Connect with us

Πολιτισμός

«Εχθροί: Μια ερωτική ιστορία» του Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ από το ΚΘΒΕ στο θέατρο Ε.Μ.Σ.  σε πρώτη πανελλήνια παρουσίαση

«Εχθροί:-Μια-ερωτική-ιστορία»-του-Ισαάκ-Μπάσεβις-Σίνγκερ-από-το-ΚΘΒΕ-στο-θέατρο-ΕΜΣ.- σε-πρώτη-πανελλήνια-παρουσίαση

Πρόλογος

Ο νομπελίστας συγγραφέας Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ έγραψε το μυθιστόρημα «Εχθροί, μια ερωτική ιστορία» το 1966 στα Γίντις. Μέσα από τον σκοτεινό κόσμο των ηρώων του αναδύονται ο ερωτισμός, το μαύρο χιούμορ και η βαθιά υπαρξιακή ειρωνεία, έτσι όπως το γέλιο συνοδεύει τη δυστυχία, όταν η συνείδηση παύει να επαναπαύεται σε καθησυχαστικές αφηγήσεις. Στη θεατρική διασκευή του μυθιστορήματος από τον Roy Chen,  ο χαρακτήρας του Χέρμαν καλείται να επιβιώσει και να ισορροπήσει μεταξύ ενοχής και απόλαυσης, μη μπορώντας να πάρει μια απόφαση για τη ζωή του.

Το “Εχθροί, μια ερωτική ιστορία”, το πρώτο έργο του νομπελίστα Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ που τοποθετείται στην Αμερική, είναι ένα αναπάντεχο και συγκινητικό μυθιστόρημα.

Το 1989 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Πολ Μαζούρσκι, με μουσική του Μωρίς Ζαρ και πρωταγωνιστές τους Ρον Σίλβερ (Χέρμαν), Αντζέλικα Χιούστον (Ταμάρα), Λένα Όλιν (Μάσα) και Μαργκαρετ Σοφί Στέιν (Γιάντβιγκα). Η ταινία είχε τρεις υποψηφιότητες για τα ΄Οσκαρ (σεναρίου, Anjelica Huston και Lena Olin).

Υπόθεση

Ο Χέρμαν Μπρόντερ ζει με την Πολωνή χωριάτισσα νυν  γυναίκα του, Γιάντβιγκα, στη Νέα Υόρκη. Η Γιάντβιγκα δε μιλά Αγγλικά και είναι η πρώην υπηρέτριά του στην Πολωνία, η οποία τον είχε κρύψει για  τρία χρόνια στην σοφίτα της, ώστε  να αποφύγει το στρατόπεδο συγκέντρωσης. Στην Αμερική είναι ευτυχισμένη που έχει διαμέρισμα κι έναν άντρα να φροντίζει. Είναι  Ρωμαιοκαθολική , αλλά για χάρη του θα γινότανε Εβραία.

Ο Χέρμαν γράφει  κείμενα- κηρύγματα για έναν ραβίνο και αμείβεται καλά για αυτά. Στη γυναίκα του λέει πως είναι πλασιέ βιβλίων, για να μπορεί συχνά να φεύγει από το σπίτι και να διανυκτερεύει με την ερωμένη του, Μάσα, και την μητέρα της. Η Μάσα είναι μια πανέμορφη, νευρωτική γυναίκα, που πέρασε κι αυτή  από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, μια γυναίκα που μπορεί να μιλά ταυτοχρόνως στα Γίντις, στα Αγγλικά, στα Πολωνικά, στα  Ρωσικά. Καπνίζει αρειμανίως  και κοιμάται ελάχιστα.

Όταν στο προσκήνιο εμφανίζεται και η Ταμάρα, η  πρώτη σύζυγος του Χέρμαν στην Πολωνία, που κατά τη διάρκεια του Πολέμου του είπαν πως είδαν να σκοτώνεται μαζί με τα δυο παιδιά τους, ο Χέρμαν νιώθει πως θέλει να κρατήσει και αυτή. Βρίσκεται ξαφνικά δίγαμος, αλλά η Μάσα τον εκβιάζει και τελικά γίνεται πολύγαμος.

Το χιούμορ  εναλλάσσεται με την πίκρα, οι φρικτές αναμνήσεις από το Ολοκαύτωμα με τις περιπέτειες του Χέρμαν,  που τανύζεται σαν  λάστιχο ανάμεσα στις τρεις γυναίκες, όμως δεν μπορεί στην ουσία να παρατήσει καμιά, γιατί με τον τρόπο του τις αγαπά και τις τρεις και νιώθει πως τους χρωστάει.

Η αφήγηση είναι σπαρταριστή, παλλόμενη, δίνει ανάγλυφα μια ολόκληρη κοινωνία, σε κάνει κάποτε να μελαγχολείς  κι άλλοτε να γελάς με την ίδια συχνότητα.

«Τις θέλω και τις τρεις, αυτή είναι η αναίσχυντη αλήθεια», παραδέχτηκε μέσα του. Η Ταμάρα είχε γίνει πιο όμορφη, πιο ήρεμη, πιο ενδιαφέρουσα. Η κόλαση που είχε περάσει ήταν χειρότερη ακόμη κι απ’ της Μάσα. Αν τη χώριζε θα ήταν σα να την εξωθεί να πάει με άλλους άντρες.

Το τέλος δεν είναι λυτρωτικό. Πώς θα μπορούσε να είναι, όταν μιλάμε για τόσο ανερμάτιστους  ανθρώπους, που απατούν τους εαυτούς τους περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον για να μπορέσουν να επιβιώσουν κι όταν σπάνε οι αυταπάτες, δεν μένει πλέον τίποτα.

Ανάγνωση

Γεμάτη δυστυχία, απώλεια, μελόδραμα και σκοτεινό χιούμορ, αυτή η «οργανική» ιστορία ηθικής, διαδραματίζεται στη Νέα Υόρκη λίγο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο συγγραφέας στο βιβλίο του   επιλέγει να αφηγηθεί την ιστορία  ενός ανθρώπου που επιβίωσε από το Ολοκαύτωμα και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ζει στη Νέα Υόρκη, παντρεμένος με μια Πολωνέζα, τη Γιάντβιγκα, στην οποία χρωστάει τη ζωή του, κι έχοντας μια ερωμένη, με την οποία είναι πραγματικά ερωτευμένος, τη Μάσα. Κάποια στιγμή εμφανίζεται η γυναίκα του Ταμάρα, που θεωρούσε από χρόνια νεκρή, και το καρέ συμπληρώνεται.

Η μαεστρία του Σίνγκερ κρύβεται ακριβώς στον τρόπο που χειρίζεται το ρεαλιστικό καμβά της πλοκής, για να ξεδιπλώσει κάποιες πτυχές που συγκρούονται με τη λογική ή την υπερβαίνουν, σπάζοντας το φράγμα του παραδοσιακού ρεαλισμού. Τα πάντα εκτυλίσσονται υπό το φάσμα μιας επικείμενης καταστροφής, καθώς ο ήρωας, ο Χέρμαν, είναι σίγουρος πως είναι θέμα χρόνου να αποκαλυφθούν η απιστία και η διγαμία του κι ο ίδιος να απελαθεί.

Σχεδόν όλοι οι ήρωες ζουν κάτω από ένα γκρίζο πλέγμα, αισθανόμενοι πως η ζωή τους δεν τους ανήκει, ή, τουλάχιστον, ότι σταμάτησε με την έναρξη της κόλασης του Ολοκαυτώματος. «… η φενάκη της ελεύθερης βούλησης εξανεμιζόταν. Εδώ ο άνθρωπος πετιόταν σαν χαλίκι ή σαν μετέωρο στο διάστημα». Πρόκειται για ανθρώπους που ουσιαστικά υπνοβατούν, έχοντας επιπλέον να αντιπαλέψουν την καταπίεση της εβραϊκής θρησκείας και το γνωστό ενοχικό σύνδρομο που τη συνοδεύει. Το μόνο που έχει απομείνει είναι η βεβαιότητα για έναν Θεό εκδικητικό: «Ο Θεός (ή ό,τι άλλο μεγάλο και δυνατό αντιπροσωπεύει) ήταν αδιαμφισβήτητα σοφός, αλλά καμιά ένδειξη δεν υπήρχε για την ευσπλαχνία του».

Παρόλα αυτά και, καθώς οι επιπλοκές διαδέχονται η μία την άλλη, δημιουργείται η αίσθηση του κωμικού. Ίσως και κάτω από την επιρροή του εβραϊκού στοιχείου, έρχεται στο μυαλό η φιγούρα του Γούντι Άλεν να προσπαθεί – με το γνώριμο νευρικό και συμπλεγματικό του τρόπο – να ξεφύγει από αγχωτικές καταστάσεις, μόνο και μόνο για να τις μπερδέψει περισσότερο και να λυτρωθεί τελικά με το απαραίτητο «happy end» της κωμωδίας. Στην περίπτωση όμως του «Εχθροί, μια ερωτική ιστορία», ο ήρωας, καθοδηγούμενος από το ερωτικό του πάθος, δεν επιλέγει την τυπικά λυτρωτική λύση που του προσφέρει η νεκραναστημένη και συγκινητικά αλτρουίστρια σύζυγός του. Ακολουθεί το δρόμο που του υποδεικνύει το συναίσθημα, διαλέγοντας να χαθεί στη δίνη του «αυτοκτονικού πολιτισμού» όπου, περίπου, ζει. «Και η αλήθεια; Πού να βρεθεί μες σ’ αυτήν τη ζούγκλα, σ’ αυτήν τη γήινη γούρνα, την μπηγμένη πάνω στην καυτή λάβα».

Ο συγγραφέας

Ο Isaac Bashevis Singer (1902–1991) γεννήθηκε στην Πολωνία σε ­ραβινική οικογένεια. Στράφηκε από νωρίς στη λογοτεχνία γράφοντας στα Γίντις, τη γλώσσα των Ασκεναζίμ Εβραίων.

Το 1935 μετανάστευσε στις ΗΠΑ, όπου συνέ­χισε να γράφει, έπειτα από μια μακρά περίοδο εσωτερικής κρίσης και απόσυρσης από τη λογοτεχνία. Από τη δεκαετία του ’50 τα έργα του άρχισαν να μεταφράζον­ται στα αγγλικά.

Το 1970 και το 1974 κέρδισε το αμερικανικό National Book Award, και το 1978 το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του, διαποτισμένα πάντα με μια ατμόσφαιρα υπερφυσικού, απαθανατίζουν τον χαμένο κόσμο των εβραϊκών στετλ αλλά και τη ζωή των Εβραίων μεταναστών στην Αμερική.

Στα ελληνικά κυκλοφορούν, μεταξύ άλλων, τα βιβλία του: «Ο τελευταίος δαίμονας και άλλα διηγήματα» (Νεφέλη, 1995)

«Σκιές στον ποταμό Χάντσον» (Καστανιώτης, 2000)

«Στο δικαστήριο του πατέρα μου» (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2003)

« Ο Σατανάς στο Γκόραϋ» (Ίνδικτος, 2003)

« Ο θάνατος του Μαθουσάλα (Καστανιώτης, 2005)

« Ιστορίες για παιδιά» (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2005)

« Εχθροί, μια ερωτική ιστορία» (Καστανιώτης, 2009)

«Σώσα» (Κίχλη, 2020)

«Γκίμπελ ο σαλός και άλλες ιστορίες» (Κίχλη, 2022).

Με τα μυθιστορήματα, τις νουβέλες και τα διηγήματα του Σίνγκερ, η κάπως παράδοξη και σκοτεινή γίντις κουλτούρα εισδύει στην επικράτεια της δυτικής σκέψης. Αυτή τη μεσαιωνική λαϊκή λαλιά των Ασκεναζίμ της ανατολικής Ευρώπης, που παρέμενε προφορική μέχρι τον 19ο αιώνα, επιλέγει ο Σίνγκερ, ένας εγνωσμένης πολιτικής στράτευσης πολωνοεβραίος μετανάστης στην Αμερική, για να αφηγηθεί τις ιστορίες του. Ωστόσο, δεν πρόκειται απλώς για έναν αριστερό «γιντισογράφο» αλλά και για έναν από τους σημαντικότερους Αμερικανούς λογοτέχνες του αιώνα.

Η παράσταση

Φωταγωγημένα στο εσωτερικό τους  δύο δωμάτια, ένας άδειος  δρόμος, μια στεγασμένη στάση, μια  συστοιχία φαναριών και μια ομιχλώδης ατμόσφαιρα συνθέτουν μια άκρως ενδιαφέρουσα εικαστική εγκατάσταση (σκηνικά και κοστούμια  Ελένης Μανωλοπούλου), όπου η σκηνοθεσία χαρτογραφεί το δράμα του  Χέρμαν, μέσα από τη ζωή του με τις  τρεις  γυναίκες του. Ταξιδεύει τον θεατή με χαρακτηριστική ευκολία στο κλίμα και στο πνεύμα της εποχής, στην ιστορία και στην πόλη, ξεδιπλώνοντας πτυχές που συγκρούονται με τη λογική ή την υπερβαίνουν.

Η σκηνοθεσία του διαπρεπούς σκηνοθέτη    Στάθη Λιβαθινού  αποτυπώνει τέλεια τη ζωή ενός  Εβραίου μετανάστη, ειδικά τη ζωή κάποιου που θέλει να ξεφύγει από το παρελθόν, αλλά το παρελθόν του επιστρέφει συνεχώς και τον   στοιχειώνει, με μελετημένους ρυθμούς και στους  εξαίσιους  φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου.

Αν και η σκιά του Ολοκαυτώματος  αιωρείται στην εξέλιξη του έργου, για να καλύψει όλα τα πρόσωπα, κανένας από τους χαρακτήρες δεν είναι, με κάποιον τρόπο, συμβατικός. Ο καθένας  έχει έναν ιδιότυπο και ξεχωριστό ψυχισμό. Σε μια ιστορία με τόσες πολλές δυνατότητες για  φορτισμένο συναισθηματισμό και για φαρσοκωμωδία ευρείας κρεβατοκάμαρας, είναι  αξιοπερίεργο ότι δεν υπάρχει στην παράσταση  κανένα από τα δύο, πλην μιας έξοχης ερωτικής  σκηνής που θυμίζει  πλάνο νεορεαλιστικού  Ιταλικού κινηματογράφου.

Οι χαρακτήρες του Σίνγκερ,  από τη μια αγωνίζονται για να επιβιώσουν από τις μνήμες των φοβερών στρατοπέδων και από την άλλη, για  να υπάρξουν σ’ έναν καινούριο κόσμο που δεν έχει τα ηθικά και πολιτισμικά τους ερείσματα,  μέσα στη χαώδη, πολύβουη κι άυπνη Νέα Υόρκη του 1949.

Όλα όσα συμβαίνουν στη σκηνή εξελίσσονται υπό το πρίσμα μιας επικείμενης καταστροφής, και η αναζήτηση απαντήσεων στην μετά Χίτλερ εποχή συνοδεύεται από τον τρόμο, σε κάθε κουδούνισμα της πόρτας. Σαν η ζωή τους να μην τους ανήκει, σαν να σταμάτησε με την έναρξη της κόλασης του Ολοκαυτώματος.

Σε αυτή τη γκρίζα ζώνη  προσπαθεί ο καθένας τους να επιβιώσει διεισδύοντας στην ανθρώπινη φύση, στις συμπεριφορές και στις έμφυτες αδυναμίες.

Η Γιάντβιγκα  (Φωτεινή Τιμοθέου) αγοραφοβική, δεν πάει πουθενά μόνη της, υπερβολικά καλή κι αφοσιωμένη, συμπεριφέρεται στο άντρα της σαν υπηρέτρια, που όμως σταδιακά αφυπνίζεται και διεκδικεί.

Η ηδυπαθής Μάσα  (Μάρα Τσικάρα), εκμεταλλεύεται το μεγάλο της ατού, την εξωτερική της εμφάνιση. Απολαμβάνοντας τον έρωτα  παραμένει ανίκανη να αντιδράσει στη σκέψη πως «κάποιος τη σημαδεύει με όπλο». Παράλληλα, είναι ανήμπορη να τιθασεύσει τον θυμό της κι έτσι, ασταθής και με σημαία της την οργή, οδηγείται στο απονενοημένο διάβημα.

Η Ταμάρα (Βιργινία Ταμπαροπούλου) εμφανίζεται από το πρώτο κιόλας μέρος,  αντί μιας εξαθλιωμένης γυναίκας  επιζήσασας από τα στρατόπεδα των Ναζί,  ως  μια ντελικάτη φιγούρα, λεπτή, κομψή,  θαρρείς μια Γκρέις Κέλι  από «Το κυνήγι του κλέφτη»,  κυνική και ειρωνική αρχικά, αργότερα συγκινητικά αλτρουίστρια,  η οποία προσφέρει απλόχερα αγάπη και λύσεις και για το μόνο που είναι σίγουρη είναι η σφαίρα στον αριστερό της γοφό, γι’ αυτό και δεν θέλει να τη βγάλει.

Η Σίφρα (Μελίνα Αποστολίδου) είναι η μητέρα της  Μάσα  που ζει  με τα φαντάσματα του παρελθόντος, άλλοτε δυναμική, άλλοτε λιπόψυχη και ευαίσθητη.

Ο Χέρμαν ( Ορέστης Παλιαδέλης)  ψεύδεται ασύστολα, σιχαίνεται τον εαυτό του, αδύναμος κι αναποφάσιστος,  έχει χάσει την πίστη του, ζει καθημερινά με το φόβο της αποκάλυψης της διγαμίας του και της απέλασής του. Αμφίθυμος, παλινδρομεί μεταξύ καθήκοντος κι επιθυμίας αναζητώντας στο ενδιάμεσο δυνητικές  κρυψώνες.

«Ένας μοιρολάτρης ηδονιστής που ζει σε μια προ-αυτοκτονική δυστυχία» θα χαρακτηρίσει τον εαυτό του.

Καθώς περιφέρεται ανάμεσα στις τρεις γυναίκες του, προσπαθώντας απεγνωσμένα να κρατήσει και τις τρεις ευτυχισμένες ή τουλάχιστον γαλήνιες, αυτό που μας δείχνει ο καλός  ηθοποιός  ότι τον οδηγεί, δεν είναι η αγάπη αλλά οι ενοχές.

Ο Ραβίνος Λάμπερτ του Γιάννη Καραμφίλη είναι μεν πνευματικός πατέρας, αλλά γήινος, με ανθρώπινες  αδυναμίες και σιγουριά στον λόγο και στην κίνησή του.

Πολύ καλοί και οι άλλοι ηθοποιοί στους ρόλους τους,  πιστοί ακόλουθοι των  σκηνοθετικών οδηγιών και  μέσα στο πνεύμα της συνθήκης που επέλεξε ο σκηνοθέτης.

Όσο οι επιπλοκές διαδέχονται η μια την άλλη τόσο η αίσθηση το κωμικού κυριεύει τον θεατή , ο οποίος παρατηρεί τους ήρωες να προσπαθούν να ξεφύγουν από αγχωτικές καταστάσεις μπερδεύοντάς τες περισσότερο μέχρι το τέλος, όπου ο ήρωας δεν επιλέγει την τυπικά λυτρωτική λύση που του προσφέρει η  νεκραναστημένη και συγκινητικά αλτρουίστρια σύζυγός του Γιάντβιγκα.

Καθοριστικός  παράγοντας κατανόησης του κειμένου η μετάφραση του Λεωνίδα Καρατζά. Η πρόκληση, υποθέτω για τον ίδιο, ήταν να εισδύσει πρώτα αυτός με προετοιμασία –  μελέτη στον μαγικό κόσμο του Σίνγκερ,  για να οδηγήσει στη συνέχεια, ως διαμεσολαβητής, τον απλό θεατή – αναγνώστη, ν’ ανακαλύψει κι αυτός με τη σειρά του αυτόν τον κόσμο. Σαφώς, αυτή η περιπέτεια της ερμηνείας του πρωτοτύπου, είναι απαιτητική υπόθεση, προϊόν γνώσης  ευαισθησίας, αλλά και πνευματικής ευθύνης.

Η μουσική του Δημήτρη Μαραμή, μια βατή οδός για την ενσυναίσθηση, δηλαδή τη συναισθηματική ταύτιση θεατών  με την ψυχική κατάσταση των ηρώων και την κατανόηση της συμπεριφοράς και των κινήτρων τους.

Το «Εχθροί: μια ερωτική ιστορία» είναι μια τόσο ενδιαφέρουσα παράσταση, επειδή η σκηνοθεσία  αρνείται να εξημερωθεί, να κατασταλάξει σε μια ωραία, παρηγορητική παραβολή ή ένα μάθημα προς συμμόρφωση. Πρόκειται για συναισθηματική  ταραχή και ο Στάθης Λιβαθινός κυλά την ιστορία  χωρίς  πρόσθετους συμβιβασμούς. Δεν υπάρχει κλειδί για να  ξεκλειδώσει ο θεατής  την ενσυναίσθηση. Δεν υπάρχει φτηνό χιούμορ αλλά ούτε χυδαίο ερωτικό πάθος για το θηλυκό κορμί. Μάλλον προδιαγεγραμμένη μοίρα μοιάζει, παρά εσωτερική επιθυμία ή ανάγκη για πολυγαμία.

Πράγματι, αυτή η παράσταση  δεν είναι καν μια σκηνική οδηγία  για το πώς οι γυναίκες μπορούν να μη θυματοποιούνται. Άλλωστε, στο έργο η καθεμία λαμβάνει- λίγο ως  πολύ –  αυτό που της υπαγόρευσε η μοίρα της  και ο Χέρμαν που υποφέρει τόσο σκληρά, τιμωρείται κυρίως από τη δική του γνώση για το πόσο άτολμος, πόσο «ποντίκι» είναι.

Αν  μένει στο θυμικό μας κάτι ωφέλιμο είναι, θαρρώ, η παραδοχή ότι  πασχίζουμε τόσο πολύ να ερμηνεύσουμε χαρακτήρες και συμπεριφορές των άλλων, αμελώντας να διερευνήσουμε τους δικούς μας εαυτούς και τις δικές μας δεξιότητες προσαρμοστικότητας και, ενίοτε, συνύπαρξης

Επίλογος

Ο Σίνγκερ διαπλέκει την τραγωδία που γνώρισαν οι Εβραίοι στον 20ο αιώνα, με την προσωπική ιστορία των πρωταγωνιστών της ιστορίας του, τα εβραϊκά ήθη της ιουδαϊκής θρησκείας με την αναζήτηση της ατομικής πραγμάτωσης των ηρώων του.

Η κοσμοϊστορική καταστροφή του Ολοκαυτώματος συμπλέκεται με τις ψηφίδες που αποτελούν τις προσωπικές ιστορίες του Χέρμαν και των τριών γυναικών του, οι οποίες έχουν εξίσου συμπαντική σημασία – αν και εξελίσσονται στον ανθρώπινο μικρόκοσμο των ερωτικών σχέσεων- ο Σίνγκερ εξυψώνει το προσωπικό σε καθολικό μέγεθος: “Ο Χέρμαν είχε δύο συζύγους κι ετοιμαζόταν να αποκτήσει και τρίτη. Και, μολονότι φοβόταν τις συνέπειες των πράξεων του και το σκάνδαλο που θα ξεσπούσε, κάπου μέσα του απολάμβανε το ρίγος που του δημιουργούσε η αδιάκοπη προοπτική μιας απειλητικής καταστροφής”.

Ο Στάθης Λιβαθινός έχει συνεργαστεί ξανά με το ΚΘΒΕ, το 2009, όπου σκηνοθέτησε το έργο του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ «Βασιλιάς Ληρ», σε μια εμπνευσμένη παράσταση που κέρδισε κοινό και κριτικούς και τιμήθηκε με το βραβείο Διεθνούς Ρεπερτορίου των Κριτικών Θεάτρου.

Επίσης, το καλοκαίρι του 2016, με την παράσταση «Αντιγόνη» του Σοφοκλή που σκηνοθέτησε ο Στάθης Λιβαθινός, πραγματοποιήθηκε η πρώτη συνεργασία του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος με το Εθνικό Θέατρο και τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου.

Η παρούσα παράσταση κάνει πανελλήνια πρεμιέρα στο Κ.Θ.Β.Ε.

Συντελεστές

Μετάφραση: Λεωνίδας Καρατζάς
Δραματουργική επεξεργασία – Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
Σκηνικά & Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική: Δημήτρης Μαραμής
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Βοηθός σκηνοθέτη: Θοδωρής Πολυζώνης
Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Έμιλυ Κουκουτσάκη
Οργάνωση παραγωγής: Μαριλύ Βεντούρη
Παίζουν οι ηθοποιοί:
Μελίνα Αποστολίδου (Σίφρα), Παναγιώτης Καμμένος (Κότικ), Γιάννης Καραμφίλης (Ραβίνος Λάμπερτ), Ορέστης Παλιαδέλης (Χέρμαν), Θοδωρής Πολυζώνης (Γιατρός, Ραβίνος Αβραάμ), Σπύρος Σιδέρης (Σερβιτόρος), Βιργινία Ταμπαροπούλου (Ταμάρα), Φωτεινή Τιμοθέου (Γιάντβιγκα), Μάρα Τσικάρα (Μάσα), Δημήτρης Τσιλινίκος (Τόρτσινερ), Νίκος Τσολερίδης (Οδηγός), Θάνος Φερετζέλης (Πεσέλς)

ΠΑΥΛΟΣ  ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading
Advertisement
Click to comment

You must be logged in to post a comment Login

Leave a Reply

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Πολιτισμός

«Σέρα-Η ψυχή του Πόντου» στο Θέατρο Αντιγόνη Βαλάκου

«Σέρα-Η-ψυχή-του-Πόντου»-στο-Θέατρο-Αντιγόνη-Βαλάκου

«Θα σας διηγηθώ την ιστορία του πατέρα μου…γιατί άραγε;»

Η παράσταση Σέρρα-Η ψυχή του Πόντου, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Γιάννη Καλπούζου, με την εξαιρετική ερμηνεία της Χρύσας Παπά, συνεχίζει για τρίτη χρονιά και ξεκινάει την Πανελλαδική και Ευρωπαϊκή της περιοδεία, κάνοντας μια στάση στην Καβάλα, στο Θέατρο Αντιγόνη Βαλάκου, την Παρασκευή 11 και το Σάββατο 12 Οκτωβρίου στις 21.00 και την Κυριακή 13 Οκτωβρίου στις 19.00.

Η μεγάλη καλλιτεχνική επιτυχία με τα συνεχόμενα sold out των δυο τελευταίων ετών, το «Σέρρα» υμνήθηκε από κοινό και κριτικούς, στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, σε μεγάλες πόλεις της Ελλάδας καθώς και στο Βερολίνο της Γερμανίας, με το κοινό να γεμίζει τις θεατρικές αίθουσες όπου και αν παρουσιάστηκε.

Μια θεατρική εμπειρία που συνεπαίρνει τον θεατή σε ένα μοναδικό ταξίδι, απ’ όπου και αν κατάγεται.

Μία ηθοποιός. 12 ρόλοι.

Η Λεμονιά παρουσιάζεται στο κοινό για να αφηγηθεί την ιστορία του πατέρα της, του Γαληνού Φιλονίδη. Μια ιστορία που ξεκινάει το 1915 και ολοκληρώνεται το 1962, στην Τραπεζούντα και άλλες περιοχές του Πόντου, στην Αμπχαζία και στο Καζακστάν.

Ο Γαληνός διχάζεται ανάμεσα σε δυο γυναίκες, δοκιμάζονται οι ηθικές του αρχές κι έρχεται αντιμέτωπος με τις τρικυμίες της ψυχής, αλλά και με την αγριότητα των εκτοπισμών και των διώξεων εκείνης της περιόδου, ενώ στο πρόσωπο του και στην πορεία του αντανακλούν τα δεινά των Ελλήνων του Πόντου και των Αρμενίων.

Ένα έργο γεμάτο έρωτα, μυστήριο, ραδιουργίες, τρυφερότητα, αγάπη, εξαθλίωση και αξιοπρέπεια. Ένα ταξίδι που γράφει η ζωή, που φαντάζει με τις φλόγες του χορού της φωτιάς, του χορού Σέρρα.

Συντελεστές

Συγγραφέας και θεατρική διασκευή: Γιάννης Καλπούζος

Σκηνοθεσία: Σωτήρης Χατζάκης

Φωτισμοί: Αντώνης Παναγιωτόπουλος

Σύνθεση-Μουσική Επιμέλεια: Ματθαίος Τσαχουρίδης

Σκηνικά-Κοστούμια: Έρση Δρίνη

Χοροδιδασκαλία: Στέφανος Σιδηρόπουλος

Φωτογραφία αφίσας: Πάνος Βλασόπουλος

Φωτογραφίες παράστασης: Αγγελική Κοκκοβέ

Γραφιστική επιμέλεια-Video Editing: Μαίρη Μούσα

Προβολή-Δημόσιες Σχέσεις: Παναγιώτης Φανταγμάς

Παραγωγή: Sifa Production

Ερμηνεύει

η Χρύσα Παπά

Trailer:

Τιμές εισιτηρίων:

15 € Γενική Είσοδος,

12 € Μαθητικό – Φοιτητικό-Ανέργων-ΑΜΕΑ (με την επίδειξη των αντίστοιχων δικαιολογητικών κατά την είσοδο)

Ηλεκτρονική προπώληση: https://www.more.com/theater/serra-i-psyxi-tou-pontou-periodeia/

Διάρκεια:90 λεπτά χωρίς διάλειμμα

Προπώληση εισιτηρίων καθημερινά από τη Δευτέρα 7 Οκτωβρίου, 11.00 – 14.00 & 18.00 – 20.00, στο Κέντρο πληροφόρησης επισκεπτών Δήμου Καβάλας (πρώην ΕΟΤ) στην Κεντρική Πλατεία, τηλ: 2510-620566.

Το μυθιστόρημα «Σέρρα- Η ψυχή του Πόντου» του Γιάννη Καλπούζου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.

Για περισσότερες πληροφορίες και κρατήσεις μπορείτε να καλείτε στα τηλέφωνα του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καβάλας 2510. 220876 (10:00-14:00).

ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καβάλας

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading

Πολιτισμός

«Το μπουφάν της Χάρλεϋ ή πάλι καλά» του Βασίλη Κατσικονούρη

«Το-μπουφάν-της-Χάρλεϋ-ή-πάλι-καλά»-του-Βασίλη-Κατσικονούρη

 «Μια γυναίκα, νύχτα, έξω από το κουβούκλιο του φρουρού στον Άγνωστο Στρατιώτη, στην Πλατεία του Συντάγματος…»

Μια Ελληνίδα μάνα, γνώριμη και συγκινητική…

Μια νέα γενιά που πάντα θα επαναστατεί και πάντα πρέπει να ακούμε…

Το αριστουργηματικό κείμενο του Βασίλη Κατσικονούρη  μετά  την  καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία  στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, την Κρήτη, την Πάτρα, τον Βόλο, τη Δράμα,  ζωντανεύει και πάλι στην σκηνή στο Κινηματοθέατρο Απόλλων  στις 2 Νοεμβρίου και ώρα 21.00 με την Μαριάννα Τουμασάτου και την σκηνοθετική καθοδήγηση του Αλέξανδρου Σταύρου. 

Μια ιδιαίτερα συγκινητικά αφήγηση, μια μοναδική θεατρική εμπειρία που μας θυμίζει ότι κάθε εποχή έχει τις δικές της ανάγκες και οι νέοι θα χρειάζονται πάντα κάποιον να τους στηρίξει για να πετάνε ελεύθεροι προς το μέλλον τους, χωρίς να κινδυνέψουν και να χαθούν.

Ένας μονόλογος – κλαυσίγελος μιας γυναίκας στο μεταίχμιο μεταξύ σκληρότητας και τρυφερότητας, σοφίας και τρέλας, κωμικότητας και τραγικότητας. Μιλάει στον εύζωνα γιό της που φυλάει σκοπιά στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Απέναντι της αυτός, θέλει δε θέλει θα την ακούσει, παλιά όταν του μιλούσε η μάνα του έφευγε, τώρα είναι ανυπεράσπιστος μπροστά της.

Ανυπεράσπιστη κι αυτή, μόνο μία ομπρέλα έχει να κρύβεται από κάτω της σαν σε καταφύγιο από την πραγματικότητα. Κι όταν η πραγματικότητα δεν της ταιριάζει η ομπρέλα της τη σώζει πάλι όπως τον ακροβάτη που σχοινοβατεί. Για να συνεχίζει να ισορροπεί ξανά πάνω στο μεταίχμιο της. Στην οδυνηρή κόψη του «Πάλι καλά», ένα σχοινί πάνω στο οποίο μετεωριζόμαστε όλοι μας και κάθε μέρα.

Σε αυτόν το ρόλο ακροβατεί ερμηνευτικά η Μαριάννα Τουμασάτου. Πηγαίνει κι έρχεται στις δύο άκρες του σχοινιού πότε σαν μητέρα, πότε σαν κορίτσι. Γιατί μόνο αν πλησιάσουμε στην απόλυτη και ανιδιοτελή αγάπη, θα μπορέσουμε να ισορροπήσουμε ανάμεσα στη ζωή και σε όσα αυτή  μας επιφυλάσσει.

Συντελεστές:

Ερμηνεύει:  η Μαριάννα Τουμασάτου

Συγγραφέας: Βασίλης Κατσικονούρης

Σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Σταύρου

Μουσική: Στέφανος Αδάμης

Σκηνογραφία: Ντέιβιντ Νεγρίν

Φωτισμοί: Κατερίνα Μαραγκουδάκη

Γραφιστική επιμέλεια: Indigo Creative

Φωτογραφίες: Γιώργος Καλφαμανώλης

Μακιγιάζ: Ιωάννης Μιχαλέλης

Οργάνωση περιοδείας  και Προβολή – Επικοινωνία παράστασης: Νταίζη Λεμπέση email daisylempesi@hotmail.gr, τηλέφωνο επικοινωνίας  6908502631

Παραγωγή: Erofili Productions

Τιμές εισιτηρίων και προπώληση: 

Εισιτήρια: 16€ και 12 € 

Προπώληση:  more.com και στο ταμείο του Θεάτρου 

Διάρκεια: 55 λεπτά 

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading

Πολιτισμός

«SENSO» του Camillo Boito στο Θέατρο Τ (30 Σεπ – 29 Οκτ) σε εμπνευσμένη σκηνοθεσία Σωτήρη Ρουμελιώτη

«senso»-του-camillo-boito-στο-Θέατρο-Τ-(30-Σεπ-–-29-Οκτ)-σε-εμπνευσμένη-σκηνοθεσία-Σωτήρη-Ρουμελιώτη

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ

«Μισώ τον νατουραλισμό στη σκηνή», είχε πει στη συνέντευξη Τύπου που έδωσε ο Μπομπ Ουίλσον πέρυσι στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, προαναγγέλλοντας την παράσταση που θα σκηνοθετούσε: «Τρεις ψηλές γυναίκες» του Έντουαρντ Άλμπι.

 «Είμαι εικαστικός καλλιτέχνης, συνεπώς, εκφράζομαι με εικαστικό τρόπο: τη φόρμα, το φως και τον ήχο», σχολίασε τότε.

Στο «SENSO» ο ευφυής νεαρός Σωτήρης Ρουμελιώτης πετυχαίνει ακριβώς αυτό. Να αναδείξει τα σουρεαλιστικά του στοιχεία με τη δική του φόρμα. Τρείς έξυπνες και ικανές γυναίκες ηθοποιοί, οι: Έλμα Βλαστοπούλου, Ζωή Λάη και Δήμητρα Φάκα όφειλαν να μπουν στον κόσμο του Ρουμελιώτη για να υπάρξει παράσταση. Και το έκαμαν με τον καλύτερο τρόπο.

Ο σκηνοθέτης είχε ορίσει τη φόρμα. Πού θα κοιτάνε τα πρόσωπα, πού θα σταθεί το χέρι, πού θα ξαπλώσει το κορμί, πού θα αλλάξει η φωνή, πού και πώς θα κινούνται τα σώματα. Δεν πρότεινε όμως ένα νεκρό πλαίσιο, αλλά μια συνθήκη που πρέπει να τη στεφανώσουνε οι πρωταγωνίστριες με σουρεαλισμό, αλλά και ποίηση. Και αυτό συμβαίνει στη σκηνή του θεάτρου «Τ».

Το έργο και η παράσταση

Το «Senso» διαδραματίζεται στη Βενετία και στην εποχή του Τρίτου Ιταλικού Πολέμου της Ανεξαρτησίας, το 1866. Ηρωίδα του είναι η Λίβια, μια κόμισσα από το Τρέντο, η οποία είναι παντρεμένη αλλά δυστυχισμένη, με έναν αδιάφορο ηλικιωμένο αριστοκράτη και που περιπλανιέται πρόθυμα, αναζητώντας την ικανοποίησή της.

Η ιστορία ξεκινά λίγα χρόνια μετά τον πόλεμο, με τη Λίβια να αναπολεί στα 39α γενέθλιά της την πρώτη της αληθινά παθιασμένη σχέση . Η ονειροπόλησή της μάς μεταφέρει στη Βενετία κατά τη διάρκεια του πολέμου, όπου η Λίβια ερωτεύεται έναν ορμητικό νεαρό υπολοχαγό του αυστριακού στρατού.

Αν και, προφανώς, αυτός τη χρησιμοποιεί για τα χρήματά της και την κοινωνική της θέση, η Λίβια βυθίζεται σε μια υπόθεση πλήρους σεξουαλικής εξάρτησης από τον εραστή της. Τον αφήνει να ξοδεύει ελεύθερα τα χρήματά της, δεν ενδιαφέρεται για το τι πιστεύει η κοινωνία για εκείνη και αγνοεί την αξιολύπητη δειλία του νέου εραστή της, όταν αρνείται να σώσει ένα παιδί που πνίγεται.

Αν και ο πόλεμος απομακρύνει τους εραστές, η Λίβια αισθάνεται την ανάγκη να επισκεφτεί ξανά τον υπολοχαγό. Όταν τον συνοδεύει σε μια άσκηση, εκείνος της ζητά περισσότερα χρήματα για να δωροδοκήσει τους γιατρούς του στρατού, ώστε να αποφύγει το πεδίο της μάχης. Η Λίβια του δίνει με χαρά όλα της τα κοσμήματα. Εκείνος φεύγει για τη Βερόνα.

Τελικά, η λαχτάρα της για τον νεαρό αξιωματικό κάνει τη Λίβια να παραλογίζεται, αλλά το είναι της εκτινάσσεται στα ύψη, όταν φτάνει ένα γράμμα του. Της λέει ότι την αγαπά και ότι τα χρήματά της του επέτρεψαν να αποφύγει κάθε μάχη. Κρατώντας ακόμα το γράμμα του επιβιβάζεται σε μια άμαξα και κατευθύνεται στη Βερόνα για χάρη του.

Βρίσκει την πόλη ερειπωμένη, με νεκρούς και τραυματίες παντού. Η Λίβια δεν πτοείται. Πηγαίνει στο διαμέρισμα που του είχε αγοράσει, όπου τον βρίσκει μεθυσμένο παρέα με μια πόρνη.

Η ταπείνωση κι ο εξευτελισμός που νιώθει μετατρέπουν τον επίμονο πόθο της σε εκδίκηση, όταν θυμάται ότι έχει ακόμα το γράμμα του. Βρίσκει το αρχηγείο του αυστριακού στρατού, όπου κατηγορεί τον άπιστο εραστή της, προσκομίζοντας την απόδειξη της λιποταξίας του σε έναν στρατηγό. Η εκδίκησή της για την αναίσχυντη απιστία του νεαρού αξιωματικού είναι προφανής, ωστόσο τα κίνητρά της δεν του δίνουν καμία άφεση. Το επόμενο πρωί αυτός και οι γιατροί που δωροδόκησε αντιμετωπίζουν το εκτελεστικό απόσπασμα, ενώ παρευρίσκεται και η ίδια στην εκτέλεση.

Σημείωμα Σκηνοθέτη

«Η ιταλική λέξη SENSO σημαίνει αίσθημα, αίσθηση, πάθος. Σημαίνει, όμως, και λογική. Αυτή η οξύμωρη αμφιταλάντευση με γοήτευσε στην ομότιτλη νουβέλα του Camillo Boito, αυτή η δυναμική συνύπαρξη δύο, φαινομενικά, αντίθετων καταστάσεων: να παραδίνεσαι ολοκληρωτικά στην κυριαρχία των αισθημάτων και των αισθήσεων από τη μια και να υποτάσσεις το πάθος σου στην ψυχρή αυστηρότητα της έλλογης σκέψης από την άλλη.

Ένιωσα, λοιπόν, την ανάγκη να ανεβάσουμε επί σκηνής αυτό το έργο του 19ου αιώνα, πιστεύοντας ότι είναι κρίσιμο – σε μια εποχή που οι αισθήσεις και η λογική υποτιμούνται και παραγκωνίζονται – να βυθιστούμε σε έναν έντονο υπαρξιακό στροβιλισμό. Δεν μπορώ να πω αν υπάρχει νικητής – πάθος ή λογική; – και δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Ελπίζω η παράσταση να είναι μια ευκαιρία να αφεθούμε και να παρασυρθούμε από έννοιες, εικόνες, ήχους και συναισθήματα που έχουμε πάψει να τους δίνουμε σημασία, λόγω της σύγχρονης συντριπτικής καθημερινότητας. Επιπλέον, είναι μια προσωπική ωδή στην αβυσσαλέα δύναμη του Έρωτα, μια προσπάθειά μου να σταθώ απέναντί του και να «πιαστούμε στα χέρια», γνωρίζοντας εξαρχής πως θα ηττηθώ. Γιατί ο έρωτας είναι αλύπητος».

Σωτήρης Ρουμελιώτης

Ο σκηνοθέτης είναι και ο δραματουργός του αρχικού κειμένου, ο διασκευαστής κατά μια άλλη έννοια που, ύστερα από μια δεύτερη ανάγνωση-ερμηνεία του λογοτεχνικού έργου, με την αξιοποίηση συγκεκριμένων μετασχηματιστικών τεχνικών και κωδίκων υπερδιόρθωσης (σύμφωνα με τις αρχές που λειτουργούν και διέπουν ένα νέο πολιτισμικό περιβάλλον), καταλήγει στην παραγωγή κάποιου άλλου, μεταγενέστερου κειμένου, το οποίο συνιστά αυτόνομη καλλιτεχνική δημιουργία έντεχνου λόγου, με δικό του «συγγραφέα» και δική του παρουσία στο «σώμα» της σύγχρονης γηγενούς λογοτεχνικής παραγωγής.

Τα δομικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά του πρωτότυπου έργου, όπως ο μύθος και η δράση, η πλοκή και οι δραματικές καταστάσεις, το πλέγμα των αφηγηματικών με τις καθαρά θεατρικές τεχνικές, το αξιακό και εννοιολογικό του σύστημα, συνεχίσουν να αποτελούν τον σταθερό καμβά πάνω στον οποίο αναπτύχθηκε το δευτερογενές κείμενο.

Στην παράσταση, λοιπόν, του θεάτρου «Τ» η σκηνοθεσία εστιάζει στην οπτική της Λίβια αποκλειστικά, εξ αφορμής του μυστικού ημερολογίου της. Περιγράφει ξεκάθαρα τον εγωιστικό της πόθο, τη σεξουαλική της επιθυμία και την ικανοποίηση που νιώθει με τον χαμό του εραστή της.

Κατά συνέπεια, το έντεχνο θεατρικό κείμενο που γράφτηκε με προορισμό να παρασταθεί μπροστά σ’ ένα κοινό ενηλίκων θεατών, όπως το επέβαλλαν οι όροι και οι συνθήκες της εποχής του, αποδίδεται σήμερα σ’ ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον, σ’ ένα κοινό με ιδιαίτερες προσληπτικές δυνατότητες και προσδοκίες. Αυτός είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο η διασκευή του πρωτότυπου, αποτελεί ένα ευαίσθητο εγχείρημα που ξεπερνά κατά πολύ τις παγιωμένες αρχές τις μεταφραστικής λειτουργίας και προεκτείνεται στη διάσταση του εικονοποιημένου συμβολικού λόγου και δικαιώνει τον Σωτήρη Ρουμελιώτη.

Ο ιδιοφυής σκηνοθέτης έχει κατανοήσει ότι σε αντίθεση με τους συγγραφείς παρόμοιων χαρακτήρων όπως η Anna Karenina και η Madame Bovaryο Camillo Boito παρουσιάζει την ηρωίδα του χωρίς συμπάθεια. Η Λίβια του «Senso» έχει επίγνωση της συμπεριφοράς της και μπορεί να εκτιμήσει τις συνέπειες. Επομένως, συμπεριφέρεται κυνικά, κινείται είτε αδιάφορη είτε αγνοώντας τις «πληγές» που έχει προξενήσει στους άλλους. Είναι έξυπνα αμετανόητη, ενώ αναζητά εγωιστικά ό,τι είναι καλύτερο για τον εαυτό της και μόνο.

Τοποθετημένο στις τελευταίες ημέρες της Αυστριακής κατοχής στην Ιταλία, το 1866, με την επανάσταση να οργανώνεται σαν βόμβα έτοιμη να εκραγεί από στιγμή σε στιγμή, το «Senso» είναι μια πολιτική αλληγορία, ακριβώς επειδή ο σκηνοθέτης αντανακλά το έκρυθμο πολιτικό σκηνικό σε μια μεγάλη ερωτική ιστορία που γεννιέται, ζει, αναπνέει, γιγαντώνεται και πεθαίνει κάτω από το βάρος της απαγόρευσης, των ταξικών ενοχών και των κοσμικών αμαρτιών λες όλου του ανθρώπινου είδους, λες και συνέβη χθες.

 Η Λίβια του Ρουμελιώτη, μοιρασμένη σε τρεις εξαιρετικές ηθοποιούς : Έλμα Βλαστοπούλου, Ζωή Λάη και Δήμητρα Φάκα είναι χαμένη στις δικές της σκέψεις, περιφρονώντας παντελώς τον κόσμο, ζει τη ζωή της με την υπέρμετρη ματαιοδοξία, εγωπάθεια, ναρκισσισμό και εγωκεντρισμό που τη διακρίνουν σε όλη την παράσταση. Πιστεύοντας πως δεν είναι δυνατόν να υπάρχει άλλη γυναίκα πιο όμορφη από εκείνη, απολαμβάνει τον θαυμασμό των ανδρών και τη ζήλια των γυναικών, μέχρι τη στιγμή που η μοίρα τής παίζει ένα σκληρό παιχνίδι. Τυφλωμένη από αισθήματα εγωισμού παίρνει φοβερές αποφάσεις και, δίχως να μετανιώσει στιγμή, συνεχίζει να ζει με σημαία της τη ματαιοδοξία.

Μία πολύ έξυπνα στημένη παράσταση, απροσδόκητη, με πολύ έντονα συναισθήματα πάθους και σκέψεις που σε αγγίζουν, αλλά και με εικόνες και περιγραφές που σε ταξιδεύουν και σε μεταφέρουν στην Ιταλία του 19ου αιώνα.

Ωστόσο, υπάρχουν μερικές ενδιαφέρουσες διαφορές μεταξύ του υλικού πηγής και της προσαρμογής, ιδιαίτερα των προσώπων αφήγησης/αναδρομής στο στοιχείο της γραπτής ιστορίας, που καθιστά σαφές ότι η ηρωίδα έχει γίνει τόσο σκληρή και ισχυρή «σκλάβος » της επιθυμίας, όσο ο εραστής της νιότης της στα προηγούμενα χρόνια.

Το μαζοχιστικό στοιχείο είναι αρκετά ισχυρό εδώ, ίσως περισσότερο από ό,τι στην πραγματική ιστορία, καθώς γίνεται έντονα φανερό σε σημεία, και αυτό αποτελεί μια άλλη εξαιρετική καινοτομία στον παρακμιακό κανόνα συμβατικής μεταφοράς βιβλίου στη σκηνή.

Η ευρηματική σκηνοθεσία είναι εμφανής σε κάθε λεπτομέρεια της αφήγησης.

 Η φροντίδα του σκηνοθέτη για την ατμόσφαιρα του σκηνικού, για τους φωτισμούς και τα χρώματα, για τα κοστούμια και τη διακόσμηση, ο χειρισμός του στις σαρωτικές σκηνές μάχης των συναισθημάτων, βοηθούν να κρατηθεί σε θαυμαστή ισορροπία μια ασταθής ιστορία και να της δώσει βάθος, ουσία και αφορμή για συλλογισμούς στις σύγχρονες σχέσεις, αυτές που ταλανίζονται από πάθη, από αδυναμίες, από αρνητικά σημεία σε χαρακτήρες και σε αυτοκαταστροφικές επιθυμίες.

 Η έξοχη, θαρρείς κινηματογραφική, πρωτότυπη μουσική του Κώστα Παλαιογιάννη, προσδιορίζει τη συνθήκη που επέλεξε ο σκηνοθέτης για τη δράση επί σκηνής και έχει την πρόθεση να διευκολύνει την πρόσληψη του θεατή, αλλά έχει και τη δυνατότητα να δώσει υπόσταση σε απούσες δυνάμεις ή πρόσωπα, να διατυπώσει ερωτήματα, να συμπληρώσει δραματικά στιγμιότυπα και να στηρίζει εμφατικά περιστατικά.

Τα σκηνικά- χάρτινη ταπετσαρία δαπέδου – και τα υψηλής αισθητικής κοστούμια της Μαρίας Καραδελόγλου, στιγματίζουν τόπο και χρόνο, έτσι όπως τα αντιλαμβάνεται ο κάθε θεατής. Το βρίσκω καινοτόμο και άκρως εικαστικό δημιούργημα. Καθοριστικοί συντελεστές στην ποιητική ατμόσφαιρα της παράστασης και οι ηχογραφημένοι ήχοι οργάνων από: Ζωή Κατσάρα (σοπράνο), Χρήστο Γούλα (βιολοντσέλο), Κωνστάντη Στρατάκη (φλάουτο) και Κωστή Παλαιογιάννη (κιθάρα, παραγωγή, μίξη).

Χώρος: Θέατρο Τ, Αλεξάνδρου Φλέμινγκ 16, Θεσσαλονίκη

Παραστάσεις: Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:30

Διάρκεια: 85’ (χωρίς διάλειμμα)


Συντελεστές:

Κείμενο: Βασισμένο στην ομότιτλη νουβέλα του Camillo Boito

Σκηνοθεσία / Δραματουργία / Φωτισμοί: Σωτήρης Ρουμελιώτης

Σκηνικά / Κοστούμια: Μαρία Καραδελόγλου

Πρωτότυπη μουσική: Κωστής Παλαιογιάννης

Βοηθός Σκηνοθέτη / Επιμέλεια Προβολών: Κατερίνα Νικολάτου

Φωτογραφίες / Trailer: Χρήστος Κυριαζίδης

Υπεύθυνη προβολής: Λία Κεσοπούλου

Οργάνωση Παραγωγής: Izveribad

Θερμές ευχαριστίες στους: Ζωή Κατσάρα (σοπράνο), Χρήστο Γούλα (βιολοντσέλο), Κωνστάντη Στρατάκη (φλάουτο) και Κωστή Παλαιογιάννη (κιθάρα, παραγωγή, μίξη) για τις ηχογραφήσεις

Παίζουν:

Έλμα Βλαστοπούλου

Ζωή Λάη

Δήμητρα Φάκα

 ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading
Advertisement

Προτεινόμενα