Πολιτισμός
Η «Μήδεια» του Ευριπίδη σε εμπνευσμένη σκηνοθεσία Αιμίλιου Χειλάκη και Μανώλη Δούνια στο 65ο Φεστιβάλ Φιλίππων

Πρόλογος
Τον καιρό που ο Ευριπίδης έφτιαχνε τη δική του Μήδεια, στην Αθήνα επικρατούσε η εκδοχή του Κρεώφυλου: η Μήδεια σκότωσε τον βασιλιά της Κορίνθου και οι Κορίνθιοι -έχει σημασία αυτό- για εκδίκηση σκότωσαν τα παιδιά της και διέδωσαν ότι φονιάς ήταν η μάνα τους. Επομένως, για τους Αθηναίους η Μήδεια δε σκότωσε τα παιδιά της. Οι Κορίνθιοι το έκαναν, οι εχθροί των Αθηναίων (βρισκόμαστε στα 431 π. Χ., τη χρονιά που ξεσπάει ο Πελοποννησιακός πόλεμος) και η Κόρινθος είναι σύμμαχος της μισητής Σπάρτης και, μάλιστα, οι Κορίνθιοι φόρτωσαν το έγκλημα στη Μήδεια.
«Άλυτο πρόβλημα» θεωρείται για τους μελετητές το ποιος σκέφτηκε πρώτος τη Μήδεια παιδοκτόνο. Αλλά μιας και ο Ευριπίδης ήθελε τη Μήδεια φόνισσα, ας δούμε τη δικιά του εκδοχή.
Δραματουργία
Σκοτεινή, βάρβαρη, μάγισσα, ιέρεια, μητριαρχική, απρόβλεπτη, μεθοδική, εκδικήτρια, εγκληματική, σαγηνευτική, θελκτική αλλά και απεχθής και αποκρουστική. Αυτή η γυναίκα έχει την ικανότητα να είναι, ταυτόχρονα, απατημένη, χειραφετημένη, τραγική, δυστυχισμένη, σύζυγος, γυναίκα, ερωμένη, μητέρα. Όλες οι παραπάνω ιδιότητες συγκλίνουν σε ένα όνομα: Μήδεια.
Πρόσωπο πολυδιάστατο με ανεξέλεγκτα συναισθήματα, χαρακτήρας σύνθετος και συναρπαστικός, η Μήδεια παλεύει ανάμεσα στον έρωτα, στα μητρικά αισθήματα, στην προδοσία, στον παραλογισμό και στην εκδικητική μανία.
Στην τραγωδία η Μήδεια χάνει την υπερβατική της μορφή και παύει να είναι η μυθική απρόσιτη φιγούρα, αλλά αποκτά ανθρώπινα στοιχεία και μοιράζεται παρόμοια πάθη και αδυναμίες με τους θεατές. Με την τεχνική αυτή εξασφαλίζεται η συμπάθεια του κοινού και προετοιμάζεται το έδαφος για την αριστοτέλεια κάθαρση.
Αυτός ο ρεαλισμός επιτυγχάνει και ένα άλλο αποτέλεσμα, καθώς μετασχηματίζει τη μυθολογία σε πραγματικότητα, προς όφελος της πολιτείας. Τα πρόσωπα στην ορχήστρα θα μπορούσαν να είναι ο οποιοσδήποτε από τους ακροατές. Και τα πάθη, τα διλήμματα, οι συνέπειες των ενεργειών τους μπορεί να είναι τα δικά τους. Επομένως, οι κρίσεις που διαδραματίζονται επί σκηνής έχουν μια επιπλέον αξία να αποτελέσουν παράδειγμα ηθικής κρίσης για τις αποφάσεις του λαού.
Γι’ αυτόν τον λόγο λέμε πως οι τραγωδίες δε διασκέδαζαν αλλά δίδασκαν. Συγκροτούσαν χαρακτήρες αντί να διασκορπίζουν διαθέσεις. Ποτέ άλλοτε και καμιά άλλη μορφή τέχνης δεν άγγιξε τέτοιο βαθμό στράτευσης με το καθεστώς, όσο η αττική τραγωδία.
Υπόθεση
Όταν ο Ιάσων έφτασε στην Κολχίδα για να πάρει το χρυσόμαλλο δέρας, η Μήδεια, η κόρη του βασιλιά της χώρας Αιήτη, τον ερωτεύτηκε παράφορα, τον βοήθησε αποφασιστικά και όταν έφυγε τον ακολούθησε στην Ελλάδα αποκόπτοντας κάθε δεσμό με τους δικούς της και την πατρίδα της.
Μαζί με τα δυο τους παιδιά ζουν τώρα εξόριστοι στην Κόρινθο.
Ο Ιάσων, με την πάροδο του χρόνου, αποφασίζει να την εγκαταλείψει για να παντρευτεί την κόρη του Κρέοντα, βασιλιά της Κορίνθου, τη Γλαύκη. Ο ίδιος ο Κρέων, επειδή φοβάται την επικίνδυνη μάγισσα, την καλεί να φύγει από τη χώρα. Η Μήδεια τού ζητάει να παραμείνει μια μέρα και ο Κρέων ενδίδει. Εκείνη σκέφτεται να εκδικηθεί φονεύοντας τον Ιάσονα, τον Κρέοντα και την κόρη του, όμως διστάζει, κατανοώντας ότι κανείς δε θα τη δέχεται έπειτα από μια τέτοια πράξη.
Στο μεταξύ, περνάει από την Κόρινθο ο άκληρος βασιλιάς της Αθήνας, Αιγέας, για να συναντήσει τον βασιλιά της Τροιζήνας Πιτθέα και να του εξηγήσει ένα δυσνόητο χρησμό που του δόθηκε στους Δελφούς. Η Μήδεια, με τις μαγικές της ικανότητες, προσφέρεται να τον βοηθήσει να αποκτήσει παιδιά και εκείνος της υπόσχεται άσυλο, αν φτάσει στην Αθήνα.
Η Μήδεια στέλνει με τα παιδιά της δώρα υφαντά στην κόρη του Κρέοντα, πανέμορφα μεν, θανατηφόρα δε. Η Γλαύκη τα φοράει και βρίσκει φρικτό τέλος, όπως και ο πατέρας της, που σπεύδει να τη βοηθήσει.
Έπειτα από πάλη με τον εαυτό της η Μήδεια σκοτώνει και τα παιδιά της, τα οποία θάβονται από την ίδια στο ιερό της Ήρας, όπου γίνονται γιορτές και θυσίες. Εκείνη δραπετεύει πάνω σε φτερωτό άρμα που της χάρισε ο πατέρας της, ο Ήλιος.
Ανάγνωση
«Μήδεια» , δράμα ζηλοτυπίας! Μια απατημένη σύζυγος εκδικείται τον μοιχό σύζυγο και σκοτώνει τα παιδιά της. Ασφαλώς και δεν είναι έτσι. Η παρωχημένη αυτή άποψη έχει καταδικασθεί. Η αμηχανία των σκηνοθετών, ωστόσο, δεν έχει βρει ακόμη διέξοδο. Πού πατάει αυτή η άγρια παιδοκτονική τραγωδία του Ευριπίδη; Σε τι επικεντρώνεται; Η αντίληψη του συρμού, που συμπορεύεται και με σύγχρονους κοινωνικούς προβληματισμούς, λέει πως η «Μήδεια» είναι μια ακραία μορφή επαναστατημένης γυναίκας και ,ως εκ τούτου, έργο φεμινιστικό. Αυτή είναι η επικρατέστερη άποψη και σ΄’ αυτήν στηρίχτηκαν οι «Μήδειες» που είδαμε τα τελευταία χρόνια. Μάλλον άποψη παραπλανημένη.
Γυναίκα σημαίνει μητρότητα. Οι αρχαίοι, πιο κοντά στους αρχετυπικούς ρόλους, χωρίς τη δική μας αλλοτρίωση στα θέματα της αναπαραγωγής του είδους, δεν είχαν μειωμένη την έννοια της μητρότητας. Θα πρέπει, λοιπόν, να ήταν αδιανόητο ένα έργο που, για να προβάλει τα δικαιώματα της γυναίκας, την καθιστά παιδοκτόνο. Επομένως, η πράξη της Μήδειας κάνει το έργο ακραία αντιφεμινιστικό.
Το σωστό είναι, κατά την άποψη μου, ότι η «Μήδεια» του Ευριπίδη είναι η κορύφωση της έννοιας του τραγικού. Στα πρόσωπα της Μήδειας και του Ιάσονα ο Ευριπίδης βρήκε την ιδανική περίπτωση να αντιπαραθέσει δυο βασικά στοιχεία που συγκρούονται σ’ όλη τη διαδρομή της ανθρώπινης περιπέτειας. Το ορμέμφυτο, το φυσικό αίτιο από τη μία και την ιστορική ανάγκη, τη σκοπιμότητα, από την άλλη. ΄Άλλωστε, το βιογραφικό του Ιάσονα και της Μήδειας, καθώς και ο χαρακτήρας τους, ήταν σε όλους γνωστά. Μ’ αυτό το δεδομένο ο ποιητής επιλέγει τους ήρωές του.
Η στάση του Ιάσονα είναι σε όλα τα κείμενα, προγενέστερα και μεταγενέστερα του Ευριπίδη, η ίδια. Η ηθική ενός διπλωμάτη ή ενός μάνατζερ πολυεθνικής εταιρίας. Ποια είναι, ωστόσο, η πρόθεση του ποιητή; Μα, να καταγγείλει την υπέρμετρη επικράτηση της πρακτικής τής σκοπιμότητας. Το ωφελιμιστικό πνεύμα που κατέπνιξε το συναίσθημα, το ένστικτο, το πάθος, την παρόρμηση. Και να προειδοποιήσει πως οι ανεπίδεκτοι, οι ασυμβίβαστοι, μπορεί να εκραγούν με τραγικές συνέπειες. Είτε άτομα είναι αυτά, είτε ομάδες μέσα στην κοινωνία, είτε κράτη, έθνη.
Η παράσταση
Οι σκηνοθέτες – διασκευαστές Αιμίλιος Χειλάκης και Μανώλης Δούνιας προσέγγισαν τη Μήδεια με βάση το ενδιαφέρον του Ευριπίδη για τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά που είτε βρίσκονταν στον μύθο είτε τα πρόσθεσε αυτός. Αρχικά, την εσωτερική πάλη της Μήδειας στην σύγκρουση του θυμού με τα βουλεύματά της, έπειτα, τη δεινή της θέση ως βάρβαρη γυναίκα αλλά πνευματικά ισάξια με τους άντρες αντιπάλους της, στη συνέχεια, την αντίστιξη μεταξύ δύο διαφορετικών ειδών ευτυχίας: της υλιστικής συμφεροντολογικής καλοτυχίας που προτάσσει ο σοφιστής Ιάσονας και της άυλης και συναισθηματικής, σχεδόν ιερής, ευδαιμονίας που αντιπροσωπεύει η Μήδεια, και, τέλος, τον θρίαμβο της Μήδειας όταν από θύμα προδοσίας μετατρέπεται σε ανελέητο εκδικητή.’ Άλλωστε, η πάλη των αντιθέσεων δε γέννησε ποτέ πιο γοητευτικό πλάσμα και πιο τρομακτικό συνάμα.
Η σύγκρουση, επομένως, της Μήδειας με τον Ιάσονα υπερβαίνει μια διένεξη ανδρόγυνου και λαμβάνει διαστάσεις κοσμοαντιλήψεων για την συγκρότηση της κοινωνίας. Ο Ιάσων αντιπροσωπεύει τους νόμους του συμφέροντος ενώ η Μήδεια τους δεσμούς του αίματος.
Στη μη προσβλητική, μη υποβλητική, αλλά με επιβλητική τη θεήλατη ηρωίδα παράσταση, πρώτη βγαίνει η Μήδεια (Αθηνά Μαξίμου), αρχοντική, απόμακρη, αναστατωμένη, πληγωμένη, αλλά εκλογικευμένη. Οι σκάλες- φλύαρο εξπρεσιονιστικό σκηνικό – που σχηματοποιούν συμβολικά την ασφαλή φωλιά της οικίας της, την κρύβουν, όμως εκεί κρύβει τις οιμωγές της. Εμφανίζονται ο Παιδαγωγός (ένα από τα τρία πρόσωπα που υποδύεται ο Αιμίλιος Χειλάκης) και ο Τροφός (ένα από τα τρία πρόσωπα που υποδύεται ο Αναστάσης Ροϊλός). Όλοι φορούν γκρι κοστούμια με τα κουμπιά στην πλάτη. Εύρημα που χαρίζει άμεσα το επίθετο «σύγχρονη» στην παράσταση. Αντεστραμμένη ανδρόγυνη όψη. Αντεστραμμένα αισθήματα.
Το ολέθριο πάθος της Μήδειας αρχίζει να ξεδιπλώνεται μέσα από τη νέα θαυμάσια μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα. Και είναι σπαρακτικό, είναι πάντα επίκαιρο. Φέτος, μάλιστα, σαν να έχει μια παραπάνω φόρτιση, έναν παραπάνω συμβολισμό. Κι όχι μόνο για τον τρόπο που οι άντρες επιβάλλονται και εκμεταλλεύονται τις γυναίκες καταρρακώνοντας την ψυχή και την αξιοπρέπειά τους.
Και όλα αυτά τα τραγικά και τα αδιανόητα που συμβαίνουν, απεικονίζονται και με τη γλώσσα των σωμάτων του Χορού κι όλων των ηθοποιών, της σπουδαίας Γιώτας Νέγκα συμπεριλαμβανομένης. Η εντυπωσιακά δουλεμένη κίνηση σε συνδυασμό με το ευφυές σκηνικό της Εύας Νάθενα ( ξύλινες σκάλες- βάθρα- άμβωνες) και η μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού, ο οποίος είναι διαρκώς επί σκηνής και σχηματίζει τους ήχους με μικρά αντικείμενα-όργανα, δίνουν στο εμβληματικό έργο του Ευριπίδη, μια εξαίρετη θεατρική και, γιατί όχι, κινηματογραφική όψη, που συνομιλεί επιτυχημένα με το κοινό.
Η Μήδεια της Αθηνάς Μαξίμου έχει όλες τις ρωγμές και όλες τις μεταπτώσεις αυτού του περίπλοκου και συναρπαστικού ρόλου. Η τεχνική της ξεπερνά το μέγεθος αυτών που έχει ερμηνεύσει στο αρχαίο δράμα. Δείχνει ότι εγκεφαλικά σχεδιάζει τους φόνους, με απέραντο θυμό αλλά και ψυχραιμία, δονούμενη από το ατίθασο, δαιμονισμένο πάθος του κορμιού, της ψυχής και του μυαλού. Συγκλονιστική σε όλη τη διαδρομή της, με προεξάρχουσα σκηνή αυτή του θριαμβολογήματός της, με τα χέρια ψηλά, στο άκουσμα της είδησης του θανάτου του Κρέοντα και της κόρης του. Θέση ηθοποιού και άκρως ενδιαφέρουσα άποψη σκηνοθετών, που τέρπει το κοινό.
Την ίδια στιγμή, η μουσική που συνοδεύει την παράσταση, αντανακλά τον χτύπο της καρδιάς και τα νοητικά ταξίδια της Μήδειας, προσδίδοντας στη σκηνοθετική ιδέα μια εξπρεσιονιστική διάσταση, απόλυτα ταυτισμένη με την κινησιολογία χορού και πρωταγωνιστών (κίνηση-χορογραφία: Πατρίσια Απέργη) και των έξοχων χαμηλών, γεμάτων σκιές φωτισμών του Νίκου Βλασόπουλου. Μια πετυχημένη συνεργασία που ταξιδεύει τον θεατή από το «Μητρόπολης» του Φριτς Λάνγκ, στο «The wall» των Pink Floyd, έως τα σύγχρονα ικριώματα, όπου γης.
Ο Αιμίλιος Χειλάκης, με την εξαιρετική άρθρωση και το επιβλητικό, συμπαγές μέταλλο φωνής του, είναι στιβαρός στον ρόλο του Ιάσονα και ετοιμόρροπος άνακτας σ’ αυτόν του Κρέοντα . Ευρηματική η είσοδος του βασιλιά με τις σκάλες- σκηνικό να καταρρέουν, ως προφητική ένδειξη πτώσης εξουσίας. Ηθοποιός έμπειρος και πειστικός σε κάθε σημείο.
Είναι η πολλοστή φορά που βλέπω στη σκηνή τον Αναστάση Ροϊλό και θαυμάζω την ευκολία του να διαχειρίζεται με άνεση και βάθος διαφορετικούς χαρακτήρες. Ως Αγγελιαφόρος ξεχωρίζει για την ερμηνεία του και στέκεται στο ύψος των απαιτήσεων των ρόλων του Τροφού και του Αιγέα. Η κορυφαία ευρηματική σκηνοθετική στιγμή βρίσκεται στη σκηνή της ανακοίνωσης των τραγικών φονικών γεγονότων από τον αγγελιαφόρο στην Μήδεια: οι σκάλες τοποθετούνται με τρόπο τέτοιο ώστε να θυμίζουν ντόμινο, ως αλληγορία στην τραγική αλληλουχία γεγονότων που ανακοινώνει ο αγγελιαφόρος, ανεβασμένος στην κορυφή της σκάλας, εν είδει βάθρου, με τη Μήδεια να βρίσκεται στο επίπεδο του εδάφους και τις κινήσεις της να θυμίζουν μαέστρο, που μόλις ενορχήστρωσε το ολέθριο τέλος των λοιπών πρωταγωνιστών.
Εκφραστικά ώριμη και μεστή η Μυρτώ Αλικάκη, ως κορυφαία του Χορού, επωμίζεται τη μοιρασιά των στίχων των χορικών, πριν τραγουδηθούν από τη Γιώτα Νέγκα και γίνεται ερευνήτρια του ψυχισμού της Μήδειας που την οδήγησε στην παιδοκτονία.
Ο Δημήτρης Καμαρωτός έγραψε τις μουσικές και δίδαξε στις κοπέλες τα ονειρικά χορικά, μέσα από τα οποία οι θεατές εισπράττουμε ότι η Μήδεια, απελπιστικά μόνη και προδομένη, βρίσκεται ξένη σε ένα αφιλόξενο τόπο, χωρίς να την στέργει κανείς εκτός από τις Κορίνθιες γυναίκες του Χορού. Αλλά και αυτές, ως γυναίκες και Ελληνίδες, είναι αδύναμα πλάσματα, ανίσχυρες να πράξουν αντίθετα στους άνδρες και δεν μπορούν να την βοηθήσουν εκτός από το να της εκφράζουν την συμπάθεια τους.
Η Γιώτα Νέγκα – σπουδαία δωρική φωνή – μια καινοτομία στα χορικά, εφόσον αποδίδει με τον ξεχωριστό της τρόπο μελωδίες και στίχους, χωρίς ποτέ να μετατρέπεται η τραγωδία σε μουσική παράσταση, επειδή ο συνθέτης ενέταξε τα τραγούδια σε πλήρη αρμονία με τα χορικά μέρη, άρρηκτα συνδεδεμένα με τη δράση και το συναίσθημα της στιγμής.
Η ακριβής επιλογή των κοριτσιών και αγοριών του Χορού: Πετρίνα Γιαννάκου, Μάιρα Γραβάνη, Αλεξάνδρα Δρανδάκη, Γιώργος Ζυγούρης, Ελευθερία Κοντογεώργη, Εριέττα Μανούρη, Βασίλης Μπούτσικος, Γιώργος Νούσης, Δάφνη Σταθάτου, καθορίζει τη σκηνοθετική ιδέα να καταδείξει στο κοινό, ότι το ζήτημα «Μήδεια» δεν αφορά μόνο γυναίκες αλλά όλους τους πολίτες μίας συλλογικής συνείδησης. Είναι εξαιρετικά στοχευμένη η άποψη επί του έργου.
Επίλογος
Ο Ευριπίδης έκανε για άλλη μια φορά αυτό που είχε στο μυαλό του. Άνοιξε ένα νέο παράθυρο στην τέχνη και στην τραγωδία: συνδύασε μέσα σε ένα μόνο έργο την ευαισθησία της ανθρώπινης ψυχής και τις συγκινήσεις που την διακατέχουν, τόσο τις αγνές όσο και τις άγριες παρεκκλίσεις τους. Δεν είναι τυχαίο που κανείς, πέρα των σχολαστικών μελετητών, δε θυμάται τις Μήδειες που έφυγαν για άλλη χώρα ή αποχωρίστηκαν τα παιδιά τους εξαιτίας ενός πολέμου. Δεν είναι τυχαίο που όλοι θυμόμαστε τη Μήδεια του Ευριπίδη. «Όχι γυναίκα αλλά θηρίο ανήμερο, πιο άγρια και από τη Σκύλλα» . Λέει ο Ιάσων.
Συντελεστές
Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας
Σκηνοθεσία – Διασκευή: Αιμίλιος Χειλάκης – Μανώλης Δούνιας
Πρωτότυπη Μουσική – Διδασκαλία Χορικών: Δημήτρης Καμαρωτός
Σκηνικά- Κοστούμια: Εύα Νάθενα
Κίνηση – Χορογραφία: Πατρίσια Απέργη
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Λογοθεραπεία – αγωγή λόγου: Ηλίας Παπαθανασίου
Βοηθός Σκηνοθετών: Νίκος Τσιμάρας
Βοηθός Σκηνογράφου-Ενδυματολόγου: Δάφνη-Χρυσή Φωτεινάτου
Βοηθός Χορογράφου: Εμμανουέλα Σακελλάρη
Φωτογραφίες: Μαριλένα Αναστασιάδου
Μακιγιάζ: Σίσσυ Πετροπούλου
Διεύθυνση παραγωγής: Έφη Πανουργιά
Εκτέλεση παραγωγής: Γιάννης Κουλούρης
Υπεύθυνη περιοδείας: Αλεξάνδρα Κούζουνα
Social Media -Διαφήμιση: Renegade Media / Βασίλης Ζαρκαδούλας
Παραγωγή: ΘΕΑΤΡΟΧΩΡΟΣ
ΜΗΔΕΙΑ | Αθηνά Μαξίμου
ΙΑΣΩΝ – ΚΡΕΩΝ – ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ | Αιμίλιος Χειλάκης
ΑΙΓΕΑΣ – ΤΡΟΦΟΣ – ΑΓΓΕΛΟΣ | Αναστάσης Ροϊλός
ΚΟΡΥΦΑΙΕΣ ΧΟΡΟΥ | Μυρτώ Αλικάκη, Γιώτα Νέγκα
ΜΟΥΣΙΚΟΣ – ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ | Δημήτρης Καμαρωτός
ΧΟΡΟΣ: Πετρίνα Γιαννάκου, Μάιρα Γραβάνη, Αλεξάνδρα Δρανδάκη, Γιώργος Ζυγούρης, Ελευθερία Κοντογεώργη, Εριέττα Μανούρη, Βασίλης Μπούτσικος, Γιώργος Νούσης, Δάφνη Σταθάτου
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ
You may like
Πολιτισμός
Ο αξιόποινος μα και αξιέπαινος «Συνεργός» του Γιώργου Χριστοδούλου από το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας

Πρόλογος
Γυναικοκτονία! Πιθανώς, πολλοί συντηρητικοί κύκλοι στην Ελλάδα να μην αποδέχονται τον συγκεκριμένο όρο και να τον θεωρούν μια απόπειρα να «φορεθεί» ιδεολογικό πρόσημο στις δολοφονίες, ενώ άλλοι, ακόμα πιο ακραίοι, ισχυρίζονται ότι αυτός ο όρος δεν μπορεί να αφορά τα επί της Ευρώπης δρώμενα.
Η αλήθεια είναι, βέβαια, πολύ διαφορετική. Ο όρος έχει καθιερωθεί επιστημονικά και ο ορισμός του έχει δοθεί από το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων.
Σύμφωνα, λοιπόν, μ’ αυτόν τον ορισμό «γυναικοκτονία» είναι: δολοφονίες γυναικών και κοριτσιών εξαιτίας του φύλου τους, οι οποίες διαπράττονται ή γίνονται ανεκτές τόσο από ιδιώτες όσο και από δημόσιους φορείς.
Ο όρος περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τη δολοφονία γυναίκας ως αποτέλεσμα άσκησης βίας από ερωτικό σύντροφο, τον βασανισμό και τη δολοφονία γυναίκας ως αποτέλεσμα μισογυνισμού, τη δολοφονία γυναικών και κοριτσιών ως «εγκλήματα για λόγους τιμής» και λοιπές μορφές δολοφονίας, τη στοχευμένη δολοφονία γυναικών και κοριτσιών στο πλαίσιο ένοπλων συγκρούσεων, και περιπτώσεις γυναικοκτονίας οι οποίες συνδέονται με συμμορίες, το οργανωμένο έγκλημα, εμπόρους ναρκωτικών και την εμπορία γυναικών και κοριτσιών.
Ο συγγραφέας και σκηνοθέτης Γιώργος Χριστοδούλου ευαισθητοποιήθηκε από τα πολλά συμβάντα γυναικοκτονίας στη χώρα μας και έγραψε ένα έργο, τοποθετώντας μεν τα σύνορά του στην πόλη της Βέροιας, αλλά στην ανάπτυξή του τα αποσύρει και διευρύνει το «δια ταύτα», εφόσον το ζήτημα είναι οικουμενικό.
Το αυτό θέμα δεν είναι η πρώτη φορά που ανεβαίνει στο θέατρο. Πέρυσι παραστάθηκε στην Αθήνα το «Ουράνιο Τόξο» της Εύας Γκουντάρα, προηγήθηκε το «Γεύμα» της Λείας Βιτάλη, σαφώς και άλλα από την παγκόσμια δραματουργία, αλλά επειδή τα εγκλήματα συνεχίζονται, δυστυχώς, με τελευταίο αυτό της Νίκαιας, όπου εκ των υστέρων οι γείτονες που ήξεραν για την κακοποίηση της γυναίκας από τον σύζυγό της, έβλεπαν, άκουγαν κραυγές και δε μιλούσαν, λάλησαν στις κάμερες.
Υπόθεση
Μ’ αφορμή ένα αληθινό περιστατικό γυναικοκτονίας το 2020, στη Βέροια, που απασχόλησε έντονα την ελληνική κοινή γνώμη, ο Γιώργος Χριστοδούλου γράφει το θεατρικό έργο «Ο Συνεργός» το οποίο και σκηνοθετεί.
Ο Αποστόλης ζει ήρεμα τη ζωή του μαζί με τη γυναίκα του στο χωριό, όταν ένα βράδυ ο αγαπημένος του ξάδερφος θα του ομολογήσει πως σκότωσε την κοπέλα του, ζητώντας του να τον βοηθήσει να κρύψει το πτώμα. Εκείνος δέχεται και τότε ξεκινάει ένα γαϊτανάκι καταστροφής, ψεμάτων και ενοχών.
Σε μια εποχή που τα όρια του καλού και του κακού διερευνώνται εκ νέου, ο Γιώργος Χριστοδούλου, στην τρίτη του προσωπική σκηνοθεσία, μαζί με τους ηθοποιούς της παράστασης, προσπαθούν να κατανοήσουν το πώς ένας άνθρωπος αλλά και μια ολόκληρη κοινωνία, γίνεται πολύ εύκολα συνεργός.
Ανάγνωση
Η έννοια του καλού και του κακού ορίζονται πάνω στη σχέση του ανθρώπου με τον ίδιο του τον εαυτό και ανάμεσα σε αυτόν με τους συνανθρώπους του. Το καλό και το κακό σχετίζονται με την ύπαρξη ήθους και την απώλεια ήθους σε έναν άνθρωπο, αντίστοιχα. Ο άνθρωπος γεννιέται χωρίς ήθος. Επομένως, το κακό ενυπάρχει σε αυτόν εκ γενετής. Ο «οπλισμός» του ανθρώπου και της κοινωνίας του με ήθος προϋποθέτει μία σχετική προδιάθεση του ατόμου, ώστε να δεχθεί να ασκηθεί σε πράξεις που θεμελιώνουν ένα σχετικό ηθικό υπόβαθρο. Άρα, το καλό είναι μία αξία διαφορετική από το κακό και είναι επίκτητη όπως και όλες οι ηθικές αρετές.
Επιπροσθέτως, η σιωπή για λόγους ευθυνοφοβίας περισσότερο, παρά αδιαφορίας, αυτοπτών μαρτύρων σε βίαια και ακραία περιστατικά και, μάλιστα, επαναλαμβανόμενα στην περιοχή τους, όχι μόνο ακυρώνει το απόφθεγμα «η σιωπή είναι χρυσός» αλλά επιβεβαιώνει το ρητό «ο σιωπών δοκεί συναινείν».
Οι δύο αυτές παράγραφοι θεωρώ ότι είναι το «δια ταύτα» του έργου που έγραψε ο Γιώργος Χριστοδούλου, έχοντας πηγή έμπνευσης ζοφερές καταστάσεις που αφορούν στα εγκλήματα έμφυλης βίας και με επίκεντρο την πασίγνωστη γυναικοκτονία του 2005 στη Βέροια.
Η παράσταση
Αδρεναλίνη στα ύψη. Κόκκινο της φωτιάς, σαν κι αυτή που σιγοκαίει από την αρχή της παράστασης. Σύντομα η θρυαλλίδα εκρήγνυται, γίνεται πυρκαγιά, τυλίγει τα πρόσωπα, οι σπίθες αγκαλιάζουν την πλατεία κι όταν χορταίνει το κακό καταλήγει σε μια ήρεμη, ήσυχη, στάχτη. Εκεί στ’ αποκαΐδια πάνω, οι τέσσερις εξαιρετικοί ηθοποιοί της παράστασης υποκλίνονται στο κοινό και η αίθουσα με τη σειρά της υποκλίνεται σ’ αυτούς. Και σε κείνους που έχτισαν αυτό το οικοδόμημα τέχνης ή, αν θέλετε, αυτό το ενενηντάλεπτο κατηχητικό.
Αν και η μεταφορά στο θέατρο πραγματικών γεγονότων, όπως αυτό του 2005 στην ελληνική επαρχία, με τα τόσο έντονα στοιχεία ναρκισσισμού και αγωνίας που εμφανίστηκαν στην τηλεόραση, είναι δύσκολη και προκλητική, εντούτοις, ο Γιώργος Χριστοδούλου κατάφερε να δομήσει ένα κείμενο γεμάτο δύναμη και εκφραστικότητα, που ίσως στην αρχή ξαφνιάζει τον απροετοίμαστο θεατή με την προσέγγιση του, αλλά σύντομα τον απορροφά απόλυτα. Τον καθιστά «ένορκο» απέναντι στον αυτουργό, τον αναγκάζει να ερευνήσει τον εσωτερικό του κόσμο, να ανιχνεύσει θέσεις και αντιθέσεις του στο ζήτημα της συνέργειας του αυτόπτη ή αυτήκοου μάρτυρα, να χρωματίσει την ενσυναίσθησή του με το λευκό της αθωότητας ή το μαύρο της ενοχής.
Η σκηνοθεσία από τον ίδιο τον συγγραφέα δίνει έμφαση στη λεπτομέρεια. Σκηνές εκρηκτικές σε γρήγορους ρυθμούς, θαρρείς ένα δάνειο από το «Σπιρτόκουτο» του Οικονομίδη, σκηνές ένοχης σιωπής που καθηλώνουν τον θεατή, εμβόλιμα βίντεο σε ρόλο επεξηγηματικό, μα και περιγραφικό και κινηματογραφικές σεκάνς που μεγεθύνουν την ουσία, ελληνικά τραγούδια λαϊκά και έντεχνα, θέματα υπαινικτικά για συναισθηματικές καταστάσεις ηρώων και, σαφώς, έξυπνη εκμετάλλευση όλων των χώρων του θέατρου.
Ο συγγραφέας κρατά τα αληθινά γεγονότα και προσθέτει το δικό του μυθοπλαστικό πλαίσιο της οικογένειας του συνεργού, ενώ τα πρόσωπα που παίρνουν μέρος στη δράση είναι ο ίδιος ο δράστης, η μητέρα του θύματος και η σύζυγος του συνεργού.
«Είχα στο μυαλό μου, μελετώντας την υπόθεση, ότι υπάρχει ένα πρόσωπο που μέσα σε ένα βράδυ γίνεται συνεργός σε ένα τέτοιου τύπου έγκλημα από το πουθενά» δηλώνει ο Γιώργος Χριστοδούλου, ο οποίος δεν προσεγγίζει την ιστορία του ούτε από την πλευρά του θύματος ούτε από την πλευρά του θύτη, αλλά μέσα από το πρίσμα του περίγυρου που εμπλέκεται ουσιαστικά σ’ αυτό το ανθρώπινο δράμα.
Θα μπορούσα να χαρακτηρίσω την παράσταση του Γιώργου Χριστοδούλου «διδακτικό θέατρο», επειδή, μέσα από τον ρεαλισμό του αποσκοπεί στο να κατηχήσει το κοινό, καλώντας το να επεξεργαστεί ένα θέμα- πρόβλημα, να κατανοήσει μια νοσηρή κατάσταση (παθογένεια κοινωνίας – βλέπω, σιωπώ, συγκαλύπτω), και να υιοθετήσει μετά τη θέαση μια συγκεκριμένη ηθική ή πολιτική στάση. ΄Άλλωστε η παράσταση προσφέρει με σαφήνεια τη δύναμη του μηνύματος: Γνωρίζω και σιωπώ, είμαι συνεργός!
Η διανομή ευτύχησε στην απόδοση των ερμηνευτών.
Η ερμηνεία ενός ηθοποιού, στο όποιο έργο καλείται να υπηρετήσει, ποικίλει από την προβλεπόμενη, την κανονισμένη υπόκριση από τον σκηνοθέτη -συγγραφέα, μέχρι μια προσωπική μεταφορά, μια πλήρη αναδημιουργία εκ μέρους του ηθοποιού με βάση τις ικανότητές του. Ακριβώς αυτό συμβαίνει στην παράσταση από τον Χρήστο Κοντογεώργη, τον Γιώργο Τριανταφυλλίδη, την Μαρία Προϊστάκη, οι οποίοι αναλαμβάνουν πλήρως την κατασκευή των σημασιών, ώστε η ερμηνεία τους δε συνιστά μια δεύτερη γλώσσα, αλλά το ίδιο το υλικό του θέματος.
Δυνατή ερμηνεύτρια και η Φανή Παναγιωτίδου στον ρόλο της μητέρας, η οποία μελετημένα αναταράσσει τα ηθικά διλήμματα του συνεργού, ας πούμε ανάμεσα στο οικογενειακό, στο καθαρά συναισθηματικό και στο κοινωνικό καθήκον.
Μέσα στο λευκό κυβιστικό σκηνικό του Αλέξανδρου Γαρνάβου και της Τζίνας Ηλιοπούλου – ένα πεδίο όπου η σιωπή και η έκρηξη αντιμάχονται, ενώ ξεχύνεται από τη γλάστρα στο δάπεδο το χώμα, υπόγειος θανατερός ρύπος βρωμίζοντάς το – το θέμα αναδύεται χωρίς να υποβιβάζεται η παράσταση σε λαϊκό μελό, σε μια σκηνική συνάντηση ρεαλισμού και ντοκουμέντου.
Η μουσική επιμέλεια του Γιάννη Λατουσάκη, ένα «ναΐφ» μοτίβο, ντύνει την παράσταση, ενώ οι φωτισμοί της Ναυσικάς Χριστοδουλάκου ακολουθούν τα συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα. Από το φως στο σκοτάδι και τανάπαλι.
Επίλογος
Μέσα από τη γλώσσα του συμμετοχικού θεάτρου, ο θεατής γίνεται ταυτόχρονα και πρωταγωνιστής, που δρα, αλληλεπιδρά και μπορεί να ανατρέψει την αρνητική συνθήκη που του παρουσιάζεται, με στόχο να αναζητηθεί συλλογικά η «λύση» και να προχωρήσει στη συλλογική δράση.
Τα τελευταία χρόνια, οι λέξεις γυναικοκτονία, σεξουαλική κακοποίηση, revenge porn βρίσκονται πλέον καθημερινά στις συζητήσεις όλων μας και ιδιαίτερα των νέων ανθρώπων που βιώνουν την αυξανόμενη βία.
Οφείλουμε, λοιπόν, να δώσουμε διέξοδο σε παλιές και νέες γενιές και να αναπτύξουμε τρόπους αντιμετώπισης και διαχείρισης της κλιμακούμενης έμφυλης βίας και των βαθιά εμπεδωμένων πατριαρχικών συμπεριφορών στην ελληνική κοινωνία.
Το θέατρο, πρωτίστως ως κοινωνικό λειτούργημα και ακολούθως ως ψυχαγωγία, είναι ένας αποτελεσματικός τρόπος κατήχησης.
Το έργο συνεχίζει τις παραστάσεις του στο θέατρο «Επι Κολωνώ»
Συντελεστές
Σκηνοθεσία – κείμενο: Γιώργος Χριστοδούλου
Συμμετοχή στα Βίντεο-Τραγούδι: Αθηνά Σακαλή
Φωτισμοί: Ναυσικά Χριστοδουλάκου
Σκηνικά – Κοστούμια: Αλέξανδρος Γαρνάβος, Τζίνα Ηλιοπούλου
Παίζουν οι ηθοποιοί: Χρήστος Κοντογεώργης, Γιώργος Τριανταφυλλίδης, Μαρία Προϊστάκη, Φανή Παναγιωτίδου
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ
Πολιτισμός
«H Tριλογία του Παραθερισμού» του Κάρλο Γκολντόνι από το Κ.Θ.Β.Ε. και τη «bijoux de kant».

Πρόλογος
Κάρλο Γκολντόνι (Βενετία, 25 Φεβρουαρίου 1707 – Παρίσι, 6 Φεβρουαρίου 1793).
Τα έργα που γράφτηκαν, όσο ο συγγραφέας ήταν στην Ιταλία, δεν έχουν θρησκευτικό ή εκκλησιαστικό θέμα ούτε εκφράζουν σκέψεις για το θάνατο ή τη μετάνοια, κάτι που προκαλεί εντύπωση, λόγω της αυστηρής καθολικής ανατροφής του Γκολντόνι. Μετά τη μετοίκησή του στη Γαλλία η θέση του έγινε πιο ξεκάθαρη, καθώς τα έργα του είχαν έντονο αντι-εκκλησιαστικό τόνο και συχνά σατίριζαν την υποκρισία των μοναχών και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Ο Γκολντόνι ενδιαφερόταν για τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους, τη φιλοσοφία, το κίνημα του Ουμανισμού, ενώ ασκούσε κριτική στην αλαζονεία, στην αδιαλλαξία και την κατάχρηση εξουσίας. Συχνά σατίριζε τους υπερόπτες ευγενείς και τους φτωχούς που δεν είχαν τιμιότητα και αξιοπρέπεια.
Το θεατρικό “Η τριλογία του παραθερισμού” περιλαμβάνει τρία μέρη: “Η μανία του παραθερισμού”, “Οι περιπέτειες του παραθερισμού”, “Το τέλος του παραθερισμού”.
Ένα έργο που, ενώ μαρτυρεί το μακρόχρονο παρελθόν του, περικλείει ταυτόχρονα όλους τους παλμούς του παρόντος. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1756.
Η οικονομική διάβρωση της αστικής ευδαιμονίας και η αναπότρεπτη καταφυγή σε ταπεινωτικές λύσεις συναλλαγής, η βαθιά λαχτάρα για αναχώρηση σε έναν τόπο που επιφυλάσσει ανανεωτικές εμπειρίες και η πυρετώδης προετοιμασία για το ταξίδι, η εξοχική έπαυλη όπου περιφέρονται μελαγχολικά πρόσωπα χαρτοπαίζοντας και επικοινωνώντας μεταξύ τους με θραύσματα λόγου και, πάνω απ’ όλα, το ερωτικό γαϊτανάκι, που περιστρέφεται παρασύροντας τους παίχτες σε κωμικοτραγικές εκρήξεις, οδηγούν απευθείας στον Τσέχωφ ( Βυσσινόκηπος, Τρεις αδελφές, Ο Γλάρος, Ο Θείος Βάνιας).
Υπόθεση
Ο Λεονάρντο και η αδελφή του Βιτόρια προετοιμάζονται πυρετωδώς να αναχωρήσουν για την εξοχή. Οι κοινωνικές συμβάσεις επιβάλλουν έναν πολυτελή τρόπο ζωής, στον οποίο όμως δυσκολεύονται να ανταποκριθούν, αφού τα χρέη τους από παλιότερα δάνεια τους έχουν ήδη πνίξει. Αλλά, πώς μπορεί ο Λεονάρντο να μείνει πίσω όταν η αγαπημένη του Τζακίντα αναχωρεί για διακοπές, και μάλιστα έχοντας συντροφιά έναν νεαρό και όμορφο αντεραστή; Η απόφαση για μια πολυέξοδη διαμονή στην εξοχή θα διογκώσει ακόμη περισσότερο τα οικονομικά τους προβλήματα και θα τους οδηγήσει στο δρόμο του συμβιβασμού.
Με άφθονο χιούμορ και πικρή ειρωνεία, ο Βενετός δραματουργός καυτηριάζει το πάθος των συμπατριωτών του για αυτοπροβολή μέσω του πολυτελούς παραθερισμού, χαρακτηρίζοντάς το «μανία και διαταραχή». Όμως, από τα μέσα του 18ου αιώνα, εποχή που γράφτηκε η «Τριλογία του παραθερισμού», μέχρι τις μέρες μας, ορισμένες νοοτροπίες παραμένουν ίδιες, υπονομεύοντας διαχρονικά την αξιοπρέπεια και ταπεινώνοντας την ανθρώπινη υπόσταση.
Ανάγνωση
Ο Κάρλο Γκολντόνι, στα τρία έργα που αποτελούν την “Τριλογία του παραθερισμού “, καυτηριάζει με άφθονο χιούμορ και πικρή ειρωνεία το πάθος των συμπατριωτών του για προβολή και κοινωνική αναγνώριση.
Νεόπλουτοι της εποχής (18ος αιώνας) αλλά και ξεπεσμένοι αριστοκράτες υφαίνουν το δικό τους γαϊτανάκι ματαιοδοξίας, σε ένα έργο με αποκαλυπτικά επίκαιρες αναφορές.
Ο Ιταλός θεατρικός συγγραφέας σκεφτόταν ήδη να σκηνοθετήσει ο ίδιος τις διασκεδάσεις και τις προσδοκίες όσων φτάνουν σε ευχάριστα, εξοχικά μέρη, έξω από τις χαοτικές πόλεις το 1761.
Αν ο Γκολντόνι ιστορούσε τότε τη μεγαλομανία των πρωτο – αστικών οικογενειών, που έβαζαν τις τελευταίες οικονομίες τους στην πρόσκαιρη διασκέδασή τους, έστω σε ένα σύντομο ταξίδι, σήμερα, όπως φαίνεται, οι συνήθειες των Ιταλών δεν έχουν αλλάξει καθόλου, γιατί όχι και των Ελλήνων, μια και το μεσογειακό ταπεραμέντο αγγίζει και τους δυο λαούς.
Οι τρελές προετοιμασίες που φέρνει μαζί της η αστική αναταραχή, αναδεικνύουν τις υπερβολές τους αλλά και τις απαράδεκτες αδυναμίες τους. Βασικά, σήμερα όπως και τότε, εμφανίζονται με κάθε ευκαιρία οι υπέρ ή υπο- δομές που συνδέονται με το κοινωνικό status: ένα οξύ και πιστό πορτρέτο της αστικής τάξης , καθώς ακολουθεί τη μόδα των διακοπών τυλιγμένο σε ένα πέπλο κοροϊδίας.
Το έργο είναι η ιστορία μιας κάστας ανθρώπων που ζει πέρα από τις δυνατότητές της, σπαταλώντας απρόσεκτα το βιός της με παράλογο τρόπο.
«Η φιλοδοξία των μικρών θέλει να εμφανιστεί με τους μεγάλους, και αυτή είναι η γελοιότητα που προσπάθησα να βάλω σε προοπτική, να τη διορθώσω, αν είναι δυνατόν» , γράφει ο θεατρικός συγγραφέας. Το υλικό που γέννησε την «τριλογία των διακοπών» βασίζεται λοιπόν στην αλήθεια, όπως επισημαίνει στον αναγνώστη ο ίδιος ο συγγραφέας. Η ιδέα ήταν να δώσει ζωή σε τρεις διαδοχικές κωμωδίες: η πρώτη με τίτλο «Οι λαχτάρες για τις διακοπές» και οι τρελές προετοιμασίες της. το δεύτερο «Οι περιπέτειες των διακοπών» για να διηγηθεί την τρελή διαγωγή του και τέλος το τρίτο «Η επιστροφή από τις διακοπές» με τις οδυνηρές συνέπειες που προκύπτουν.
Η παράσταση
Βλέπουμε στη σκηνή «Σωκράτης Καραντινός» του Κ.Θ.Β.Ε. μια κωμωδία με διαχρονικό θέμα, «διαβολεμένη» πλοκή, έξοχα σχεδιασμένους χαρακτήρες, καλπάζοντες διαλόγους και με μια γλώσσα που τσακίζει κόκαλα, όταν μεταφράζεται με μαστοριά τέτοια, που να αναδεικνύει -όπως συνέβη με την άμεση, οικεία, εύληπτη από τον σημερινό θεατή μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα – το ποιητικό ήθος, την οικουμενικότητα, διαχρονικότητα αλλά και επικαιρότητα του έργου του Γκολντόνι. Επειδή ο σοφός συγγραφέας και, γιατί όχι, κοινωνιολόγος, σατιρίζοντας τη λαιμαργία για υψηλό βιοτικό επίπεδο κοινών θνητών, την κακογουστιά, την ξιπασιά, την επιτήδευση, την υποκρισία, την ψευτιά, τον συμφεροντολογικό καιροσκοπισμό, τον σνομπισμό, την ψευτοδιανόηση στα σαλόνια της αστικής τάξης της εποχής του, ήξερε ότι τέτοιου είδους ματαιόδοξοι άνθρωποι θα υπάρχουν πάντοτε και παντού.
Ο Γιάννης Σκουρλέτης δημιουργεί, μ’ έναν φρέσκο τρόπο, μια απολαυστική τοιχογραφία εποχής σε ύφος burlesque, με χιούμορ και πικρή ειρωνεία, τονίζοντας και μεγεθύνοντας το πάθος και τη μανία των ξεπεσμένων αριστοκρατών για πολυτελή διαβίωση, προβολή και κοινωνική αναγνώριση. Μια ολόκληρη άρχουσα τάξη αγκιστρωμένη από την κενή ευδαιμονία της, δεν παραιτείται των προνομίων της και συνεχίζει τον τρελό χορό μιας ξέφρενης πολυτελούς ζωής, που έχει φτάσει στο χείλος του γκρεμού, βουλιαγμένη στα χρέη και την απώλεια της οικονομικής της δύναμης. Ακόμα και η καταστροφή, μπορεί να περιμένει «μετά τον παραθερισμό».
Η συνθήκη που επέλεξε για τη δράση είναι επαρχιακό «σκυλάδικο», όπου
«τα λουλούδια από μένα στην κυρία» συνάδουν με τα στραφταλιζέ χρώματα σαν το ασημί, το χρυσαφί, το άλικο των υπογείων, σε σκηνικά και κοστούμια του Κωνσταντίνου Σκουρλέτη, ο οποίος ευθύνεται και για τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς, ενώ η commedia dell’ arte συναντά το σύγχρονο underground – shop σ’ ένα ευφάνταστο σκηνικό γοητευτικής νυχτερινής αμαρτίας, ένα λαϊκό πλατό κάτω από τον υπαινικτικό τίτλο «Τραγωδία». Την αντιλαμβάνεται ο θεατής στο τρίτο μέρος, μετά τον γάμο, όπου οι ήρωες τον θέλουν σύμβολο στέγης της αγάπης τους, ενώ οι θεατές του βάζουν ένα ερωτηματικό.
Έτσι, η πρωτότυπη συνθήκη λειτουργίας μοιάζει πιο ευοίωνη και πιο ικανή να αναπτύξει όλη την ιδέα του 18ου αιώνα στο 2023, μέσα από αυτή.
Ευφυές σκηνοθετικό εύρημα η παρουσία του κερασφόρου από την έναρξη ακόμα, σαν μια παγανιστική μορφή, σαν μια διονυσιακή φιγούρα, ένα δείγμα έκλυσης ηθών ή διαστρέβλωσης της πραγματικότητας με μια ουτοπική «κατάκτηση» ευδαιμονίας.
Πιθανώς, να έλειπε τα τελευταία χρόνια αυτός ο πειραματικός χώρος σύζευξης των παραστατικών τεχνών, ένας χώρος που συστήνει τις τέχνες σε μια πιο χαλαρή ατμόσφαιρα, σαν να πίνεις το ποτό σου. Βλέπεις, λοιπόν, ένα κλασσικό έργο να παριστάνεται σύγχρονα και γνωρίζεις το θέατρο μέσα από τον τρόπο που έχεις μάθει να διασκεδάζεις. Εάν, μάλιστα, αναλογιστούμε πόση επιτυχία είχε παλιότερα η ρεβί – πίστας, και πόσο γερά αντέχουν έως σήμερα τα υπόγεια λαϊκομάγαζα, ακόμη πιο ευχάριστα αποδεχόμαστε το θέαμα που προσφέρει το Κ.Θ.Β.Ε στη σκηνή «Σωκράτης Καραντινός».
Γνωρίζουμε ότι καλός αγωγός ρεύματος είναι το νερό, τα μέταλλα, το ανθρώπινο σώμα. Στην παρούσα παράσταση ο καλός αγωγός είναι η μουσική. Η σκηνοθεσία θέλησε να θυμίζει θρίλερ κόντρα σε ό,τι διαμείβεται στη σκηνή. Έτσι, το μουσικό χαλί του Πάνου Ηλιόπουλου υπαινίσσεται το αντίθετο της κωμωδίας. Μια υπόθεση, ας πούμε, που έχει αγωνία, έχει ανατροπές και είτε το αρέσεις και το αφήνεις να σε συνεπάρει, να σε ταξιδέψει σ’ ένα μυστήριο είτε το απορρίπτεις και αφήνεις τον Μορφέα να σε αγκαλιάσει. Συμβαίνουν και τα δυο, σας διαβεβαιώνω.
Στο πρώτο μέρος απολαμβάνουμε τις ετοιμασίες για το ταξίδι σ’ ένα ρεσιτάλ παρεξηγήσεων, κωμικών ανατροπών κι ένα παιχνίδι γάτας – ποντικού, όπου ο έρωτας, η ζήλεια κι ο ανταγωνισμός έχουν τον πρώτο ρόλο. Στη συνέχεια, αφού μετά από πολλά δεινά πραγματοποιείται η φυγή στην εξοχή, μεταφερόμαστε κι εμείς στη θερινή ραστώνη και στις ανούσιες διασκεδάσεις των βαριεστημένων ευγενών. Ο έρωτας, για ακόμα μια φορά εμφανίζεται στο προσκήνιο, για να επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις, όμως την επαναστατική του ορμή αναχαιτίζει ο φόβος της κοινωνικής κατακραυγής.
Στο τελευταίο κομμάτι επιστρέφουμε στο Λιβόρνο, για να παρακολουθήσουμε την αυλαία της γιορτής. Σπίτια σφραγίζονται, περιουσίες έχουν εξαφανιστεί, νέες συμφωνίες προσπαθούν να περισώσουν την όποια αξιοπρέπεια, μακριά όμως από μια πράξη τιμιότητας – η εξιλέωση δεν θα έρθει ποτέ.
Το μέγιστο προσόν της παράστασης είναι οι ερμηνείες των ταλαντούχων ηθοποιών. Ηθοποιοί με γερή θεατρική παιδεία, ασκημένη για τη λεπτομερειακή επεξεργασία του χαρακτήρα του ρόλου τους, του λόγου, της χειρονομίας, της στάσης και της κίνησής τους.
Η εντυπωσιακή Κλειώ- Δανάη Οθωναίου είναι μια κυκλοθυμική Τζακίντα που την κουράζει η ζήλεια του Λεονάρντο (Χρίστος Στυλιανού), έλκεται από την ομορφιά του Γουλιέλμο (Βασίλη Μπεσίρη) και προσπαθεί να αποδείξει στο ταίρι της ότι η αγάπη δεν επιβάλλεται αλλά εμπνέεται και ότι είναι ένα βαθύ συναίσθημα ανεπηρέαστο από εξωγενείς παράγοντες.
Ο εξαιρετικός Χρίστος Στυλιανού, με πανοπλία την ωραία του σκηνική παρουσία και όπλα του την υποκριτική του δεινότητα και την καθαρή του άρθρωση, ελίσσεται επιδέξια ανάμεσα στο ερωτικό πάθος και στην αλαζονική ζήλεια.
Αλλά ο χρωματισμός της κωμωδίας παίρνει πιο σκούρες, πιο νατουραλιστικές αποχρώσεις στο ρομάντζο, στην καρδιά του έργου. Ο συγγραφέας εξερευνά τα συναισθηματικά και πρακτικά προβλήματα του γάμου με μια συμπαθητική ματιά και δημιουργεί στον χαρακτήρα της Τζακίντα ένα πορτρέτο μιας νεαρής γυναίκας ασυνήθιστου βάθους και πολυπλοκότητας για την κωμωδία της περιόδου (ή μάλιστα οποιασδήποτε περιόδου). Περήφανη και έξυπνη, η ηρωίδα βλέπει στον γάμο σαν έναν δρόμο προς την ανεξαρτησία, εάν, φυσικά, μπορεί να γίνει ένα σωστό deal.
O Γιώργος Καύκας καταθέτει την εμπειρία του στον ρόλο του γλοιώδους, κουτσομπόλη Φερντινάντο που, μάλιστα, αρέσκεται να καταπίνει την αλόη που του κερνά ο ευειδής Τονίνο και μαζί με την Άννα Κυριακίδου, ως Σαμπίνα, πλάθουν ένα ευχάριστο δίδυμο.
Υπό την οξυδερκή σκηνοθετική καθοδήγηση του Γιάννη Σκουρλέτη, οι ερμηνείες των εξαιρετικών ηθοποιών του Κ.Θ.Β.Ε. αποκαλύπτουν τα ευάλωτα στοιχεία των χαρακτήρων, όπως τη βαρετή επιμονή του πατέρα σινιόρ Φίλιππο (Δημήτρη Κολοβού) προς τον ευνοούμενό του «γαμπρό» και δήθεν εύπορο Λεονάρντο, την επιπολαιότητα της Βιττόρια, αδερφής του Λεονάρντο ( απολαυστική η Εύα Φρακτοπούλου), το μπρίο της Κοστάντσα, γυναίκας άπληστης, που ονειρεύεται το εύκολο χρήμα ( Σοφία Καλεμκερίδου), την ηθική ακεραιότητα του Φουλτζέντσιο (Δημήτρη Σιακάρα), ο οποίος χαρίζει ιλαρές νότες στο κοινό με τις νουθεσίες του περί άσκοπων δαπανών σε περιττές αγορές.
Στη «φελινική» φιγούρα του υπηρέτη Τσέκο, ο καλός ηθοποιός Χρήστος Νταρακτσής δίνει μια ερμηνεία, που θα μπορούσες να τη χαρακτηρίσεις ως έναν φόρο τιμής στη σπουδαία Σαπφώ Νοταρά.
Ακόμη, συναντάμε τη Ροζίνα της Θεοφανώς Τζαλαβρά, όμορφη αλλά φτωχή, τον όμορφο αμφί Τονίνο, του Κωνσταντίνου Τσονόπουλου και την αξιαγάπητη υπηρέτρια Μπριτζίντα, της υπέροχης Μαίρης Ανδρέου, η οποία αντικατέστησε τάχιστα την απούσα Άννα Ευθυμίου.
Ένας προφανής ρόλος, ως μια χιουμοριστική μολιερική σεκάνς στο τρίτο μέρος , είναι αυτός του μίζερου Μπερναρντίνο, που ερμηνεύεται από τον έμπειρο Κώστα Σαντά.
Κανείς από το σύνολο των ερμηνευτών δεν υστερεί σε απόδοση και τα εύσημα αποδίδονται σε όλους τους συντελεστές γενναιόδωρα, με τα δυνατά χειροκροτήματα των θεατών.
Ο σκηνοθέτης Γιάννης Σκουρλέτης κατάφερε να περιορίσει την τριλογία σε ένα έργο διαχειρίσιμου μήκους, διατηρώντας τη γλώσσα, τη σατιρική κωμωδία, τα θέματα, τη δραματική ροή και την αφήγηση του Γκολντόνι. Η συγκέντρωση των τριών θεατρικών έργων σε μια παράσταση επέτρεψε να παρασταθεί ο επεξηγητικός διάλογος που τα συνέδεε ή που ενίσχυε θέματα, στάσεις ή σχέσεις, όπως είχαν εισαχθεί προηγουμένως. Ωστόσο, παραδόξως, υπάρχουν λίγα πράγματα που χρειάστηκε να αφαιρεθούν – ή να προστεθούν, για το θέμα αυτό – για να μεταφερθεί το έργο σε μια νέα εποχή, περίπου τρεις αιώνες αργότερα.
Επίλογος
Ο Βενετός θεατρικός συγγραφέας Γκολντόνι έγραψε δεκάδες κωμωδίες, τραγωδίες και λιμπρέτα όπερας στη μακρά και διακεκριμένη καριέρα του. Το πιο συχνά αναβιωμένο έργο του, τουλάχιστον στα αγγλικά, είναι πιθανότατα «Ο υπηρέτης των δύο αφεντάδων» (1743), ένα κλασικό έργο που χρησιμοποιεί χαρακτήρες και συμβάσεις της commedia dell’arte.
Όμως ο Γκολντόνι σεβόταν τον Μολιέρο και βρήκε τους τύπους και τη μορφή της κωμωδίας περιοριστικά. Οι μεταγενέστερες κωμωδίες του ώθησαν το ιταλικό θέατρο σε μια πιο ανθρώπινη και στοχαστική κατεύθυνση, με χαρακτήρες βγαλμένους από την κανονική ζωή και σενάρια που απέφευγαν τον αυτοσχεδιασμό και τις γενικές κωμικές φιγούρες.
Έτσι, στην αριστουργηματική «Τριλογία του παραθερισμού», ο Κάρλο Γκολντόνι σατιρίζει, με πικρό χιούμορ και περιπαικτική διάθεση, τα πάθη της ανθρώπινης φύσης, τη σπατάλη, την επιδειξιμανία, την υπερβολή, την αλαζονεία και τον εγωκεντρισμό. Καυτηριάζει, παράλληλα, την επιπόλαιη τάση των ανθρώπων να δανείζονται και να ξοδεύουν δίχως μέτρο, κατάσταση που τους οδηγεί μοιραία στην ηθική κρίση και στην οικονομική καταστροφή.
Εν πολλοίς, ο Γκολντόνι καταφέρνει να συνδυάσει το κοινωνικό υπόβαθρο (την οικογενειακή σφαίρα με τις συζυγικές διαμάχες και τα ξεσπάσματα των ερωτευμένων) με τις ηθικές προεκτάσεις της αστικής κρίσης.
Συντελεστές
Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας
Σκηνοθεσία: Γιάννης Σκουρλέτης
Σκηνικά – Κοστούμια – Φωτισμοί: Κωνσταντίνος Σκουρλέτης
Μουσική: Πάνος Ηλιόπουλος
Δραματουργική Επεξεργασία: Ασημένια Ευθυμίου
Βοηθός σκηνοθέτη: Χριστόφορος Μαριάδης
Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Παρασκευή Μποκοβού
Β’ βοηθoί σκηνοθέτη: Αλέξανδρος Ζαφειριάδης, Αθηνά Καμπούρη, Φωτεινή Τιμοθέου
Οργάνωση παραγωγής: Αθανασία Ανδρώνη
Παίζουν: Άννα Ευθυμίου– Μαίρη Ανδρέου (Μπρίτζιντα)
Σοφία Καλεμκερίδου (Κοστάντσα)
Δημήτρης Καρτόκης (Πάολο)
Γιώργος Καύκας (Φερντινάντο)
Δημήτρης Κολοβός (Φιλίππο)
Άννα Κυριακίδου (Σαμπίνα)
Φαμπρίτσιο Μούτσο (Τίτα)
Βασίλης Μπεσίρης (Γκουλιέλμο)
Χρίστος Νταρακτσής (Τσέκο)
Κλειώ Δανάη Οθωναίου (Τζακίντα)
Κώστας Σαντάς (Μπερναρντίνο)
Δημήτρης Σιακάρας (Φουλτζέντσιο)
Χρίστος Στυλιανού (Λεονάρντο)
Θεοφανώ Τζαλαβρά (Ροζίνα)
Κωνσταντίνος Τσονόπουλος (Τονίνο)
Εύα Φρακτοπούλου (Βιττόρια)
Φιγκυράν-Μουσικός: Γιώργος Κωνσταντινίδης (Πασκουάλε)
* Η παράσταση είναι κατάλληλη για θεατές άνω των 16 ετών
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ
Πολιτισμός
COSMOPOLIS Festival: Ανοιχτή Πρόσκληση προς Καλλιτέχνες & Φορείς

Το Cosmopolis Festival, ολοκλήρωσε τον απολογισμό για το 2022, με αυξημένη κινητικότητα και ανταπόκριση κοινού, με 30.000 και πλέον θεατές στο σύνολο να έχουν επισκεφτεί τις 91 δράσεις, που πραγματοποιήθηκαν στη διάρκεια Ιούλιου-Δεκεμβρίου 2022.
Με 453 προσκεκλημένους καλλιτέχνες από 27 διαφορετικές χώρες, κατάφερε να αναδείξει τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της πόλης αλλά και του ίδιου του φεστιβάλ, το οποίο για το 2023 μας υπόσχεται ένα ανανεωμένο πρόγραμμα με στόχο την εξωστρέφεια και τη συμμετοχικότητα.
Στο πλαίσιο προετοιμασίας του καλλιτεχνικού προγράμματος του 2023, το Cosmopolis festival προσκαλεί όλους τους ενδιαφερόμενους (καλλιτέχνες & φορείς πολιτισμού) να υποβάλλουν τις προτάσεις τους από σήμερα. Τις φόρμες συμμετοχής μπορείτε να τις βρείτε πατώντας EΔΩ
Καλή επιτυχία!
Προτεινόμενα
-
Νέα Θάσου2 έτη ago
Προκήρυξη Διεθνούς Διαγωνισμού Ποίησης εις Μνήμη του Πρωτοπρεσβύτερου Ποιητή Γεωργίου Ι. Διαμαντόπουλου. Με θέμα ꓽ «Υπάρχουν Άνθρωποι»
-
Νέα Θάσου2 έτη ago
Θάσος: Αναστέλλεται η λειτουργία σχολικών τμημάτων και του «Θεαγένη»
-
Νέα Θάσου2 έτη ago
Ο Δήμαρχος Θάσου για το πρόγραμμα ενίσχυσης επιχειρήσεων της ΑΜΘ με την διαδικασία της μη επιστρεπτέας προκαταβολής
-
Καβάλα2 έτη ago
Καμπανάκι για την μείωση των δρομολογίων στη γραμμή Πρίνος-Καβάλα
-
Νέα Θάσου2 έτη ago
Χορωδίες δήμου θάσου 2020
-
Νέα Θάσου2 έτη ago
Ο Δήμος Θάσου κοντά στον πολίτη, δίνει χρήσιμες συμβουλές για την εξοικονόμηση ενέργειας
-
Νέα Θάσου2 έτη ago
Ξεκινούν οι εγγραφές στην Παιδική Θεατρική Σκηνή του Δήμου Θάσου
-
Ελλάδα2 έτη ago
Σε κακούργημα μετατρέπεται το αδίκημα βασανισμού των ζώων
You must be logged in to post a comment Login