Πολιτισμός
66ο Φεστιβάλ Φιλίππων: «Σφήκες» της Λένας Κιτσοπούλου (βασισμένοι στο έργο του Αριστοφάνη)

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ
Πρόλογος
Ναι, δεν είναι οι Αριστοφανικοί «Σφήκες» αυτό το έργο της Κιτσοπούλου, αλλά μου δίνει την ευκαιρία να γράψω αυτά που θα έγραφα, αν ήταν το πραγματικό έργο του ποιητή.
Οι κανονικοί «Σφήκες» δεν είναι από τις κωμωδίες του Αριστοφάνη που ανεβαίνουν συχνά στη σύγχρονη σκηνή. Στο νεοελληνικό θέατρο, από την πρώτη παράσταση του Αλέξη Σολομού (1963) μέχρι σήμερα, καταγράφονται μόλις επτά παραστάσεις αυτής της κωμωδίας.
Οι “Σφήκες” είναι το έκτο κατά σειρά έργο του Αριστοφάνη και τέταρτο από τα σωζόμενα.
Γραμμένο κάτω από την επήρεια σοβαρών πολιτικών γεγονότων: αποτυχίες του αθηναϊκού στρατού στον Πόντο, στο Δήλιο, στην Αμφίπολη, συνθηκολόγηση Αθηναίων και Σπαρτιατών την άνοιξη του 423 π.Χ., εκφράζει σύγκαιρα κι έναν προσωπικό καημό του ποιητή, για την αποτυχία που είχαν οι “Νεφέλες” του -έναν χρόνο πριν- στο θέατρο του Διονύσου (423 π.Χ.).
Η συσχέτιση ενός καθαρά προσωπικού θέματος με μια εθνική υπόθεση θα ήταν άστοχη σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, όχι όμως στου ποιητή μας, που σκοπός του είναι η εξυγίανση και βελτίωση των πολιτικών ηθών κι όχι η επίδειξη πολιτικού ταλέντου. Γι’ αυτό, από την αρχή ο Αριστοφάνης προετοιμάζει ψυχικά τον θεατή, τονίζοντας πως το έργο του έχει ποιότητα και δεν είναι μια φτηνή κωμωδία, από τις τόσες που παρουσίαζαν συνήθως οι συνάδελφοί του.
Και όπως τα πράγματα έδειξαν, ο Αριστοφάνης όχι μόνο δούλεψε με κέφι το θέμα του, αλλά πρωτοτύπησε κιόλας. Η πρωτοτυπία του συνίσταται σε δύο κυρίως σημεία: α) στο ότι εμφανίζει ζωόμορφο Χορό – αργότερα θα γράψει τους «Όρνιθες», τους «Πελαργούς» (χαμένο πια έργο) και τους «Βατράχους» και β) στο ότι σατιρίζει έναν ιερό θεσμό που δε σηκώνει σάτιρα: Πρόκειται για το δικαστικό θεσμό.
Υπόθεση
Οι αληθινοί «Σφήκες» του Αριστοφάνη είναι η ιστορία ενός πατέρα κι ενός γιου με περίεργα ονόματα: Φιλοκλέων και Βδελυκλέων, αντιστοίχως. Ο Φιλοκλέων είναι μανιακός με τα δικαστήρια και ως εκ τούτου φανατικός οπαδός του Κλέωνα, αφού ο δημαγωγός του δίνει συνεχώς τροφή για το πάθος του. Από το δικαστικό του λειτούργημα ο Φιλοκλέων αποκομίζει μια αίσθηση αξίας και εξουσίας. Τον βολεύει, όμως, και το ημερήσιο αντιμίσθιο των τριών οβολών, που του παρέχει τη δυνατότητα να μην είναι εξαρτημένος από τον γιο του.
Ο Βδελυκλέων φέρει βαρέως την «ασθένεια» του πατέρα του και τον κλειδώνει στο σπίτι. Ούτε οι εφευρετικές προσπάθειες του γέροντα να αποδράσει ούτε η επιδρομή των συνδικαστών του (μισών ανθρώπων, μισών σφηκών) καταφέρνουν να απελευθερώσουν τον γέροντα. Έτσι, πατέρας και γιος καταφεύγουν σε «αγώνα δικαιολογιών». Ο Φιλοκλέων εκθέτει τους λόγους για τους οποίους αγαπά τόσο το δικαστιλίκι, ο Βδελυκλέων επιχειρεί να του εξηγήσει πως στην πραγματικότητα έχει γίνει το υποχείριο επιτηδείων, ώστε να πλουτίζουν σε βάρος του.
Η «ιδιαίτερη» Λένα Κιτσοπούλου βυθίζεται στα πλούσια νερά της Αριστοφανικής γραφής, αλιεύει μαργαριτάρια, τα καθαρίζει ή τα βρωμίζει (ανάλογα με την αντίληψη του θεατή), τα επεξεργάζεται κατά πώς της κατεβαίνει, συμπληρώνει τις ιδέες της ως πλαίσιο- κόσμημα δικής της επινόησης και πλάθει ένα επιθεωρησιακής δομής καινούργιο έργο, με τον ίδιο τίτλο.
Ανάγνωση
Το κανονικό έργο μιλάει για το δικαστικό σύστημα την εποχή της διακυβέρνησης του Μέγα οπορτουνιστή Κλέωνα, ο οποίος διόριζε δικαστές απλούς πολίτες. Μια τεράστια δικαστική μηχανή εξυπηρετούσε τα δικά του συμφέροντα, ενώ του εξασφάλιζε ψήφους. Επίσης, το έργο μιλάει για τα λαϊκά δικαστήρια, τη διαφθορά της εξουσίας, αυτά τα διαχρονικά που συναντάμε και σήμερα, παράμετροι που εμπεριέχονται και στο τσιρκολαγνικό έργο της Λένας Κιτσοπούλου.
Άλλωστε, τα social media έχουν ήδη δώσει στον καθένα το δικαίωμα να κρίνει, να καταδικάζει να αυτοδιορίζεται δικηγόρος, εισαγγελέας, ψυχίατρος, μηχανικός. Η εποχή επιτάσσει την άποψη επί παντός επιστητού να δημοσιοποιείται ανώνυμα ή επώνυμα κι όσοι την αποκηρύσσουν στιγματίζονται ένοχοι, συνένοχοι.
Ο Χορός των Σφηκών ανταποκρίνεται πλήρως στην πιο πάνω συνταγή. Ως προς την ταυτότητά του, είναι η προέκταση του Φιλοκλέωνα, άρα αποτελεί τον φυσικό σύμμαχο του συγκεκριμένου χαρακτήρα, ο οποίος στο εν λόγω έργο, όπως και ο Βδελυκλέων, είναι ταυτόχρονα και Κωμικός Ήρωας και Ανταγωνιστής. Ο Χορός των Σφηκών αποτελείται από γέροντες Αθηναίους πολίτες που προέρχονται από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα και σιτίζονται (κυριολεκτικά), ως δικαστές. Ως εκ τούτου είναι και αυτοί, όπως ο Φιλοκλέων, φανατικοί οπαδοί του Κλέωνα.
Σε αντίθεση με τον Φιλοκλέωνα, όμως, ο Χορός είναι διεσφηκωμένος. Η φύση του, δηλαδή, κινείται ανάμεσα στον άνθρωπο και το ζώο, αφού από τη μέση και κάτω είναι Σφήκας διαθέτοντας, μάλιστα, αντί του δερμάτινου φαλλού, τον οποίο διατηρεί και χρησιμοποιεί ποικιλοτρόπως ο Φιλοκλέων, κεντρί! Με άλλα λόγια, ο Χορός των Σφηκών αποτελεί ιδιότυπη σύμφυρση των ανθρώπινων και των ζωικών χορών του Αριστοφάνη.
Ο Χορός επιδίδεται στην Παράβαση, στην οποία σχολιάζει την κακή συμπεριφορά των Αθηναίων θεατών έναντι του Αριστοφάνη (εννοεί την αποτυχία των Νεφελών στα Μεγάλα Διονύσια της προηγούμενης χρονιάς) και ερμηνεύει τη διττή του ταυτότητα, ως Αθηναίου της γενιάς των Μαραθωνομάχων και ως «Σφήκας».
Η παράσταση
Ρηξικέλευθος σημαίνει: επαναστατικός, καινοτόμος, πρωτοποριακός, ριζοσπαστικός. Όλα αυτά τα επίθετα συνοδεύουν τη δουλειά της συγγραφέως, σκηνοθέτριας και πρωταγωνίστριας Λένας Κιτσοπούλου, της οποίας τα πρότερα κείμενα, άρθρα, θεατρικά, δοκίμια, χρονογραφήματα, όπου κι αν τα πέτυχα, τα διάβασα και τα χάρηκα.
Επίσης, εκτιμώ το οξυδερκές πνεύμα της. Όμως, αυτό δε σημαίνει ότι δε δικαιούται να σκοντάψει, πάντα στο πλαίσιο της ελεύθερης έκφρασης, και να σακατέψει ένα αποτέλεσμα δημιουργική της ενασχόλησης.
Για την παράσταση με τίτλο «Σφήκες», εμφανώς ο ποιητής Αριστοφάνης σνομπαρίστηκε, αν όχι αγνοήθηκε, αλλά αυτό δε θεωρήθηκε διόλου μειονεκτικό από τους συμπαραγωγούς – κρατικούς χρηματοδότες, μήτε από τους συναδέρφους της Λένας Κιτσοπούλου ή από τους «οπαδούς- θαυμαστές» της εναλλακτικής της εργασίας είτε στο θέατρο είτε στη συγγραφή.
Πάντως, αν το «φάντασμα» του Αριστοφάνη κοινώνησε το όλο πόνημα κατά τη διάρκεια προετοιμασίας του και μετέπειτα παρουσίασής του, πιθανώς να αναρωτήθηκε «άραγε, τι είδους νέοι θεατές θα μεγαλώνουν μέσα από παραστάσεις ρηξικέλευθων απόψεων; Θα έχουν κανονικό αριθμό δαχτύλων στο χειροκρότημα της υπόκλισης; Η τέρψη τους θα είναι αρκετά θερμή; Η φαντασία τους θα είναι γόνιμη ή άκαρπη; Η ψυχή τους θα έχει την κανονική σχέση που πρέπει να έχει με το φυσικό σύμπαν ή θα ανάγεται – κάθε φορά – στον πάτο του “δοκιμαστικού σωλήνα”, χάριν πρωτοτυπίας, χάριν της μετά- μεταμοντέρνας διασκευής των έργων μου;»
Το πρόβλημα ξεκινά από το δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης, εφόσον προσπεράσουμε το προφανές στο «τι ήθελε να πει ο ποιητής» κι αυτό, όχι με τον κατασκευαστή της ιδέας: «θυσιάζουμε το οτιδήποτε στον βωμό της καινοτόμου άποψης», αλλά με τους καλλιτέχνες που έλκονται απ’ αυτήν, που αρπάζονται απ’ αυτήν, μέχρι να σπάσει και το τελευταίο τους νύχι. Συνήθως, δεν έχουν την κατάλληλη ευλυγισία, την εμπνευσμένη αίσθηση του χιούμορ να τη διατηρήσουν στο πνεύμα με το οποίο κυοφορήθηκε. Οι ιδέες γεννιούνται από δασκάλους, τα δόγματα από τους μαθητές κι ο συγγραφέας «σκοτώνεται» στον δρόμο.
Όλοι οι υπόλοιποι, ηθοποιοί κρατικών σκηνών και εγνωσμένης αξίας καλλιτέχνες – συντελεστές της παράστασης, ως πειθήνιοι εργάτες του θέατρου, ακολούθησαν ενσυνείδητα το όραμα της σκηνοθέτριας. Το αποτέλεσμα συζητείται κατά το δοκούν, που σημαίνει ότι οι πληρωμένες καταχωρήσεις το επευφημούν, ενώ πολλοί, απλοί ή μυημένοι στην Αττική κωμωδία θεατές, το αποδοκιμάζουν.
Στη συγκεκριμένη παράσταση δεν έχει καμία σημασία για το κοινό πώς είναι τα σκηνικά και τα κοστούμια, αν φιλοξενεί τραπεζαρίες, μπασκέτα ή πλαστικές καρέκλες η σκηνή, αν η μουσική του σημαντικού συνθέτη Νίκου Κυπουργού δένει ή ξηλώνει χορικά, μονολόγους, διαλόγους, αν υπάρχουν χορογραφίες ή άτσαλα βήματα. Το ποτάμι λέξεων που ρέει από τα στόματα των ηθοποιών μετράει. Είναι βατό αυτό το κείμενο- ποταμός που απλώνεται στην ορχήστρα; Μπορεί κανείς να το διαβεί; Μπορεί να κολυμπήσει ή πρέπει να ψάξει για μια σανίδα σωτήρια για να φτάσει ως τις εκβολές του; Μήπως είναι προτιμότερο να σηκωθεί και να φύγει για να γλυτώσει την αντάρα ή έστω, το μουσκίδι; Δύσκολη απάντηση. Η ανάγνωση μιας σειράς ή μιας εικόνας από ομάδα θεατών – αναγνωστών, δε συνεπάγεται αυτονόητο συμπέρασμα. Ο καθείς εισπράττει αυτό που του επιτρέπουν οι γνώσεις του, οι εμπειρίες του, οι προσδοκίες του.
Εγώ προτιμώ να σας πω ότι διάβασα στην «POPAGANDA» μια δήλωση της «αιρετικής» Λένας Κιτσοπούλου. Την παραθέτω αυτούσια:
«….. μιλάμε για μία δημοκρατία ανύπαρκτη. Δεν υπάρχει πολίτης σε αυτή τη χώρα να έχει βιώσει μία δημοκρατική μέρα στη ζωή του. Ποια είναι η δημοκρατία; Είναι δημοκρατικό να έχεις δημόσια παιδεία χωρίς υποδομές; Είναι δημοκρατικό να πετάς αυτόν που δεν έχει χρήματα σε κάτι διαδρόμους νοσοκομείων μόνο του να πεθαίνει; Είναι δημοκρατικό το φακελάκι; Ο πληρωμένος δημοσιογράφος; Είναι δημοκρατικό να ψάχνουν το δίκιο τους οι άνθρωποι από την τραγωδία στο Μάτι, ή στα Τέμπη και να μην βρίσκουν άκρη; Να μην τους δίνει σημασία κανείς; Είναι δημοκρατικό να μην τηρείται πουθενά και ποτέ το τεκμήριο αθωότητας; Τι δημοκρατικό υπάρχει σε αυτή τη χώρα; Πότε ζήσαμε κάτι δημοκρατικό εδώ πέρα, κάτι δίκαιο; Εδώ προσπαθείς να είσαι δίκαιος και σε σπρώχνουν οι παράνομοι να περάσουνε. Εδώ δεν ξέρει κανείς ούτε πώς να μπει στο μετρό. Σπρώχνει απλώς για να περάσει μπροστά και εσύ που περιμένεις στη σειρά σου, του φαίνεσαι απλώς μαλάκας. Αυτή είναι η δημοκρατία της Ελλάδας.»
Δίκιο έχει, αλλά ξέχασε κάτι πολύ σημαντικό. Ότι η ίδια βιώνει – εδώ και χρόνια – σ’ αυτή τη χώρα που αναθεματίζει τόσο καυστικά, την απόλυτη ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, εφόσον μπορεί τόσο πολύ συχνά να λέει και να κάνει ό,τι θέλει κι όπως το θέλει ανενόχλητη και, μάλιστα, να αμείβεται αδρά γι’ αυτό. Το γράφω, για να μην αφήνουμε μισές τις αλήθειες, επειδή στον μονόλογό της -παράβαση της παράστασης, μας είπε θυμωμένη σε ραπ εκτέλεση, ότι έχει δεμένο συμβόλαιο με το Εθνικό, ότι όποιος την κρίνει να βάλει την κριτική του στον κ@λο του, ότι γενικώς και ειδικώς γ@μεί και δέρνει, διότι έτσι γουστάρει ως αντικομφορμίστρια, ως αντι…οτιδήποτε, ότι έτσι είναι η γαμοζωή και παρόμοια γαμοσταυρίδια.
Κι εδώ ξέχασε η α(ν)θηρόστομη και αθυρόστομη καλλιτέχνιδα, ότι ο τελικός αποδέκτης ενός έργου τέχνης, ας πούμε, είναι ο θεατής κι αυτός έχει το δικαίωμα να κρίνει, συν του ότι όλοι κρινόμαστε. Ασυζητητί. Είτε της αρέσει είτε όχι.
Επίσης, συχνά – πυκνά επικαλούμαστε ρήσεις αρχαίων φιλοσόφων, ως επιχειρήματα, για να στηρίξουμε απόψεις. Θα το κάνω κι εγώ: «Η Δημοκρατία μας αυτοκαταστρέφεται διότι κατεχράσθη το δικαίωμα της ελευθερίας και της ισότητας, διότι έμαθε τους πολίτες να θεωρούν την αυθάδεια ως δικαίωμα, την παρανομία ως ελευθερία, την αναίδεια του λόγου ως ισότητα και την αναρχία ως ευδαιμονία». (Ισοκράτης, 436-338π.χ. )
Θέλω και θα μείνω στον κ. Χρονόπουλο, επειδή το δελτίο τύπου τον κατονομάζει ως μεταφραστή του έργου της Λένας Κιτσοπούλου, έστω κι αν έλλειπε ο λόγος του στην παράσταση. Ο κ. Στυλιανός Χρονόπουλος είναι ειδήμων στη μετάφραση Αττικής κωμωδίας. Άλλωστε, το αρχαίο ελληνικό δράμα είναι πνευματικά ένα κατόρθωμα, μια ανακάλυψη του αττικού δαιμονίου και η αποτύπωση σε κώδικα καλλιτεχνικό των μεγίστων πολιτικών, κοινωνικών, ηθικών, θεολογικών και ψυχολογικών προβλημάτων του ανθρώπου, όπως αυτά έγιναν συνειδητή αναζήτηση σε μια συγκεκριμένη εποχή. Η ελληνική τραγωδία και κωμωδία, ως θεσμός της αθηναϊκής δημοκρατίας, είναι μια πνευματική επικοινωνία συνειδητών πολιτών. Το αρχαίο δράμα είναι εν πυκνώ η πόλις, οι θεσμοί της, η ιστορία της, το μέλλον και οι προοπτικές της, οι αποτυχίες της, τα αδιέξοδά της, οι δόκιμες εκφράσεις της, η κατασταλαγμένη πείρα της, ο βαθύς της λόγος.
Η μετάφραση είναι ένα γλωσσικό στοίχημα και ο κ. Χρονόπουλος στο παρόν έργο -πνευματικής ιδιοκτησίας Λένας Κιτσοπούλου – ούτε καν το έβαλε.
Βεβαίως και χειροκρότησα όλους τους ηθοποιούς στο φινάλε, τους μουσικούς, την υπέροχη Νεφέλη Μαϊστράλη. Η έκπληξη ήρθε από το κοίλο. Δυνατά χειροκροτήματα και επευφημίες. Η Λένα Κιτσοπούλου, όπως φάνηκε, είναι ιδιαίτερα δημοφιλής και αγαπητή στο κοινό των Φιλίππων. Μάλιστα, θυμάμαι πόσο καλή ήταν στην κατά Μαρμαρινού «Λυσιστράτη», που έφερε το 2016 στο Φεστιβάλ Φιλίππων το Εθνικό Θέατρο. Ποιος ξέρει τι μεσολάβησε από τότε έως σήμερα και τον Μαρμαρινό τον «μάδησε» στην παράβαση – παραλήρημά της.
Επίλογος
Η δική μου «υπογραφή» στην κριτική μιας θεατρικής παράστασης είναι η δομή του άρθρου: «Ο πρόλογος», «η υπόθεση», «η ανάγνωση – ερμηνεία μου», «η παράσταση» και «ο επίλογος».
Και εδώ, λοιπόν, ακολούθησα αυτό που με χαρακτηρίζει. Σεβασμός στους εργάτες του θέατρου. Παράθεση ενστάσεων. Ενημέρωση για το έργο αναγνωστών – δυνάμει θεατών, αλλά και άποψη γι’ αυτό που είδα. Είτε είναι Αριστοφάνης ή έμπνευση από έργο του Αριστοφάνη ή κάτι εντελώς διαφορετικό που, εν προκειμένω, το είπανε «φτηνό πανηγυράκι», «ιεροσυλία», «μεγάλο φαγοπότι κρατικού χρήματος», «όνειδος ελληνικού αρχαίου δράματος», «αλαζονική, υπερφίαλη και αήθης συμπεριφορά σκηνοθέτιδας απέναντι στο κοινό», αλλά το είπανε και σουρεάλ «τέχνη». Κρατήστε ελεύθερα όποιο σας αντιπροσωπεύει.
Και κάτι ακόμα. Για μένα το αρχαίο θέατρο Φιλίππων έχει την ίδια «ιερότητα» με αυτό της Επιδαύρου. Από παιδί μέχρι σήμερα κάθομαι στα ίδια διαζώματα και νιώθω το αυτό δέος στην κάθε επίσκεψή μου. Πριν από την παράσταση. Μετά, παίρνω μαζί μου ό,τι αυτή με κέρασε. Ευφροσύνη, ικανοποίηση, τίποτα ή απογοήτευση, οργή, πίκρα, αηδία.
Συντελεστές
Μετάφραση: Στέλιος Χρονόπουλος
Ελεύθερη διασκευή-Σκηνοθεσία: Λένα Κιτσοπούλου
Σκηνικά-Κοστούμια: Μαγδαληνή Αυγερινού
Μουσική: Νίκος Κυπουργός
Χορογραφία: Αμάλια Μπένετ
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Ηχητικός σχεδιασμός: Κώστας Λώλος
Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου
Δραματολόγος παράστασης: Ασπασία Μαρία Αλεξίου
Βοηθός σκηνοθέτη: Μαριλένα Μόσχου
Βοηθός σκηνοθέτη Β΄: Σαβίνα Τσάφα
Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματόλογου: Τζίνα Ηλιοπούλου
Βοηθός μουσικού: Αλέξης Κωτσόπουλος
Σχεδιασμός κομμώσεων: Κωνσταντίνος Κολιούσης
Φωτογραφίες και video παράστασης: Χρήστος Συμεωνίδης
Διανομή αλφαβητικά
Δάφνη Δαυίδ, Αλέξανδρος Ζουριδάκης, Κωνσταντίνος Καπελλίδης, Νίκος Καραθάνος, Λένα Κιτσοπούλου, Γιάννης Κότσιφας, Νίκος Κουσούλης, Αλέξης Κωτσόπουλος, Νεφέλη Μαϊστράλη, Σωτήρης Μανίκας, Νικόλας Μαραγκόπουλος, Ιωάννα Μαυρέα, Θάνος Μπίρκος, Δημήτρης Ναζίρης, Πάνος Παπαδόπουλος, Στέφανος Πίττας, Κωνσταντίνος Πλεμμένος, Μαριάννα Πουρέγκα, Θοδωρής Σκυφτούλης
Μουσικοί επί σκηνής:
Σοφία Ευκλείδου, Βαγγέλης Καρίπης, Εύη Κανέλλου
Η παράσταση προτείνεται σε θεατές από 15 ετών και άνω.
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙΟΔΕΙΑΣ
22/07 21:00 Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων
25/07 21:00 Θέατρο Δάσους
26/07 21:00 Θέατρο Δάσους
30/07 21:00 Αρχαίο Θέατρο Δωδώνης
05/08 21:0 Αρχαίο Θέατρο ΔΙΟΝ
29/08 21:00 Δημοτικό θέατρο Ηλιούπολης «Δημήτρης Κιντής»
06/09 21:00 ΣΧΟΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ – Ειρήνη Παπά
07/09 21:00 ΣΧΟΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ – Ειρήνη Παπά
08/09 21:00 ΣΧΟΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ – Ειρήνη Παπά
09/09 21:00 ΣΧΟΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ – Ειρήνη Παπά
16/09 21:00 Κηποθέατρο Παπάγου
22/09 21:00 Θέατρο Βράχων «Μελίνα Μερκούρη»
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ
You may like
Πολιτισμός
«ΘΕΛΕΣΤΙΝΑ» του Φερνάντο ντε Ρόχας στο «Βασιλικό Θέατρο» από το ΚΘΒΕ

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ
Τα αρχετυπικά σύμβολα του θεάτρου είναι τα προσωπεία στην κωμωδία και στην τραγωδία. Ωστόσο, λίγα έργα εξερευνούν τόσο εκτενώς και τις δύο λεωφόρους της τέχνης, όσο η τελευταία παραγωγή στο ΚΘΒΕ, ένα σκοτεινό ισπανικό έπος από τα τέλη του 15ου αιώνα.
Το «La Celestina», που γράφτηκε ως μυθιστόρημα από τον Φερνάντο ντε Ρόχας το 1499 και μεταφράστηκε το 1631 από τον Τζέιμς Μάμπε, είναι πράγματι μια ασυνήθιστη θεατρική εμπειρία, άσεμνη κωμωδία στην πρώτη πράξη και αιματοβαμμένη τραγωδία στη δεύτερη.
Ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του ΚΘΒΕ και σκηνοθέτης της παράστασης Αστέρης Πελτέκης, βάζει και τα δύο στοιχεία στην προσαρμογή του.
Στην παραστασιακή αφήγηση του «Θελεστίνα» ο σκηνοθέτης πιστοποιεί, με εικαστικό τρόπο, ότι μακροπρόθεσμα η πρωτογενής ενέργεια ενός έργου δεν μπορεί να κρυφτεί ή να αγνοηθεί. Ένα έργο τέχνης μπορεί να λησμονηθεί στο πέρασμα του χρόνου, μπορεί να απαγορευτεί ή να απορριφθεί, αλλά το ουσιώδες κερδίζει πάντα το εφήμερο.
Η ιλαροτραγωδία του Καλίστο και της Μελιβέα, «Θελεστίνα», όπως την αποκαλούσε το κοινό και επικράτησε σαν τίτλος, αποτελεί ένα πρωτοποριακό ουμανιστικό έργο, που στην παρούσα σκηνοθετική προσέγγισή του, μέσα από την προσθήκη μια σύγχρονης Παράβασης, όπου υπογραμμίζονται η θέση της γυναίκας, η «αρετή» της αγνότητας και η εκμετάλλευσή της, καθώς και η τεράστια διαχρονική επιχείρηση χειραγώγησης και εμπορευματοποίησης του γυναικείου σώματος. Παράλληλα, η παραγωγή απεικονίζει γραμμικά πόσο οι απλές πράξεις μπορούν να έχουν βάναυσες και εντελώς απροσδόκητες συνέπειες.
Ο ερωτευμένος νεαρός ιππότης Καλίστο, αδυνατώντας να διαχειριστεί την απόρριψη της αγαπημένης του Μελιβέα, δέχεται τη συμβουλή του υπηρέτη του Σεμπρόνιο και ζητάει βοήθεια από τη Θελεστίνα, μια δαιμόνια προξενήτρα, πρώην ιερόδουλη και νυν προαγωγό, η οποία κατέχει τα μυστικά του έρωτα και δίνει λύσεις στα προβλήματα, έναντι αμοιβής, με αλχημείες και μαγικά βότανα. Η Θελεστίνα βάζει το σχέδιο της σε εφαρμογή, ώστε το νεαρό ζευγάρι να ερωτευθεί με πάθος. Πανούργα, χειριστική και εξαιρετικά ικανή στο να καταλαβαίνει τους ανθρώπους και να εκμεταλλεύεται τις αδυναμίες τους, χρησιμοποιεί ανορθόδοξους τρόπους, μηχανορραφίες και «ραφές» παντός τύπου που εκχυδαΐζουν τον αγνό «πλατωνικό» έρωτα και εμπλέκουν τους ήρωες σε απρόβλεπτες περιπέτειες με απρόσμενο τέλος.
Το εκτενέστατο μυθιστόρημα των περίπου 65.000 λέξεων, γνώρισε τεράστια επιτυχία με πολλές επανεκδόσεις και διασκευές. Η έντονη θεατρικότητα του κειμένου, οι δυνατοί μονόλογοι, η διαλογική μορφή του καθώς και οι πολύπλευροι χαρακτήρες του, έδωσαν έδαφος για πολλαπλές απόπειρες σκηνικής μεταφοράς. Η σάτιρα, το ποιητικό στοιχείο, ο συνδυασμός του υψηλού και του ευτελούς, τα μεγάλα πάθη και τα συναισθήματα, με την ταυτόχρονα κωμική αποδόμησή τους, επιτυγχάνουν μια επιδέξια κοινωνική κριτική της εποχής, κατεδαφίζοντας τις αρχές που τη διέπουν.
Η «Θελεστίνα» δεν είναι απλώς μια παρωδία ανεκπλήρωτου έρωτα, αλλά ένα κείμενο που υπονομεύει τις προσπάθειες της Καθολικής Εκκλησίας και της Ιεράς Εξέτασης, εκθέτοντας τη διεφθαρμένη φύση της μεσαιωνικής ισπανικής κοινωνίας, την οποία ο συγγραφέας απεικονίζει μέσα από αντικείμενα και ρητορική εξυπνάδας, χυδαιότητας και μισογυνισμού.
Δεν είναι υπερβολή να ταυτίσουμε την καλλιτεχνική πρωτοτυπία και τις κατακτήσεις του ντε Ρόχας, με τα επιτεύγματα του Θερβάντες, του Βελάσκουεθ ή του Γκόγια.
Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι όλη η ευρωπαϊκή λογοτεχνία των παλιών, δημοφιλών απατεώνων και παμπόνηρων υπηρετών, οφείλει ευγνωμοσύνη σ’ αυτό το θεμελιώδες κλασικό έργο της ισπανικής λογοτεχνίας. Δημοσιεύτηκε το 1499, έναν αιώνα πριν από τον Δον Κιχώτη, μισό αιώνα πριν από τον Lazarillo de Tormes και έχει αναγνωριστεί ως «το πρώτο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα». Ωστόσο, θα μπορούσε να θεωρηθεί, εξίσου, ως ο τελευταίος κλασικός διάλογος της Αναγέννησης, καθώς η δομή του παραπέμπει περισσότερο στους νεοπλατωνιστές και ουμανιστές, όπως ο Έρασμος ή ο Τζοβάνι Πίκο ντέλα Μιράντολα, παρά σε οποιαδήποτε προηγούμενη πεζογραφία. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα κείμενο– μυθιστόρημα με διαλόγους άλλοτε ποιητικούς, άλλοτε σκληρούς κι άλλοτε χυδαίους.
Η υπόθεση είναι κωμική στην αρχή της, θυμίζει με τον πιο έντονο τρόπο τον Τζέφρυ Τσώσερ ( Οι Ιστορίες του Καντέρμπερυ) ή τον Βοκάκιο (Δεκαήμερο), όμως μεταλλάσσεται σε τραγωδία, εφόσον συναντάμε στη συνέχεια φόνους, θανατηφόρα ατυχήματα και μια αυτοκτονία, κι όλα αυτά στην τελευταία πράξη.
Όπως θα περίμενε κανείς σε έναν διάλογο της Αναγέννησης, στη συγκεκριμένη απόδοση – σκηνοθεσία υπάρχουν εκτενείς φιλοσοφικοί λόγοι, άλλοι σκληρά ειρωνικοί κι άλλοι ειλικρινά ανθρώπινοι.
Ένα καλό καστ και μια μελετημένη προσαρμογή εδώ, συνιστούν μια δυνατή παραγωγή, μια ιστορία που, μπορεί να ήταν ο ισπανικός πρόδρομος του Σαίξπηρ και ένα από τα πρώτα τραγικοκωμικά κείμενα, αντί ενός ιπποτικού συμβατικού, κλασικού θεάματος, αλλά η παραγωγή του ΚΘΒΕ είναι επιτυχής, επειδή απεικονίζεται γλαφυρά η κοινή προσέγγιση στην αγάπη, στον έρωτα και σε ανομολόγητα πάθη, αυτά τα προαιώνια τρωκτικά της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η Ελισάβετ Κωνσταντινίδου, με το εκρηκτικό της ταπεραμέντο, την εμπειρία της και την αστείρευτη ενέργειά της, υποδύεται την άθλια αλλά οξυδερκή Θελεστίνα, ενώ οι: Θάνος Κοντογιώργης- Σεμπρόνιο και Δημήτρης Μορφακίδης- Πάρμενο, είναι ξεδιάντροπα πονηροί, μικρόψυχοι και συμφεροντολόγοι υπηρέτες, των οποίων η ερμηνεία ξεχωρίζει και κερδίζει το κοινό.
Αυτή η υποβλητική νεοκλασική αισθητική της παράστασης, χρησιμεύει ως το γενικό πλαίσιο, το οποίο στεγάζει ένα σύμπαν από πικρό χιούμορ στις πιο χαρακτηριστικές σκηνές, για παράδειγμα στο παραλήρημα του υποτακτικού Πάρμενο (κλέβει την παράσταση ο έξοχος Δημήτρης Μορφακίδης), ο οποίος ως πειθήνιος υπηρέτης του Καλίστο αποτυγχάνει στις προσπάθειές του να μπλοκάρει τα ξόρκια και τα μάγια της Θελεστίνα, επειδή, μόλις τεθεί σε ισχύ η μαγεία ο κόσμος των ερωτευμένων καταρρέει. Ακόμη, στεγάζει και τα ανώτερα ή και τα αρνητικά ανθρώπινα πάθη, όπως της αγάπης, της απληστίας, της λαγνείας, της εκδίκησης και της επιθυμίας. Ευθέως αλληλοεπιδρούν μεταξύ τους, μ’ έναν βίαιο τρόπο, φέρνοντας την πλήρη καταστροφή.
Ο Καλίστο – Γιώργος Κολοβός, είναι ένας νεαρός, εύπορος ευγενής, που μπαίνει στον κήπο του πλούσιου εμπόρου Πλεμπέριο – Ταξιάρχη Χάνου, κυνηγώντας το γεράκι του. Εκεί βλέπει την κόρη του πλούσιου άνδρα, Mελιβέα -Τατιάνα Μελίδου, και την ερωτεύεται παράφορα. Επιστρατεύει προς βοήθειά του στην αποπλάνησή της την πανούργα Θελεστίνα, η οποία ως ιδιοκτήτρια οίκου ανοχής, χειραγωγεί άπληστα τις πόρνες της, μεταξύ αυτών οι: Ελίσια (Χρύσα Ρώπα, ως αλλοπαρμένη πόρνη, χαρακτήρας που της πάει γάντι) και Αρεούσα (Αλεξάνδρα Παλαιολόγου, μια έξυπνη γυναίκα που επιθυμεί διακαώς να γίνει «μάγισσα» στη θέση της «Μάγισσας», παρθενοράφτρας και προαγωγού Θελεστίνα ) και φέρνει ψυχρά και πονηρά τον Καλίστο και τη Μελιβέα σε ερωτική συνεύρεση.
Οι δυο «εραστές», ο καλός ηθοποιός Γιώργος Κολοβός και η όμορφη, αισθαντική Τατιάνα Μελίδου, είναι εντυπωσιακοί ερμηνευτές, τόσο στα ποιητικά όσο και στα παθιασμένα στοιχεία της ερωτοτροπίας τους.
Θα πρέπει να πω ότι η ιστορία του ανεκπλήρωτου έρωτα είναι κάπως ελλιπής, καθώς μοιάζει (αν και προηγήθηκε χρονικά) με τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα, χωρίς την κοινωνική πίεση. Ο Καλίστο λαχταρά τη Μελιβέα και την κατακτά με τη βοήθεια της οπορτουνίστριας προξενήτρας και τις υπηρεσίες της υπηρέτριας της ερωμένης του, τη Λουκρέθια (η Εύη Σαρμή αξιοποιεί στο έπακρον τον ρόλο), αλλά οι εραστές έχουν κι εδώ τραγικό τέλος.
Όμως, δεδομένου ότι γνωρίζουμε ελάχιστα το οικογενειακό τους ιστορικό, είναι δύσκολο να καταλάβουμε ποιο είναι το σημαντικό ζήτημα που τους τοποθετεί απέναντι τον έναν από τον άλλον ή τι τους οδηγεί σε απόγνωση.
Το πραγματικό ενδιαφέρον του συγγραφέα, αλλά και της συγκεκριμένης σκηνοθεσίας, έγκειται στον ομώνυμο ρόλο του έργου, τη Θελεστίνα, ως μωσαϊκό χαρακτήρων έχον ψηφίδες από τον «Ηδονοβλεψία» του Μάικλ Πάουλ, από τη γήινη υφή της γυναίκας του Μπαθ, αφηγήτρια στις« Ιστορίες του Καντέρμπερυ, από την μέγιστη απατεώνισσα «Μάνα Κουράγιο» του Μπρεχτ και από έργα του Καραβάτζιο.
Ο ντε Ρόχας τη στολίζει με πάμπολλες ιδιότητες συρρικνωμένες σε μια ικανότητα : την απάτη. Της δίνει μεγάλο πεδίο δράσης, όμως, της επιφυλάσσει οδυνηρό και μακάβριο φινάλε, εφόσον οι άπληστοι υπηρέτες του Καλίστο τη δολοφονούν για δικό τους υλικό όφελος, αλλά και η προσωπική τους πορεία είναι σύντομη και κατάμαυρη.
Αυτή η «Θελεστίνα» του ΚΘΒΕ είναι τολμηρή και ασεβής προς το κλασικό κείμενο, προσφέροντάς μας μια φρέσκια αλλά όχι ασεβή εκδοχή. Σε τελική ανάλυση, αυτό το έργο μιλά – σε πρώτο επίπεδο – για τον έρωτα, την απώλεια της αγάπης και τον θάνατο. Όλα διαχρονικά και παγκόσμια θέματα.
Μάλιστα, ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι το έργο του είναι ένα μάθημα για τη γοητεία της αμαρτίας. Αλλά εδώ η «αμαρτία» δεν είναι το σεξ αλλά το αχαλίνωτο προσωπικό συμφέρον. Στο «La Celestina» αντανακλάται έντονα ο κοινωνικός κόσμος μιας νέας, σύγχρονης εποχής, τυλιγμένης σε έναν αχνό καπιταλισμό.
Ο Φερνάντο ντε Ρόχας μεταφέρει τους χαρακτήρες του σε αστικό κόσμο, όπου αναδύονται νέες κοινωνικές κατασκευές για να καθορίσουν τις σχέσεις μεταξύ των τάξεων.
Η παράσταση του ΚΘΒΕ διαβάζεται υπό το πρίσμα της αδιάκοπης παρακμής της δημοκρατικής, ανθρωπιστικής αξίας. Υπάρχει, άραγε, έντιμη ζωή έξω από τους νόμους της αγοράς ή είναι η εντιμότητα, απλώς, ένα ακόμη προϊόν προς πώληση;
Οι συνεισφορές του μουσικού συνθέτη Στέφανου Κορκολή και της εικαστικής σύνθεσης της Φρόσως Λύτρα, αλληλοεπιδρούν υπέροχα με τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς του Στέλιου Τζολόπουλου και, ειδικότερα, με τα υπέροχα κοστούμια εποχής του Νίκου Χαρλαύτη.
Η χορογράφος Αναστασία Κελέση καθοδηγεί ένα μεγάλο και ενθουσιώδες σύνολο καλλιτεχνών, μέσα από κάποιες περίπλοκες κινήσεις κατά τη διάρκεια των εορταστικών σκηνών. Όλος ο θίασος, ύστερα από πολλή δουλειά, δίνει τον καλύτερό του εαυτό για ένα καλό αποτέλεσμα.
*Κατάλληλο για θεατές άνω των 13 ετών
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Απόδοση κειμένου – Σκηνοθεσία: Αστέριος Πελτέκης
Μουσική: Στέφανος Κορκολής
Εικαστική σύνθεση και εγκατάσταση: Φρόσω Λύτρα
Κοστούμια: Νίκος Χαρλαύτης
Φωτισμοί: Στέλιος Τζολόπουλος
Συνεργάτις σκηνογράφος – ενδυματολόγος: Δανάη Πανά
Επιμέλεια κίνησης: Αναστασία Κελέση
Βοηθός σκηνοθέτη: Εύη Σαρμή
Οργάνωση Παραγωγής: Φιλοθέη Ελευθεριάδου
Φωτογραφίες: Mike Rafail | That long black cloud
Βοηθός σκηνοθέτη (στο πλαίσιο πρακτικής άσκησης): Χρυσούλα Σαράντου
Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου (στο πλαίσιο πρακτικής άσκησης): Αναστασία Μαρκέλλα Νεαμονίτη
Διανομή:
Ζωή Ευθυμίου (Νεαρή Θελεστίνα/Β΄Θελεστίνα/Περαστική), Γιώργος Κολοβός (Καλίστο), Θάνος Κοντογιώργης (Σεμπρόνιο/Τριστάν/Περαστικός), Ελισάβετ Κωνσταντινίδου (Θελεστίνα), Χριστίνα Κωνσταντινίδου (Αλίσα/Πόρνη/ Γ΄Θελεστίνα/Περαστική/ σε διπλή διανομή), Τατιάνα Μελίδου (Μελιβέα), Δημήτρης Μορφακίδης (Πάρμενο/ Σόσια/Περαστικός), Αλεξάνδρα Παλαιολόγου (Αρεούσα/ Περαστική), Χρύσα Ρώπα (Ελίσια), Μίλτος Σαμαράς (Θεντούριο/Περαστικός), Εύη Σαρμή (Λουκρέθια), Ελευθερία Τέτουλα (Αλίσα/ Πόρνη/ Γ΄Θελεστίνα/Περαστική/ σε διπλή διανομή), Ταξιάρχης Χάνος (Πλεμπέριο/ Περαστικός)
Χορεύτρια
Έρωτας/ Πόρνη/ Περαστική: Αναστασία Κελέση
Φιγκυράν: Αργυρώ Βλαχοπούλου
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ
Πολιτισμός
«Η Δημοπρασία» με τον Αργύρη Μπακιρτζή στο «Αντιγόνη Βαλάκου»

Ο Αργύρης Μπακιρτζής παρουσιάζει την Παρασκευή 14, το Σάββατο 15 και την Κυριακή 16 Μαρτίου 2025 στο θέατρο Αντιγόνη Βαλάκου, το μονόπρακτο έργο «Η Δημοπρασία» του Σταύρου Τσιώλη εκπληρώνοντας, έστω, πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, το κάλεσμα και την προτροπή του να ετοιμαστεί για το ανέβασμα του έργου, δηλαδή να μάθει τα λόγια.
Ο Αργύρης σημειώνει: «Όταν ο Σταύρος μου έστειλε το έργο και το διάβασα, του απάντησα ότι μου άρεσε πάρα πολύ, αισθάνθηκα πως με αφορούσε άμεσα, ταυτίστηκα αμέσως με τον ήρωα -όπως μου συνέβαινε με όλους τους χαρακτήρες σε όλα τα έργα του- και θα αρχίσω να μαθαίνω το κείμενο.
Η τελευταία ταινία που γύρισε ο Σταύρος, η απόσταση της Αθήνας απ’ την Καβάλα, όπου ζω, διάφορα γεγονότα της ζωής που μεσολάβησαν, καθώς και η σταδιακή επιδείνωση της υγείας του, δεν επέτρεψαν την υλοποίηση της σκέψης για το ανέβασμα της ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΑΣ. Πέρασαν τα χρόνια, σχέδια υλοποιούνται, σχέδια εγκαταλείπονται, νέα εμφανίζονται. Χωρίς να το καταλάβω, Η ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΑ επανήλθε στη σκέψη μου, κυρίως προσπαθώντας να κοιμηθώ ή περπατώντας στις λεωφόρους του μπαϊπάς, που ευτυχώς ακόμη δεν χρειάστηκε να κάνω. Είχε έρθει η ώρα της. Έτσι αποφάσισα να το τολμήσω. Eίπα ας το κάνω τώρα που νομίζω πως είμαι έτοιμος. Στις ταινίες του Τσιώλη έχουμε διαδοχικούς αποχαιρετισμούς και σαν τέτοιον βλέπω το ανέβασμα της ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΑΣ».
Την παραγωγή της παράστασης έχει αναλάβει η Αστική Φάρμα ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ της Καβάλας με επιμέλεια του Χάρη Μιχαλογιαννάκη, βοηθού του Τσιώλη σε τρεις ταινίες του που συμμετείχε και ο Αργύρης. Οι παραστάσεις, μετά τις εξαιρετικά πετυχημένες παραστάσεις τον Νοέμβριο και τον Φεβρουάριο στο BAUMSTRASSE της Αθήνας, θα δοθούν στις 14,15 και 16 Μαρτίου στο θέατρο Αντιγόνη Βαλάκου, μετά από πρόσκληση του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Καβάλας που τις ενέταξε στο πρόγραμμά της. Ακούγονται να τραγουδούν ο Αργύρης και η Τότα Ευλαβή, συνοδεία πιανόλας.
Διάρκεια παράστασης: 55 λεπτά
Τιμές εισιτηρίων:
15 € Γενική Είσοδος,
12 € Μαθητικό – Φοιτητικό-Ανέργων-ΑΜΕΑ (με την επίδειξη των αντίστοιχων δικαιολογητικών κατά την είσοδο)
Ηλεκτρονική προπώληση: https://www.ticketservices.gr/event/kavala-i-dimoprasia-tou-stavrou-tsioli/
Προπώληση εισιτηρίων καθημερινά από τη Δευτέρα 10 Μαρτίου, 11.00 – 14.00 & 18.00 – 20.00, στο Κέντρο πληροφόρησης επισκεπτών Δήμου Καβάλας (πρώην ΕΟΤ) στην Κεντρική Πλατεία, τηλ: 2510-620566.
Για περισσότερες πληροφορίες και κρατήσεις μπορείτε να καλείτε στα τηλέφωνα του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καβάλας 2510. 220876 (10:00-14:00). ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καβάλας
Πολιτισμός
Το «METROPOLITAN: The Urban Theater» παρουσιάζει: «Girls & Boys» του Dennis Kelly στο «Αντιγόνη Βαλάκου»

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ
Ένα τραγικό πορτρέτο της μητρότητας, του γάμου και της εξουσιαστικής βίας!
«Συνάντησα τον άντρα μου στην ουρά για να επιβιβαστώ σε μια πτήση της easy Jet, και ομολογώ ότι τον αντιπάθησα από την πρώτη στιγμή.»
Μια τυχαία συνάντηση σε ένα αεροδρόμιο οδηγεί σε έναν κεραυνοβόλο έρωτα. Ένας γάμος, ένα σπίτι, δυο παιδιά, παράλληλες καριέρες – μια συνηθισμένη οικογενειακή ζωή. Όμως, καθώς ο χρόνος περνά, οι ισορροπίες διαταράσσονται και τα πράγματα παίρνουν μια αναπάντεχα σκοτεινή τροπή.
«Δεν θυμάμαι ακριβώς πότε τα πράγματα μεταξύ μας άρχισαν να πηγαίνουν στραβά – θυμάμαι μόνο ξαφνικά να βρίσκομαι μέσα σε αυτό.»
Ο Dennis Kelly σκιαγραφεί με αμεσότητα, οξυδέρκεια και αφηγηματική δεξιοτεχνία τις λεπτές γραμμές ανάμεσα στην ευτυχία και την απώλεια, αποτυπώνοντας με ακρίβεια τη γυναικεία ψυχοσύνθεση και αποκαλύπτοντας σταδιακά τις αποχρώσεις της βίας που υποβόσκει στην καθημερινότητα του ζευγαριού.
Στην παράσταση που σκηνοθετεί η Λητώ Τριανταφυλλίδου, η πρωταγωνίστρια αφηγείται τη ζωή της με αναστοχαστική διάθεση για κάθε συμβάν που αποτέλεσε αγκάθι στη διάρκεια συμβίωσης με τον άνδρα της, ισορροπώντας με ευαισθησία ανάμεσα στο χιούμορ, στη συγκίνηση και στην αγωνία. Στην προσπάθειά της να ανασυνθέσει την ιστορία της, αξιοποιεί οπτικοακουστικά μέσα για να καταγράψει και να επανεξετάσει τις αναμνήσεις της. Φτιάχνοντας από την αρχή το παζλ της ζωής της μέσα από βίντεο, ήχους και εικόνες, γίνεται ταυτόχρονα αφηγήτρια, σκηνοθέτις και θεατής της ιστορίας της.
Καθώς η ηρωίδα αναζητά τα αίτια και τις συνέπειες όσων έκανε και έζησε, η βία φαίνεται να διαπερνά κάθε στιγμή της φαινομενικά ευτυχισμένης ζωής της. Έτσι, αναδεικνύονται θεμελιώδη ζητήματα όπως η βαθιά ριζωμένη βία στις ανθρώπινες σχέσεις, η έμφυλη ανισότητα και το φαινόμενο της οικογενειοκτονίας. Είναι τελικά η βία ένα αναπόφευκτο στοιχείο της ανθρώπινης φύσης ή προϊόν των κοινωνικών και πολιτισμικών συνθηκών μέσα στις οποίες μεγαλώνουμε; Όταν, τελικά, η ηθοποιός επί σκηνής στρέφει το βλέμμα της από την κάμερα στο κοινό, θέτει ένα καίριο ερώτημα: Μπορούμε ποτέ να ξεφύγουμε από τη βία που κρύβεται μέσα μας;
«Ξεκινά ως μια τυπική ιστορία αγάπης – αγόρι συναντά κορίτσι και πετάνε σπίθες. Μια έντονη, παθιασμένη σχέση ξεκινά. Με τον καιρό εγκαθίστανται, κάνουν παιδιά και ζουν συνηθισμένες, χαοτικές ζωές. Όμως, κάτω από το κάλυμμα της κανονικότητας, αναπτύσσεται ένα ανησυχητικό υπόγειο ρεύμα. Ο φαινομενικά τέλειος κόσμος τους ξετυλίγεται, αποκαλύπτοντας συγκλονιστικές αλήθειες για την οικογένεια, τη βία και το τι πραγματικά συμβαίνει πίσω από κλειστές πόρτες ».
Στην παράσταση απολαμβάνουμε μια δυνατή ερμηνεία από την Νατάσα Εξηνταβελώνη, ως μια ανώνυμη γυναίκα από την εργατική τάξη, που μπαίνει στην κινηματογραφική βιομηχανία, παντρεύεται και κάνει δύο παιδιά. Αυτή και ο σύζυγός της χτίζουν μια ζωή μαζί, αλλά η ίδια αρχίζει σταδιακά να καταρρέει με τα άσχημα συμβάντα και στη συνέχεια καταστρέφεται η οικογένεια, βάναυσα.
«Υπάρχουν μόνο δύο χαρακτήρες σε αυτό το έργο: ο ηθοποιός και το κοινό» είχε πει ο συγγραφέας κάποια στιγμή και, όντως, έτσι είναι. Λειτουργεί ο καθρέφτης. Ως διάδραση. Η αλληλεπιδραστική αμφίδρομη διαδικασία μεταξύ δύο ατόμων (ή ομάδων) ή μεταξύ ανθρώπων και, εν προκειμένω, ό,τι στέλνει του επιστρέφεται. Απόλυτα.
Στο «Girls and Boys η κόρη της ηρωίδας ξοδεύει τον χρόνο της με σκοπό, δημιουργώντας κεραμικά αντικείμενα, ενώ ο μικρός γιος της περιφέρεται γύρω της καταστρέφοντας τις κατασκευές της αδερφής του. Είναι μια κατάσταση απώλειας ελέγχου, εξαιτίας δυσεπίλυτων προβλημάτων. Σκηνές που αναστατώνουν τα μέσα μας, σκηνές που ζήσαμε είτε ως πρωταγωνιστές είτε ως παρατηρητές. Άλλες πάλι, σκληρές, ως ευκαιρία αυτοβελτίωσης ανδρών – αφεντάδων, γυναικών υποταχτικών ή και το αντίστροφο, γιατί, όχι;
Μια από τις αυθόρμητες, ανεπιτήδευτες στιγμές της παράστασης είναι όταν ο θεατής ταυτίζεται με τον χαρακτήρα της μάνας, καθώς προσπαθεί να διδάξει στα παιδιά της τον σεβασμό, με όλο τον αφανή ηρωισμό που απαιτεί το εγχείρημα. Βλέπουμε, δηλαδή, μια εργαζόμενη μητέρα με δύο παιδιά να ξοδεύεται στην αγάπη, στην υπομονή, αλλά και στον εκνευρισμό και στις ενοχές της για κάποιες συμπεριφορές της, όλα δοσμένα με πειθώ.
Η Νατάσα Εξηνταβελώνη αναπηδά με ευκολία ανάμεσα στην οριακή αφήγηση σε στιλ stand-up και στις αναπαραστάσεις της μνήμης. Οι τελευταίες σκηνές είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακές, καθώς κινείται στη σκηνή αλληλοεπιδρώντας με τα δύο παιδιά της, που μόνο αυτή τα ζει, αλλά τα βλέπουμε κι εμείς στο βίντεο, προσθήκη σκηνοθετική, όχι απαραίτητα αναγκαία, όπως και η μεγάλη διάρκεια της παράστασης που την καθιστά σε σημεία, κουραστική.
Μία ένσταση έχω, όμως, σοβαρή. Η μετάφραση της Λητώς Τριανταφυλλίδου διανθίστηκε από αγοραίες εκφράσεις, καθόλου συμβατές με το ύφος του κειμένου. Αδικεί την ηρωίδα η άκρατη βωμολοχία και ανοίγει διάπλατα μια πόρτα στην εγχώρια νεολαία για το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης, με λάθος τρόπο. Σκληρές λέξεις, βρισιές απενοχοποιημένες, ειπωμένες ως συνηθισμένο λεξιλόγιο στην ελληνική καθημερινότητα. Αν ο συγγραφέας ήταν ο Γιάννης Οικονομίδης του «Σπιρτόκουτου», θα το δικαιολογούσα, επειδή εκείνος χειρίζεται στα έργα του τη λαϊκή λαλιά, ως δείγματα υποβαθμισμένης ελληνικής κοινωνίας. Εδώ, απλώς, η βωμολοχία προκαλεί τους ενήλικες θεατές και προσκαλεί τη νεολαία να την ακολουθήσει, εμμέσως, πλην σαφώς.
Η περίπτωση του αφανούς και ανώνυμου συζύγου απασχόλησε τον συγγραφέα, στον βαθμό που η κοινωνία κατηγοριοποιεί τους μπρουτάλ άνδρες, τους φαλλοκράτες από πεποίθηση, τους χειριστικούς και μέσα στην οικογένεια, ως υπεύθυνους έμφυλης βίας.
Άλλωστε, η ενδοοικογενειακή βία περιλαμβάνει ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο παραβατικών συμπεριφορών που ασκεί ο δράστης, με στόχο να διατηρήσει την εξουσία και τον έλεγχο πάνω στο θύμα του είτε είναι γυναίκα ή παιδί.
Με τις συνεχείς λεκτικές και σωματικές τιμωρίες, τις απειλές, τον εξαναγκασμό, ο «εξουσιαστής» έχει ως σκοπό να εκφοβίσει, να τρομάξει, να ταπεινώσει το «θύμα», να του καταρρακώσει το ηθικό, να το κάνει να νιώσει ανίκανο να προβάλει αντίσταση, ώστε να δει καθαρά την κατάσταση.
Στην παράσταση εισπράττουμε οι θεατές το «δια ταύτα» της συγγραφής και της σκηνοθεσίας: πέρα από τη σωματική κακοποίηση που απειλεί τη σωματική ακεραιότητα του θύματος, η ενδοοικογενειακή βία παίρνει διάφορες μορφές: λεκτική, ψυχολογική, σωματική κακοποίηση και οικονομική βία, που δεν αφήνουν ορατά σημάδια αλλά τραυματίζουν εξίσου.
Πρόκειται για συστηματική, επίπονη και διαβρωτική διαδικασία που οδηγεί την επιζώσα σε διανοητική και συναισθηματική οδύνη ή βλάβη, ενίοτε ανεπανόρθωτη. Στην παρούσα περίπτωση ο εξουσιαστής οδηγείται στο έγκλημα.
Πιστεύω, όμως, πως ο Dennis Kelly ακολουθεί το φρέσκο ρεύμα που φέρνει συχνά στο φως της δημοσιότητας περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας (σεξουαλικής ή μη), σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Αλλά το έργο δεν αφορά τον σύζυγο. Αφορά τη γυναίκα που είναι στο επίκεντρο της υπόθεσης και συγκινεί με τον δυναμισμό της και τις συναισθηματικές της διακυμάνσεις, αυτές που προκαλούν οι διαρκείς ανατροπές κι έτσι όπως την ερμηνεύει η Νατάσα Εξηνταβελώνη, ενώ η σκηνοθεσία βλέπει τη σεξουαλική παρενόχληση των γυναικών, ως μέρος του ίδιου προβλήματος: πατριαρχία και ανδρική βία.
Το εντυπωσιακό είναι ότι στο έργο πρωταγωνιστεί ένας γυναικείος χαρακτήρας πολυμαθής, πνευματώδης, κατασκευασμένος από έναν άνδρα συγγραφέα, ο οποίος καταδύεται βαθιά στην ψυχολογία του απεριόριστου ανδρισμού και όλων των συνακόλουθων βλαβών και παραμορφώσεων μιας ήρεμης τάξης πράγματων, ακόμα και σε συμβατικές οικογένειες.
Η μεταφράστρια και σκηνοθέτις Λητώ Τριανταφυλλίδου, έχει διαμορφώσει το έργο σε ύφος εξαιρετικά δυναμικού θεάτρου( παραμερίζω τη βωμολοχία), που διερευνά το «διότι» στο γιατί μερικοί άνθρωποι κάνουν ανεπίτρεπτα, οδυνηρά άσχημα κι αμετάκλητα πράγματα και πώς αυτοί που επηρεάζονται θα μπορούσαν, ίσως, να συμβιβαστούν με τα επακόλουθα.
Στα πρώτα 50 λεπτά περίπου, θα μπορούσαμε να ξεγελαστούμε και να πιστέψουμε ότι πρόκειται για κωμωδία. Περιγράφοντας η γυναίκα το πώς συνάντησε τον σύζυγό της σε μια ουρά αεροδρομίου και ξαναζώντας σκηνές με τα μικρά παιδιά της, ο ανώνυμος χαρακτήρας της Νατάσας Εξηνταβελώνη είναι σαρδόνιος, παραδίδοντας ριπές από γραμμές διάτρησης στα ανέκδοτά της.
Τόσο αυτή όσο και το κείμενο έχουν ρυθμούς καταιγιστικούς, ανάμεικτους από στοχασμούς και παραδοχές γεγονότων και συμπεριφορών. Μετά το πρώτο πενηντάλεπτο, πάνω – κάτω, συνειδητοποιεί το κοινό ότι οι λεκτικοί υπαινιγμοί, υπό την επίφαση του χιούμορ, αποκαλύπτουν σκληρότητα και βαναυσότητα, ώστε κόβει την ιλαρότητα ενστικτωδώς και συμπάσχει.
Τελικά, βλέπουμε την αλήθεια, με αμβλεία, καταστροφική λεπτομέρεια, τα στόματα σφιγμένα, η ηθοποιός σταματά να χαμογελάει και την κυριεύει η αψάδα. Θαρρείς, μεγαλώνει δέκα χρόνια κι απελευθερώνει έναν βασανισμένο εαυτό. Η ερμηνεία της είναι υπόδειγμα στη νατουραλιστική υποκριτική, επειδή είναι εκλεπτυσμένη και συναισθηματική που μοιάζει να είναι προσωπική της ιστορία.
Στον πυρήνα του το Girls & Boys είναι μια ιστορία βαθιάς απώλειας, υφασμένη σε έναν καμβά τόσο συνηθισμένο, όσο και άγριο.
Για την παράσταση «Girls and Boys» σε μετάφραση και σκηνοθεσία Λητώς Τριανταφυλλίδου, συμπράττει μια ταλαντούχα ομάδα συνεργατών: Τα εξυπηρετικά σκηνικά φέρουν την υπογραφή του Δημήτρη Πολυχρονιάδη. Η Αλεξάνδρα Κατερινοπούλου συνθέτει τα ηχητικά τοπία και την πρωτότυπη μουσική. Τα βίντεο και οι φωτογραφίες της παράστασης αποτυπώθηκαν μέσα από τον φακό της Δέσποινας Σπύρου. Την κίνηση επιμελείται ο χορογράφος Κωνσταντίνος Παπανικολάου και τους φωτισμούς σχεδιάζει ο Αντώνης Διρχαλίδης.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Girls & Boys του Dennis Kelly
με τη Νατάσα Εξηνταβελώνη
Μετάφραση – Σκηνοθεσία: Λητώ Τριανταφυλλίδου
Σκηνικά: Δημήτρης Πολυχρονιάδης
Μουσική: Αλεξάνδρα Κατερινοπούλου
Κίνηση: Κωνσταντίνος Παπανικολάου
Φωτισμοί: Αντώνης Διρχαλίδης
Φωτογραφίες – Βίντεο: Δέσποινα Σπύρου
Video Editing: Μαριάνα Τρούμπη
Βοηθός Σκηνοθέτη: Τζέσικα Κουρτέση
Graphic Design: Mavra Gidia
Παραγωγή: Metropolitan: The Urban Theater
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ
Προτεινόμενα
-
Νέα Θάσου4 έτη ago
Προκήρυξη Διεθνούς Διαγωνισμού Ποίησης εις Μνήμη του Πρωτοπρεσβύτερου Ποιητή Γεωργίου Ι. Διαμαντόπουλου. Με θέμα ꓽ «Υπάρχουν Άνθρωποι»
-
Νέα Θάσου4 έτη ago
Θάσος: Αναστέλλεται η λειτουργία σχολικών τμημάτων και του «Θεαγένη»
-
Νέα Θάσου4 έτη ago
Ο Δήμαρχος Θάσου για το πρόγραμμα ενίσχυσης επιχειρήσεων της ΑΜΘ με την διαδικασία της μη επιστρεπτέας προκαταβολής
-
Καβάλα4 έτη ago
Καμπανάκι για την μείωση των δρομολογίων στη γραμμή Πρίνος-Καβάλα
-
Νέα Θάσου4 έτη ago
Χορωδίες δήμου θάσου 2020
-
Νέα Θάσου4 έτη ago
Ο Δήμος Θάσου κοντά στον πολίτη, δίνει χρήσιμες συμβουλές για την εξοικονόμηση ενέργειας
-
Νέα Θάσου4 έτη ago
Ξεκινούν οι εγγραφές στην Παιδική Θεατρική Σκηνή του Δήμου Θάσου
-
Ελλάδα4 έτη ago
Σε κακούργημα μετατρέπεται το αδίκημα βασανισμού των ζώων
You must be logged in to post a comment Login