Ο μύθος λέει ότι κάθε χρόνο τα βατράχια μεταναστεύουν από βορρά προς νότο. Μόνο λίγοι πείσμονες φρύνοι αρνούνται να συνταχθούν στο κονβόι της μεγάλης φυγής και κινούνται αντίθετα. Τους λένε τρελούς φρύνους, έκφραση που έγινε συνώνυμη της σθεναρής αντίστασης.
Η Mélody Mourey γράφει και σκηνοθετεί ένα έξυπνο έργο, ταυτόχρονα κωμικό και τραγικό, με φόντο μια αληθινή ιστορία που είναι, ωστόσο, άγνωστη στο ευρύ κοινό.
Πρόκειται για ένα κείμενο που σπάει τις συνηθισμένες γραφές – θεατρικές συμβάσεις και μας οδηγεί σε ένα, σχεδόν, κινηματογραφικό έπος που αφορά στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η παράσταση ανέβηκε στο Παρίσι το 2019 και παίζεται ως σήμερα με τεράστια επιτυχία. Μάλιστα, κέρδισε τρεις υποψηφιότητες για το βραβείο «molières» 2019 ( αντίστοιχου του tony): καλύτερης παράστασης, καλύτερου έργου, καλύτερης σκηνοθεσίας.
Υπόθεση
Στη Νέα Υόρκη του 1990, μία φοιτήτρια ψυχολογίας επισκέπτεται τον Στανισλάβ, έναν ηλικιωμένο γιατρό, για να της δώσει πληροφορίες σχετικά με τη δράση του παππού της, του Ευγένιου Λαζόφσκι, κατά τη διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Μέσα από τις μνήμες του Στανισλάβ παρακολουθούμε μια περιπετειώδη και συναρπαστική ιστορία που περιγράφει το ιδιοφυές σχέδιο που κατέστρωσαν οι δύο γιατροί και κατάφεραν, ξεγελώντας τους Ναζί, να σώσουν τις ζωές χιλιάδων εβραίων κατοίκων του χωριού Rozwadów της Πολωνίας.
Το έργο βασίζεται στην αληθινή ιστορία των δύο γιατρών Eugene Lazowski και Stanislaw Matulewicz, που έκαναν τη δική τους αντίσταση, χρησιμοποιώντας το εμβόλιο του τύφου, ως αποδεικτικό μόλυνσης της περιοχής από τη θανατηφόρα ασθένεια. Τα «Τρελά Βατράχια» είναι μια περιπετειώδης κωμωδία που συνδυάζει το χιούμορ και την ευαισθησία, αναδεικνύοντας τη δύναμη των ανθρώπων εκείνων που τολμάνε να πάρουν το ρίσκο της αντίστασης, υπερασπιζόμενοι την ανθρωπιά και τη δικαιοσύνη.
Μετά από επτά χρόνια δημοσιογραφίας στο παραπάνω περιοδικό, η Mélody Mourey έγραψε και σκηνοθέτησε τα «Τρελά βατράχια» (με περισσότερες από 500 παραστάσεις). Το δεύτερο έργο της «La Course des Géants», κι αυτό με τέσσερις υποψηφιότητες στα βραβεία Molières, περιοδεύει φέτος στη Γαλλία, στο Βέλγιο και στην Ελβετία. Το πρώτο της μυθιστόρημα «Max Tallent» κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 2022, από τις εκδόσεις «Auzou». Η παράσταση
Η συγγραφέας και σκηνοθέτις, αν και παρουσιάζει τα τραγικά γεγονότα εκείνης της εποχής με έναν εύπεπτο, παιγνιώδη τρόπο που θυμίζει κόμικς, δημιουργεί ένα πρωτότυπο και τολμηρό έργο, που θέτει ερωτήματα σχετικά με τη στάση των δυναστευομένων σε μια σκληρή κατοχική περίοδο και τον επαναπροσδιορισμό της απέναντι στους δυνάστες.
Πιστεύω, ότι η έρευνα της δημιουργού γύρω από τη ψυχολογία των ανθρώπων, κάτω από την πίεση της όποιας αρχής και στον οποιοδήποτε χρόνο, της έδωσε το αποτέλεσμα της συγχώνευσης ηθικής και αντίστασης στο κείμενό της, στο οποίο καθίσταται δυνατή η προσέγγιση της σχέσης μεταξύ εξουσιαζόμενου και εξουσιαστή, αλλά και μεταξύ της παραστατικής τέχνης του θεάτρου και της ανθρώπινης ιστορίας.
Αυτό που συμβαίνει στο παλκοσένικο του θεάτρου της Ε.Μ.Σ. στη μιάμιση ώρα που διαρκεί η ελληνική παράσταση του γαλλικού έργου, είναι ένα πανηγύρι στα όρια του μπουρλέσκο ύφους, όμως γοητευτικό και, αν κρίνω από τα ηχηρά γέλια των θεατών, άκρως διασκεδαστικό. Ξέφρενοι ρυθμοί μεν, αλλά με ισορροπίες. Οπότε, εκτιμούμε τη χημεία μεταξύ των ρόλων – χαρακτήρων και την αρμονία που βασιλεύει στη σκηνή στη διάρκεια της παράστασης. Όλα είναι τεχνηέντως ενορχηστρωμένα, μα και εύστοχα στα προφανή και στους υπαινιγμούς. Ευτυχής η διανομή. Άριστη η συνεργασία των συντελεστών. Το μεγάλο συν αυτής της προσπάθειας είναι το έμψυχο υλικό της.
Αν και το ιστορικό πλαίσιο της δράσης είναι ζοφερό, η σκηνοθέτις και συγγραφέας έχει επιλέξει το ύφος της κωμωδίας. Ως φόρος τιμής σ’ αυτό το μικροσκοπικό πολωνέζικο κομμάτι των ανθρώπινων όντων, που επαναστατεί ενάντια στις δυνάμεις του κακού, ρισκάροντας τη ζωή του.
Το σκηνικό της Hélie Chomiac είναι, κατά την άποψή μου, περιττό. Θα μπορούσε να εκλείψει παντελώς και να επικρατούσε η αφαίρεση, με μόνη εξαίρεση τις καρέκλες. Τα υπόλοιπα θα μπορούσαν να παρασταθούν θαυμάσια με φωτισμούς, με εικόνες στη μεγάλη οθόνη και με τη μίμηση. Έτσι, θα έδιναν μια διαφορετική, σύγχρονη και πολύ περισσότερο ενδιαφέρουσα διάσταση στο όλο εγχείρημα.
Αυτό το σκηνικό, πιθανώς να στήθηκε στο πνεύμα μιας οικογενειακής παράστασης, μοιάζει με ευκαιριακό σκαρίφημα ενός θιάσου περιοδείας στη μεγάλη περιφέρεια.
Ωστόσο, οι θεατές πηγαίνουμε, σχεδόν αστραπιαία, από ένα λιτό ιατρείο της πολεμικής περιόδου, σ’ ένα αμερικανικό μπαρ της δεκαετία του ’90, σ’ ένα πολωνέζικο σπίτι, σε ταχυδρομείο ή και στον δρόμο .
Η μουσική που συνέθεσε ο Simon Meuret συνοδεύει τις αποφάσεις και κινήσεις των δυο ηρώων – ιατρών και ενισχύει την παράδοξη φύση του έργου. Ο Simon είναι συνθέτης οπτικής μουσικής και το έργο του δίνει μια κινηματογραφική διάσταση στην παράσταση, ενώ «καθορίζει» τις στιγμές αγωνίας και συγκίνησης.
Αυτοί οι υπέροχοι «τρελοί» γιατροί Ευγένιος και Σταν (έξοχοι οι: Στέλιος Καλαϊτζής και Θάνος Φερετζέλης) είναι το ηρωικό παράδειγμα που χρειάζεται η περίσταση. Είναι «κολλητοί», ως ετερώνυμοι χαρακτήρες, απίστευτα συνεργάσιμοι, επιστήμονες και άνθρωποι, ουμανιστές κατ’ ουσία και πολυμήχανοι σε ελιγμούς, είναι το κέντρο βάρους μιας ευφυούς μηχανής που σαρώνει τη σκηνή έχοντας κινητήρια δύναμη το: «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», απενοχοποιώντας πλήρως την απάτη. Εθελοντές «διασώστες» κι επιτήδειοι καταφερτζήδες, θαρρείς από καιρό έτοιμοι να κάνουν τα πάντα για να σώσουν τους συμπατριώτες τους.
Είναι εκπληκτικό το πώς δύο τόσο αντίθετοι χαρακτήρες μπορούν να συνεργαστούν μπροστά στις αντιξοότητες. Ο ένας είναι παθιασμένος και σχεδόν απερίσκεπτος, ο άλλος οριακά θιασώτης της υπομονής και διστακτικός, αλλά τους ενώνει μια παιδική φιλία και, τελικά, αποφασίζουν να δράσουν. Με σπουδαίο, ιστορικό αποτέλεσμα!
Πραγματικά, οι ηθοποιοί που επωμίζονται τους δυο ρόλους, ξοδεύουν απίστευτη ενέργεια στη σκηνή και προσδίδουν ταχύτητα, γοργό ρυθμό και αφορμή για εκτόνωση του κοινού με τρανταχτά γέλια.
Ένα ωραίο εύρημα της πένας είναι ο αφηγητής. Πνευματικός οδηγός και, ταυτόχρονα, διαχειριστής του χρόνου. Τον μετακινεί εύστοχα, μαζί με την ψυχολόγο Ανασταζί , πίσω- μπρος και συγκεράζει τον σκηνικό με τον δραματικό χρόνο. Παρακολουθούμε τα δρώμενα στο παρόν, το οποίο διαλύεται κι ανανεώνεται συνεχώς. Χάρις στον αφηγητή, οι θεατές οργανώνουμε σε ορθές ενότητες τα χωρικά σημεία της παράστασης. Ο ίδιος μας οδηγεί και στον δραματικό χρόνο της μυθοπλασίας, επειδή η εξέλιξή της επηρεάζεται και από το παρελθόν και από το παρόν. Εμείς συσχετίζουμε σκηνικό και δραματικό χρόνο και καταλήγουμε γρήγορα στη συγχώνευση των δυο επιπέδων του μύθου, κατακτώντας το κείμενο με ό,τι θέλει να περάσει η συγγραφέας στο κοινό. Προσωπικά το συμπυκνώνω σε μια φράση: «αντιστέκομαι σημαίνει υπάρχω».
Ο Γιάννης Χαρίσης, ιδανικός στον ρόλο, αφηγείται τις αναμνήσεις του που δεν ανταποκρίνονται επακριβώς στην πραγματικότητα, εφόσον πρόκειται περί μυθοπλασίας εμπνευσμένη, ίσως, από τη «Λίστα του Σίντλερ», σε μια πιο αλέγκρα εκδοχή.
Ξεχωριστή σκηνή αυτή της παρωδίας του Αδόλφου Χίτλερ από έναν επιδέξιο κομέντιαν ηθοποιό, τον Αλέξανδρο Ζουριδάκη, απρόσμενα διασκεδαστική, άρα αποθεωτική.
Η Σταυρούλα Αραμπατζόγλου υποδύεται την νεαρή φοιτήτρια ψυχολογίας που κάνει τις ερωτήσεις στον αφηγητή και ,μαζί του, μας βάζει στην ιστορία που εξελίσσεται στα μάτια μας με τον τρόπο που, ήδη, περιέγραψα .
Ο Θάνος Κοντογιώργης, απολαυστικός στον ρόλο του σκληροτράχηλου, αλλά όχι αγνώμονα Ναζί.
Όλος ο θίασος του Κ.Θ.Β.Ε. στους υπόλοιπους ρόλους, σε πολύ καλές στιγμές του.
Τέλος, θα πω ότι η αποδοχή των μηχανισμών αφομοίωσης των ξένων προτύπων σε δεδομένη ιστορική περίοδο, οδηγεί στην καθιέρωση – στη συνείδηση κοινού και δημιουργών – κάποιων ξένων δραματουργών και θεατρικών κωδίκων που, σε συνδυασμό με τις όποιες υπάρχουσες αυτόχθονες καταβολές, συγκροτούν την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του εισαγόμενου θεάτρου. Σίγουρα, θα βρει κι άλλους συνεχιστές το είδος, στολισμένο βεβαίως, με το ελληνικό ταπεραμέντο.
Στο φινάλε, το κοινό αναγνωρίζει και επιβραβεύει τη δυναμική, ευρηματική, σκηνοθεσία της Melody Mourey, τη μετάφραση του Γιώργου Βουδικλάρη και τις εξαίσιες ερμηνείες του συνόλου των ηθοποιών του Κ.Θ.Β.Ε.
Επίλογος
Είδαμε μια ενδιαφέρουσα ιστορία μυθοπλαστική, αλλά εμπνευσμένη από πραγματικά γεγονότα που σημάδεψαν την Ιστορία της Πολωνίας.
Είδαμε ένα απαιτητικό κείμενο – για τους ερμηνευτές – με απολαυστικούς χαρακτήρες, σε μια μπουρλέσκο παράσταση.
Αυτό το έργο φέρει στη σκευή του την τόλμη και το πείσμα των δύο ηρώων – γιατρών, την εξυπνάδα και το χιούμορ της Γαλλίδας δημιουργού, αλλά και την άξια επαίνων ερμηνεία όλων των μελών του θιάσου, με την υπογραφή του Κ.Θ.Β.Ε.
«Λυσσασμένη γάτα» του Τενεσί Ουίλιαμς στο «Βασιλικό Θέατρο» από το Κ.Θ.Β.Ε.
Κριτική από τον Παύλο Λεμοντζή
«Αλλά βέβαια, εγώ δεν έχω τη γοητεία του ηττημένου, εγώ έχω ακόμα κουράγιο ν’ αγωνίζομαι και είμαι αποφασισμένη να νικήσω… Αν και δεν ξέρω τι είδους νίκη μπορεί να πετύχει μια λυσσασμένη γάτα πάνω σε καυτή, τσίγκινη στέγη ─ μόνο να προσπαθήσει να κρατηθεί εκεί πάνω για όσο αντέχει…»
Το θεατρικό του Τενεσί Γουίλιαμς έκανε πρεμιέρα στο Μπρόντγουεϊ στις 24 Μαρτίου του 1955 με τον Μπεν Γκαζάρα στον ρόλο του Μπρικ και την Μπάρμπαρα Μπελ Γκέντες στον ρόλο της Μάγκι, σε σκηνοθεσία Ελία Καζάν. Ο Τενεσί Ουίλιαμς έλαβε για το έργο αυτό βραβείο Πούλιτζερ, ενώ το 1958 μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη με τον Πωλ Νιούμαν και την Ελίζαμπεθ Τέιλορ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Η ταινία έλαβε 6 υποψηφιότητες για βραβείο Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, χωρίς όμως να κερδίσει κάποιο.
Υπόθεση
Σε μια πλούσια αγροικία η οικογένεια Πόλιτ συγκεντρώνεται για τα 65α γενέθλια του Big Daddy, ο οποίος αγνοεί ότι είναι βαριά άρρωστος. Κατά τη διάρκεια των εορτασμών, μια σειρά γεγονότων φέρνει στο φως το γιατί ο μικρός γιος, ο Μπρικ, δεν κάνει παιδιά με την πανέμορφη σύζυγό του, Μάγκι, και έχει επιλέξει για μόνιμη συντροφιά του το ποτό. Ο μεγάλος γιος, ο Γκούπερ, ετοιμάζεται να γίνει για έκτη φορά πατέρας και ζητά το μερίδιο της κληρονομιάς που θεωρεί ότι του αναλογεί. Οι ενδοοικογενειακές διαμάχες και –κυρίως – η σύγκρουση του Μπιγκ Ντάντι με τον Μπρικ θα αλλάξει τις ζωές όλων.
Η Μάγκι. Ο Μπρικ. Ο Big Daddy. Τρία πρόσωπα, τρεις ρόλοι γραμμένοι από τον Τενεσί Ουίλιαμς, συνθέτουν ένα διαφορετικό τρίγωνο, οικογενειακό και ερωτικό, το τρίγωνο της «Λυσσασμένης γάτας». Το αιώνιο παιχνίδι του έρωτα και του θανάτου, της απελπισίας και της ελπίδας, της γονιμότητα
Και της στειρότητας, της φιλίας και της οικογένειας.
Ανάγνωση
Μέσα από τη «Λυσσασμένη Γάτα» ο Τενεσί Ουίλιαμς τοποθετεί τον θεατή να παρακολουθήσει στενά, για ακόμα μια φορά, την πολυεπίπεδη πτώση της παραδοσιακής οικογένειας του Νότου, που πάντα ήταν ο συντηρητικός πυλώνας της αμερικανικής κοινωνίας.
Είναι ένα έργο όπου πιστεύουμε κάθε λέξη που δεν εκφέρεται, κάθε συναίσθημα που δεν εκδηλώνεται, κάθε αδυναμία που δεν ομολογείται. Οι δύο κύριοι χαρακτήρες του, εκρηκτικοί μέσα στα αδιέξοδά τους, είναι διατεθειμένοι να συγκρουστούν έως τη συντριβή και την κατάρρευση. Έχουμε να κάνουμε εδώ με μια έγγαμη ερωτική σχέση που θυμίζει περισσότερο εναγκαλισμό θανάτου, παρά προσπάθεια συμβίωσης.
Η διεκδικητική Μάγκι προσπαθεί να αναστήσει πεθαμένα αισθήματα στον παραιτημένο Μπρικ που, μετά τον βιολογικό τραυματισμό του σε κάποιο γήπεδο, αποσύρεται στο δωμάτιό του και καταφεύγει στο ποτό.
Στην Αμερική της δεκαετίας του’50, όταν η διαφύλαξη της εθνικής ταυτότητας καθίσταται ζήτημα υψίστης προτεραιότητας, όταν οτιδήποτε εναλλακτικό θεωρείται αυτομάτως απειλή προς τον παραδοσιακό τρόπο ζωής, όταν οι κομμουνιστές και οι ομοφυλόφιλοι μετατρέπονται σε αποδιοπομπαίους τράγους και συλλαμβάνονται, ενώ το κράτος καλεί τους πολίτες να καταδώσουν φίλους και συνεργάτες, οι ήρωες του Ουίλιαμς φτιάχνουν τους δικούς τους γυάλινους κόσμους, προκειμένου να επιβιώσουν, να βρουν ένα ασφαλές μέρος για να ανασάνουν ελεύθερα.
Η παράσταση
Αν η υπογραφή δεν ήταν του Σύλλα Τζουμέρκα αλλά ενός συγχρόνου αλά Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, θα μιλούσαμε για μια «πολύ λυσσασμένη γάτα», εφόσον ξέρουμε ότι ο Γερμανός σκηνοθέτης δεν αρέσκετο σε ημίμετρα, με το γυμνό.
Ωστόσο, ο διακεκριμένος κινηματογραφιστής με πολλά βραβεία στο ενεργητικό του και καλός ηθοποιός Σύλλας Τζουμέρκας, επιχειρεί για πρώτη φορά στην καριέρα του να σκηνοθετήσει μόνος του ένα θεατρικό έργο και, μάλιστα, υπαρξιακό δράμα του Τενεσί Γουίλιαμς. Την «Λυσσασμένη Γάτα».
Ακολουθεί με κινηματογραφική γραφή έναν ρεαλιστικό δρόμο, σε μια σύγχρονη προσέγγιση του κειμένου και σε δίκη του μετάφραση και επιθυμεί ( υποθέτω) να αποκαλύψει με ακρίβεια όλα τα στοιχεία του, οπτικά και νοητά.
Έτσι, παρουσιάζει την κοινωνιολογική, την ψυχολογική και τη συμβολική όψη του έργου, με κινηματογραφικό ύφος, ας πούμε κόμικς, δηλαδή μια αφήγηση ως μια αλληλουχία εικόνων και ήχων, που ερμηνεύονται από τον θεατή ως μια «ιστορία» με συγκεκριμένη πλοκή, εξέλιξη και κατάληξη. Επομένως, ταυτίζεται με τις απαιτήσεις του συγγραφέα, έστω με αισθητική νομάδων, με στιλ παλιομοδίτικο που βρίσκει κανείς στα καταστήματα «ό,τι πάρεις 4 ευρώ». Άκομψο εγχείρημα, αλλά άποψη, θα πείτε.
Οπωσδήποτε, μελέτησε ότι οι πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ μας συνθέτουν ένα δίχτυ, όπου, μαζί με τα πολλά θετικά μας στοιχεία, κουβαλάμε και ένα μεγάλο βάρος από οδυνηρά βιώματα, ασυνείδητες εμπάθειες, αναίτιες προκαταλήψεις, κληροδοτημένα μίση ή καταναγκαστικές προτιμήσεις, που στοιχειώνουν τον αγώνα μας για ολοκλήρωση και ευτυχία.
Το δυναμικό του ανθρώπινου όντος, όπως και εκείνο των κοινωνικών του ιστών, είναι στην πραγματικότητα ανεξάντλητο, παραμένει όμως ανεκμετάλλευτο εξαιτίας της τάσης του να καθηλώνει τον εαυτό του στην πιο μέτρια εκδοχή του. Η απάντηση σ’ αυτή την πρόκληση, το πέρασμα από το ψεύτικα ατομικό στο αληθινά συλλογικό, είναι να γνωρίσουμε σε βάθος τον εαυτό μας και να απελευθερώσουμε την κρυμμένη του δημιουργικότητα, επιτρέποντάς της να ανθίσει. Ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους μοίρασε τους κεντρικούς ήρωες σε διαφορετικά πρόσωπα κι έτσι αγκάλιασε όλες τις συνιστώσες του ψυχολογικού, εσωτερικού κόσμου μας.
Πιστεύω, ότι ο σκηνοθέτης μέσα από τη κινηματογραφική του γραφή , δίνει περισσότερη σημασία στην καταλυτική μορφή της όλης σύνθεσης, τον πατέρα ( εξαιρετικός ο Βασίλης Σπυρόπουλος) , επειδή γνωρίζει – ύστερα από τόσα ταξίδια στα διεθνή Φεστιβάλ – ότι στην εποχή της ταχύτητας και των αλλαγών, σε όλα τα επίπεδα που διανύουμε σήμερα, ο συναισθηματικός κόσμος υποχωρεί μπροστά στο αλόγιστο κυνήγι της επιτυχίας. Αλλά το άγγιγμα της ψυχής, γυμνής, μοναχικής, κρυμμένης πίσω από ένα κοινωνικό προσωπείο, ενδιαφέρει τον καθένα, πάντα θα ενδιαφέρει τον καθένα.
Οπότε, ο μη αποστασιοποιημένος θεατής από τη δράση, αυτός που διαπερνά βήμα το βήμα το κείμενο και δε χάνεται στους φρενήρεις ρυθμούς της παράστασης, ενίοτε περιττούς, αντιλαμβάνεται ότι τ’ αστέρια τα μετρά με τα μάτια της ψυχής σε μια υπέρβασή του να ξεπεράσει τον φόβο της μοναξιάς, τον χρόνο που τρέχει χωρίς έλεος , ενώ αυτός, εμείς, απεγνωσμένα προσπαθούμε ν’ αφήσουμε το στίγμα ότι δεν ήρθαμε να δούμε και να φύγουμε, αλλά αγαπήσαμε και μπορέσαμε να αγαπηθούμε.
Έργο χαρακτήρων η «Λυσσασμένη Γάτα», ηρώων που ξεδιπλώνουν μυστικά και ψέματα και περνάνε από την υποκρισία στην αλήθεια.
Στη σκηνή του «Βασιλικού Θεάτρου» συντελείται – κατά τον σκηνοθέτη – μια κάθαρση ψυχής. Με παράδοξο, θορυβώδη τρόπο, σαν χολιγουντιανή b – movie. Θα θέλαμε οι θεατές να περνά η αποδοχή της πικρής αλήθειας, αυτή που συνταράσσει τους ήρωες, τους κάνει να βιάζονται να εκφραστούν και τελικά τους λυτρώνει, να τους μετατρέπει από μέλη αγέλης ψεύτικων συμβάσεων, σε κανονικούς ανθρώπους, αλλά δεν το ήθελε ο κ. Σύλλας Τζουμέρκας. Κι έτσι, παραμένουν ένας ακαθόριστος εσμός , δίχως διαύγεια. Θα θέλαμε να δούμε πώς αρχίζουν οι ήρωες δειλά- δειλά να νοιάζονται, να αγαπιούνται και να το δείχνουν, τιμώντας έτσι τη ζωή με τον σεβασμό στην κάθε στιγμή της, όμως, όχι μόνο δεν το είδαμε, αλλά μερικοί στην αίθουσα μήτε ν’ ακούσουν θέλανε. Προτιμούσαν, μάλλον, το θολό, άγευστο απόσταγμα, έχοντας στον νου ν’ αγοράσουν ένα μπουκάλι νερό στην έξοδο, ως καθαρτήριο «δια ταύτα».
Οι ερμηνείες των ηθοποιών του κρατικού φορέα του Βορρά αξιοπρόσεχτες αναμφίβολα. Βέβαια, κατάντησε κλισέ η σκηνοθετική άποψη να μοιράζονται οι ρόλοι σε πολλά στόματα και σώματα.
Οι ηθοποιοί του Κ.Θ.Β.Ε. , έμπειροι και πειθαρχημένοι εργάτες του θεάτρου, ακολουθούν πάντα τις σκηνοθετικές οδηγίες. Οι: Βασίλης Σπυρόπουλος, Γιάννης Καραμφίλης και Βασίλης Μπεσίρης, στον ρόλο του πατέρα, με σκηνική άνεση δίνουν τη λεπτομέρεια, ακροβατούν στις αποχρώσεις, αλλά δεν τιθασεύουν την υπερβολή, επειδή δε θέλησε ο σκηνοθέτης να τη μετατρέψουν σε φυσικότητα.
Εγώ, πάλι, δέχομαι ότι αυτοί οι καλοί ερμηνευτές πλάθουν με την ικανότητά τους χαρακτήρες, με τις αδυναμίες, τα πάθη, τις εξάρσεις τους, κινούμενοι με ερμηνευτική δεινότητα στην κόψη του ασυνειδήτου και της συνείδησης, του αποδεκτού και του αποφευκτέου, της δίψας για τη ζωή και της τελικής αποδοχής του θανάτου, έτσι όπως το θέλει ο Τενεσί Ουίλιαμς κι όχι ο σκηνοθέτης.
Η Λίλα Βλαχοπούλου, η Λουκία Βασιλείου, η Άννα Κόπακα και η Λίλιαν Παλάντζα, σημαντικές μονάδες αλλά και εκπαιδευμένο ανσάμπλ της Μάγκι, αναδεικνύουν την «επιθετική άμυνα» της γυναίκας που στερείται τον έρωτα και τη χαρά της μητρότητας, ενώ παλεύουν με τον τραυματικό και αλκοολικό ψυχισμό του συζύγου, αλλά και με τους ενδοοικογενειακούς ανταγωνισμούς για τη διαχείριση της περιουσίας του ετοιμοθάνατου πεθερού.
Ο Γιώργος Παπαδάκος και ο Δημήτρης Κολοβός, υποδύονται, σύμφωνα με τις σκηνοθετικές οδηγίες, τον Μπρικ, τον αλκοολικό, δύσπιστο, μελαγχολικό, μα πληγωμένο Μπρικ από τον θάνατο του αγαπημένου του φίλου, όμως αμέτοχο στον ενδοοικογενειακό ανταγωνισμό. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι στον Μπρικ ο Τενεσί βλέπει τον ίδιο τον εαυτό του. Ποτό, λανθάνουσα ομοφυλοφιλική τάση, εύνοια από τον πατέρα, αδιαφορία για τη γυναίκα του.
Αντίποδας του Μπρικ η κυνική αρπακτικότητα του Γκούπερ, τον οποίο υποδύεται ο πολύ καλός Ορέστης Παλιαδέλης, ενώ η Μελίνα Αποστολίδου υποστηρίζει καίρια μια Αμερικάνα μεγαλοαστή σύζυγο- μητέρα, αλλά και μεγαλοκληρονόμο.
Αρμόζουσες είναι και οι ερμηνείες της Βάσιας Μπακάκου, ως συμφεροντολόγα και διεστραμμένη Μέι και Σούζι ΜακΦίτερς.
Όλη η δράση του έργου συμπυκνώνεται στο σπίτι – καλύβα ενός καλλιεργητού βαμβακιού που σχεδίασε κατά παραγγελία σκηνοθέτη, η Πηνελόπη Βαλτή. Εκεί και οι συζητήσεις των ηρώων (κοστούμια, άνευ σημασίας στη δράση, της Μάρλι Αλειφέρη), ασυμφιλίωτοι όλοι τους με την αλήθεια της ζωής.
Οι θεατές στο φινάλε χειροκροτούν την ανατρεπτική εκδοχή του έργου, τις ερμηνείες των ηθοποιών και το ανέμπνευστο – ομολογουμένως – τοπίο, που δημιουργούν τα σκηνικά, τα κοστούμια, και οι φωτισμοί της παράστασης των Ελίζας Αλεξανδροπούλου και Δήμητρας Αλουτζανίδου.
Ευχάριστη μουσική έκπληξη η ερμηνεία της Πόπης Τυπάλδου (από το Τμήμα Μουσικών Σπουδών του ΑΠΘ) στο πιάνο.
Επίλογος
Το 1955 ο Τενεσί Ουίλιαμς γράφει τη Λυσσασμένη Γάτα, ένα θεατρικό έργο που σχολιάζει την υποκρισία στις διαπροσωπικές σχέσεις εντός μιας οικογένειας. Εδώ ο γάμος αποτελεί κοινωνική και μόνο υποχρέωση. Οι άνθρωποι φοράνε προσωπεία για να δείχνουν ότι τάχα αγαπούν, ότι ενδιαφέρονται -προσωπεία τόσο ρεαλιστικά και μόνιμα που έχουν ξεχάσει ότι είναι απλά μάσκες. Ο έρωτας αποτελεί εργοστάσιο παραγωγής απογόνων και μόνο, ουδείς απολαυστικότερος χαρακτήρας του αναγνωρίζεται. Ταυτόχρονα, όποια άλλη ατομική προτίμηση δεν αντιπροσωπεύει το κοινωνικό σύνολο, οφείλει να αυτοκτονήσει.
Πόσο πολύ αλλάζει τη ζωή ενός ζευγαριού η γέννηση του πρώτου τους παιδιού; Είναι η μητρική αγάπη το πιο αδιαπραγμάτευτο πράγμα στο σύμπαν; Ή μήπως υπάρχουν στιγμές που τίποτα δε φαίνεται πια να είναι στη θέση του;
Το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας παρουσιάζει στο κλείσιμο της Α’ καλλιτεχνικής περιόδου του, μια ακόμα δική του παραγωγή, την ΠΙΟ ΣΩΣΤΗ ΑΠΟΦΑΣΗ. Πρόκειται για ένα νέο, πρωτότυπο έργο που τοποθετεί στο κέντρο του, την ιστορία ενός καθημερινού ζευγαριού και ακολουθεί την απόφασή τους να αποκτήσουν το πρώτο τους παιδί. Η Έλλη και ο Μάνος γνωρίζονται, ερωτεύονται και δοκιμάζονται σε καταστάσεις άλλοτε εύκολες και άλλοτε σκληρές. Και έτσι, περνώντας μέσα από τις δυσκολίες και τα εμπόδια της Ελλάδας του 2023 διαγράφουν μια βίαιη ιστορία ενηλικίωσης. Μια οικεία, γλυκόπικρη ιστορία θυσίας και αγάπης που έχουμε δει να εκτυλίσσεται πολλές φορές μπροστά στα μάτια μας αλλά συνήθως δεν της δίνουμε σημασία – έως ότου να ακούσουμε ένα δικό μας κλάμα να μας ξυπνάει. Και τότε συνειδητοποιούμε, πόσο κοντά στην ευτυχία βρίσκεται η απόγνωση. Και αναρωτιόμαστε αν καταφέραμε τελικά να πάρουμε την πιο σωστή απόφαση.
«Δεσποινίς Μαργαρίτα» στο θέατρο «Αμαλία» Θεσσαλονίκης
ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ
Ο Ρομπέρτο Ατάϋντε γεννήθηκε το 1949 στη Βραζιλία. Επηρεάστηκε βαθιά από τα γεγονότα της εποχής και αναζήτησε με επιμονή την βαθύτερη ουσία της παιδείας, σε σχολές και πανεπιστήμια των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης.
Τελικά εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια για ακαδημαϊκή μόρφωση και άρχισε να γράφει. Το πρώτο του μυθιστόρημα ” Ο φίλος Ιονάθαν” γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Στα 21 του, γράφει το θεατρικό “Δεσποινίς Μαργαρίτα” που τον κάνει ευρύτερα γνωστό στο κοινό. Συνέχισε με παραμύθια και ακόμα πέντε θεατρικά. Τα έργα του αναγνωρίστηκαν σ’ όλον τον κόσμο και, σε πολύ νεαρή ηλικία, κέρδισε το βραβείο “Μολιέρ”.
Υπόθεση
Πρόκειται για έναν έργο εμβληματικό της παγκόσμιας δραματουργίας, το οποίο ο συγγραφέας, σε ηλικία μόλις 24 ετών, εμπνεύστηκε και έγραψε κάτω από τη βαριά σκιά του δικτατορικού καθεστώτος της Βραζιλίας.
Η Δεσποινίς Μαργαρίτα είναι δασκάλα στην έκτη Δημοτικού. Με αφορμή τη δεδομένη εξουσία του δασκάλου προς τους μαθητές, την εξουσία που η γνώση μπορεί να παρέχει σ’ αυτόν που την κατέχει, ο Ρομπέρτο Ατάϋντε «αναλύει» με χειρουργική λεπτομέρεια, θεατρική μαστοριά, χιούμορ και φαντασία τον χαρακτήρα του εξουσιαστή, του εξουσιομανή, του αφελή που έγινε δικτάτορας.
Η Δεσποινίς Μαργαρίτα, υποτιμά, λοιδορεί, εξευτελίζει, τιμωρεί και εκφοβίζει αυτούς που δικαιούνται τα αγαθά της μάθησης και της γνώσης. Αλλά ο εξουσιαστής, ο ασκών την εξουσία, η δεσποινίς Μαργαρίτα, βουλιάζει στο σκηνικό που η ίδια έχει στήσει, προσπαθώντας να κρατηθεί στο βάθρο της εξουσίας της. Γι’ αυτό κι ο συγγραφέας χαρακτηρίζει το έργο «ιλαροτραγωδία».
Ανάγνωση
Φαινομενικά, η «Δεσποινίς Μαργαρίτα» προετοιμάζει τον θεατή για την είσοδο στη σκηνή μιας δασκάλας σε Δημοτικό σχολείο, στριφνής γεροντοκόρης, με συντηρητική εμφάνιση και ιδιοτροπίες. Θα κάνει στους μαθητές μια εισαγωγή στη διδακτέα ύλη, λίγο Βιολογία, Μαθηματικά, Ιστορία, Γραμματική…
Σύντομα γίνεται αντιληπτό ότι είναι ένα σκληρό και βίαιο έργο που ίσως γράφτηκε νωρίτερα απ΄ την εποχή του. Το μάθημα της δεσποινίδος Μαργαρίτας φλερτάρει με τη ζωή και το θάνατο, τη δικαιοσύνη και την αδικία, την ισότητα, το σεξ, μα πάνω απ’ όλα με την εξουσία.
Η δασκάλα είναι η εξουσία προσωποποιημένη και το μάθημά της δεν είναι τίποτα άλλο από ένα μάθημα ζωής. »Θα σας δείξω πώς είναι εκεί έξω, ποιο είναι το παιχνίδι με την εξουσία και πώς παίζεται. Θα συνειδητοποιήσετε αργά ή γρήγορα ότι εσείς θα έχετε πάντοτε άδικο, οι ασκούντες την εξουσία είναι παντοδύναμοι και θα σας συντρίψουν».
Η δεσποινίς Μαργαρίτα δεν αγαπάει τον εαυτό της. Αγαπάει όμως το παιδί που ήταν η ίδια κάποτε. Υπ’ αυτή την έννοια, αγαπάει και τα παιδιά. Δυο λέξεις στο κείμενο, η μία δίπλα στην άλλη, «απελπιστικά αναπόδραστα», δείχνουν καθαρά πως εκείνη γνωρίζει πολύ καλά πως το παιδί στον δρόμο προς την ενηλικίωση είναι έρμαιο της εκπαίδευσης. Πρέπει να «μορφωθεί» με εκείνο τον τρόπο ώστε να ενσωματωθεί στην πολιτεία όπου οι εκπαιδευτικοί της είναι «Δεσποινίδες Μαργαρίτες». Ενήλικος πια, ενταγμένος στο κοινωνικό σύστημα, θα είναι αδύνατον να αποδράσει από τη μορφή που έχει ήδη πάρει. Όπως η Δεσποινίς Μαργαρίτα.
Μάθημα ζωής με σύνθετα αλλά και πολλά απλά νοήματα-μηνύματα, ο μονόλογος του Ατάϋντε συγκλονίζει ακόμα και αποδεικνύεται προφητικός και επίκαιρος. Η κατάρρευση του καπιταλιστικού συστήματος με ό,τι ηθικό και πνευματικό συμπαρέσυρε βρίσκεται εδώ, σ ΄αυτόν τον μονόλογο.
Η παράσταση
Είμαι η Δεσποινίς Μαργαρίτα! Μία ανέραστη, κακότροπη, δύστροπη, συμπλεγματική και υστερική δασκάλα, που θέλει να διαμορφώσει τις ψυχές των μικρών μαθητών της και να τις πλάσει κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση δική της, αλλά και της δύσμορφης κοινωνίας μέσα στην οποία πρόκειται να ζήσουν. Θέλει να τα εκπαιδεύσει στην υπακοή, στην πειθαρχία και στη συμμόρφωση στην εξουσία του χρήματος. Στην αίθουσα διδασκαλίας ξετυλίγει τη διττή της ταυτότητα. Της δασκάλας, μα και της γυναίκας που εξουσιάζει.
Ο Γιάννης Μαργαρίτης σκηνοθετεί και φωτίζει μία αλληγορία πάνω στη δύναμη της εξουσίας, όπως τη συναντάμε στην κοινωνία, στην οικογένεια, στο σχολείο, στην εκκλησία, στο κράτος.
Η σημαντική ηθοποιός Κατερίνα Μαραγκού είναι η δεσποινίς Μαργαρίτα, που ακροβατεί ανάμεσα στο λογικό και στο παράλογο της ανθρώπινης ύπαρξης. Ερμηνεύει με όλα της τα εκφραστικά μέσα έναν συγκλονιστικό μονόλογο, ο οποίος αποδεικνύεται προφητικός και επίκαιρος.
Η Δεσποινίς Μαργαρίτα έχει πολλές φωνές και πρόσωπα. Είναι ένας εξουθενωτικός μακρύς χρονικά μονόλογος, που απαιτεί από την ηθοποιό ερμηνευτικό χιούμορ, φαντασία στην απόδοση του χαρακτήρα του εξουσιομανή εξουσιαστή, που όμως είναι και αφελής, αν όχι ψυχικά ασθενής, αφού επιζητεί μετά μανίας μια καρέκλα εξουσίας, ενώ ανάμεσα σε αυτά αντιλαμβάνεται – στον άλφα ή βήτα βαθμό – πως αποτελεί μια εκπαιδευμένη για αυτόν τον ρόλο, μαριονέττα. Και κάπου ομολογεί πως αξίες στην αληθινή Παιδεία είναι η γνώση και η μάθηση.
Η Κατερίνα Μαραγκού ανταποκρίνεται πληρέστατα σε όλες τις απαιτήσεις – διακυμάνσεις του δύσκολου ρόλου, εντυπωσιάζει, συγκινεί και καταχειροκροτείται από τους θεατές.
Η σκηνοθεσία σκιαγραφεί με λεπτομέρεια, θεατρική μαστοριά, χιούμορ και φαντασία, τον χαρακτήρα του εξουσιαστή, του εξουσιομανή, του αφελή που γίνεται εξουσιαστής.
Καθοριστική η συμβολή του μέγιστου Σταμάτη Κραουνάκη στην πετυχημένη παράσταση.
Επίλογος
Το “Δεσποινίς Μαργαρίτα” ανέβηκε το 1975 στην Ελλάδα με την Έλλη Λαμπέτη. Σήμερα 47 χρόνια μετά το πρώτο του ανέβασμα και ενώ μεσολάβησαν και άλλες παραστάσεις του ίδιου έργου στην χώρα μας, η Κατερίνα Μαραγκού επανεμφανίζεται στην σκηνή του θεάτρου «ΑΜΑΛΙΑ» ερμηνεύοντας τον σημαντικό αυτό μονόλογο στην εξαιρετική μετάφραση του Κώστα Ταχτσή.
Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Ρίο ντε Τζανέιρο το 1973 και σόκαρε τόσο που λίγες μέρες μετά την πρεμιέρα απαγορεύτηκε απ’ τη λογοκρισία. Έκτοτε ταξίδεψε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, ανέβηκε σε 30 χώρες, ερμηνεύτηκε από σπουδαίες ηθοποιούς όπως την Ανί Ζιραρντό στο Παρίσι ή την Εστέλ Πάρσονς στην Νέα Υόρκη.
Το ελληνικό κοινό γνώρισε τη «Δεσποινίδα Μαργαρίτα» το 1975 με την Έλλη Λαμπέτη, όπως αναφέρθηκε ήδη, σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη και μετάφραση Κώτσα Ταχτσή. Το έργο ενθουσίασε και στη συνείδηση του κοινού η ερμηνεία της Λαμπέτη παρέμεινε σημείο αναφοράς.
Από το 1994 και μετά η «Δεσποινίς Μαργαρίτα» ερμηνεύεται από πλήθος μεγάλων πρωταγωνιστριών: Λήδα Πρωτοψάλτη, Θέμις Μπαζάκα, Αννίτα Σαντοριναίου, Όλια Λαζαρίδου, Εφη Μουρίκη, κ.α. αλλά και από άνδρες όπως ο Γιώργος Μαρίνος κι ο Θόδωρος Γράμψας.
Συντελεστές:
Μετάφραση: Κώστας Ταχτσής Σκηνοθεσία – Φωτισμοί: Γιάννης Μαργαρίτης Μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης Σκηνικά – Κοστούμια: CarmencitaBrojboiu Με την Κατερίνα Μαραγκού
Ο ιστότοπός μας χρησιμοποιεί cookies. Ορισμένα από αυτά είναι απαραίτητα για τη λειτουργία της ιστοσελίδας μας και άλλα μας βοηθούν να παρέχουμε το μέγιστο των υπηρεσιών μας. Επιλέξτε εσείς ποια cookies αποδέχεστε, τα οποία μπορείτε να αλλάξετε οποιαδήποτε στιγμή.
Αποδοχή
Αλλαγή ρυθμίσεων
Cookie Box Settings
Απόρρητο
Cookie Box Settings
Απόρρητο
Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας
Επιλέξτε εσείς ποια cookies αποδέχεστε.
Ωστόσο, ορισμένα από αυτά είναι αναγκαία για την σωστή λειτουργία της ιστοσελίδας και μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα ορισμένες λειτουργίες να μην είναι πλέον διαθέσιμες. Για πληροφορίες σχετικά με τη διαγραφή των cookies, συμβουλευτείτε τη λειτουργία βοήθειας του προγράμματος περιήγησης.
Μάθετε περισσότερα σχετικά με τα cookies που χρησιμοποιούμε κάνοντας κλικ εδώ
Εδώ μπορείτε να ενεργοποιήσετε ή να απενεργοποιήσετε διαφορετικούς τύπους cookies:
Η ιστοσελίδα θα:
Remember which cookies group you accepted
Αποθηκεύει την ρύθμιση προτιμήσεων των cookies
Επιτρέπει τα cookies περιοδικής λειτουργείας
Πιστοποιεί ότι είστε συνδεμένος στον λογαριασμό σας
Αποθηκεύει την επιλεγμένη γλώσσα
Συγκεντρώνει πληροφορίες τι έχετε εισάγει στις φόρμες επικοινωνίας
Η ιστοσελίδα δεν θα:
Αποθηκεύσει τα στοιχεία της σύνδεσης σας
Αποθηκεύσει τις ρυθμίσεις των μέσων κοινωνικής δικτύωσης
Αποθηκεύσει την επιλεγμένη περιοχή και χώρα σας
Εντοπίσει τις σελίδες επισκέψεων και την αλληλεπίδραση σας με αυτές
Εντοπίσει την τοποθεσία και την περιοχή σας με βάση την διεύθυνση IP
Εντοπίσει τον χρόνο που δαπανάται σε κάθε σελίδα
Προσαρμόσει τις πληροφορίες και τη διαφήμιση στα ενδιαφέροντά σας με βάση π.χ. το περιεχόμενο που έχετε επισκεφτεί προηγουμένως
Συγκεντρώσει στοιχεία προσωπικής ταυτοποίησης, όπως όνομα και τοποθεσία.
Η ιστοσελίδα θα:
Remember which cookies group you accepted
Αποθηκεύει την ρύθμιση προτιμήσεων των cookies
Επιτρέπει τα cookies περιοδικής λειτουργείας
Πιστοποιεί ότι είστε συνδεμένος στον λογαριασμό σας
Αποθηκεύει την επιλεγμένη γλώσσα
Συγκεντρώνει πληροφορίες τι έχετε εισάγει στις φόρμες επικοινωνίας
Αποθηκεύσει τις ρυθμίσεις των μέσων κοινωνικής δικτύωσης
Αποθηκεύσει την επιλεγμένη περιοχή και χώρα σας.
Η ιστοσελίδα δεν θα:
Εντοπίσει τις σελίδες επισκέψεων και την αλληλεπίδραση σας με αυτές
Εντοπίσει την τοποθεσία και την περιοχή σας με βάση την διεύθυνση IP
Εντοπίσει τον χρόνο που δαπανάται σε κάθε σελίδα
Προσαρμόσει τις πληροφορίες και τη διαφήμιση στα ενδιαφέροντά σας με βάση π.χ. το περιεχόμενο που έχετε επισκεφτεί προηγουμένως
Συγκεντρώσει στοιχεία προσωπικής ταυτοποίησης, όπως όνομα και τοποθεσία.
Η ιστοσελίδα θα:
Remember which cookies group you accepted
Αποθηκεύει την ρύθμιση προτιμήσεων των cookies
Επιτρέπει τα cookies περιοδικής λειτουργείας
Πιστοποιεί ότι είστε συνδεμένος στον λογαριασμό σας
Αποθηκεύει την επιλεγμένη γλώσσα
Συγκεντρώνει πληροφορίες τι έχετε εισάγει στις φόρμες επικοινωνίας
Αποθηκεύσει τις ρυθμίσεις των μέσων κοινωνικής δικτύωσης
Αποθηκεύσει την επιλεγμένη περιοχή και χώρα σας
Εντοπίσει τις σελίδες επισκέψεων και την αλληλεπίδραση σας με αυτές
Εντοπίσει την τοποθεσία και την περιοχή σας με βάση την διεύθυνση IP
Εντοπίσει τον χρόνο που δαπανάται σε κάθε σελίδα
Η ιστοσελίδα δεν θα:
Προσαρμόσει τις πληροφορίες και τη διαφήμιση στα ενδιαφέροντά σας με βάση π.χ. το περιεχόμενο που έχετε επισκεφτεί προηγουμένως
Συγκεντρώσει στοιχεία προσωπικής ταυτοποίησης, όπως όνομα και τοποθεσία.
Η ιστοσελίδα θα:
Remember which cookies group you accepted
Αποθηκεύσει τις ρυθμίσεις των μέσων κοινωνικής δικτύωσης
Αποθηκεύσει την επιλεγμένη περιοχή και χώρα σας
Εντοπίσει τις σελίδες επισκέψεων και την αλληλεπίδραση σας με αυτές
Εντοπίσει την τοποθεσία και την περιοχή σας με βάση την διεύθυνση IP
Εντοπίσει τον χρόνο που δαπανάται σε κάθε σελίδα
Προσαρμόσει τις πληροφορίες και τη διαφήμιση στα ενδιαφέροντά σας με βάση π.χ. το περιεχόμενο που έχετε επισκεφτεί προηγουμένως
Συγκεντρώσει στοιχεία προσωπικής ταυτοποίησης, όπως όνομα και τοποθεσία.
You must be logged in to post a comment Login