Connect with us

Πολιτισμός

Στο θέατρο «ΜΑΙΩΤΡΟΝ» για δεύτερη χρονιά η παράσταση «Τρίτη Τετάρτη Νυχτερινή» του Τζων Μιχάλη

Στο-θέατρο-«ΜΑΙΩΤΡΟΝ»-για-δεύτερη-χρονιά-η-παράσταση-«Τρίτη-Τετάρτη-Νυχτερινή»-του-Τζων-Μιχάλη

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ

Θεωρώντας τον εαυτό της αυτουργό φόνου, μια αλαφιασμένη γυναίκα τηλεφωνεί στην αστυνομία με πρόθεση να παραδοθεί, ενώ στο διπλανό δωμάτιο βρίσκονται τα ακίνητα σώματα του συζύγου και της ερρωμένης του, που, υποτίθεται, ήταν και η καλύτερή της φίλη.

Στον επόμενο τόνο η αλήθεια ξεγυμνώνεται αργά μεν, εκκωφαντικά δε, καθώς όλοι αναζητούν στο τηλέφωνο το ζευγάρι των εραστών, αλλά μόνο αυτή μπορεί ν’ απαντήσει, ως μοναδική παρούσα στο σπίτι του συμβάντος.
Κι όσο περνάει η ώρα, τόσο αποκαλύπτονται τα κρίματα όλων και το τίμημα της ενοχής που αναλογεί στον καθένα.

Η ηρωίδα, αιωρούμενη μεταξύ ρεαλιστικού και φανταστικού, φανερώνει σταδιακά τη δική της αλήθεια, μέσα στην οδυνηρή επίγνωση της ρημαγμένης της ζωής.

Όταν κάποια στιγμή φθάνει η αστυνομία, η ξεκάθαρη εικόνα της πραγματικότητας ξεπροβάλλει σαν τιμωρία και, ίσως, σαν λύτρωση.

Ένα έργο τρυφερό και ανθρώπινο, που ανοίγει παράθυρο στο θέμα της γυναικείας κακοποίησης, όχι κατ’ ανάγκη της άσκησης σωματικής βίας, αλλά της ψυχικής τυραννίας, φέρνοντας τους νέους, κυρίως, θεατές, αντιμέτωπους με θέματα όπως η διαμόρφωση της προσωπικότητας, οι διαπροσωπικές σχέσεις, η δυσκολία στην επικοινωνία, η μοναδικότητα του ατόμου, η αποποίηση ευθυνών και η ευάλωτη θέση του αδύναμου.

  
Σημείωμα σκηνοθέτη
Σε μια εποχή που η υποκρισία, το προσωπικό συμφέρον και η κοινωνική ανευθυνότητα κάθε μορφής εξουσίας, τείνουν να γίνουν κανόνας – κόντρα στην λογική και την επιθυμία του μέσου πολίτη – ο Τζων Μιχάλης, με το θεατρικό μονόλογό του «ΤΡΙΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ», καταγράφει αριστοτεχνικά με την πένα του, το καίριο ζήτημα της σχέσης εξουσιαστή – εξουσιαζόμενου και τις τραγικές, ενίοτε, συνέπειές του.

Μέσα από μια ιστορία, που θα μπορούσε κανείς με ευκολία να χαρακτηρίσει «προσωπικό δράμα», ο συγγραφέας διεισδύει στη σαθρή λογική όλων όσοι θεωρούν δεδομένη τη δική τους ισχύ.

Στοχοποιεί τη χρήση των μέσων επικοινωνίας, «εισβάλλει» σε αξίες που χάνονται, όπως η εμπιστοσύνη, το φιλότιμο, η ντροπή και το «καθαρό μέτωπο», όπως λέγανε οι παλιοί.

Τέλος, καταδικάζεται στο κείμενό του η άνανδρη – καθ΄ οιονδήποτε τρόπο – επίθεση εναντίων των γυναικών και, δυστυχώς, η απώλεια της ζωής τους.

Πρόκειται για ένα ψυχολογικό θρίλερ, που συναντάμε στην καθημερινότητα μας, συνήθως, ως αυτήκοες ή αυτόπτες μάρτυρες. Ωστόσο, το σαρκαστικό χιούμορ, διάσπαρτο μέχρι το απροσδόκητο φινάλε, κυριαρχεί και προβληματίζει.

Σταύρος Παρχαρίδης

Είναι προφανές ότι οι συγγραφέας Τζών Μιχάλης μελέτησε σε βάθος το φαινόμενο «κακοποίηση γυναικών», ως αποτέλεσμα ψυχολογικής πίεσης και ενέπλεξε στη μυθοπλασία του τα σημαινόμενα: Η συστηματική και διαδεδομένη ψυχολογική βία, η οποία αποτελεί κατάφωρη παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, εδράζεται σε έμφυλες κοινωνικές δομές και δεν αποτελεί μια τυχαία πράξη, παρά μια βαθιά ριζωμένη πρακτική με ένα ευρύ φάσμα τραυματικών επιπτώσεων στην ψυχοσωματική ζωή των εμπλεκόμενων ανθρώπων.

Οι μορφές που μπορεί να λάβει αυτή η «αρρώστια» είναι ανάλογες του περιβάλλοντος, στο οποίο θα εμφανιστεί και οι πιο συνήθεις μορφές περιλαμβάνουν την ενδοοικογενειακή βία, τη συντροφική βία, τη σεξουαλική βία, τη σεξουαλική παρενόχληση, αλλά και τη συναισθηματική – ψυχολογική βία και, βεβαίως, τα συνεπακόλουθά τους, όπως η παραφροσύνη και το έγκλημα, ακόμα και με τη μορφή αυτοχειρίας.

 Όλα όσα εισπράξαμε, δηλαδή, στη φροντισμένη παράσταση του Σταύρου Παρχαρίδη, .με τη συγκλονιστική ερμηνεία της Βάσως Δήμογλου, η οποία, αξιοποιώντας στο έπακρον τα εκφραστικά της μέσα, βιώνει τον μονόλογο με ένταση, χιούμορ αλλά και με αγχωτικό ρυθμό.

Οι εναλλασσόμενες εντυπώσεις αποδομούν τον αρχικό της δυναμισμό, μέσα σ’ ένα δυστοπικό σκηνικό (Μαρία Παπατζέλου) από κούτες με πραμάτειες ή κούτες μετακόμισης , μπορεί μεταφοράς αντικειμένων – γιατί όχι, κούτες απορριμμάτων- ένα μπαούλο με σπαράγματα ζωής της ηρωίδας που αποκαλύπτονται σταδιακά κι ένα τηλέφωνο ως μέσο διαφυγής, αλλά και με συνεπίκουρους στην ατμόσφαιρα ψυχολογικού θρίλερ τους φωτισμούς της ομάδας και τη μουσική του Νίκου Πανδή.

Η σκηνοθεσία του Σταύρου Παρχαρίδη κρατά το κοινό σε εγρήγορση με τις εκπλήξεις και τη διαρκή κίνηση της πρωταγωνίστριας. Οι εναλλαγές του φωτός με το σκοτάδι στον ψυχικό της κόσμο προμηνύουν ανατροπές, οι οποίες έρχονται στο προσκήνιο και κρατούν δέσμιο το «δια ταύτα» ως το φινάλε. Εκεί ο θεατής αντιλαμβάνεται με σαφήνεια την καταστροφική επίδραση της προδοσίας, της απάτης, της κοροϊδίας, της μοναξιάς και της απόγνωσης στον ψυχισμό μιας γυναίκας.

Ρεαλιστική και τρυφερή η παράσταση αναδεικνύει, μέσα από τα κινούμενα κάδρα της, το στοιχείο της ενδοσκόπησης και διαποτίζει με ρεαλισμό τη ζοφερή πραγματικότητα.

Ιδιαιτέρως εντυπώθηκε στο κοινό και το τραγούδι «Ρόδα ολάνθιστα» του μουσικοσυνθέτη Νίκου Πανδή, σε στίχους του συγγραφέα και ερμηνεία από την Αναστασία Κόσμογλου.

Η παράσταση ανέβηκε για πρώτη φορά στο πλαίσιο του προγράμματος του Θεάτρου ΜΑΙΩΤΡΟΝ: το «ΠΡΩΤΟ ΒΗΜΑ», ένα πετυχημένο πρόγραμμα που – σε πρώτη φάση -ξεκίνησε δίνοντας την ευκαιρία σε τρεις πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς να παρουσιάσουν το έργο τους.

Παραγωγή: Θέατρο ΜΑΙΩΤΡΟΝ
ΑΘΗΝΑΣ 21- ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

 Συντελεστές παράστασης:
Ερμηνεύει: Βάσω Δήμογλου.
Κείμενο: Τζων Μιχάλης
Σκηνοθεσία: Σταύρος Παρχαρίδης
Σκηνικά κοστούμια: Μαρία Παπατζέλου
Μουσική: Νίκος Πανδής
Φωτισμοί: Θέατρο ΜΑΙΩΤΡΟΝ
Φωτογραφίες: Σταύρος Παρχαρίδης
Διαφημιστικό Βίντεο: Γιώργος και Σταύρος Παρχαρίδης.

Το τραγούδι της παράστασης «Ρόδα ολάνθιστα» μελοποίησε ο Νίκος Πανδής σε στίχους του Τζων Μιχάλη και ερμηνεύει η Αναστασία Κόσμογλου.
Η παραγωγή του τραγουδιού έγινε στο Riverside Studio Thessaloniki από τον Σωκράτη Παπαιωάννου.

Το Σάββατο 9 και την Κυριακή 10 του μηνός, οι τελευταίες παραστάσεις στο «ΜΑΙΩΤΡΟΝ»!

ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading
Advertisement
Click to comment

You must be logged in to post a comment Login

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Πολιτισμός

ΔΗΠΕΘΕ: Ματαιώνεται η παράσταση «Ρίτα»

ΔΗΠΕΘΕ:-Ματαιώνεται-η-παράσταση-«Ρίτα»

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading

Πολιτισμός

Διακρίσεις μαθητών του Δημοτικού Ωδείου Καβάλας σε Διαγωνισμό Σαξοφώνου

Διακρίσεις-μαθητών-του-Δημοτικού-Ωδείου-Καβάλας-σε-Διαγωνισμό-Σαξοφώνου

Σημαντικές ήταν οι διακρίσεις που πέτυχαν οι ταλαντούχοι μαθητές του Δημοτικού Ωδείου Καβάλας στο Διεθνή Διαγωνισμό Σαξοφώνου, ο οποίος πραγματοποιήθηκε στην Λάρισα από τις 12 έως 14 Απριλίου και στον οποίο συμμετείχαν παιδιά όλων των ηλικιών από την Ελλάδα και το εξωτερικό.

Συγκεκριμένα, ο μαθητής Ντόρφμαν Γιάννης, ο οποίος διαγωνίστηκε στην Α΄ κατηγορία – Προκαταρκτική απέσπασε το 3ο Βραβείο. Επίσης, ο Μάρκος Κούνιας (Α΄ κατηγορία – Προκαταρκτική) και ο Ανδρέας Καλιαμπάκας (Β΄ κατηγορία – Κατωτέρα), όλοι μαθητές της τάξης Σαξοφώνου της Πωλίνας Κατσαβούνη    έλαβαν  έπαινο για το παίξιμό τους .

Θερμά συγχαρητήρια στους μαθητές, τους γονείς και στην καθηγήτρια  για τις επιτυχίες αυτές.  Ευχόμαστε σε όλους ακόμη μεγαλύτερες διακρίσεις και ελπίζουμε ότι με την πορεία και την πρόοδό τους θα προσφέρουν ισχυρό κίνητρο στους συμμαθητές τους!

Ο Αντιδήμαρχος Πολιτισμού,

διά βίου μάθησης και Μουσικής Εκπαίδευσης

Απόστολος Μουμτσάκης

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading

Πολιτισμός

«ΤΟ ΓΑΛΑ» του Βασίλη Κατσικονούρη στο «Αντιγόνη Βαλάκου»

«ΤΟ-ΓΑΛΑ»-του-Βασίλη-Κατσικονούρη-στο-«Αντιγόνη-Βαλάκου»

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ

Πολυπαιγμένο και πολυμεταφρασμένο, γραμμένο το 2003, «Το γάλα» του Βασίλη Κατσικονούρη έκανε και διεθνή καριέρα. Είναι ένα από τα καλύτερα και μεστότερα νεοελληνικά έργα.

Πρωτοπαίχτηκε στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη την περίοδο 2005-2006, επί προεδρίας του αείμνηστου Νίκου Κούρκουλου, για να συνεχιστεί και την αμέσως επόμενη σαιζόν, λόγω της πολύ μεγάλης επιτυχίας του.

Το έργο είναι μεταφρασμένο στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, σερβικά και πολωνικά.

 “Ξένος εδώ, ξένος κ’ εκεί, κι όπου κι αν πάω ξένος

Το γάλα, λέει ο συγγραφέας στο βιβλίο του, στα ρωσικά λέγεται «μαλακό». Έτσι, περίεργα, μια άλλη ελληνική λέξη, σπαρμένη μέσα σε μια άλλη γλώσσα, δίνει εκεί, στο ξένο χωράφι, πολύ πιο άμεσα και ανάγλυφα την αίσθηση του πράγματος, απ’ ότι η αντίστοιχη που το ονοματίζει στα ελληνικά.

Γι’ αυτήν ακριβώς την αίσθηση θέλει να μιλήσει «Το γάλα» του Βασίλη Κατσικονούρη και οι ήρωες του.

Μια οικογένεια από την πρώην Σοβιετική Ένωση – μητέρα με δύο γιούς – ο ένας εκ των οποίων πάσχει από σχιζοφρένεια, προσπαθεί να προσαρμοσθεί και να επιβιώσει στην Ελλάδα. Η απόγνωση της μάνας και ο ψυχικός σπαραγμός της για την ασθένεια του μικρού της γιού, παράλληλα με τον φόβο που προέρχεται από τον κοινωνικό ρατσισμό του περιβάλλοντός της, παρουσιάζονται με σπαρακτικό τρόπο.

Η βία διαδέχεται και εναλλάσσεται με την τρυφερότητα, η ένταση με τη γαλήνη, η απελπισία με την ελπίδα, το όνειρο με τον εφιάλτη, η πραγματικότητα με την ψευδαίσθηση και αντιστρόφως. 

Πρόκειται για μια συγκλονιστική οικογενειακή ιστορία, όπου φωτίζεται δεξιοτεχνικά από τον συγγραφέα ο συναισθηματικός κόσμος των ηρώων και οι ανησυχίες τους, όπως αυτές πηγάζουν μέσα από το κοινωνικό τους περιβάλλον, αλλά κυρίως φωτίζεται η αίσθηση που έχει ο καθένας ήρωας, πως όλα μέσα του μαλακώνουν και ζεσταίνονται, όταν σταματάει πια να κλαίει και να πονάει, καθώς δέχεται μια πρόσκαιρη ανακούφιση. Κι όταν αυτή λιγώνεται, τότε νιώθει ξένος. Σαν πρόσφυγας ανάμεσα σε δυο πατρίδες. Ξένες κι αυτές.

Τη σκηνοθεσία υπογράφουν ο Μάνος Καρατζογιάννης, με μακρά γόνιμη θητεία στο ελληνικό έργο και η Ερμίνα Κυριαζή, η οποία σκηνοθέτησε την περασμένη σαιζόν και το πιο πρόσφατο έργο του Βασίλη Κατσικονούρη το: «Τσιτάχ. Η ερημιά του τερματοφύλακα».

Η παράσταση αφιερώνεται στη μνήμη του Κωνσταντίνου Παπαχρόνη, ο οποίος ήταν ο πρώτος που ερμήνευσε το ρόλο του Λευτέρη, το 2006, στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου.

Πιο αναλυτικά, μια ολιγομελής οικογένεια ομογενών από την πρώην Σοβιετική Ένωση, όπου ζούσε εκεί μια τσακισμένη ζωή σε ταραγμένα χρόνια, ερείπια επί ερειπίων ο τόπος γύρω τους, ήρθε και μπήκαν όλοι τους σ’ ένα καζάνι που έβραζε. ΄Ήρθαν στην Ελλάδα μαζί με πολλούς άλλους τη δεκαετία του 1990 και σπιτώθηκαν σ’ ένα ημιυπόγειο διαμέρισμα μιας χαμο- γειτονιάς.

 Τα μέλη: η μητέρα Ρήνα και οι δυο της γιοί, ο Αντώνης και ο Λευτέρης, ο οποίος πάσχει από μιας μορφής σχιζοφρένεια, ενώ ο πατέρας έχει πεθάνει από χρόνια.

Ο πρωτότοκος γιος, ο Αντώνης, θέλει πάση θυσία και με οποιοδήποτε τίμημα να ενσωματωθεί στη νέα πατρίδα του. Μιλάει μόνο Ελληνικά, θέλει να ξεχάσει τα Ρωσικά, τρώει μόνο ελληνικά φαγητά, δεν έχει κανένα μετανάστη φίλο, προσεταιρίζεται τους Έλληνες, γίνεται αποδεκτός από αυτούς και προσπαθεί να δρέψει τους καρπούς της ελληνοποίησής του.

Αντίθετα, ο μικρότερος, ο Λευτέρης, αρνείται να ενσωματωθεί στην νέα του πατρίδα. Τραγουδάει ρωσικά τραγούδια, μιλάει στα ρωσικά, τρώει ρωσικά φαγητά και αναπολεί διαρκώς τον τρόπο ζωής τους στην Τιφλίδα. Η σχιζοφρένειά του λειτουργεί και αυτή σε ένα άλλο επίπεδο, σαν άρνηση ενσωμάτωσης στα πρότυπα και τις επιταγές της ελληνικής κοινωνίας.

Αυτές οι διαφορές των δυο αδερφών είναι η αιτία των συνεχόμενων καυγάδων που διασαλεύουν την ηρεμία και τη γαλήνη του σπιτιού. Ο Αντώνης απαιτεί τρόπους συμπεριφοράς που ο Λευτέρης αρνείται και η σύγκρουση είναι μόνιμη.

 Ανάμεσά τους η μάνα, που η συμπεριφορά της εμπεριέχει τις εκ διαμέτρου αντίθετες θεάσεις της πραγματικότητας. Θέλει να ενσωματωθεί στην ελληνική κοινωνία αλλά δεν εμπιστεύεται τους Έλληνες. Θέλει να ξεχάσει το παρελθόν αλλά το αναπολεί συνέχεια. Επαινεί τον Αντώνη για την αποφασιστικότητά του, αλλά προστατεύει τον άρρωστο Λευτέρη από τη χλεύη, όμως δε θέλει να τον στείλει στο ψυχιατρείο.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, ο Αντώνης, έχοντας εδώ και καιρό αποφασίσει να διαγράψει το παρελθόν του στην Τιφλίδα και, ταυτόχρονα, να απομακρυνθεί από μια οικογενειακή ζωή που του είναι βάρος και ντροπή, βρίσκει δουλειά σε ένα βενζινάδικο στη Λάρισα. Εκεί συναντά στο πρόσωπο της κόρης του ιδιοκτήτη, την μελλοντική σύζυγό του, αλλά και την ευκαιρία της κοινωνικής και οικονομικής ανόδου.

 Έτσι, επισκέπτεται την οικογένεια στην Αθήνα για να της ανακοινώσει τα ευχάριστα νέα τού γάμου. Επί πλέον, επειδή θα φέρει την μέλλουσα σύζυγο να τους τη γνωρίσει, τη Νατάσα, θέλει να εξασφαλίσει την ήσυχη και κόσμια συμπεριφορά του Λευτέρη.

Πράγματι, η πρώτη συνάντηση είναι ενθαρρυντική, με την κοπέλα να αντιμετωπίζει τον Λευτέρη με συμπάθεια και φιλική διάθεση. Μάλιστα, τις επόμενες ημέρες κάνουν παρέα και δένονται σιγά – σιγά. Όμως, η παρουσία της Νατάσας στο σπίτι μαζί με τον Λευτέρη και χωρίς την παρουσία κανενός άλλου, υποδαυλίζει τα ανοργάνωτα σεξουαλικά ένστικτα του νεαρού, ο οποίος προχωρά σε σεξουαλική παρενόχληση και αναγκάζει τη φοβισμένη κοπέλα να δραπετεύσει από το σπίτι.

Αυτή η εξέλιξη των πραγμάτων θα σταθεί μοιραία για την πορεία της οικογένειας. Ο Αντώνης αρνείται οποιαδήποτε επαφή πλέον με τον Λευτέρη και τη μητέρα του, με αποτέλεσμα μάνα και μικρός γιός να μείνουν μόνοι, σε ένα σύμπαν που το γεμίζει η νοσταλγία για το παλιό και ο φόβος για το μέλλον.

Όταν η μητέρα πεθαίνει, ο Αντώνης αναλαμβάνει να επιλέξει τη μοίρα του αδερφού του. Δεν επιτρέπει σε κανένα εμπόδιο να του καταστρέψει την πορεία που έχει δώσει στη ζωή του κι ο εγκλεισμός του Λευτέρη στο ψυχιατρείο είναι η μόνη επιλογή. 

Όπως έχει πει ο συγγραφέας «Θα ήθελα τα έργα μου να λειτουργούν σαν ένα ισχυρό αντίδοτο απέναντι στις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας και κατ’ επέκταση της ελληνικής οικογένειας. Να καταδεικνύουν την πάλη ανάμεσα στο άλγος της μνήμης και το άγος της λήθης», έτσι και τα δυο αδέρφια συμβολίζουν και εκφράζουν αυτόν το διπλό ψυχικό πόνο: Ο μεν Αντώνης το άγος της λήθης, ο δε Λευτέρης το άλγος της μνήμης.

Το έργο θεωρείται ένα από τα πλέον εμβληματικά του σύγχρονου ελληνικού δραματολογίου και τον χαρακτηρισμό αυτό δεν τον ενισχύουν μόνο οι θεματικές, που εξακολουθούν να αφορούν άμεσα τον θεατή, αλλά η αρραγής δομή της πλοκής, οι διαστρωματώσεις που φωτίζουν τα χαρακτηριστικά των δραματικών προσώπων, ο καίριος συγχρωτισμός μεταξύ δηκτικού χιούμορ και ανέσπερης ευαισθησίας, η ευγενής και κοπιώδης πρόθεση να συγκεραστεί το ανοίκειο με την αποδοχή του.

Πρόκειται για ένα έργο-ηχηρό χαστούκι στον εφησυχασμό μας, μπροστά σ’ αυτά που συμβαίνουν στη διπλανή μας πόρτα και στην πίσω αυλή του σπιτιού μας. Ένα έργο ζωντανό και σπαρακτικό, γραμμένο από έναν γνώστη της ανθρώπινης ψυχής, που διψά για ελευθερία, όμως την τσαλακώνει η ανάγκη. Ένα έργο που μας βλέπει κατάματα και πρέπει οι θεατές με τη σειρά μας, να το δούμε με τα μάτια της ψυχής.

Οι διορατικοί συν- σκηνοθέτες Μάνος Καρατζογιάννης και Ερμίνα Κυριαζή υποστήριξαν, με την επαγγελματική τους οξυδέρκεια και την πνευματική τους διαύγεια, το τρίγωνο των δυνάμεων που αναπτύσσεται στο κείμενο και διαρθρώνεται κλιμακωτά μέσα από τη σκιαγράφηση των ηρώων: μνήμη-σώμα-ετερότητα. Πετυχαίνουν να προβάλουν την αξία και την εμβέλεια του δραματικού ιστού, με έμπνευση, χωρίς καμία υπερβολή, ακρότητα ή αστοχία και με σεβασμό στην καταιγιστική πλοκή. Έτσι, οι νοηματικοί κώδικες είναι ευανάγνωστοι, πλήρεις συναρπαστικής εικονοποιίας και εσωτερικού προβληματισμού.

Και οι τρεις δραματικοί χαρακτήρες έχουν ισχυρή τη μνήμη, που φέρει την ταυτότητα του ξένου, ο οποίος, όπου κι αν βρίσκεται παραμένει,κατά κάποιο τρόπο, άπατρις: «στη Ρωσία είμαστε γκρέκοι και στην Ελλάδα, Ρώσοι».

 Σημάδια από μια χώρα που θα ήθελαν να ξεχάσουν αλλά είναι ανέφικτο, φράσεις και τραγούδια από μια χώρα, στην οποία προσφεύγει τρυφερά το θυμικό και η λογική, και από την οποία οφείλουν να αποκοπούν για να ενσωματωθούν στη νέα πατρίδα, να επιβιώσουν και να αντλήσουν τη χαρά της αποδοχής, της ένταξης στην κοινότητα που το πρέπον είναι να τους εμπεριέχει και, σε ένα βαθμό, να τους προστατεύει.

Βαθιά συναισθηματική παράσταση, με ένα κείμενο που εμπεριέχει πάρα πολλά ζητήματα, όπως : ρατσισμός, ψυχιατρικές ασθένειες και αντιμετώπισή τους, φτώχεια, εκμετάλλευση, σχέσεις μέσα στην οικογένεια, αίσθημα του μη ανήκειν, βία κ.ά.

Σε ένα λιτό σκηνικό ( Άγγελος Αγγελής), που απεικονίζει εύγλωττα την ένδεια της ζωής της Ρήνας και του Λευτέρη, με τα ταιριαστά λιτά καθημερινά τους ρούχα, σε αντίθεση με τους πάντα καλοντυμένους Αντώνη και Νατάσα, γινόμαστε μάρτυρες ενός δράματος που άπαντες σκεφτόμαστε, ενώ το παρακολουθούμε: «αυτό δε θα καταλήξει καλά». Είναι όλα αυτά τα δίπολα των αντιθέσεων, που μας πείθουν ότι ο αδύναμος θα ακολουθήσει ακόμη μια φορά το «πεπρωμένο» του.

Συγκλονιστικός ο Μάνος Καρατζογιάννης στον ρόλο του Λευτέρη, σε μια ερμηνεία που έχει πολύ εκφραστικότητα (ειδικά στα κομμάτια των μονολόγων για πιο προσωπικά ζητήματα) και ένταση ταυτόχρονα, ενσαρκώνοντας ένα παιδί που γεννήθηκε για να κάνει όνειρα και, μέσα από αυτά, να ελπίζει ότι θα γίνει και το περιβάλλον του καλύτερο, όμως η πραγματικότητα το συντρίβει. Ο εξαιρετικός Μάνος Καρατζογιάννης προσεγγίζει την πικρία και την ψυχική του αδυναμία μέσα από ένα πηγαίο χιούμορ, στο οποίο δεν λείπουν ο αυτοσαρκασμός και η τρυφερότητα. 

 Ομοίως, η μάνα – πολύ καλή η Στέλλα Γκίκα – αποφεύγει τον σκόπελο του μελοδραματισμού, αποδίδει με καθηλωτική απλότητα τις εσωτερικές της συγκρούσεις και επικοινωνεί απόλυτα με τον Δημήτρη Πασσά, ο οποίος δίνει μια αφοπλιστική ερμηνεία στον ρόλο τού φιλόδοξου πρωτότοκου γιου της.

 Η σκηνή που καθηλώνει είναι αυτή του θηλασμού. Το γυναικείο στήθος, ως βιολογικό όργανο και πολιτιστικό «σημείο», έχει διττή υπόσταση: είναι πανανθρώπινη ερωτογενής ζώνη και, ταυτόχρονα, είναι ο ιερός μαστός που τρέφει τα μωρά.

 Από την εμπειρία του θηλασμού έχει περάσει σχεδόν όλη η ανθρωπότητα. Η μάνα Γη τρέφει τα παιδιά της.

Ως πρωταρχικά σύμβολα της μητρότητας: μαστός και γάλα, όπως και αίμα και μήτρα στον τοκετό, περιβάλλονται από την αύρα του μυστηρίου, του ιερού, του απόλυτα σεβαστού.

Γάλα και αίμα είναι τα πρωταρχικά υγρά της ζωής. Τα ομογάλακτα αδέρφια θεωρούνται πραγματικοί αδελφοί: ήπιαν από το ίδιο γάλα και από το ίδιο στήθος.

Κατά τις λαϊκές αντιλήψεις, γυναίκα που να μην έχει δώσει γάλα στο βρέφος δεν είναι σωστή μητέρα, δεν ανταποκρίνεται στον ιδανικό ρόλο του φύλου της, στα ιερά καθήκοντα της μητρότητας.

Ο παλιμπαιδισμός του Λευτέρη συναντά το ανεκπλήρωτο καθήκον της μητέρας του: να τον θηλάσει, να τον αναθρέψει με τα θρεπτικά υγρά του σώματός της, να βυζάξει το μωρό.

 Αυτή η καθηλωτική σκηνή του συμβολικού βυζάγματος είναι «εικόνισμα», επειδή αυτό που δεν έγινε τότε στη Γεωργία, πραγματοποιείται εκ των υστέρων στην Ελλάδα, έστω με συμβολικό τρόπο, στην εφηβεία. Το παιδί ηρεμεί και αποκοιμάται. Ο Λευτέρης δεν έχει γίνει και δε θα γίνει ποτέ άντρας.

Ο Λευτέρης, παρά το όνομά του, δεν ελευθερώνεται ούτε με την αρρώστια του, ούτε με τις βάναυσες εξόδους του, ούτε με τον εγκλεισμό του σε ψυχιατρική κλινική. Η στέρησή του είναι ισόβια και δεν αναπληρώνεται με τίποτε. 

 Ο Βασίλης Κατσικονούρης χειρίζεται με τρόπο κάπως γκροτέσκο, αλλά με πολύ σεβασμό, τον οποίο μεταδίδει και στο κοινό του, μια ιερή εικόνα, χριστιανική και παγανιστική, και ανακαλεί ένα βίωμα πρωταρχικό και αξέχαστο για τον καθένα, και μας γυρίζει στην αρχή της ζωής: στην αίσθηση και τη γεύση του μητρικού γάλατος.

Στον ρόλο της αρραβωνιαστικιάς, η Ελένη Σακκά, μας πείθει πως βλέπουμε ένα κορίτσι από μια μεγάλη πόλη της ελληνικής επαρχίας, με καλοβαλμένη οικογένεια, σπουδές που γίνονται μόνο για το πτυχίο, μια αφέλεια που πηγάζει από την προστασία του σπιτιού που μεγάλωσε και όνειρα που αρχίζουν και τελειώνουν σε έναν όμορφο σύντροφο και στη δημιουργία οικογένειας, που θα της εξασφαλίσει το «μπράβο» του περίγυρου.

Η σκηνοθεσία επέλεξε μια λιτή γραμμή, εστιάζοντας στους χαρακτήρες των τεσσάρων πρωταγωνιστών και ανεβάζοντας μέσα από τους διαλόγους και τις ιστορίες τους την κλιμάκωση της δράσης, με τέτοιον τρόπο, ώστε η παράσταση κρατάει τον θεατή προσηλωμένο σε όλη τη διάρκειά της, αλλά έξυπνα, με ενέσεις χιούμορ, ώστε δημιουργείται μια ατμόσφαιρα ζοφερή μεν, αλλά γνώριμη στον θεατή, αποφεύγοντας την παγίδα του άκρατου ρεαλισμού- συναισθηματισμού, όπως συναντάμε σε αντίστοιχης θεματικής παραστάσεις.

Αυτό που εισπράττει το κοινό, εν τέλει, είναι μια δυνατή ιστορία-μαρτυρία, με εξαιρετικές συγκρούσεις, μοναδικές κορυφώσεις, αλλά και μια θεατρική παράσταση γεμάτη ελπίδα.

 Συντελεστές 

Σκηνοθεσία: Μάνος Καρατζογιάννης – Ερμίνα Κυριαζή
Ερμηνεύουν: Στέλλα Γκίκα, Μάνος Καρατζογιάννης, Δημήτρης Πασσάς, Ελένη Σακκά
Σκηνικά – κοστούμια: Άγγελος Αγγελής
Μουσική: Νεοκλής Νεοφυτίδης
Φωτισμοί: Άγγελος Παπαδόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Φίλιππος Παπαθεοδώρου

Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή, Σπύρος Περδίου

Βίντεο προώθησης: Ηλίας Μόσχοβας
Παραγωγή: Πολιτισμός Σταθμός Θέατρο

ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading
Advertisement

Προτεινόμενα