Connect with us

Πολιτισμός

Χρόνη Μίσσιου: «…καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» στο Θέατρο «Αυλαία»

Χρόνη-Μίσσιου:-«…καλά,-εσύ-σκοτώθηκες-νωρίς»-στο-Θέατρο-«Αυλαία»

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ

« (….) Ο Μιχάλης, όταν τον πήραν μαζί με άλλα πράματα, μου άφησε και τα ποιήματά του. Τα κουβάλαγα χρόνια πολλά ραμμένα στις βάτες, στον γιακά και στα πέτα ενός παλιού παλτού που είχα. Μου το ‘σκισαν σε μια κωλοέρευνα και μου τα πήραν, αφού με μπάφιασαν στο ξύλο. Θυμάμαι ένα απ’ αυτά, που έλεγε:

Ταξιδέψαμε χρόνια πολλά πάνω στους τοίχους των κελιών,
εξωτικούς χάρτες, φτιαγμένους από την υγρασία και την πορεία του γυμνοσάλιαγκα.
Διαγνώσαμε την παράξενη απλωσιά του σφαιρικού μας πλανήτη…
Σημαίες από λαμπερά χρώματα, σφιχτοδεμένες στρατιές συντρόφων προλετάριων,
λιμάνια πολύβουα, μέρη παράξενα, ξωτικές γυναίκες,
πορνεία φτωχά ή εκλεπτυσμένης ηδονής…
Άλλοτε πάλι ένα ταξίδι με μια μοναδική, αγαπημένη γυναίκα…»

Μετά τις διθυραμβικές κριτικές και τα απόλυτα sold out η παράσταση «…καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» έρχεται στο πλαίσιο του 58ου Φεστιβάλ Δημητρίων 2023στο θέατρο “ΑΥΛΑΙΑ”.

Η βραβευμένη ομάδα GAFF (Βραβείο Διεθνούς Ρεπερτορίου από την Ένωση Θεατρικών Κριτικών, Βραβείο καλύτερης παράστασης, σκηνοθεσίας, και καλύτερης ανδρικής ερμηνείας στα 11α Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης 2022 για την «Πανούκλα» του Α. Καμύ), ήρθε στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο των Δημητρίων, για να παρουσιάσει το συνταρακτικό αφήγημα του Χρόνη Μίσσιου «…καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς».

Το κείμενο του «Σαλονικιού», όπως αποκαλούσαν οι σύντροφοι του τον Χρόνη Μίσσιο κι ας ήταν Καβαλιώτης, παρουσιάζεται στον τόπου που υπήρξε σημαντικό κομμάτι της ζωής του, της δράσης του και μέρος της πολιτικής ιστορίας της χώρας, που τόσο γλαφυρά περιγράφει στο αυτοβιογραφικό του κείμενο.

Το έργο

Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο που η Ελλάδα παραδίνεται στο χάος του Εμφυλίου.

 Ο δεκαεξάχρονος Χρόνης Μίσσιος συλλαμβάνεται, φυλακίζεται στο Γεντί Κουλέ, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Αποφυλακίζεται το 1973, αφού έχει περάσει εικοσιένα χρόνια σε φυλακές και εξορίες. Αυτήν ακριβώς την περίοδο της ζωής του διηγείται στο σπουδαίο αφήγημα-μαρτυρία «…καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς».

«Αγωνίζομαι να μείνω άνθρωπος. Και αυτό είναι η κορυφαία πολιτική μάχη», έλεγε ο Μίσσιος. Η θέση του αυτή έδωσε στην ομάδα μας το έναυσμα να τολμήσουμε να ανεβάσουμε στη σκηνή τις αυτοβιογραφικές αναμνήσεις ενός πραγματικά γενναίου. Ίσως γιατί η περίοδος που διανύουμε μοιάζει να έχει κάτι από τη σκοτεινή νιότη του Μίσσιου. Ίσως, γιατί ο Μίσσιος δεν απευθύνεται μόνο στο νεκρό του φίλο αλλά κυρίως στους απόντες, σε μάς. Ίσως, πάλι, γιατί η αντίληψη του Μίσσιου για τη βιοπάλη , την ιστορία, το όνειρο δεν είναι μόνο γεμάτη από πολιτική κριτική, αλλά και από αισιοδοξία για τη ζωή και πίστη στη δημιουργική δύναμη του ανθρώπου. Ίσως, γιατί μας έχουν συμβεί αδιανόητα πράγματα και είναι η στιγμή να αναρωτηθούμε, πώς αντιστέκεται κάποιος σήμερα;

Ο συγγραφέας

Ο Χρόνης Μίσσιος γεννήθηκε στην Καβάλα το 1930, από γονείς καπνεργάτες, και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά.

Αυτή την περίοδο η οικογένειά του καταφεύγει στη Θεσσαλονίκη και ο Μίσσιος δουλεύει μικροπωλητής, με κασελάκι, στο λιμάνι. Το σχολείο το σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού. Από τα Γιαννιτσά, όπου τον στέλνει ο Ερυθρός Σταυρός μαζί με άλλα παιδιά για να γλιτώσουν από την πείνα της Κατοχής, περνάει στους αντάρτες. Με την απελευθέρωση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και οργανώνεται στον Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων.

Το 1947 συλλαμβάνεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε τον θάνατο χάρη σ’ένα τυχαίο γεγονός. Έκτοτε, μέχρι και τον Αύγουστο του 1973 (αμνηστία του Παπαδόπουλου) περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες, ως πολιτικός κρατούμενος (Μακρονήσι, Άι- Στράτης, Αβέρωφ, Κέρκυρα, Κορυδαλλός, κ.ά.) Εκεί μαθαίνει ανάγνωση και γραφή.

 Ένα “διάλειμμα” ελευθερίας, μεταξύ 1962 και 1967, τον βρίσκει στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη και, στη συνέχεια, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ.

 Το πρώτο του βιβλίο “Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς… ” (Γράμματα, 1985) τον καθιέρωσε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέα στη συνείδηση κριτικής και κοινού. Την ίδια ανταπόκριση βρήκε και το δεύτερο βιβλίο του “Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;” (Γράμματα, 1988). “Κοσμοκαλόγερος”, σαν τους ήρωες ορισμένων από τα βιβλία του. Έφυγε από τη ζωή στα 82 του χρόνια. Άφησε την τελευταία του πνοή σε ιδιωτικό νοσηλευτήριο της Αθήνας, στις 20 Νοεμβρίου 2012, ενώ “πάλεψε” με τον καρκίνο αρκετά χρόνια.

Η παράσταση

Μεταφορές στο σανίδι, άλλοτε πιστές και άλλοτε στο βαθμό της απλής πρωτογενούς έμπνευσης, ενίοτε κειμένων και συνηθέστερα ολόκληρων βιβλίων, που εξ’ αρχής δημιουργήθηκαν για να αποτελέσουν προϊόν ανάγνωσης και όχι για να παρασταθούν, μας είναι οικείες και το θέμα γνωστό και πολυσυζητημένο, με μερίδες θεατών και αναγνωστών να παίρνουν θέση υπέρ της μίας ή της άλλη πλευράς.

Η Σοφία Καραγιάννη, σε απόλυτη συμφωνία προς όσα «προστάζει» το είδος της ιστορικής μυθιστοριογραφίας, το οποίο υπηρετεί ο συγγραφέας εδώ, προτάσσει την ιστορική ακρίβεια, επενδύοντάς την, ωστόσο, με διαλόγους, πετυχαίνοντας την αφήγηση μεν ,αναπαράσταση δε, μίας ιδιαίτερης αλλά γνωστής ιστορίας: την υπόθεση του Χρόνη Μίσσιου. Πρόκειται για την ιστορία των ανθρώπων που πάνω τους πέρασαν ζοφερά γεγονότα, αυτά που όρισαν την Ελλάδα κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα.

Από τον τίτλο ακόμα, ο θεατής αποκτά μια σαφή αντίληψη της οπτικής του συγγραφέα

Απέναντι στα περιστατικά της ζωής του και στα κοινωνικά– πολιτικά συμβάντα. Δε θα μπορούσε, ίσως, να υπάρξει πιο πετυχημένη έκφραση της οδύνης, της πίκρας, της απογοήτευσής του. Αλλά και μια προειδοποίηση, ότι θα πει τα πιο τραγικά πράγματα μ’ αυτόν τον ανάλαφρο τρόπο. «…Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς». Με άλλα λόγια «Τυχερέ εσύ, ξεμπέρδεψες γρήγορα κι έτσι δεν είδες και, ενδεχομένως, δε βίωσες».

Ολοφάνερη η τραγική ειρωνεία που σαν πνεύμα και διάθεση περνάει όλη την παράσταση από την αρχή μέχρι το τέλος, μια που αυτή η αφήγηση απευθύνεται στον νεκρό φίλο και σύντροφο, στον απόντα. Σ’ αυτούς γράφει ο Μίσσιος, σ’ αυτούς καταθέτει.

Ο καθηλωτικός τρόπος σκηνοθεσίας της Σοφίας Καραγιάννη, οι συγκλονιστικές ερμηνείες των: Ιωσήφ ΙωσηφίδηΚωνσταντίνο Πασσά, Δημήτρη Μαμιό, Γιάννη Μάνθο, αποδεικνύει ότι η λογοτεχνία, έτσι όπως δραματοποιήθηκε από τις Σοφία Καραγιάννη, Μυρτώ Αθανασοπούλου , είναι το αποτελεσματικότερο μέσο έκφρασης των συναισθημάτων και πολιτικής ανάλυσης.

 Η σκηνοθέτις αναζήτησε μια θεατρική γλώσσα, όχι τόσο εξαρτημένη από εκείνη του Μίσσιου και πέτυχε να διαλύσει τη ζωή του κείμενου, δηλαδή να κάνει θέατρο με μια προετοιμασία που αρνείτο τις ευκολίες και την αφυδάτωση του νοήματος, αλλά απαίτησε αποκρυπτογράφηση του πρωτοτύπου, ώστε να ανήκει πλέον στους δημιουργούς της σκηνής, τους μετέχοντες στη θεατρική τελετουργία και στους ηθοποιούς – οσιομάρτυρες, που τους καίνε στη σκηνή και κείνοι σχεδιάζουν σήματα πάνω στην πυρά τους. Επίτευγμα αγαστής συνεργασίας.

Έτσι, η παράσταση αυτή αποτελεί κάτι περισσότερο από ένα πολιτικό μάθημα. Είναι ένα μάθημα ζωής, που συμβάλλει στην αναθεώρηση και στον αναστοχασμό των ίδιων των εννοιών. Εξάλλου, στο «Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς»- το πιο σύνθετο από τα έργα του συγγραφέα- διαφορετικοί διάλογοι, εκρηκτικές αντιθέσεις και διαφωνίες, συνθέτουν μία δομημένη «συζήτηση» για την συντροφικότητα, τη φιλία, τον έρωτα, τις πεποιθήσεις, τις επιθυμίες, τον χρόνο, το εφήμερο και, κυρίως, για το φθαρτό της ζωής και της ύπαρξης.

 Τέσσερις εξαιρετικοί ερμηνευτές ζωντανεύουν το ντοκουμέντο. Μια ευρηματική σκηνοθεσία αποδίδει ευφυώς την ουσία του βιβλίου μεταφέροντας το στη σκηνή και κερδίζει το στοίχημα. Άλλωστε, οι ευφυείς δεν προσεγγίζουν τυχαία τη ζωή, αλλά «καθοδηγούν» το μυαλό τους, όπως κάνει η Σοφία Καραγιάννη.

Ο σημαντικός ηθοποιός Ιωσήφ Ιωσηφίδης είναι ο αφηγητής, αλλά όλοι τους υποκρίνονται ρεαλιστικά, με δύναμη και πάθος τα πρόσωπα. Μετακυλούν καθίσματα και ρόλους. Μεταμορφώνονται επιδέξια μπροστά μας, αλλάζουν προφορά, περπατησιά, έκφραση. Μεταφέρουν από τη σκηνή στην πλατεία πόνο, αγανάκτηση, θυμό, νοσταλγία και τη ματαίωσή τους. Γίνονται από πολιτικοί κρατούμενοι ποινικοί, μεταλλάσσονται σε δήμιοι ή σε μανάδες που δεν αναγνωρίζουν τα βασανισμένα παιδιά τους. Γίνονται και ιερείς και δεσμοφύλακες και πουλημένοι σύντροφοι. Αυτοσχεδιάζουν, γελάνε, μιλάνε, ωρύονται, βωμολοχούν, κλαίνε, συγκρούονται, αλλά όλα απλώνονται τεχνηέντως στη σκηνή και μέσα στο πλαίσιο της ρεαλιστικής δραματουργικής επεξεργασίας των Σοφίας Καραγιάννη και Μυρτώς Αθανασοπούλου.

Ένταση και γρήγοροι ρυθμοί κρατάνε σε εγρήγορση τους θεατές, προσφέρουν μια ισχυρή συναισθηματική φόρτιση, ενώ η ευρηματικότητα της σκηνοθέτιδας πλάθει σκηνές που ανεβάζουν σε δυσθεώρητα ύψη την αδρεναλίνη. Ευφυής η δυνατή σκηνή του ξυλοδαρμού με βούρδουλα των κρατουμένων στις φυλακές Κέρκυρας, με τον χαρακτήρα του δεσμοφύλακα- βασανιστή να σπέρνει ρίγη συγκίνησης στην πλατεία, καθώς τεμαχίζει ένα μήλο τόσο ανατριχιαστικά, όσο και οι οιμωγές των υπολοίπων στον ασφυκτικό χώρο του κελιού τους. Εξαιρετική σύλληψη της ιδέας, συγκλονιστική απόδοση, συναρπαστικές ερμηνείες.

 Το μόνο σκηνικό ( Γεωργία Μπούρδα ) είναι μια «άγια τράπεζα» με τα φρούτα και τα χρηστικά σκεύη, το κρασί, το ψωμί, τις ελιές και τον ιδρώτα τους. Η μουσική του Μάνου Αντωνιάδη και οι φωτισμοί της Βασιλικής Γώγου συμπληρώνουν το «καράβι» που ταξιδεύει τον θεατή στα ξερονήσια και στα όνειρα –εφιάλτες των πολιτικών κρατουμένων κι εξαρτάται από το κάθε γερό στομάχι, το πόσο θ’ αντέξει τη ναυτία. Δραμαμίνη ή προβληματισμός;

 Πρόκειται για μια συναρπαστική παράσταση από συντελεστές που καταχειροκροτούνται στην αυλαία.

Επίλογος

Είναι γεγονός ότι ο Μίσσιος αποτέλεσε ίσως τον τελευταίο ρομαντικό αγωνιστή με αγνές καταβολές, έναν άνθρωπο ο οποίος έδειξε τον δρόμο της ανεξαρτησίας και της απο–μαζικοποίησης, της ελεύθερης βούλησης και φυσικά της συνεχούς μόρφωσης. Άλλωστε, είναι γνωστό ότι έγραψε πέντε υπέροχα βιβλία, έχοντας μάθει ανάγνωση κοντά στα 35 του χρόνια! Τέτοιες αγνές ψυχές γεμάτες επαναστατικότητα, κυρίως για τη ζωή, πρέπει να μένουν στον χρόνο ως πρότυπα για τις επόμενες γενιές που έρχονται!

[…] Έμενα κάποια φορά σ’ ενός γιατρού. Δεξιός ο άνθρωπος, αλλά δε γούσταρε και τους εθνοσωτήρες. Ήξερε ότι ήμουνα κομμουνιστής, και κάθε βράδυ που έβγαινα για δουλειά, γέμιζε από αισιοδοξία. Ε, κάποτε κανονίστηκε μια γιάφκα, και το βράδυ που θα ’φευγα από το σπίτι του, σαν αποχαιρετιστήριο, κατεβάσαμε κάνα δυο ουίσκι. Δυνατό πράμα, σε φτιάχνει στα σβέλτα. Ήμουνα, που λες, φτιαγμένος και ακοντρολάριστος, που λένε. Την ώρα που έφευγα και με χαιρέταγε, τα μάτια του στάζανε λύπη. Μου λέει, πού θα πας τώρα, ρε Φάνη — εγώ μια ζωή το ίδιο ψευδώνυμο στις παρανομίες. Όπως στεκόμασταν όρθιοι, του λέω, σοβαρά μιλάς, γιατρέ, εμένα λυπάσαι; Ξαφνιάστηκε, μα, μου λέει, φεύγεις έτσι μέσα στη νύχτα, σε κυνηγάνε θεοί και δαίμονες, σκοτώνουν, βασανίζουν, δεν έχεις σπίτι, οικογένεια, δεν έχεις όνομα… Τον κοίταξα. Έπρεπε να τον πληγώσω, δεν είχα άλλο δρόμο. Ήμουνα στριμωγμένος, αν αφηνόμουνα στην παραδοχή της λύπης, ήμουνα χαμένος, γιατί τα αντικειμενικά στοιχεία, όπως τα περιέγραψε ο γιατρός, ήτανε σωστά. Όμως είχα ανάγκη να υπερασπιστώ τη ζωή μου, την ουσία της, απέναντι και στον ίδιο τον εαυτό μου. Σοβαρά, του λέω, γιατρέ, εμένα λυπάσαι;

… Μη με λυπάσαι, σε παρακαλώ, εγώ θα είμαι πάντα με τις μειοψηφίες, έκθετος πάντα, ποτέ ένθετος. Δε θύμωσε, δεν μου είπε ότι λέω μαλακίες. Μ’ αγκάλιασε, μου είπε πως είμαστε περίεργοι άνθρωποι αλλά ωραίοι. Με φίλησε, μου έβαλε και δέκα χιλιάρικα στην τσέπη —μεγάλο ποσό για εκείνη την εποχή— και έφυγα. Το ξέρω πως είπα μεγάλα λόγια γιατί, παρ’ όλα αυτά, είμαι ένθετος, τοποθετημένος και ταξινομημένος σε άλλους μηχανισμούς, σε μιαν άλλη λογική, σε μιαν άλλη τάξη πραγμάτων. […]

 Συντελεστές

Σκηνοθεσία: Σοφία Καραγιάννη

Δραματουργική επεξεργασία: Σοφία Καραγιάννη, Μυρτώ Αθανασοπούλου

Σκηνικά-Κοστούμια: Γεωργία Μπούρδα

Μουσική: Μάνος Αντωνιάδης

Επιμέλεια κίνησης: Μαργαρίτα Τρίκκα

Φωτισμοί: Βασιλική Γώγου

Βοηθός σκηνοθέτη: Αθανασία Κυμπούρη

Φωτογραφίες: Χριστίνα Φυλακτοπούλου

Trailer: Στέφανος Κοσμίδης

Επικοινωνία: Χρύσα Ματσαγκάνη

Παραγωγή: GAFF

Ερμηνεία: Ιωσήφ ΙωσηφίδηςΚωνσταντίνος Πασσάς, Δημήτρης Μαμιός, Γιάννης Μάνθος

Το εμβληματικό έργο του Χρόνη Μίσσιου μετακομίζει στο Σύγχρονο θέατρο για να συνεχίσει για δεύτερη χρονιά τις παραστάσεις του.

 ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading
Advertisement
Click to comment

You must be logged in to post a comment Login

Leave a Reply

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Πολιτισμός

Η όπερα La Bohème μάγεψε το κοινό

Η-όπερα-la-boheme-μάγεψε-το-κοινό

Η αριστουργηματική όπερα La Bohème του Giacomo Puccini, μάγεψε το κοινό που γέμισε το βράδυ της Παρασκευής 6 Δεκεμβρίου 2024 το κλειστό γυμναστήριο του Μουσικού Σχολείου Καβάλας!

Περισσότεροι από 700 θεατές είχαν την ευκαιρία να απολαύσουν την Παρασκευή την καθηλωτική μουσική και την τραγική ιστορία, γεμάτη πάθος, τέχνη και δοκιμασίες, του ποιητή Rodolfo και της ράφτρας Mimi, με φόντο το Χριστουγεννιάτικο Παρίσι του 19ου αιώνα!

Με περισσότερους από 120 μουσικούς και συντελεστές από όλο τον κόσμο, η παραγωγή είναι μια διοργάνωση του Φεστιβάλ Cosmopolis του Δήμου Καβάλας, σε συνεργασία με τον Δήμο Νυρεμβέργης, το Δημόσιο Μουσικό Πανεπιστήμιο της Νυρεμβέργης, το Επιμελητήριο Καβάλας, και της αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας FIXinArt!

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading

Πολιτισμός

«Πετριχώρα, η ιστορία του γιοφυριού της Άρτας»

«Πετριχώρα,-η-ιστορία-του-γιοφυριού-της-Άρτας»

Η «DOT Ensemble» στη σκηνή του Θεάτρου Τ στη Θεσσαλονίκη

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ

Στην ανατολική όχθη του Άραχθου, κοντά στην αρχή της γέφυρας, σώζεται μεγάλος πλάτανος, ο πλάτανος του Αλή πασά, γιατί -όπως λένε- στον ίσκιο του καθόταν ο Αλής και έβλεπε κρεμασμένους απ’ τα κλαδιά του όσους είχε καταδικάσει σε θάνατο με απαγχονισμό. 

“- Τ’ έχεις καημένε πλάτανε και στέκεις μαραμένος με τις ριζούλες στο νερό; – Αλή πασάς επέρασε…”

Πάνε χρόνια που το γεφύρι ορφάνεψε απ’ το φυσικό του σύντροφο, το νερό, εφόσον μετά την κατασκευή του υδροηλεκτρικού φράγματος Πουρναριού, δεν υπάρχει συνεχής ροή στο ποτάμι. Έτσι, το μνημείο έπαψε να δροσίζει τα πόδια του, κατάντησε εκκλησιά χωρίς εικόνες, βρύση χωρίς νερό. Αλλά το γεφύρι είναι παρόν κι έχει φωνή. Και μιλάει και μέσα από την παραστατική τέχνη. Και διηγείται ιστορίες με τραγούδια και μοιρολόγια, και ζωντανεύει φαντάσματα που του δίνουν διάρκεια. Ατελεύτητη!

Μια ιδέα και έρευνα χρόνων του σκηνοθέτη Χάρη Θώμου, η οποία βασίζεται στο θρυλικό δημοτικό τραγούδι “Το γιοφύρι της Άρτας” και τις βαλκανικές εκδοχές του.

Η μυρωδιά της γης με τις πρώτες σταγόνες της βροχής.

Η χώρα που τα πουλιά μιλούν κι οι γυναίκες θυσιάζονται για να θεμελιωθεί ο κόσμος.

Η παραλογή αυτή είναι ένα από τα γνωστότερα και ωραιότερα δημιουργήματα της λαϊκής μούσας και στηρίζεται σε μια μακραίωνη παράδοση, σχετική με τη θεμελίωση μεγάλων έργων. Από τους αρχαίους ακόμα χρόνους υπήρχε η δοξασία ότι για να στερεωθεί και να προφυλαχθεί από κάθε κίνδυνο ένα κτίσμα, έπρεπε να θυσιαστεί στα θεμέλιά του κάποιο ζωντανό πλάσμα. Το γεφύρι της Άρτας, ένα έργο τόσο δύσκολο και θαυμαστό για την εποχή του, ενέπνευσε το ομώνυμο δημοτικό τραγούδι και πλούτισε την παράδοση με το δικό του θρύλο. Παραλλαγές του τραγουδιού, που αναφέρονται και σε άλλα γεφύρια ή οικοδομήματα, υπάρχουν όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλη την περιοχή των Βαλκανίων.

Μια κατάρα που μετατρέπεται σε ευχή και μια προφητεία που ζητά την ανατροπή,

την κατάρριψη της προκατάληψης και τον σεβασμό στη φύση και τη ζωή.

Μια διαδρομή στον χώρο και τον χρόνο που φέρνει την ανθρώπινη ανάγκη για υπέρβαση, αντιμέτωπη με τη μοίρα.

Ο μύθος γνωστός και με πανάρχαιες ρίζες. Με μικρές παραλλαγές συναντάται στις παραδόσεις και άλλων βαλκανικών λαών. Για να θεμελιωθεί το γεφύρι πρέπει να θυσιαστεί η γυναίκα του Πρωτομάστορα. Η ιστορία για τον αγώνα του ανθρώπου να κερδίσει τη ζωή του, να τιθασεύσει τη φύση και τον εαυτό του. Ένας αγώνας επίμονος, πολλές φορές απελπισμένος, άνισος, γεμάτος τραγικότητα και διαψεύσεις. Σχεδόν πάντα, μεγαλειώδης, εφόσον η ανάγκη της θυσίας της ατομικής ευτυχίας είναι για την ωφέλεια του συνόλου.

Ένας μύθος, που αναμετριέται με το εδώ και το τώρα· με την ευθύνη κάθε απόφασης, με την τραγικότητα του ανθρώπου μπροστά στην Ιστορία.

Ένας άντρας, μια γυναίκα, μια κοινωνία που ζητά απεγνωσμένα λύση. Οι απαντήσεις παλιές αλλά η ευθύνη απέναντι στο δίλημμα ίδια.

Ένας λαός που απεγνωσμένα ψάχνει τους ήρωές του.

Μια παράσταση για το κοινό μαζί με το κοινό.

Η “Πετριχώρα” – Ηπειρώτικη ντοπιολαλιά του «πετριχώρ»: η ιδιαίτερη μυρωδιά της γης μετά τη βροχή – είναι μια μυσταγωγική σκηνική εμπειρία που ζωντανεύει μια παράδοση αιώνων.

Βασισμένη στο θρυλικό δημοτικό τραγούδι «Το Γιοφύρι της Άρτας» και τις βαλκανικές εκδοχές του, φέρνει στο προσκήνιο μια αρχέγονη ιστορία και εξερευνά τη λεπτή γραμμή που χωρίζει το ατομικό από το συλλογικό, ενώ μας καλεί να αναρωτηθούμε

«Τι κοινωνία είναι αυτή που χρειάζεται να χτίσει Λυγερές για να προοδεύσει;»

Βυθιζόμενοι σε μιαν άλλη πραγματικότητα γινόμαστε κοινωνοί της ιστορίας της Λυγερής, από την πρώτη επαφή της με τη μοίρα, έως την τελική προδοσία από τον Πρωτομάστορα και τους υπόλοιπους συντοπίτες της, και τον τραγικό χαμό της στον υγρό τάφο του γεφυριού.

Η “Πετριχώρα” είναι μια παράσταση του θεάτρου της επιτέλεσης. Η επιτέλεση είναι ταυτόχρονα αντικείμενο ανάλυσης και μεθοδολογικής προσέγγισης του μύθου από τον σκηνοθέτη Χάρη Θώμο και τη δραματουργό Αμαλία Κοντογιάννη, έτσι ώστε να φέρει τους θεατές πρόσωπο με πρόσωπο με την ίδια την ουσία της παράδοσης.

Μέσα από τελετουργικά σχήματα, εκφραστική κίνηση, φωνή και παραδοσιακό τραγούδι σχηματίζεται μια πολυφωνική κοινότητα εννέα σωμάτων που χτίζουν και γκρεμίζουν αδιάκοπα τον κόσμο της ιστορίας, προσπαθώντας να δώσουν απάντηση σ΄ ένα παλιό ερώτημα:

Μπορούν να συμβαδίσουν το ατομικό και το συλλογικό, η πρόοδος και η παράδοση, η επιστήμη και η φύση;

 Ο Χάρης Θώμος έκανε ενδελεχή έρευνα στο τραγούδι και στην Παράδοση, στους συμβολισμούς του και στις προεκτάσεις του στο πέρασμα των χρόνων και κατέληξε στην αφηγηματική του παράσταση- περφόρμανς: Παρά τον παραμυθιακό χαρακτήρα της μπαλάντας, ο αποτρόπαιος φόνος θα ήταν δύσκολα αποδεκτός αν το τραγούδι δεν απηχούσε την ιερότητα που είχε κάποτε μια τέτοια θυσία. Ένδειξη, ίσως, της διαισθητικής αυτής μνήμης είναι ότι και σήμερα μπορεί να αναπαρίσταται ιεροτελεστικά, χωρίς όργανα, σε μια αίθουσα ή σ’ έναν μεγάλο νεκρολατρικό χορό, κατατάσσοντας τη γυναίκα του πρωτομάστορα στη χορεία των ανώνυμων εμβληματικών νεκρών που τιμώνται δοξαστικά. Η τελετουργική απόδοση της περφόρμανς στη σκηνή του θεάτρου «Τ» είναι μυσταγωγική. Τουλάχιστον.

 Το «γεφύρι της Άρτας» είναι τραγούδι πολύστιχο. Η αφήγηση γενικά είναι αντικειμενική και oι ηθοποιοί – αφηγητές και μύστες είναι ετεροδιηγητικοί. Ωστόσο, σε αρκετά σημεία κυριαρχεί ο δραματικός ενεστώτας που προσδίδει στο τραγούδι διαχρονικότητα (π.χ. Μοιρολογούν, πιάνει, μηνάει, τους χαιρετά…).

 Στην αφήγηση παρεμβάλλεται ο διάλογος που ζωντανεύει το τραγούδι και το κάνει θεατρικό δρώμενο (π.χ. «Α, δε στοιχειώσετε άνθρωπο…», «Γοργά ντύσου…», «Γεια σας…»).

 Το περιεχόμενο είναι πλαστό με μαγικά στοιχεία: συμβαίνουν παράδοξα γεγονότα: γκρέμισμα του γιοφυριού κάθε βράδυ, ανθρώπινη ομιλία πουλιού.

 Η υπόθεση είναι ολοκληρωμένη και το τέλος της δραματικό: χτίσιμο Λυγερής.

Και το Πουλί έχει διπλό ρόλο: Λειτουργεί ως εντολοδόχος της μοίρας για να δώσει λύση στο αδιέξοδο (αποκαλύπτει τη λύση του προβλήματος). Λειτουργεί ως αγγελιαφόρος, προκειμένου να εκτελεστεί η εντολή (δίνει το μήνυμα στη γυναίκα).

 Πρέπει να επισημάνω τα εξής: είναι πολύ συνηθισμένη τεχνική στα δημοτικά τραγούδια, τα ζώα, τα πουλιά και το φυσικό περιβάλλον να συμμετέχουν στην υπόθεση. Στην περίπτωσή μας, λοιπόν, το πουλάκι προσωποποιείται. Εξαιρετική η Αριάδνη Κώστα στον ρόλο.

 Προκύπτει ιδιαίτερη τραγικότητα από την επιλογή δύο διαφορετικών επιρρημάτων, που μάλιστα ακούγονται περίπου το ίδιο (παρήχηση: αργά-γοργά): η εντολή του Πρωτομάστορα είναι να ετοιμαστεί η γυναίκα του αργά για να έρθει στο γεφύρι, γεγονός που δείχνει ίσως την κρυφή αλλά μάταιη ελπίδα του να σωθεί και, πιο πιθανό, να αποκαλύπτει την επιθυμία του να παρατείνει όσο μπορεί τη ζωή της. Από την άλλη μεριά το πουλί παρακούει και της λέει να ετοιμαστεί γοργά, λόγω της ομοιότητας των δύο λέξεων, αλλά, κυρίως, για να εφαρμοστεί το μοιραίο.

 Με βάση τα παραπάνω, η παράσταση επιτείνει την ένταση στους θεατές, εφόσον τους έχει καθηλώσει η δραματικότητα κι επειδή ο Πρωτομάστορας, ως υπεύθυνος του έργου, είναι αυτός που πονάει περισσότερο με τη θυσία και καλείται να αποφασίσει στο δίλημμα: άρνηση θυσίας της γυναίκας του, με συνέπεια το γκρέμισμα γεφυριού της Άρτας ή αποδοχή της μοίρας, άρα στέριωμα γεφυριού;

Υπάρχει, δηλαδή, αντίθεση ανάμεσα στο θέλω (επιθυμία, συναίσθημα) και στο πρέπει (λογική, καθήκον), ωστόσο, η κατάληξη είναι η υποταγή στο μοιραίο (ρίχνει μέγα λίθο).

Μπορούμε να τον συγκρίνουμε με τον Ισαάκ και τον Αγαμέμνονα, που κλήθηκαν να θυσιάσουν τα παιδιά τους. Νιώθει κι αυτός μεγάλο πόνο με την ιδέα ότι πρέπει να θυσιάσει τη γυναίκα του και συγκρούεται μέσα του η αγάπη με το καθήκον αφού είναι υποχρεωμένος να ολοκληρώσει το έργο του.

 Κρίνει από την αρχή ότι δεν έχει περιθώρια να αντισταθεί στη φωνή του πουλιού που είναι η φωνή της μοίρας και αποφασίζει άμεσα να στείλει το μήνυμα στη γυναίκα του να έρθει. Επειδή τη λυπάται, της παραγγέλνει να μη βιαστεί για να καθυστερήσει το μοιραίο. Ύστερα από τη λύπη, έρχεται η συμπόνια όταν βλέπει την ανυποψίαστη Λυγερή να χαιρετάει ευδιάθετα. Αλλά και πάλι το «πρέπει» νικάει την αγάπη. Δεν υποκύπτει στα παρακάλια της, αλλά πρωτοστατεί στη θανάτωσή της.

 Τραγικό πρόσωπο είναι και η Λυγερή. Η χαρά, η αγάπη και το ενδιαφέρον για τον άντρα της την ώρα της άφιξης, που φαίνονται στον χαιρετισμό, σκιάζεται από την κακή διάθεση και τη θλίψη του. Επίσης, την προθυμία της να κατεβεί ανυποψίαστη στο ποτάμι, τη διαδέχεται η αγωνία και ο πανικός, όταν αντιλαμβάνεται την απάτη και την παγίδα που της έχει στήσει. Αντιδρά παρακαλώντας με παράπονο και τρυφερότητα και εκφράζοντας πικρία για το οικογενειακό της δράμα. Όταν διαπιστώνει ότι η θυσία της είναι αναπότρεπτη, επιδίδεται σε κατάρες με αγανάκτηση. Τότε της θέτουν το εκβιαστικό δίλημμα: αν επιμείνει στις κατάρες, θα θέσει σε κίνδυνο τη ζωή του αδερφού της. Από τη σύγκρουση θα βγει νικητής η αδελφική αγάπη, ενώ οι κατάρες θα μετατραπούν σε ευχές.

Οι συντονισμένοι με πολλή δουλειά εννέα ηθοποιοί της «DOT Ensemble» : Άννα Μαρία Γάτου, Νεφέλη Γκίκογλου, Γιούλη Ευθυμίου, Δημήτρης Κρίκος, Αριάδνη Κώστα,

Ευαγγελία Μπότση, Λένα Νεστορίδου, Γεωργία Ποντσουκτσή και Θάνος Πουμάκης, μια ανομοιογενής ομάδα, επειδή και σε αντίστοιχες ιεροτελεστίες οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί στην όψη και στην εσωτερική παρόρμηση, ακολουθούν τη διδασκαλία κίνησης της Μαριάνθης Ψωματάκη με τρόπο μυσταγωγικό, υποβλητικό και επιβλητικό στην αίθουσα.

Η γυναίκα του Πρωτομάστορα (δυναμικός ο Δημήτρης Κρίκος) στην παράσταση του Χάρη Θώμου εκπροσωπείται από μια νύφη, μια γυναίκα ( υπέροχη η καλλικέλαδη Ευαγγελία Μπότση) μέσα στο σφρίγος της νεότητας, μια γυναίκα, τυλιγμένη σε άσπρο σεντόνι – σάβανο, σαφώς σκηνοθετικό εύρημα, προϊδεάζοντας το κοινό για την τραγική κατάληξη. Εκπροσωπεί, θα λέγαμε, την αγνότητα, την πίστη, τη θυσία και την ακολουθία των μυστών.

Η εικόνα της Λυγερής, μπορεί και να παραπέμπει και στο φάντασμα της νύφης, εκείνης της μυστηριώδους παρουσίας που φτάνει στο τέλος να καταριέται, αλλά αναλογιζόμενη ότι έχει και έναν αδελφό που, ενδέχεται να περάσει από το καταραμένο γεφύρι, καταλήγει να αποσύρει την κατάρα της.

 Στον αντίποδα της εικόνας αυτής, υπάρχει η ζωντανή τελετουργική παρουσία της ομάδας, που είναι οι χωρικοί, οι εργάτες, οι μάστορες, ο Χορός. Τα δυνατά της σημεία: το σωματικό θέατρο, η μουσική -ηχοτοπία του Μάριου Αποστολακούλη, το παραδοσιακό τραγούδι που δίδαξε η Νατάσα Τσακηρίδου και οι φωτισμοί της Αθηνάς Μπανάβα.

Το λιτό σκηνικό της Κατερίνας Κουκότα και τα κοστούμια της ιδίας και της Νεφέλης Νικολαΐδη, επιτρέπουν την απρόσκοπτη κίνηση σε όλη τη διάσταση της σκηνής.

Η Πετριχώρα είναι μια χώρα που δεν χτίσαμε ακόμη,

ένα τραγούδι που δεν βρήκε τα λόγια να πει την αλήθεια,

μια πορεία που καλούμαστε να αποφασίσουμε μαζί.

Συντελεστές

Σκηνοθεσία: Χάρης Θώμος

Δραματουργία: Αμαλία Κοντογιάννη

Β. Σκηνοθέτη: Θεοχάρης Μπαϊρακταρίδης

Κίνηση: Μαριάνθη Ψωματάκη

Μουσική – Ηχοτοπία: Μάριος Αποστολακούλης

Διδασκαλία παραδοσιακού τραγουδιού: Νατάσα Τσακηρίδου

Φωτισμοί: Αθηνά Μπανάβα

Σκηνογραφία: Κατερίνα Κουκότα

Ενδυματολογία: Νεφέλη Νικολαΐδη – Κατερίνα Κουκότα

Επικοινωνία: Μαρία Τότσκα

Φωτογραφία – Trailer: Γιώργος Ματζάρης

Γραφιστική επιμέλεια: Χάρης Θώμος

Παραγωγή: DOT Ensemble

Επί σκηνής:

Άννα Μαρία Γάτου

Νεφέλη Γκίκογλου

Γιούλη Ευθυμίου

Δημήτρης Κρίκος

Αριάδνη Κώστα

Ευαγγελία Μπότση

Λένα Νεστορίδου

Γεωργία Ποντσουκτσή

Θάνος Πουμάκης

ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading

Πολιτισμός

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: Ένα πολυσυλλεκτικό βιβλίο με Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες!

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ:-Ένα-πολυσυλλεκτικό-βιβλίο-με-Χριστουγεννιάτικες-Ιστορίες!

Κυκλοφόρησε πρόσφατα από την «ΕΛΛΗΝΟΕΚΔΟΤΙΚΗ»

Οι χριστουγεννιάτικες ιστορίες αποτελούν αγαπημένα αναγνώσματα, καθώς αναδεικνύουν σπάνιες στιγμές ανθρωπιάς, έντασης, μοναξιάς αλλά και ελπίδας, πλημμυρίζοντάς μας με το εκτυφλωτικό, λυτρωτικό φως τους. Αποδυναμώνουν τα επιφανειακά και επίπλαστα και φωτίζουν βαθιές ρωγμές της ψυχής και αναμνήσεις.

Ο συλλογικός τόμος Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες συγκεντρώνει ανέκδοτα χριστουγεννιάτικα διηγήματα γραμμένα από τριάντα τέσσερις γνωστούς Έλληνες συγγραφείς. Πρόκειται για κείμενα που «ζωντανεύουν» στιγμές και εικόνες των εορταστικών ημερών και διαπνέονται από βαθύ ανθρωπισμό. Γράφτηκαν για να μεταδώσουν στους αναγνώστες το πνεύμα των Χριστουγέννων καθώς και τη θρησκευτικότητα και τη μυσταγωγία των ημερών.

Στον συλλογικό τόμο έγραψαν οι συγγραφείς:
Γιώργος Γκόζης, Βασίλης Γκουρογιάννης, Γεράσιμος Δενδρινός, Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής, Γιώργος Χ. Θεοχάρης, Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης, Κατερίνα Καριζώνη, Νίκος Κατσαλίδας, Μαρία Κουγιουμτζή, Πασχάλης Λαμπαρδής, Κώστας Λογαράς, Στέφανος Μίλεσης, Πολύνα Γ. Μπανά, Γιάννης Δ. Μπάρτζης, Κωνσταντίνος Μπούρας, Τόλης Νικηφόρου, Σιδέρης Ντιούδης, Γιάννης Πανούσης, Γιάννης Πατσώνης, Βάλτερ Πούχνερ, Δήμητρα Π. Πυργελή, Έρη Ρίτσου, Λιάνα Σακελλίου, Λεύκη Σαραντινού, Ελένη Σαραντίτη, Μαρία Σκιαδαρέση, Θανάσης Σκρουμπέλος, Χρύσα Σπυροπούλου, Αλέξης Σταμάτης, Κώστας Στοφόρος, Ευαγγελία Τότσκα, Μάκης Τσίτας, Φίλιππος Φιλίππου, Άγγελος Χαριάτης.

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Oι γιορτές σταματούν για λίγο τη ροή του χρόνου, καθώς σηματοδοτούν τις εποχές, προκαλούν αναδρομές και μας μεταφέρουν στο παρελθόν. Τα Χριστούγεννα επιστρέφουμε στην παιδική μας ηλικία, τη μεγάλη δεξαμενή των αφηγήσεων, των εικόνων και του χρόνου, ενός κόσμου που τον αναδημιουργούμε στα μέτρα των επιθυμιών μας. Μέσα από την ανάμνηση της προσδοκίας ανακτούμε τη χαμένη μας παιδικότητα, δηλαδή βιώνουμε ξανά τις προγενέστερες εμπειρίες μας προβάλλοντας την εικόνα μας στο παρελθόν.

Οι αφηγήσεις αρχίζουν και τελειώνουν εκεί που μοιάζει να παγώνει ο χρόνος. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που στις χριστουγεννιάτικες αφηγήσεις το χιόνι λειτουργεί ως συμβολικό υλικό του χρόνου, γι’ αυτό άλλωστε και ιδεώδη Χριστούγεννα είναι τα λευκά Χριστούγεννα.  Όταν ο χρόνος παγώνει, οι αφηγήσεις πολλαπλασιάζονται και προεκτείνονται. Τότε πυκνώνει η ατμόσφαιρα, η ζωή αποκτά το τελετουργικό νόημα του ανεπανάληπτου και τα γνωρίσματα της μυθοπλασίας, ενώ όλες σχεδόν οι πράξεις της καθημερινότητας ερμηνεύονται συμβολικά.

Οι γιορτές των Χριστουγέννων προκαλούν γερές αφορμές συναισθηματικής φόρτισης, προσφέροντάς μας μερικές από τις ωραιότερες σελίδες που έχουν γραφτεί. Ωστόσο, στην ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα αυτών των ημερών, συχνά κατοικεί ένα αίσθημα μελαγχολίας που διαπνέει κάθε γιορτή. Τα φωτεινά λαμπιόνια  πόλεων και σπιτιών, φωτίζουν και τις ρωγμές στις αναμνήσεις μας, αποδυναμώνουν τα επιφανειακά και επίπλαστα και γεννούν στους συγγραφείς στιγμές ανθρωπιάς, έντασης, μοναξιάς αλλά και ελπίδας.

Δεν είναι απαραίτητα χαρούμενες οι Χριστουγεννιάτικες ιστορίες. Εμφιλοχωρούν σε αυτές, καθημερινά στιγμιότυπα ζωής, ανάγκες, αισθήσεις, όνειρα, μνήμες, ανησυχίες, συγκίνηση και αγώνας. Κάπου στο βάθος αχνοφέγγει ένα φως, όχι πάντα διακριτό αλλά σίγουρα ικανό να ανοίξει δρόμους. Ο κόσμος των Χριστουγέννων, μαγικός, νοσταλγικός και αλλότριος, απλώνεται πάνω από τον πραγματικό και τον σκεπάζει σαν το χιόνι.

Τα Χριστούγεννα, το επιθετικό αστικό τοπίο μοιάζει να χάνει τη δύναμη και τη δυναμική του.  Επιστρέφουμε στη φύση, στις εποχές, στον αιώνιο κύκλο της γέννησης και του θανάτου και στον αδιατάρακτο κόσμο. Είναι μια  γιορτή που αφυπνίζει τη συνείδηση και αποκαλύπτει τη φύση αλλά και τις συνέπειες του Κακού, που οι σπόροι του φυτρώνουν όπως και οι σπόροι του Καλού, μέσα στην ίδια την ανθρώπινη ζωή.

Η συμβολική αναγωγή στη μυθολογία της γέννησης και του θανάτου και η ηχώ από τα άσματα των αγγέλων, όπως στην πεζογραφία έτσι και σε αυτήν τη συλλογή, συνοδοιπορούν με τη σκληρή εικόνα ενός κόσμου που δεν μπορεί να χαρεί γιατί οι ενοχές του είναι εξίσου δυσβάστακτες με τις αδυναμίες του. Παρόλα αυτά, το φως των Χριστουγέννων εξακολουθεί να φωτίζει τις σκοτεινές πλευρές της ύπαρξης, τη χαμένη μας παιδικότητα και τις ονειρικές πολιτείες της μνήμης. Κι αν είμαστε τυχεροί μπορεί να μας βοηθήσει να επικοινωνήσουμε με τον μέσα κόσμο μας αλλά και με τους ανθρώπους γύρω μας.

Τη Βαβέλ της πολυπολιτισμικής εποχής μας και την αδυναμία μας να επικοινωνήσουμε αποτυπώνει ο Μάκης Τσίτας στο διήγημά του. Ο ήρωάς του είναι μπερδεμένος και ανίκανος να συντονιστεί με τους γύρω του κι εκείνοι μεταξύ τους, χαμένοι όλοι σε «παράλληλους μονολόγους» όπως θα έλεγε κι ο ποιητής, σ’ ένα γιορτινό τραπέζι που τα έχει όλα: από γαλοπούλα μέχρι σούσι, όπως επιτάσσουν οι παγκοσμιοποιημένοι καιροί μας για τη γιορτή των Χριστουγέννων.

Τα Χριστούγεννα στη θάλασσα πυροδοτούν την έμπνευση σε αρκετούς  συγγραφείς του συλλογικού τόμου. Τον δείκτη συγκίνησης αυξάνει η δραματικότητα της συνθήκης:  είναι οι μέρες που κατά παράδοση όλοι θέλουν να βρίσκονται στα σπίτια τους υπακούοντας στο αίσθημα της καταγωγής, ή πιο σωστά, στην ανάγκη να ανήκουν σε έναν τόπο, που συνήθως είναι τα τοπία της παιδικής τους ηλικίας. Στο διήγημα του Ελπιδοφόρου Ιντζέμπελη ο ήρωας αναμετράται στις γιορτές με την απουσία του πατέρα καπετάνιου. Παιδί και ο πρωταγωνιστής του Στέφανου Μίλεση, που κάθε Χριστούγεννα «ηχεί» στη μνήμη του η «εορταστική κλήση» του πατέρα ναυτικού. Στη Γη του Πυρός θα βρουν τα Χριστούγεννα τον  ναυτικό ήρωα της Ελένης Σαραντίτη με λιγοστά κουράγια και θεριεμένη την ανάγκη του για τους αγαπημένους. Στο διήγημα του Θανάση Σκρουμπέλου, δύο ναυτικοί «συνοδοιπόροι του Καββαδία» ζουν Χριστουγεννιάτικα τη δική τους περιπέτεια σ’ ένα αφιλόξενο λιμάνι προσδοκώντας τη λύτρωση. Ωστόσο, κάποιοι ναυτικοί δεν αντέχουν τη »λαμαρίνα» και λυγίζουν όπως έρχεται να μας θυμίσει στο διήγημά του ο Φίλιππος Φιλίππου: ο ήρωας του θ’ αποχαιρετήσει τη θάλασσα ανήμερα Χριστουγέννων φορώντας το κοστούμι και το καβουράκι του και πετώντας στην «λάντζα της απόδρασης» την κόκκινη βαλίτσα του. Στο βυθό της θάλασσας βρίσκεται και ο Χριστουγεννιάτικος θησαυρός που ανακαλύπτει η Κατερίνα Καριζώνη: δεκάδες έλατα θαμμένα στο κουφάρι ενός ναυαγίου.  

Τρία, τα Χριστουγεννιάτικα έλατα που αφηγούνται την ιστορία τους στο διήγημα του Γιάννη Πανούση, ιστορίες δεμένες με τα μυστικά μιας μεζονέτας, ενός φτωχικού διαμερίσματος κι ενός ανήλιαγου υπόγειου που φιλοξενεί μετανάστες. Όσο για τον πιτσιρικά που πρωταγωνιστεί στο διήγημα του Γιάννη Πατσώνη, δραπετεύει από την πραγματικότητα συντροφιά μ’ ένα ταξιδιάρικο έλατο γιατί όπως λέει: «Όταν φαντάζεσαι τα πράγματα, βλέπεις πιο πολλά»!

Την άρρητη σχέση του ανθρώπου με τη φύση αναδεικνύει η Ευαγγελία Τότσκα. Η νεράιδά της παρατηρεί τους ανθρώπους της κοιλάδας που κατοικεί και νιώθει να ξεθωριάζει μέρα με τη μέρα καθώς η λήθη την κυκλώνει γιατί «όταν οι άλλοι δεν σε βλέπουν σταματάς να υπάρχεις». Κάτω από μια καρυδιά συμβαίνει το Χριστουγεννιάτικο θαύμα στο διήγημα της Δήμητρας Πυργελή. Οι καρδιές των ηρώων της γεννήματα ίσως μιας άλλης εποχής, είναι γεμάτες ευγνωμοσύνη για τη ζωή και τα δώρα της, πολύ μακριά από τη δική μας γκρίνια και μιζέρια.

Σε αρκετές από τις «Χριστουγεννιάτικες ιστορίες» ζωντανεύουν πρόσωπα αναφοράς της παιδικής ηλικίας. Παραμονές Χριστουγέννων, ο  μικρός Πασχάλης του Γιώργου Θεοχάρη γεύεται την τελεσίδικη απουσία των παππούδων του και βρίσκει τον δικό του τρόπο να τους πει τα Κάλαντα. Μια φθαρμένη κούτα με εκθέσεις μαθητών του Δημοτικού Σχολείου Γρανίτσης και θέμα: «Πώς πέρασα τα Χριστούγεννα», πυροδοτεί τις αναμνήσεις του Βασίλη Γκουρογιάννη ενώ η τελευταία Χριστουγεννιάτικη ιστορία του παππού διαστέλλει τον Χρόνο στο διήγημα του Κωνσταντίνου Μπούρα.

Με το «έπαθλο» των εισπράξεών του από τα Κάλαντα – ένα νοικιασμένο ποδήλατο- ευτυχισμένος κόβει βόλτες σε δρόμους με λιγοστά αυτοκίνητα ο ήρωας του Τόλη Νικηφόρου, καλύπτοντας για λίγο τη θλίψη της εγκατάλειψης από τη μητέρα του στα έξι του χρόνια. Ακούσια η απουσία της μητέρας στο διήγημα του Γεράσιμου Δενδρινού: ο ορφανός ήρωάς του- περίπου…αόρατος από την οικογένειά του-περιγράφει τον αρραβώνα του πατέρα του με τη μοδίστρα της γειτονιάς το «Σωτήριον έτος 1968».  Τρυφερά προβάλει η μορφή της μητέρας στο διήγημα του Κώστα Λογαρά: η άνοια έχει κλέψει τις αναμνήσεις της «πριγκηπέσσας» του. Κι αν μοιάζουν με άδεια αγκαλιά τα ανοιχτά χέρια της κούκλας που θα της προσφέρει για Χριστουγεννιάτικο δώρο, ο ίδιος θα φροντίσει να γεμίσει αυτήν την αγκαλιά με τη στοργή και τις φροντίδες του. Μια μητέρα περιμένει τον γιο της σ’ ένα οίκο ευγηρίας στο διήγημα του Άγγελου Χορτιάτη. Ο ήρωας εγκαταλείπει την δερμάτινη πολυθρόνα του πολυτελούς γραφείου του και πατά pause σε προθεσμίες και υποχρεώσεις για να βρεθεί κοντά της την ημέρα των Χριστουγέννων.

Επιστροφή στην οικογενειακή φωλιά και για την ανικανοποίητη μεγαλοδικηγόρο της Πολύνας Μπανά. Με την Πόρσε της θα διανύσει αντίστροφα τη διαδρομή που την έφερε από το οικογενειακό διαμέρισμα στο Παγκράτι στη μεζονέτα των βορείων προαστίων. Η ηρωίδα της Μαρίας Κουγιουμτζή θα περάσουν χρόνια για να συμφιλιωθεί με την αυστηρή και καθόλου τρυφερή γιαγιά της. Στο τέλος θα καταλάβει: «Η γιαγιά μ’ αγαπούσε όπως τα πουλιά. Δεν ήθελε να με κατέχει, με ήθελε ελεύθερη».

Δεν είναι όμως μόνο οι οικογενειακές πληγές που πονούν. Με την απουσία του έρωτα αναμετράται παραμονή Χριστουγέννων ο ήρωας του Κώστα Στοφόρου. Τα «αν» που τον ταλανίζουν συνοδοιπορούν με τις επιστημονικές έρευνες που υποστηρίζουν ότι στη ζωή μας μετανιώνουμε πιο πολύ για όσα δεν τολμήσαμε.  Αντίθετα, ο ήρωας της Λεύκης Σαραντινού τολμά ν’ αφήσει πίσω του το παρελθόν και τις απώλειες που τον τραυμάτισαν και να κάνει μία νέα αρχή, χάρη στο «πνεύμα των Χριστουγέννων» που έχει τη μορφή ενός εξάχρονου αγοριού.

Το «πνεύμα των Χριστουγέννων»  στο διήγημα της Έρης Ρίτσου, κατοικεί στο «Υποδηματοποιείον το Μοντέρνον» και έχει τη μορφή ενός αγαθού – με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου- υποδηματοπώλη.    Η χαρμόσυνη ακινησία και η τελετουργία της γιορτής οξύνει ωστόσο τις ατέλειες και τις αδικίες του κόσμου, που ζει στο πετσί της η ρακοσυλλέκτρια της Μαρίας Σκιαδαρέση. Περνά τα  Χριστούγεννα σε παγκάκι της Τοσίτσα, χωρίς όμως να χάσει την ανθρωπιά της, γιατί πάντα υπάρχουν πιο αδύναμοι που τελικά δεν θα τα καταφέρουν. Αντίθετα τα καταφέρνει η ηρωίδα του Πασχάλη Λαμπαρδή: ανήμερα Χριστουγέννων αναμετράται με τα σκοτάδια της κατάθλιψης και ξαναγεννιέται από τις στάχτες της.  

Μήνυμα ελπίδας και νέας αρχής δίνει και το νεογέννητο κουτάβι της Χρύσας Σπυροπούλου, με φόντο τις χιονισμένες κορυφές του Μπέλες. Να σπάσουμε τα δεσμά που μας κρατούν σε σχέσεις ανάπηρες και ζωές μίζερες μας καλεί ο σκύλος του Σιδέρη Ντιούδη, ο οποίος δραπετεύει ανήμερα Χριστουγέννων από τη φυλακή του, το ισόγειο μιας εξαώροφης πολυκατοικίας στο Παγκράτι.

Από το σκηνικό της Γένεσης, παρούσα και η φάτνη: έχει πολλά πρόσωπα στις «Χριστουγεννιάτικες ιστορίες».  Ένα αρνάκι γεννιέται σε μια αυτοσχέδια φάτνη και γεμίζει ελπίδα και χαρά γιαγιά και εγγονό στο διήγημα του Νίκου Κατσαλίδα.  Μια φωτογραφία και μια ιστορία από τον Δεκέμβρη του ’44 της Λιάνας Σακελλίου, μου έφερε στον νου το ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη «Χριστούγεννα 1948» που έγραψε μέσα στον Εμφύλιο: «τα σπίρτα καμένα / και πέφτει οβίδα στη φάτνη / του μικρού Χριστού».  Αν γεννιόταν ο Χριστός στις μέρες μας ίσως είχε για μάνα μια κατατρεγμένη τσιγγανοπούλα και για φάτνη το καμαράκι του καλοριφέρ υπαινίσσεται στο διήγημά του ο Γιάννης Μπάρτζης.  Την ιστορία της γέννησης αφηγείται και ο Αλέξης Σταμάτης, δίνοντας τον λόγο στον 16χρονο Ιακώβ, γιο του Ιωσήφ του ξυλουργού από τη Γαλιλαία.

Στο πρεσβυτέριο της Σιγκισοάρα στην καρδιά της Τρανσυλβανίας, την πόλη του κόμη Δράκουλα μας ταξιδεύει παραμονή των Χριστουγέννων ο Φίλιππος Δρακονταειδής, για να μιλήσει για τα Θεία και τα ανθρώπινα.

Ταξίδι στον χρόνο κάνει και ο ήρωας του Γιώργου Γκόζη ο οποίος επιστρατεύει έναν άρχοντα από την μεσαιωνική Αραγωνία για να μιλήσει για την αξία της συγχώρεσης. Για το παιδί μέσα μας που μας ξυπνά κάθε Δεκέμβρη από τον λήθαργό του, γράφει ο Βάλτερ Πούχνερ. Κι αν αυτό το παιδί κινδυνεύει να χαθεί, να μη φοβηθούμε να το αναζητήσουμε, ακόμη κι αν χρειαστεί ν’ αντιμετωπίσουμε λύκους που καραδοκούν ή τον μεγάλο σκιέρ τον θάνατο, που καρφώνει στο μπατόν του τις παγωμένες ψυχές.

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading
Advertisement

Προτεινόμενα