατί, αλλά… τρελαίνομαι με αυτό το έργο. Μου αρέσει παρά πολύ. Μου αρέσει που κάνω ότι έχω άνοια. Κάποια στιγμή βέβαια έρχεται ένα στοιχείο που συγκινεί και προκαλεί την ανατροπή. Εδώ θέλω να πω ότι μέσα στο έργο υπάρχει και το κωμικό στοιχείο , παίρνεις κωμικές ανάσες. δεν είναι δράμα. Δεν είναι μαύρο… Εμένα η θεατρική μου κόρη με έχει σαν παιχνίδι…

Κατερίνα Αντωνιάδου. Το θέμα της άνοιας δεν ήρθε συνειδητά. Εγώ θέλησα να πω μια ιστορία για δύο ανθρώπους που δεν επικοινωνούν. Η άνοια στάθηκε ως εμπόδιο. Αν δεν υπήρχε η άνοια θα ήταν ένα άλλο εμπόδιο. Δεν ξέρω ποια ήταν η αφορμή. Ίσως στο υποσυνείδητό μου υπήρχε κάτι που δεν το έχω ανακαλύψει ακόμη. Ο αρχικός μου στόχος ήταν να πω για δύο ανθρώπους που δεν επικοινωνούν μεταξύ τους.

Γιατί πιστεύετε ότι έχουμε φτάσει στο σημείο να μην μπορούμε να επικοινωνήσουμε με τον συνάνθρωπο;

Γιώργος Αρμένης: η άνοια και το αλτσχάιμερ θερίζουν. Αυτό είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο. Πέρα από αυτό όμως δεν αναγνωρίζουμε τον διπλανό, τον συνάνθρωπο .

Κατερίνα Αντωνιάδου: Νομίζω ότι είναι δύσκολη η επικοινωνία, καθώς δεν έχουμε μάθει να επικοινωνούμε με τον εαυτό μας και κάνουμε προβολές. Από εκεί ξεκινάει. Δηλαδή βλέπουμε τον εαυτό μας στο πρόσωπο του άλλου. Το ίδιο συμβαίνει και με τους δύο ήρωες του έργου. Και η κόρη νοσεί, δεν είναι καλά ψυχολογικά. Δεν μπορεί να επικοινωνήσει με τον εαυτό της. Για αυτό νομίζω ότι είναι δύσκολη η επικοινωνία γενικότερα. Δεν έχουμε μάθει να επικοινωνούμε με το μέσα μας

Τελικά η καθημερινότητα μας μεταφέρεται στη σκηνή;

Κατερίνα Αντωνιάδου Νομίζω σε αρκετά σημεία. Και αυτό επιβεβαιώνεται και από τον κόσμο. Μας λένε μετά την παράσταση ότι «είδαν» αρκετά στοιχεία από την δική τους ζωή. Το έργο μιλάει για την μοναξιά, τους φόβους για βαθύτερα θέματα που μπορεί να μας απασχολούν.

Δάσκαλος και μαθήτρια στην σκηνή…

Γιώργος Αρμένης: Για εμένα είναι πολύ γοητευτικό. Χαίρομαι ιδιαίτερα με αυτή την συνύπαρξη γιατί η Κατερίνα είναι ένας πολύ όμορφος άνθρωπος. Υπάρχει πολύ αγάπη μέσα στην παράσταση… Αλλά δυστυχώς συνεχίζω να έχω την άνοια.

Κατερίνα Αντωνιάδου: Νοιώθω πανέμορφα που δουλεύω με τον Γιώργο. Τον ξέρω πολλά χρόνια. Έχουμε δουλέψει μαζί αρκετές φορές, από τα χρόνια που ήμουν στη Δραματική Σχολή. Τον ξέρω και με ξέρει. Ξέρει πώς να με διαχειριστεί, ξέρει πώς να με δουλέψει και εγώ καταλαβαίνω αυτό που θέλει να μου πει πριν ακόμη μου το πει. Υπάρχουν βέβαια και οι… εντάσεις, αλλά στο τέλος όλα καλά.

Η βία αποτελεί χαρακτηριστικό της κοινωνίας μας και της καθημερινότητάς μας…

Γιώργος Αρμενης: Εγώ νοιώθω πολύ θυμωμένος για όλα αυτά που ζούμε. Και θυμώνω πολύ περισσότερο με τους ηλικιωμένους που φθάνουν σε πράξεις βίας.

Κατερίνα Αντωνιάδου. Για να αλλάξει το σκηνικό πρέπει να ξεκινήσει από μέσα μας. Η δουλειά που θα πρέπει να κάνουμε με τον εαυτό μας. Μας φταίει ο εαυτός μας και τα βάζουμε με την γυναίκα μας, με τον άνδρα μας, με το παιδί μας, με το σκυλί μας…

Κύριε Αρμένη, έχετε αριστερές καταβολές. Πως θα σχολιάζατε την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η Αριστερά σήμερα;

Απ. Κουρελού. «Η θειά μου η Αμισούρδα τρία βρακιά φορεί»

Εσείς κ. Αντωνιάδου, ως πιο νέα σε ηλικία;

Απ.: Εγώ δεν ξέρω να πω για την αριστερά, δεν ξέρω να πω για την δεξιά. Ξέρω να πω ότι όσοι ανεβαίνουν στην εξουσία ρημάζουν την Ελλαδίτσα μας. Δεν αγαπούν το τόπο τους, όποιας απόχρωσης και απόκλισης και αν είναι.

ΠΗΓΗ: AchaiaNews.gr  

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading
Advertisement

Προτεινόμενα