Connect with us

Πολιτισμός

«Το θείο τραγί» του Γιάννη Σκαρίμπα από την ομάδα «Γκραν Γκινιόλ» στη «Μικρή Σκηνή» Θεσσαλονίκης

«Το-θείο-τραγί»-του-Γιάννη-Σκαρίμπα-από-την-ομάδα-«Γκραν-Γκινιόλ»-στη-«Μικρή-Σκηνή»-Θεσσαλονίκης

Πρόλογος

«Ξέρετε πώς περπατάνε στη γη; να, πηγαίνουν· τίποτ’ άλλο· πηγαίνουν σε προϋπαντάνε τα όρια σε ακολουθάν πίσω οι δρόμοι -οι πολιτείες- σού τραγουδάνε βαθιά. Έχει ένα χτύπο το χάος· έχει ένα σφυγμό το κενό· και μόνο οι ώρες σωπαίνουν· και μόνο οι καιροί δε μιλούν. Η αιωνιότη σε κοιτάζει και σκέφτεται· τα πλάτη, οι απόστασες, είναι αφιερωμένα στο βάδι σου· αναθυμιάζει μ’ ευλάβεια κατ’ απ’ το βήμα σου η γη. Έτσι πάνε· όλο ίσα και ντρίτα· άκρη-άκρη στις σιδεροτροχιές, στα ποτάμια, άκρη-άκρη στους ωραίος γιαλούς· πάντα δημοσιά κι όλο κάμπο· δεν ανεβοκατεβαίνουν τα βήματα, δεν παν οι στράτες λοξά· για σένα δεξά ή ζερβά να διαβαίνουν τα όρη, να εξελίσσονται οι θάλασσες· η καμπύλη, η ευθεία, αλλά τί καμπύλη; Όση η γη. Και τι ευθεία; Όσο ατέρμονη είναι η πλήξη των όρνιων και το τέρμα των τραίνων που κουβαλάν το χιονιά… κι ο κόσμος αργά· η αιωνιότη πιστώνει».

Γραμμένο το 1931 και δημοσιευμένο στις αρχές του 1933 το “Θείο Τραγί” αποτελεί το σημείο εκκίνησης της νεωτερικής γραφής του Γιάννη Σκαρίμπα, αφού εμπεριέχει, προδρομικά, τα περισσότερα από τα στοιχεία εκείνα που θα εξελιχθούν και θα αποτελέσουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της γραφής του συγγραφέα.

Σήμερα, 91 χρόνια μετά τη γέννησή του, το “Θείο Τραγί” εξακολουθεί να αποτελεί ένα νεωτερικό μυθιστόρημα, λόγω της αφηγηματικής του τεχνικής και της αναρχικής του γραφής, αλλά κυρίως, λόγω του ιδιότυπου πρωταγωνιστή, ο οποίος είναι κατά πολύ συγγενικός με τον τύπο του ήρωα που ξεπήδησε στην Αμερική, τριάντα χρόνια αργότερα, από το κίνημα των Beats.

Υπόθεση

«Κύριος; Ας γελάσω… συνάδελφε! Ας ξαναγελάσω αδερφέ μου και όμοιέ μου, αντίγραφο (που να μη μου βασκαθείς) του εαυτού μου.

Από «Κυρίους» είναι γεμάτη η πλάση, ενώ η παλιανθρωπιά είναι κάτι το πολύ ακριβό! εγώ δεν γνώρισ’ ακόμα μήτ’ έναν που να μολογήσει έστω και εμπιστευτικά πως είναι παλιάνθρωπος ή τουλάιστο να το παραδεχτεί τέτοιο πράμα˙ είναι τόσο ακριβό, τόσο σπάνιο τούτο το είδος που αν πεις σ’ έναν όποιονε πως είσαι παλιάνθρωπος, είναι καλός να ζηλέψει˙ πιο καλά τόχει να σε περνάει για τρελλό πάρεξ να το πιστέψει πως τόχεις. Ενώ για «Κύριος» ποιος θάχε αντίρρηση; Ψέμα πως τον παπά δεν τον κάνουν τα ράσα».

Ο ήρωας που ονομάζεται Γιάννης, συνονόματος του συγγραφέα, επέλεξε συνειδητά τον ρόλο του περιπλανώμενου αλήτη, παρά την παιδεία που φαίνεται ότι διαθέτει.

Μετά από πολλές περιπλανήσεις επιστρέφει στα πάτρια εδάφη, συναντά την αδερφή του και, κατόπιν, μένει για κάμποσο καιρό στο αρχοντικό, όπου ζει ένας παλιός ανεκπλήρωτος έρωτας.

Η διεισδυτική ματιά του αφηγητή Γιάννη εμπλέκεται στην καθημερινότητα, χαρίζοντάς μας στιγμές επίγνωσης του ανθρώπινου γίγνεσθαι. Αποφασίζει να αναχωρήσει αφήνοντας πίσω του μια καινούργια ζωή και βαδίζει προς τον δρόμο της επιθυμίας και της επιλογής του.

Ο συγγραφέας

Ιδιότυπος ποιητής, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας, που χρονικά μόνο τοποθετείται στη γενιά του τριάντα. Ο Γιάννης Σκαρίμπας αποτελεί μια μοναχική περίπτωση στα ελληνικά γράμματα, ένας «διάττων αστέρας», όπως χαρακτηρίστηκε, που αγνοήθηκε για πολλά χρόνια από τη φιλολογική επιστήμη στην χώρα μας (ο Κ. Δημαράς ούτε καν τον αναφέρει στην «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας»).

Υπήρξε ένας από τους εισηγητές του παράδοξου στο χώρο της νεοελληνικής λογοτεχνίας αλλά και του θεάτρου. Πολλοί μάλιστα μελετητές τον θεωρούν ως τον πρώτο έλληνα θεατρικό συγγραφέα του παραλόγου. Η πεζογραφική παραγωγή του χαρακτηρίζεται από την αναγωγή της γλώσσας σε κυρίαρχο στοιχείο της, μέσω της συστηματικής εξάρθρωσής της (τεχνική που παραπέμπει στο σουρεαλισμό) και την τοποθέτηση της πλοκής στο επίπεδο του προσχήματος. Παράλληλα και συμπληρωματικά στην πρωτοποριακή γραφή του κινείται και το ποιητικό του έργο.

Ο Γιάννης Σκαρίμπας γεννήθηκε στο Αίγιο της Αχαΐας (αναφέρεται ως τόπος γέννησής του και η Αγία Ευθυμία Φωκίδας) στις 28 Σεπτεμβρίου 1893.

Τον Ιανουάριο του 1914 στρατεύτηκε και με την είσοδο της Ελλάδας στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, βρέθηκε να πολεμάει στο μακεδονικό μέτωπο, όπου τραυματίστηκε και παρασημοφορήθηκε για τον ηρωϊσμό του. Απολύθηκε προσωρινά, ανακλήθηκε στο στράτευμα και αποστρατεύτηκε οριστικά τον Απρίλιο του 1919.

Την ίδια χρονιά προσλήφθηκε στο τελωνείο της Χαλκίδας, γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και παντρεύτηκε την Ελένη Κεφαλινίτη, με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά.

Μελέτησε νεοελληνική ποίηση και δημοτικό τραγούδι, καθώς επίσης έργα των Έντγκαρ Άλαν Πόε, Κνουτ Χάμσουν, Μιγκέλ ντε Θερβάντες, Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Ερρίκου Ίψεν και Όσκαρ Ουάιλντ, που επηρέασαν το έργο του.

Η πρώτη επίσημη εμφάνισή του στη λογοτεχνία σημειώθηκε το 1929 με τη δημοσίευση του διηγήματός του «Στις πετροκολόνες στο λιμάνι» και τη βράβευσή του στον πανελλήνιο διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού «Ελληνικά Γράμματα», για το έργο του «Καπετάν Σουρμελής ο Στουραΐτης», που έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από την κριτική επιτροπή, την οποία αποτελούσαν ο Κωστής Μπαστιάς, ο Φώτης Κόντογλου, ο Κώστας Καρθαίος και ο Λέων Κουκούλας.

Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου δημοσίευσε άρθρα στην εφημερίδα της Χαλκίδας «Εύριπος» και στράφηκε με ενδιαφέρον προς το ελληνικό θέατρο σκιών. Στρατεύτηκε στο ΕΑΜ και το 1945 κυκλοφόρησε τη βραχύβια εφημερίδα «Λευτεριά».

Η συγγραφική και εκδοτική του δραστηριότητα συνεχίστηκε ως τα τελευταία χρόνια της ζωής του με ποιήματα, μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα, δοκίμια και ιστορικές μελέτες από τις οποίες ξεχωρίζει το τρίτομο «Το ’21 και αλήθεια» (1971-1975). Τιμήθηκε από την Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών (1964) και το Δήμο Χαλκιδέων (1978), καθώς και με το Α Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για την αντιπολεμική νουβέλα «Φυγή προς τα Εμπρός», που εξέδωσε το 1975 και βασίζεται στα βιώματά του από τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο Γιάννης Σκαρίμπας πέθανε στην Χαλκίδα στις 21 Ιανουαρίου 1984 και κηδεύτηκε με δημόσια δαπάνη.

Ο «μπαρμπα-Γιάννης» πολιτογραφήθηκε μέσα μας σαν μια συνείδηση, τόσο εθνική όσο και λαϊκή. Ήταν ένας απέραντος ποταμός σοφίας -λαϊκής σοφίας-, γνώσης, σπουδής, πάθους για τη γυμνή αλήθεια και αγωνιστικότητα. Είτε θυμόσοφος, είτε οργισμένος, είτε είρωνας σαρκαστής ο Γιάννης Σκαρίμπας ήταν η φωνή του καθένα μας.

Ανάγνωση

Πρόκειται για έναν αντιήρωα που γυρνάει από τόπο σε τόπο, αρνείται την κοινωνία και τις συμβατικότητές της, θέλοντας να πείσει τον αναγνώστη για τη γκρίζα ψυχή του. Ο πραγματικός του στόχος,όμως, είναι να διασαλεύσει τις καθιερωμένες αξίες και την κατασκευή τους.

Αυτόκλητος δικαστής και τιμωρός,δολιοφθορέας των κοινωνικών συμβάσεων,περιπλανώμενος τιμητής της αλήθειας, που γυρεύει να λιανίσει την πουλημένη ψυχή όποιου συναντάει στο διάβα του, γίνεται στο περιλάλητο για την γλωσσική του διατύπωση έργο του Σκαρίμπα «Το Θείο Τραγί», ο τρομερός ήρωάς του, ο Γιάννης.

Με τις «παλαβές» πράξεις του (στα μάτια των διαβιούντων εντός των κανόνων) είτε είναι αφεντικά είτε υποτακτικοί ,δε χάνει ευκαιρία να ορμάει με λύσσα πάνω στην τακτοποιημένη- σύμφωνα με την τάξη που ανήκουν – ζωούλα τους και να τους ρημάζει την υπαρκτή ή ψευδεπίγραφη βολή τους.

Ξέρει καλά τα «χούγια» τους, γιατί ήταν ένας από αυτούς και τώρα τα πολεμάει με τον παράδοξο τρόπο του,σίγουρος ότι εκείνος έχει απαλλαγεί από τη μισαλλοδοξία.

Συντρίβει τη ματαιοδοξία την τρυπωμένη στα πλούσια ή στα φτωχικά σπίτια τους, χωρίς διάκριση. Δεν μπαίνει καν στον κόπο να ασχοληθεί με τα βάσανα ή τις χαρές τους,δεν τον αγγίζουν.

Άπλυτος,αγνώριστος,καταπονημένος από το ατελείωτο περπάτημα και τον, όπου γης και πατρίς, βίο του,αλλαγμένος σε εμφάνιση και μυαλά, ξεμυτίζει από το προσωπικό του κενό ανακατεύοντας τους πάντες, χωρίς να γίνεται αντιληπτός. Έχει διαλέξει να είναι ο, σύμφωνα με τα δικά τους και κάποτε και δικά του μέτρα και σταθμά,τελευταίος των τελευταίων και κάτι ακόμα:διασκεδάζει τσιγκλώντας συνεχώς την υποκρισία τους με το να είναι ο γραφικός τρελός,ο τιποτένιος,αυτός που οι κάθε τάξης και σειράς γνωστικοί τον αποφεύγουν ή τον φοβούνται.

Δεν έχει σ’ αυτόν πέραση η όποια ηθική και καλοσύνη. Ό,τι γι΄ αυτούς είναι καλό κι ενάρετο και κάποτε ήταν και για εκείνον, τώρα έχει αποκαλυφθεί ότι δεν ισχύει.

Η παράσταση

Η ομάδα «Γκραν Γκινιόλ» στήνει μια παράσταση – σπουδή στο έργο του Γιάννη Σκαρίμπα. Στο ιδιαίτερο, αντισυμβατικό και παράλογο ύφος της γραφής του, στο «α- λα – Σκαρίμπα» κατά τον Φώτη Κόντογλου ύφος που σφράγισε τα ελληνικά γράμματα και αποτέλεσε υλικό για διαλέξεις, συζητήσεις, αντεγκλήσεις, διαλόγους, διασκευές και παρουσιάσεις σε εκδηλώσεις Τέχνης και Λόγου, η ομάδα περιπλανιέται, απλώνει, συμμαζεύει και τέρπει θεατές και μέλη της.

Ο Χρήστος Παπαδημητρίου μελέτησε σε βάθος το έργο, μπόλιασε στην αφήγηση τις αγάπες του συγγραφέα, όπως θέατρο Σκιών, θέατρο Παραλόγου, ζωντανές ζωγραφιές και μας δίνει εικόνες ομιλούσες, δράση και αντίδραση από έναν αντιήρωα «Γιάννη», κωμικό και δραματικό συνάμα. Στον παλμό του σύγχρονου θεάτρου, εξαλείφοντας τις αποστάσεις ανάμεσα στο παλιό και το νέο, δημιουργεί μια έξυπνη και πολύ ενδιαφέρουσα παράσταση, έμπλεη ευρημάτων.

Ο «μπαρμπα- Γιάννης» «φωνάζει» στο έργο του ότι το παράλογο δεν είναι το «παρά λόγον», δεν αρνείται τη ζωή, μα την επιφάνειά της, το ακίνητο, το στάσιμο. Ο Χρήστος Παπαδημητρίου, με τη σειρά του, μας δείχνει ότι το παράλογο έχει σχέση με την ουσία, τον πλούτο της ζωής, που είναι η κίνηση και το συνεχώς μετακινούμενο βάθος. Άλλωστε ο βίος δίχως το παράδοξο, θα ήταν κάτι εύκολα και βαρετά κατανοητό και δε θα είχε την έλξη του αγνώστου, επειδή ο νόμος της επιβίωσης είναι η ανατροπή του παλαιού από το νέο, το επαναστατικό, αυτό που φέρνει ρήγματα στην καθεστηκυία τάξη πραγμάτων.

Ο «αλητεύων Γιάννης» του Σκαρίμπα στο έργο αισθάνεται αρχικά κυρίαρχος, ποδηγέτης, ύστερα αδικημένος, ευερέθιστος, μα και ευτυχής ,δικαιωμένος, ελεύθερος, επειδή μια δειλή στον έρωτα και στην αγάπη γυναίκα(ανθρωπάκι κι αυτή του συρμού,όπως δεκάδεςάλλες),τον παράτησε για τα πλούτη. Αυτός ήταν κι ο περιβόητος ομφάλιος λώρος που κόπηκε μαχαίρι.

Αν δεν ήταν η ερωτική προδοσία της λιγωμένης για λεφτά γυναίκας στη μέση -και αυτό πάλι εκείνος το αφηγείται- μήπως δε θα γίνονταν οι δυο μαζί ό,τι αυτός μίσησε κι άρχισε να το κοροϊδεύει; Ένα κοινό, κοινότατο ζευγάρι ανθρωπάριων, σαν τα πολλά που είναι ο κόσμος γεμάτος, και που, αν δεν μεσολαβούσε η προσωπική του απώλεια, ποτέ δε θα τα έπαιρνε εμπαικτικά και ανελέητα στο κυνήγι;

Στη «Μικρή Σκηνή» η παράσταση κυλάει με καταιγιστικούς ρυθμούς, σ’ ένα αναδομούμενο διαρκώς σκηνικό, που υπογράφει η Μαρία Καβαλιώτη. Κύβοι και φωτόβεργες μετακινούνται, δομούν τόπους, χώρους, αποδομούνται για να σχηματίσουν στη συνέχεια δρόμους, κρεβάτι, βωμό, όπου λικνίζεται η Ιωάννα Λαμνή, σαν ένα υπέροχο ζωντανό άγαλμα, σαν μια αρχετυπική Μινωική φιγούρα, σαν μια θεά Αφροδίτη που σαγηνεύει τον ήρωα.

Ο Στάθης Μαυρόπουλος αφηγείται την ιστορία και ερμηνεύει τον κεντρικό ήρωα , όταν η αφήγηση δραματοποιείται, συμπράττοντας επί σκηνής με τα μέλη ενός Χορού αρχετυπικού, που ταυτόχρονα είναι αφηγητές, χαρακτήρες, ιντερμέδια, τρεις σημαντικές συνιστώσες δρώντες στο παρόν. Ο Διονύση Καραθανάσης, η Ιωάννα Λαμνή και η Ιωάννα Σιδηροπούλου, εξαιρετικοί σε ένα πρωτότυπο θεατρικό γεγονός που πλαισιώνεται από φωτισμούς και ηχητικά τοπία, τα οποία ζωντανεύουν μπροστά στο κοινό, ενώ για τη δημιουργία τους είναι υπεύθυνος ο Σάββας Τραπεζάνογλου.

Ο Στάθης Μαυρόπουλος, με κοστούμι που παραπέμπει ευθέως σε τραγί, λασπωμένος από κορυφής έως ονύχων, ως περιοδεύων αλήτης στον χρόνο και στη βρωμιά, είναι ο τολμηρός «Γιάννης», άλλοτε είρων, προσβλητικός, άλλοτε λαίμαργος, έμφορτος γενετήσιων ορμών, λειτουργεί ερεθιστικά για το κοινό που προσηλωμένα τον συνοδεύει στο περίεργο ταξίδι του. Κερδίζει για μια ακόμη φορά τις εντυπώσεις.

Στο σύνολό της η παράσταση είναι μια ευφυής μεταφορά στο σανίδι του γραφικού τρελού ήρωα του Γιάννη Σκαρίμπα.

Επίλογος

Πέρα,όμως, από την σαφή και αδιαπραγμάτευτη διάκριση της πολυεπίπεδης ιδιαιτερότητας του κειμένου φιλολογικώς, το «Θείο Τραγί» απογοητεύει, ίσως, μερίδα κοινού, επειδή προτάσσει επίμονα το ατομικό και μόνον αυτό,το επαινεί σαν φιλοσοφία,το εκθειάζει ως φυγή.

Ο (αντι)ήρωας του Σκαρίμπα δείχνει δειλός και θλιβερός ατομιστής, ένα ύπουλο αρσενικό, που δεν ασπάζονται όλοι τις τελικές θριαμβικές πράξεις του, πιθανώς να τον κρίνουν αυστηρά. Ούτε αυθεντικό, ούτε ωραίο και μεγαλόψυχο λούμπεν,ούτε ασυμβίβαστο, ούτε γενναίο,ούτε ανατρεπτικό.

Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία αντίρρηση ότι αυτό το «Θείο Τραγί» είναι μια ιδιαίτερη παράσταση φτιαγμένη να «περπατά» αλήτικα, όπως ο ήρωάς της, που «μετατοπεί» τα πράγματα προς μια αναρχική ανάγνωση-θέαση του κόσμου.

«Να γεννιέται – μούλος – ο χρόνος… να δημιουργούνται οι ορίζοντες…».

 Συντελεστές:

Κείμενο: Γιάννης Σκαρίμπας

Δραματουργική επεξεργασία – Σκηνοθεσία: Χρήστος Παπαδημητρίου

Σκηνικά – Κοστούμια: Μαρία Καβαλιώτη

Φωτισμοί: Διονύσης Καραθανάσης

Ηχοπεριβάλλοντα: Σάββας Τραπεζάνογλου

Κατασκευές: Γιώργος Μαυρόπουλος

Teaser: Πάνος Βλασσάς

Αφίσα: Βίκτωρ Γκουντάρας – StudioHervik

Επικοινωνία: Λία Κεσοπούλου

Παραγωγή: Γκραν Γκινιόλ

Επί σκηνής: Διονύσης Καραθανάσης, Ιωάννα Λαμνή, Στάθης Μαυρόπουλος, Ιωάννα Σιδηροπούλου, Σάββας Τραπεζάνογλου.

ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading
Advertisement
Click to comment

You must be logged in to post a comment Login

Leave a Reply

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Πολιτισμός

«Σκηνές από έναν γάμο» του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν στο «ΑΥΛΑΙΑ» Θεσσαλονίκης

«Σκηνές-από-έναν-γάμο»-του-Ίνγκμαρ-Μπέργκμαν-στο-«ΑΥΛΑΙΑ»-Θεσσαλονίκης

Κριτική από τον Παύλο Λεμοντζή«O Αύγουστος Στρίντμπεργκ είπε κάποτε: “Υπάρχει κάτι πιο τρομακτικό από έναν σύγυζο και μια σύζυγο που μισούν ο ένας τον άλλον;” Τι να πεις; Η σεξουαλική κακοποίηση ενός παιδιού είναι πιθανόν χειρότερη. Αλλά πάλι, εγώ και η Καταρίνα είμαστε παιδιά. Στο βάθος, η Καταρίνα είναι ένα μικρό κορίτσι που κλαίει γιατί δεν υπάρχει κανείς να την παρηγορήσει όταν πέφτει. Και στην άλλη γωνία, εγώ είμαι ένα μικρό αγόρι που κλαίει γιατί η Καταρίνα δεν μπορεί να με αγαπήσει. Παρά το γεγονός ότι είμαι κακός και απαίσιος απέναντι της.»

Όσα λέγονται στις «Σκηνές Από Έναν Γάμο» είναι όλα αλήθειες. Αλήθειες σκληρές, που ίσως εκστομίζονται μόνο όταν έχεις πιει πολύ και γενικά δεν έχεις πολλά να χάσεις. Αλήθειες που αναγνωρίζεις, ως τέτοιες, μόνο όταν γίνεις πρωταγωνιστής στο δικό σου δράμα χωρισμού, λες και κανένας άνθρωπος δεν έμαθε (και δεν θα μάθει) ποτέ τίποτα από αιώνες χωρισμών, στη ζωή και τη λογοτεχνία, στο σινεμά και στο θέατρο, στη διπλανή του πόρτα. Αλήθειες που, τη στιγμή που νιώθεις ένα κομμάτι από τα δύο ενός ζευγαριού, είναι αδύνατον να σε αγγίξουν, να σε συγκινήσουν, να σε τραντάξουν. Πιστεύεις κι εσύ, όπως όλοι, ότι δεν θα φτάσεις ποτέ σ’ αυτό το σημείο, πως είσαι άτρωτος και αιώνια προστατευμένος, κύριος των αποφάσεων, των πράξεων, των λαθών σου.

Το «Σκηνές Από Έναν Γάμο» είναι μια κομβική στιγμή στη διαδρομή του σπουδαίου Σουηδού Ινγκμαρ Μπέργκμαν, το σπάνιο αυτό σημείο όπου η τέχνη, η ζωή, ο ιδιωτικός και δημόσιος βίος, η καλλιτεχνική φιλοδοξία και το δημιουργικό αποτέλεσμα χάνουν τις διαχωριστικές τους γραμμές και γίνονται ένα σύνολο που διαχέεται μέσα στα χρόνια, τις δεκαετίες, προς πάσα χρήση, συμμόρφωση και αναθεώρηση των πάντων.

Η ιστορία είναι πιο απλή και από την περιγραφή της: ένα ζευγάρι οδεύει προς το τέλος του γάμου του. Όσο πιο κοντά φτάνει στην τελική αυλαία ανακαλύπτει πως για χρόνια υπήρξε εγκλωβισμένο σε μια σύμβαση, πνίγοντας την αγάπη, το πιο σπουδαίο συστατικό της ένωσής τους. Πριν φτάσουν εκεί, και μέσα σε ένα διάστημα είκοσι χρόνων, θα ζήσουν «σκηνές» από ένα γάμο, «σκηνές» από τη διάβρωση μιας συνθήκης αρχικά «ιερή», άρα, προδιαγεγραμμένα έτοιμη να βεβηλωθεί από την ρουτίνα της καθημερινότητας, από το πέρασμα του χρόνου, την ανία, τη συνήθεια, το πεπερασμένο της αγάπης.

Το ιδανικό ζευγάρι των Γιόχαν και Μαριάννε, γονείς δύο μικρών κοριτσιών και σεβαστοί επαγγελματίες, θα έρθει αντιμέτωπο με το τέλος της σχέσης, όταν «οι μικρές εκρήξεις ειλικρίνειας μεταξύ τους» θα αποκαλύψουν πως ότι νόμιζαν για άτρωτο, βρίσκεται στη δική του τροχιά προς το φινάλε. Ο Γιόχαν θα παραδεχτεί ότι διατηρεί μια εξωσυζυγική σχέση και η Μαριάννε, πεπεισμένη για χρόνια πως (ακόμη κι όταν δεν ήταν) όλα είναι καλά, θα πρέπει για πρώτη φορά να απευθύνει στον εαυτό της τις ερωτήσεις που κάνει στις πελάτισσές της, ως δικηγόρος ειδικευμένη στα διαζύγια.

Τι είναι αυτό που κάνει ένα ζευγάρι να νιώθει ξένο μετά από 20 χρόνια κοινής ζωής; Η αγάπη ανάμεσα στους δύο δεν υπήρξε ποτέ; Πώς μπορεί κάποιος που αγάπησες κάποτε τόσο πολύ να μοιάζει σήμερα με τον χειρότερο εχθρό σου; Οι απαντήσεις θα έρθουν σταδιακά από τις βινιέτες, μέσα στις οποίες ο Μπέργκμαν θα κλείσει την καθημερινότητα αυτής της ελεύθερης πτώσης. Και θα είναι σκληρές όσο χρειάζεται για να οδηγήσουν στη συνειδητοποίηση των προτεραιοτήτων που τελικά ορίζουν τη συμβίωση.

Σκληρές και όμως καθημερινές, ρεαλιστικές κι όμως «θεατρικές», γυμνές από φτιασίδια – φωτογραφημένες με την διαύγεια της καθημερινότητας από την Έλενα Καρακούλη – κι όμως απόλυτα «σκηνοθετημένες», επειδή η σκηνοθέτις κολύμπησε βαθιά στις γραμμές του έργου, κάνοντας και τη μετάφραση και τη δραματουργική επεξεργασία.

Το γνωρίζουμε ότι κάθε σχέση, από την πιο μικρή, σύντομη κι επιπόλαια, μέχρι αυτή που ορίζει ολόκληρες ζωές και στιγματίζει το πριν και το μετά της ύπαρξης σου, είναι ένα σκηνοθετημένο θέατρο, που ακολουθεί τους κανόνες μιας δραματουργίας που παίζει με τον ρεαλισμό, ώσπου να δει τα όρια της αντοχής του να σπάνε μπροστά στην ψευδαίσθηση του «παραμυθιού».

«Χρειάστηκαν δυόμισι μήνες για να γράψω αυτές τις σκηνές. Μου πήρε μια ολόκληρη ενήλικη ζωή για να τις ζήσω», έλεγε ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν που εδώ, περισσότερο και από τις πιο υβριδικές του στιγμές, πειραματίζεται με τον νατουραλισμό, την βιωματική καταγραφή (η πολύκροτη σχέση του με την Λιβ Ούλμαν είχε μόλις τελειώσει, επίλογος σε μια ζωή συζυγικών σχέσεων που έμοιαζαν με μικρότερες ή μεγαλύτερες «καταστροφές», ενώ είχε ήδη ξαναπαντρευτεί για πέμπτη και τελευταία φορά) και, κυρίως, δοκιμάζει και δοκιμάζεται πάνω σε κάτι μεγαλύτερο κι από την ίδια την γνωστή σε όλους έννοια της συνύπαρξης, αναζητώντας πρωτίστως την ουσία του δεσμού που κρατάει δύο ανθρώπους ενωμένους, ακόμη και όσα όλα νόμιζαν ότι ήταν η κοινή ζωή τους, δεν ήταν παρά «σκηνές από ένα γάμο».

«Οι δικές μας Σκηνές, λέει η σκηνοθέτις, ξεκινούν από μια γιορτή, μια δημόσια εξομολόγηση αγάπης. Ο Γιόχαν και η Μαριάννε γιορτάζουν τη δέκατη επέτειο του γάμου τους. Διαθέτουν ειλικρίνεια, φαντασία, χιούμορ. Απολαμβάνουν την ασφάλεια της οικογενειακής ζωής και μια καλή επαγγελματική σταδιοδρομία». 

Η παράσταση εστιάζει στους δύο συζύγους, παραλείποντας τους υπόλοιπους χαρακτήρες με εξαίρεση την κα Ζακόμπι, την οποία παρουσιάζει σε video wall με την υπέροχη ερμηνεία της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη, σε μία εμφάνιση που λειτουργεί προφητικά για όσα θα επακολουθήσουν.

Απόλυτη η χημεία μεταξύ των δυο ηθοποιών Μαρίνας Ασλάνογλου και Νίκου Ψαρρά. Εξαιρετικοί και οι δυο, αληθινοί, συναρπαστικοί και τόσο πολύ μέσα στους ρόλους, ώστε ο θεατής νιώθει πως είναι ωτακουστής κι αυτόπτης μάρτυρας σκηνών από έναν αληθινό γάμο.

Πράγματι, η σκηνοθέτις Έλενα Καρακούλη δημιουργεί μια παράσταση με έξοχες εναλλαγές στον ρυθμό, ώστε το κοινό κοινωνεί το δράμα και αγωνιά για την τύχη του ζεύγους. Εύρημα η αλλαγή κοστουμιών ζωντανά επί σκηνής. Δύο κρεμάστρες στις δύο πλευρές της σκηνής φιλοξενούν τα ρούχα τους, τα οποία χρησιμοποιούν οι ηθοποιοί και στο τέλος μένουν κενά, όπως κενή μένει και η ίδια τους η ζωή, όπως αδειάζουν σιγά- σιγά συναισθηματικά, μέχρι να μηδενίσουν και να ξεκινήσουν από την αρχή. 

 Τα σκηνικά, ένα ζεστό σπίτι που δίνει την αίσθηση στο κοινό ότι είναι μέρος της καθημερινότητας των ηρώων, υπογράφει η Αλέγια Παπαγεωργίου και τα σύγχρονα κοστούμια η Βασιλική Σύρμα. Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου δίνουν τη ρεαλιστική ατμόσφαιρα μιας καλοφτιαγμένης οικογενειακής εστίας.

Συντελεστές

Μετάφραση – Δραματουργική επεξεργασία – Σκηνοθεσία: Έλενα Καρακούλη

Σκηνικά: Αλέγια Παπαγεωργίου Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα

Επιμέλεια Κίνησης: Φαίδρα Σούτου

Μουσική σύνθεση-Video:Violet Louise

 Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος

 Βοηθός σκηνοθέτη: Ανθή Φουντά Βοηθός σκηνογράφου: Κωνσταντίνα Παπαθανασίου Φωτογραφίες promo: Σπύρος Περδίου Φωτογραφίες παράστασης: Γιώργος Χατζηνικολάου Τρέιλερ παράστασης: Στέφανος Κοσμίδης

Social Media: Δανάη Γκουτκίδου

Διεύθυνση Παραγωγής: Μαρία Αναματερού

 Οργάνωση παραγωγής: Σελίνα Μάνου Παραγωγή: Ομάδα Νάμα & THEATER ART COMPANY EE-Μανάφης Σάκης.

ΠΑΙΖΟΥΝ: Μαρίνα Ασλάνογλου και Νίκος Ψαρράς.

ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading

Πολιτισμός

Τζεφ Μπάρον: “Κάθε Πέμπτη κύριε Γκρην” σε σκηνοθεσία Κώστα Γάκη στο Ράδιο Σίτυ

Τζεφ-Μπάρον:-“Κάθε-Πέμπτη-κύριε-Γκρην”-σε-σκηνοθεσία-Κώστα-Γάκη-στο-Ράδιο-Σίτυ

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ 

Το πρώτο θεατρικό έργο που έγραψε ο Τζέφ Μπάρον είναι το «Κάθε Πέμπτη κύριε Γκρην»,

το οποίο έχει κάνει τον γύρο του κόσμου, καθώς έχει παιχτεί σε 60 περίπου χώρες αποσπώντας βραβεία και ενθουσιώδεις κριτικές. Πρόκειται για την ιστορία του απομονωμένου και μονήρους ηλικιωμένου κ. Γκρην που ζει στο Μανχάταν και αναγκάζεται κάθε Πέμπτη να δέχεται την επίσκεψη ενός νεαρού άντρα, τον οποίο είχε τραυματίσει ελαφρά σε ένα τροχαίο.

 Ανάμεσα από τις διαφωνίες τους παρακολουθούμε τη σταδιακή οικοδόμηση μιας δύσκολης σχέσης, όπου η διαφορετικότητα – και όχι μόνο – σε ό,τι αφορά τη γενιά αλλά και τη μοναξιά, δίνουν τη θέση τους στην τρυφερότητα που έρχεται να γεφυρώσει τις αποστάσεις, τις θηριωδίες του παρελθόντος και τις αγκυλώσεις του παρόντος.

 Το έργο, απλό στη δομή του, μ’ ένα θέμα που, θαρρείς, το σκέφτηκε πολύ εύκολα ο συγγραφέας, εφόσον συναντάμε συχνά στο θέατρο βασικές θεμελιώδεις συγκρούσεις στο πεδίο των αξιών, τέτοιες, που βασανίζουν ανθρώπινες ψυχές, τις κάνουν θύτες ή θύματα, έρμαια μιας αδυσώπητης μοίρας. 

Η Αντιγόνη συγκρούεται με τον νόμο του Κρέοντα, ο Άμλετ κατατρύχεται από τη σαπίλα του βασιλείου της Δανίας. Όταν υπάρχουν αυτές οι αναφλέξεις, οι χαρακτήρες εμπλουτίζουν ένα θεατρικό κείμενο, αυτονομούνται κι αποκτούν τη δική τους υπόσταση.

Το συγκεκριμένο έργο έχει αυτά τα απλά και ιδιοφυή στοιχεία, που το κάνουν σπουδαίο. Επιπλέον, είναι σύγχρονο. Ο ηλικιωμένος κύριος Γκρην ζει απομονωμένος σ’ ένα παλαιό κτίριο της μητρόπολης, είναι γέρο- παράξενος, διατυμπανίζει πως δεν έχει κανέναν συγγενή και καμία ανάγκη. Ένας ερημίτης που πέφτει κάποια στιγμή σ’ ένα αυτοκίνητο, καθώς επιχειρεί να περάσει απέναντι με κόκκινο το φανάρι.

Ο νεαρός οδηγός Ρος Γκάρντινερ εντέλλεται από δικαστή, που διαπιστώνει υπερβολική ταχύτητα, να παρέχει στον γηραιό κύριο κοινωνική υπηρεσία κάθε Πέμπτη. Να του ψωνίζει υλικά αγαθά, να του κάνει διάφορες εξυπηρετήσεις.

Παρά την πείσμονα αρχική αντίδραση του κυρίου Γκρην, ο πάγος λιώνει σταδιακά, βοηθούσης της κοινής καταγωγής: και οι δυο είναι Αμερικανοεβραίοι.

 Θα έλεγε κανείς ότι όλα θα κυλήσουν ομαλά από εδώ και στο εξής, όμως τώρα ξεκινούν τα ενδιαφέροντα. Ο Ρος είναι ομοφυλόφιλος και Εβραίος, αλλά ο κ. Γκρην είναι τόσο Εβραίος και τόσο δεμένος με τις παραδόσεις της φυλής του, ώστε δε θέλει να ακούσει περί ομοφυλοφιλίας. Άλλωστε, έτσι ακριβώς είναι και οι γονείς του Ρος, στους οποίους εκείνος υποκρίνεται τον ανανήψαντα. Στη συνέχεια ο Ρος ανακαλύπτει ότι ο κ. Γκρην έχει αποπέμψει από την οικογενειακή εστία την κόρη του Ραχήλ, επειδή παρέβη τις παραδόσεις και παντρεύτηκε Αμερικανό, μη Εβραίο, και δημιούργησε οικογένεια.

 Προσηλωμένοι στη σκηνή οι θεατές παρακολουθούμε, με ασίγαστο ενδιαφέρον, στη σφιχτή παράσταση που έστησε με ευαισθησία, σεβασμό στο κείμενο και σημασία στη λεπτομέρεια ο Κώστας Γάκης, δύο παράλληλα δράματα, δυο άνδρες να βάλλονται από στοιχεία, που κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να ελέγξει και να ορίσει: την καταγωγή και το φύλο. 

Ο νεαρός Ρος προσφέρει την υιική του στοργή στον κ. Γκρην και καταφέρνει να του ξεριζώσει τον ρατσιστικό συντηρητισμό του, να του αφυπνίσει την πατρική αγάπη και την επιθυμία να σμίξει με την κόρη του, αλλά και να κατανοήσει και τη δική του σεξουαλική ιδιαιτερότητα. Ο αλληλοσεβασμός, η κατανόηση της διαφορετικότητας, η αγάπη, είναι η ασφαλής οδός για τη συνύπαρξη των ανθρώπων και την «έξοδό» τους από τη μοναξιά. 

 Η δεύτερη πράξη ωθεί το έργο σε δραματικό έδαφος που θυμίζει τον Βασιλιά Ληρ. Ίσως ένας συναισθηματικός Βασιλιάς Ληρ, αλλά η στόχευση του σκηνοθέτη, για τη δύναμη και τη φαινομενική σκληρότητα της αφοσιωμένης πίστης, αποκαλύπτει ότι ο Τζεφ Μπάρον είναι ένας δραματουργός ικανός για τεχνητή σκληρότητα και αυστηρότητα, χωρίς να γίνεται ενοχλητική για το κοινό.

Ο διάλογος μεταξύ των δυο ηρώων ισορροπεί αριστοτεχνικά την κωμωδία με το δράμα και τα συναισθήματα εναλλάσσονται στον εσωτερικό κόσμο του θεατή, σαν αέρας, σαν θάλασσα, σαν νηνεμία και σαν αντάρα. Η σκηνή, όπου αυτοί οι δύο τόσο διαφορετικοί, αλλά και τόσο ίδιοι άντρες, ξαφνικά αναγνωρίζουν τον εαυτό τους ο ένας στον άλλο κι αγκαλιάζονται, είναι από τις καλύτερες στιγμές, τις πιο συγκινητικές. 

 Η παράσταση κινείται σε ρυθμούς κοντσέρτου, μέσα σ’ ένα ατμοσφαιρικό vintage σκηνικό του Αντώνη Χαλκιά, το οποίο φωτίζει ο Λευτέρης Παυλόπουλος μεγεθύνοντας την ατμόσφαιρα θεάτρου δωματίου, ενώ η μουσική του πολυπράγμονα καλλιτέχνη Κώστα Γάκη, που συνυπογράφει με τον συγγραφέα και τη μετάφραση, μας χαρίζει εικόνες τρυφερότητας, ανθρωπιάς, αλλά και αποτυπώνει ευθύβολα το βάρος της μοναξιάς, ενώ στρώνει χαλί για εξαιρετικές ερμηνείες από τους δυο ηθοποιούς. Το πέρασμα του χρόνου στιγματίζουν τα κοστούμια του Μάριου Ράμμου.

Ο σπουδαίος, αειθαλής Γιώργος Κωνσταντίνου, ερμηνεύει καίρια τον κύριο Γκρην που η μοναξιά τού προσδίδει ιδιαιτερότητες παραξενιάς.Ο παλαίμαχος ηθοποιός έχει εξαιρετικές δραματικές στιγμές, χρωματισμένες με πικρό χιούμορ, αυτό που υπαινίσσεται το γεροντικό πείσμα, την αφέλεια, τις σκουριασμένες αντιλήψεις. Πλάθει με συγκινητική αλήθεια έναν αξιοπρεπή πατέρα, παρόλη την ερημιά του, διψασμένου, ωστόσο, για την αγάπη του παιδιού του. Ερμηνεία μεστή, αυθεντική, ανεπιτήδευτη, πηγαία, φυσική, με την ωριμότητα και πληρότητα που μόνο ο χρόνος ξέρει να φέρνει.

Δίπλα του ο εξαιρετικός Αποστόλης Τότσικας, αποδεικνύει πόσο καλός ηθοποιός είναι, καθώς ερμηνεύει έξοχα έναν χαρακτήρα με βάθος και δύναμη, χωρίς ίχνος εξεζητημένης συμπεριφοράς για δεκανίκι. Οργώνει τον ιδιωτικό χώρο του κυρίου Γκρην, με την ενέργεια ενός ανθρώπου που η απόρριψη τον οδηγεί σε εκρήξεις αγανάκτησης, θρυμματίζει την κρυσταλλωμένη ψυχική πληγή του γέροντα, τη θωπεύει με τα λόγια του και τις πράξεις του και τη δένει αποτελεσματικά, ώστε παύει η αιμορραγία της, επειδή ο νεαρός Ρος απλώνει την ελπίδα πάνω της, σαν θαυματουργό γιατρικό.

 Είναι καθηλωτικός, είναι συγκινητικά αληθινός, είναι βαθιά ανθρώπινος και είναι gay και Εβραίος. Η αίθουσα τον ανταμείβει γι’ αυτήν την ερμηνεία με χειροκροτήματα ανάμεσα στις σκηνές και στο φινάλε. 

Πρόκειται για μια τρυφερή, συγκινητική ιστορία που συνδυάζει το χιούμορ και την ευαισθησία. Μιλάει για την ανθρώπινη μοναξιά, τον ρατσισμό σε κάθε του έκφανση, το μεγαλείο της συγχώρεσης, της ενσυναίσθησης, μιλάει και δείχνει τη λυτρωτική φιλία. Άλλωστε, η συγχώρεση μπορεί να φέρει ηρεμία και γαλήνη στις ψυχές των ανθρώπων και να επουλώσει τραύματα του παρελθόντος. Η αγάπη δε, στέφεται «νικητής» στο τέλος.

Συντελεστές:

Κείμενο: Τζεφ Μπάρον

Μετάφραση: Τζεφ Μπάρον &Κώστας Γάκης 

Σκηνοθεσία – Μουσική σύνθεση: Κώστας Γάκης

Σκηνογραφία: Αντώνη Χαλκιάς

Ενδυματολογία: Μάριος Ράμμος 

Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος 

Βοηθός σκηνοθέτη: Νατάσα-Φαίη Κοσμίδου 

Γραφιστική Επιμέλεια: Truly.gr

Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφιδάς 

Μάρκετινγκ και Διαφήμιση: Γιάννης Βαλτινός

Ερμηνεύουν: Γιώργος Κωνσταντίνου, Αποστόλης Τότσικας 

ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading

Πολιτισμός

«1984» του George Orwell από την ομάδα «Ars Moriendi» στο θέατρο «ΑΝΕΤΟΝ»

«1984»-του george orwell-από-την-ομάδα-«ars-moriendi»-στο-θέατρο-«ΑΝΕΤΟΝ»

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ

Μετά από το HUM@NITARIUM και τη διερεύνηση των εννοιών της ηθικής και της τιμωρίας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η ομάδα θεάτρου «Ars Moriendi» καταπιάνεται με ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά έργα του εικοστού αιώνα, το προφητικό «1984» του George Orwell.

Το έργο του Orwell, σε διασκευή και σκηνοθεσία Θάνου Νίκα, ανεβαίνει στο Δημοτικό Θέατρο «Άνετον» στο πλαίσιο της «Ανοιχτής Θεατρικής Σκηνής της Πόλης», που διοργανώνει η Διεύθυνση Πολιτισμού και Τουρισμού του Δήμου Θεσσαλονίκης.

«Αν θέλεις μια εικόνα του μέλλοντος, φαντάσου μια μπότα να πατάει το πρόσωπο ενός ανθρώπου, για πάντα.»

Στον θαυμαστό 21ο αιώνα, με ολοένα και περισσότερες κυβερνήσεις και εταιρείες τεχνολογίας να αποκτούν ανεξέλεγκτη δύναμη, η «μπότα» παίρνει ψηφιακή μορφή και ο «Μεγάλος Αδελφός» δεν είναι άλλος από τον υπερτροφικό αλγόριθμο που δημιουργήσαμε: ένα πολύπλοκο σύστημα που παρακολουθεί τις προτιμήσεις μας, προβλέπει τις συμπεριφορές μας, διαμορφώνει το περιεχόμενο που ακόρεστα καταναλώνουμε, διαγράφει αναρτήσεις μας που «ενοχλούν» και μας επιβάλλει ποινές, κατασκευάζοντας μια εικονική πραγματικότητα που καθορίζει τις αντιλήψεις μας∙ μια πραγματικότητα από την οποία είμαστε τόσο εξαρτημένοι που παθαίνουμε κρίση πανικού αν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης «πέσουν» για λίγη ώρα, όπως έγινε πρόσφατα.

«Η πραγματικότητα υπάρχει μόνο στο μυαλό και πουθενά αλλού.»

Ο Θάνος Νίκας μελέτησε το εμβληματικό έργο, το μετέφρασε στη γλώσσα μας, το διασκεύασε για τη σκηνή και το σκηνοθέτησε στην παραστατικότητά του. Οι θεατές, πέρα από το ενημερωτικό σκηνοθετικό σημείωμα, αντιλαμβανόμαστε ως δέκτες, καθόλου παθητικοί, ότι το 1984 δεν είναι μία νουβέλα ή ένα απλό μυθιστόρημα. Είναι μία ανατριχιαστικά ακριβής προφητεία για το μέλλον του κόσμου, ένα μανιφέστο, είναι η εξιστόρηση της μοναχικής και διαχρονικής μάχης του ατόμου με το σύστημα, έναν μηχανισμό δομημένο μεθοδικά, σχεδόν άφθαρτου, που αποσκοπεί στον απόλυτο έλεγχο και την κατάργηση κάθε ελευθερίας – κάθε πραγματικής ελευθερίας , αυτής που πηγάζει από την αντικειμενική ματιά και την προσωπική σκέψη.

Ισορροπώντας ανάμεσα στον ωμό και τον φανταστικό ρεαλισμό, η παράσταση – περφόρμανς δημιουργεί έναν κόσμο φτιαγμένο από τις υποκειμενικές και θραυσματικές αναμνήσεις του κεντρικού ήρωα, Winston Smith, προκαλώντας παράλληλα το κοινό να αποφασίσει αν τα γεγονότα που απεικονίζονται στη σκηνή είναι αυθεντικά, να διακρίνει την αλήθεια από το ψέμα. Αρωγοί του τα «2 λεπτά μίσος» κι ο άτεγκτος καθοδηγητής, το μάτι του Μεγάλου Αδελφού, η φωνή του εντολέα.

Ο Ουίνστον Σμιθ λειτουργεί ως πειθήνιο ρομποτάκι και δουλειά του είναι να παραφράζει και να παραποιεί γεγονότα που είχαν λάβει χώρα στο παρελθόν, έτσι ώστε να βολεύουν τα παροντικά συμφέροντα του «αφεντικού».

Η νοθεία της ελεύθερης σκέψης πηγάζει από το πρόγραμμα της «γλωσσοκάθαρσης» και την σύσταση μιας καινούργιας γλώσσας. Αυτό που γίνεται στην ουσία είναι η εκ νέου ερμηνεία των λέξεων ώστε η πραγματική σημασία τους να παραποιείται και να βολεύει ξανά τα συμφέροντα του χρηματοδότη ή του κόμματος, πιο απλά, του χειριστικού αφεντικού.

Η γλώσσα του 1984 είναι η μόνη που αντί να εμπλουτίζεται μειώνεται, έτσι ώστε να μειωθεί η αντιληπτική και επικοινωνιακή ικανότητα του ατόμου.

Θαρρώ, πως η σκηνοθεσία έχει επιρροές από το εξαιρετικό έργο του Στάνλεϊ Κιούμπρικ «Το κουρδιστό πορτοκάλι», από το « the truman show» του Πήτερ Γουίαρ και από το «Μίσος» του Ματιέ Κασοβίτς όχι μόνο εννοιολογικά αλλά και σχηματικά, εφόσον θυμίζει έντονα σκηνές από τις ακραίες συμπεριφορές.

Θεματολογικά, πρόκειται για μια σπουδή πάνω στη βία, τόσο των συμμοριών όσο και του κράτους και του σωφρονιστικού συστήματος, όπως τα περιέγραψε ο συγγραφέας Άντονι Μπέρτζες. Δεν απέχει και πολύ, η διασκευή του «1984» από τον Θάνο Νίκα, τουλάχιστον στο δυστοπικό κεφάλαιο της εξάρτησης σημερινών ανθρώπων από τις επιταγές των κοινωνικών δικτύων, έρμαια των οποίων είναι , κυρίως, οι νεαρές ηλικίες, άρα πλάθονται γενιές υπερβολικά αφοσιωμένες στους ορισμούς των μηχανήματων επικοινωνίας.

Το πήγαμε, μάλιστα, και ένα βήμα παρακάτω, αφού οικειοθελώς μεταφορτώνουμε όλες σχεδόν τις προσωπικές μας πληροφορίες σε διαδικτυακές βάσεις δεδομένων , ακόμα και το πού βρισκόμαστε και το τι κάνουμε ανά πάσα στιγμή.

Η σκέψη στο 1984 είναι έγκλημα που τιμωρείται με θάνατο.
Ο έρωτας είναι έγκλημα που τιμωρείται με θάνατο.
Η γνώση είναι έγκλημα που τιμωρείται με θάνατο.

Ο άνθρωπος ηττάται.
Άδοξα και ασήμαντα.

Ο κεντρικός ήρωας, Ουίνστον Σμιθ, ( εξαιρετικός ο Δημήτρης Δάγκαλης) ζει στον ζοφερό κόσμο της Ωκεανίας, προσπαθώντας με κάθε μέσο να διατηρήσει τη λογική του απέναντι στο ασφυκτικό καθεστώς παρακολούθησης του Μεγάλου Αδελφού, που έχει απαγορεύσει διά ροπάλου κάθε σκέψη. Σε αυτό το περιβάλλον ερωτεύεται την Τζούλια( πολύ καλή η Μάιρα Σιδερίδου), ενώ δεν παύει να διαπράττει όλο και περισσότερα Εγκλήματα Σκέψης. Σκέφτεται, θυμάται, φαντάζεται, ελπίζει. Ελπίζει σε ένα μέλλον χωρίς τον Μεγάλο Αδελφό. Όμως, οποιαδήποτε απόπειρα απόδρασης είναι μάταιη.

Ένας πολύ δυνατός πυρήνας ηθοποιών μεταφέρει επί σκηνής, υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Θάνου Νίκα, ο οποίος ερμηνεύει ιδανικά το χειριστικό παντοδύναμο «αφεντικό», το εφιαλτικό βίωμα του κεντρικού ήρωα και την αντίστοιχη περιρρέουσα ατμόσφαιρα, αναδεικνύοντας την ανεξάντλητη, διαχρονική δυναμική του κειμένου και την εκρηκτικότητα της δράσης του. Ένα τολμηρό, ριζοσπαστικό εγχείρημα, αντίστοιχο του αξεπέραστου κειμένου το οποίο υπηρετεί, μια υπενθύμιση ότι το μέλλον είναι εδώ.

Δε γνωρίζω αν η τελική ήττα του ανθρώπου είναι η ειλικρινής πρόβλεψη του Όργουελ ή αν σκοπός του ήταν να τρομοκρατήσει για να αφυπνίσει συνειδήσεις και να αποφευχθεί η προφητεία. Η παράσταση έχει εμφανή στόχο με την ευρηματική σκηνοθεσία να αναμοχλεύσει, προς όφελος του σύγχρονου ανθρώπου, τον κόσμο της «Ωκεανίας». Μία από τις 3 υπερχώρες που έχουν απομείνει και στο «1984» διαχωρίζεται σε 3 τάξεις:

1η) Το εσωτερικό κόμμα – η άρχουσα και ευημερούσα τάξη (ποσοστό ~1%)
2η) Το εξωτερικό κόμμα – οι υπάλληλοι του κόμματος και λοιποί εργάτες του (ποσοστό ~20)
3η) Το προλεταριάτο – το υπόλοιπο συντριπτικό ποσοστό του κόσμου, που ζει υπό συνθήκες απόλυτης εξαθλίωσης με μηδαμινή πρόσβαση σε αγαθά.

Αυτά είναι περίπου και τα ποσοστά των τάξεων του σήμερα.

Το κείμενο θα κλείσει έτσι ωμά και απαισιόδοξα, όπως απαισιόδοξος ήταν και ο Όργουελ.
Αφενός, επειδή η απειλή είναι ρεαλιστική και, αφετέρου, σαν ανανέωση της προειδοποίησης του Βρετανού συγγραφέα.

Η Ευαγγελία Κιρκινέ διαμόρφωσε τον χώρο ως μία «φοβική» εικαστική εγκατάσταση. Ένα κατακόκκινο υπερυψωμένο παραλληλόγραμμο, ως θεόρατο «μάτι» πάνω από τους ήρωες και, ταυτόχρονα, η οθόνη όπου πέφτουν οι ριπές- συνθήματα, οι ριπές -κραυγές, διαμαρτυρίες, επανάσταση, υποταγή. Τα κοστούμια της στο αυτό ύφος, εξυπηρετούν τη σκηνοθετική άποψη, ενώ οι ερμηνείες των καλών ηθοποιών της συμπαγούς ομάδας, πέρασαν στο κοινό το «δια ταύτα» της παράστασης: Το «1984» αποτελεί μια ισχυρή μήτρα, μια πηγή αξιών και αρχών που μπορούν να εμπνεύσουν την κριτική στάση απέναντι σε κεντρικά γνωρίσματα του ώριμου καπιταλισμού, από την εξουσία των μεγάλων επιχειρήσεων και από την καλλιέργεια εθνικιστικού παροξυσμού, μέχρι τον «καπιταλισμό της παρακολούθησης».

*Η παράσταση είναι ακατάλληλη για ανηλίκους, καθώς περιέχει σκηνές γυμνού και βίας.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Κείμενο: George Orwell

Μετάφραση – Διασκευή – Σκηνοθεσία: Θάνος Νίκας

Σκηνικός χώρος – Κοστούμια: Ευαγγελία Κιρκινέ

Χειρισμός κονσόλας: Δέσποινα Παντελάδη

Παίζουν: Βύρων Αναγνωστόπουλος, Δημήτρης Δάγκαλης, Άννα Μαρία Κόκκινου, Θάνος Νίκας, Μάιρα Σιδερίδου

Επικοινωνία: Λία Κεσοπούλου

Γραφιστικός σχεδιασμός: Λίζα Γεωργοπούλου

Παραγωγή: Ars Moriendi Theatre Group

Η παράσταση πραγματοποιείται με την οικονομική υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού

 ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading
Advertisement

Προτεινόμενα