Connect with us

Πολιτισμός

«Τα Αγάλματα Περιμένουν» του Ανδρέα Φλουράκη σε σκηνοθεσία Κυριακής Σπανού στους Φιλίππους

«Τα-Αγάλματα-Περιμένουν»-του-Ανδρέα-Φλουράκη-σε-σκηνοθεσία-Κυριακής-Σπανού-στους-Φιλίππους

Πρόλογος

Απρίλιος του 1941. Οι Ναζί εισβάλλουν στην Αθήνα. Λίγο αργότερα τα στρατεύματα κατοχής μπαίνουν στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Έκπληκτοι οι Γερμανοί διαπιστώνουν πως οι προθήκες με τα ανεκτίμητα εκθέματα είναι άδειες. Το Μουσείο έχει ερημώσει! Ακόμα και τα ογκώδη πανέμορφα αγάλματα έχουν, ως διά μαγείας, εξαφανιστεί.

Έξι μήνες νωρίτερα, μια γιγαντιαία επιχείρηση είχε στηθεί. Εν όψει των ενδεχόμενων αεροπορικών βομβαρδισμών, αλλά και της πιθανολογούμενης εισβολής των Γερμανών στην Ελλάδα, ο μηχανισμός κινητοποιήθηκε με θαυμαστό τρόπο σε μια κολοσσιαία επιχείρηση απόκρυψης των αρχαίων θησαυρών, που εντυπωσίασε κι αυτούς ακόμα τους Γερμανούς.

Το Θεσσαλικό Θέατρο σε συνεργασία με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Λάρισας, στο πλαίσιο του 64ου Φεστιβάλ Φιλίππων, μας χαρίζει την παράσταση «Τα Αγάλματα Περιμένουν», βασισμένη στο κείμενο του Ανδρέα Φλουράκη, η οποία διαπραγματεύεται το ερώτημα «τι θα σώζαμε σήμερα σε περίοδο κινδύνου».

Ήδη, από την αρχαιότητα η πεποίθηση ότι οι Περσικοί Πόλεμοι συνιστούν σημαντική σελίδα της Ιστορίας, εδραιώθηκε στη συνείδηση των ανθρώπων. Αυτό ήταν άλλωστε το κίνητρο του Ηρόδοτου, που θεώρησε χρέος του να καταγράψει τα γεγονότα, ώστε να μην ξεχαστούν στον χρόνο. Παράλληλα, εκτός από την ιστορική τους σημασία, τα Μηδικά απέκτησαν συμβολική αξία, έδωσαν έμπνευση στη σκέψη και την τέχνη, προσέφεραν αφορμή για ποικίλους παραλληλισμούς, με αλληγορική συχνά διάσταση.

Ανάλογη έμπνευση στον Ανδρέα Φλουράκη στάθηκε η επιχείρηση απόκρυψης των αρχαιοτήτων όλων των Μουσείων της χώρας, το 1940.

Το έργο

Η θεατρική σκηνή αποβάλλει τη φιλολογία και βαριέται την ιστορία. Πώς να μιλήσεις για ένα θέμα τόσο φορτωμένο με ιδεολογίες, ιδεοληψίες και ερμηνείες; Με ποιον τρόπο να περάσει στη σύγχρονη σκηνή; Ο πολυγραφότατος Ανδρέας Φλουράκης έγραψε μια πικρή κωμωδία επιστημονικής φαντασίας επιχειρώντας να βρει μια γλώσσα για ένα τέτοιο θέμα. Ο συγγραφέας πήρε την αντίθετη κατεύθυνση από τη φιλολογία και επέλεξε λέξεις από τη σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη, λούμπεν, new age και ψηφιακή κουλτούρα και τις έφερε σε «συνάφεια» με τον κόσμο των αγαλμάτων. Σήμερα μας απειλούν με την αρπαγή κάθε στοιχείου που μας συνέχει με την αρχαία κληρονομιά. Αυτή η απειλή είναι η μυθιστορηματική αφετηρία του έργου. Τι κάνουμε σε έναν τέτοιο κίνδυνο;

Ο Συγγραφέας

Με σπουδές στο θέατρο και τον κινηματογράφο ο συγγραφέας Ανδρέας Φλουράκης είναι από τους πιο δραστήριους δημιουργούς της γενιάς του. Έχει συμμετάσχει σε διεθνείς διοργανώσεις και έχει αποσπάσει πλήθος βραβείων και διακρίσεων. Γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου και σπούδασε κινηματογράφο και θέατρο στην Αγγλία (MA Writing for the Theatre and Broadcast Media). Έργα του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Πορτογαλικά, Ιταλικά, Γερμανικά, Τουρκικά, Ρουμάνικα, Πολωνικά, Αλβανικά, Ινδικά και Φινλανδικά και έχουν παρασταθεί – παρουσιαστεί στα Royal Court Theatre, Gate Theatre, West Yorkshire Playhouse και Tristan Bates στη Μ. Βρετανία, στο φεστιβάλ Oyun Yaz στην Κωνσταντινούπολη, στο Φεστιβάλ του Ελσίνκι, στα Comparative Drama Conference, φεστιβάλ HotINK, φεστιβάλ GI60, Lincoln Centre Theatre στις Η.Π.Α., στο Εθνικό Θέατρο της Αλβανίας, στο Εθνικό Θέατρο της Μαδρίτης κ.ά.

Ο ίδιος δήλωσε πρόσφατα: «Η ιστορία έχει πηγές, δεδομένα, αφηγήσεις, πολλές από τις οποίες έχει ενσωματώσει η σκηνοθέτρια στην παράσταση. Η Κυριακή Σπανού έχει μια μεγάλη εμπειρία στη διαχείριση του λεγόμενου documentary υλικού. Δε θα ξεχάσω ποτέ την παράστασή της «Dance me to the end of Greece» στο Μουσείο Μπενάκη το 2012, μια δική της σύνθεση σε κείμενα ξένων περιηγητών. Σε εκείνη την παράσταση, όπως και στα «Αγάλματα Περιμένουν», γίνεται εμφανές πως, όσο κι αν το θέμα ενός έργου σχετίζεται με την ιστορία, πάντα παρουσιάζονται κάποιες εκδοχές της μόνο. Ο στόχος δεν είναι -ούτε και πρέπει να είναι- να αποδοθεί μία και μοναδική απόλυτη αλήθεια».

Η παράσταση

Μικρές ανθρώπινες ιστορίες. Μικρές αλλόκοτες ιστορίες. Μικρά ανθρώπινα εγκλήματα πίσω από τα μεγάλα, όπως ο πόλεμος. Τυμβωρυχία, αρπαγή ξένης περιουσίας, ασέβεια στον αρχαίο πολιτισμό, αλλά και ανηλεής σάτιρα στην υπέρτατη δύναμη οποιουδήποτε δόγματος. Και φόβος και τρόμος, ως ανθρώπινα ακραία συναισθήματα και γενετικές αδυναμίες του γένους μας, ως κατώτερα ένστικτα και επιθυμίες. Μπροστά από τα αγάλματα, που είναι ιστορίες, κατάστιχα του χρόνου και καταγράφουν δράσεις και δοκιμασίες κατακτημένων λαών, κατακτητών εθνών και σπίθες φωτός από το υπερπέραν, από ένα άγνωστο σύμπαν που βλέπει, στιγματίζει, κοροϊδεύει και σαρκάζει τα των ανθρώπων έργα.

Η παράσταση, μέσα από ένα πλούσιο, συναρπαστικό υλικό, συνδυάζει το αφηγηματικό στοιχείο από ντοκουμέντα της εποχής της Απόκρυψης του 1940 με τη μυθοπλασία: εικόνες ενός σύγχρονου κόσμου σε περίοδο αποσύνθεσης, φθοράς, εικόνες ανθρώπων χαμένων στην άγνοια και την εικονική πραγματικότητα, ανθρώπων που ερμηνεύουν τη ζωή με όρους τηλεοπτικούς. Αυτοί οι διασκορπισμένοι άνθρωποι, οι μοναχικοί και απελπισμένοι – τα «μελλοντικά αγάλματα» – δίπλα στα απομεινάρια του Ελληνικού Πολιτισμού αποκτούν έναν χαρακτήρα ανησυχητικό, μελαγχολικό, απόκοσμα επικίνδυνο.

Τι είναι τα αγάλματα για τα αγόρια των γυμναστηρίων, για τις καθαρίστριες των μουσείων, για τα παιδιά των κλαμπ και των μπαρ της παραλίας, για όλα τα πρόσωπα που περπατούν σήμερα μπροστά από τα μνημεία και τα αρχαία θέατρα;

Αυτός ο ανοίκειος συνδυασμός ντοκουμέντου, χιούμορ, λαϊκής κουλτούρας, επιστημονικής φαντασίας μέσα στον χώρο του Αρχαίου Θεάτρου είναι μια τολμηρή και ερευνητική καλλιτεχνική παρέμβαση στην ανίχνευση της δικής μας σχέσης με τον πολιτισμό του τόπου μας.

Σε έναν μελλοντικό κίνδυνο, το κράτος ζητάει από τους πολίτες να κρύψουν από ένα άγαλμα ο καθένας σε μέρος που θα ξέρουν μόνο οι ίδιοι και, όταν περάσει ο κίνδυνος, να το επιστρέψουν στα μουσεία. Οι άνθρωποι όμως, όταν βρίσκονται μόνοι τους με τα αγάλματα, κατά τη διαδικασία της απόκρυψής τους μέσα στη γη, παίρνουν μια σειρά από απρόσμενες κωμικοτραγικές αποφάσεις. Αποφάσεις που καθρεπτίζουν το πώς νιώθουμε απέναντι στην αρχαιότητα αλλά και απέναντι στους εαυτούς μας.

Ένα κλασικό γλυπτό αποτυπώνει την εντελέστερη στιγμή του ανθρώπου. Αποδίδει το απόλυτο πρότυπο της ακμής του που συνδυάζει ισορροπία, αρτιότητα και οικουμενικότητα, λειτουργώντας ως πρότυπο. Με βάση τις αρχές του κλασικισμού, το αρχαίο ελληνικό άγαλμα είναι το απόλυτο σημείο όπου μπορεί να φτάσει ένας καλλιτέχνης, οπότε βάζοντάς του φωνή, βάζοντάς του λόγο, όπως γίνεται στο έργο, απορρυθμίζεται αυτή η απόλυτη και σταθερή αξία, γιατί η θεατρική φωνή με κάποιο τρόπο το επικαιροποιεί, το υποτάσσει σε ένα «τώρα». Πρέπει να υπάρχει σοβαρός λόγος για να «πείσεις» ένα άγαλμα να μιλήσει και να το να βγάλεις από την αιωνιότητά του, οπότε ό,τι κι είναι αυτό που έχουν να μας πουν τα αγάλματα, καλό είναι να το ακούσουμε με προσοχή.

Η ‘Αση Δημητρολοπούλου δημιούργησε έναν γήινο κόσμο, σύγχρονο και μελλοντικό, φέροντα κι αποτυπώματα του παρελθόντος, που συνομιλεί και συνδιαλέγεται τόσο με τον εαυτό του, όσο και με το κοινό, έναν κόσμο σε πλήρη εναρμόνιση με τον φωτισμό του Γιώργου Τέλλου και τα κοστούμια της Ολυμπίας Σιδερίδου. Ευχάριστη έκπληξη είναι η κίνηση των ηθοποιών, διδαγμένη από την Αναστασία Μπρουζιώτη στην μπιτάτη μουσική της «Δεσποινίδος Τρίχρωμης», σε ρυθμούς μακριά από τα κινησιολογικά θεατρικά στερεότυπα. Οι ηθοποιοί, ταλαντούχοι, πειθαρχημένοι στη σκηνοθετική γραμμή, κινούνται ακατάπαυστα, παίζουν, τραγουδούν, αλλάζουν κοστούμια, ιδρώνουν και κερδίζουν δίκαιο χειροκρότημα.

Το όλο εγχείρημα ανοίγει πολλούς διαλόγους: με την Ιστορία, με τα μνημεία, με το μέλλον, με τον κίνδυνο, με την ανοησία. Η επίδραση της Ιστορίας είναι και η πρόσληψή της. Η τόλμη του είναι ότι πρώτη φορά διαπραγματεύεται επί σκηνής ένα θέμα -τη σχέση με την αρχαιότητα- που είναι φορτωμένο ιδεολογικά, από μια εντελώς απρόβλεπτη οπτική γωνία. Πρόκειται για μια γλυκόπικρη κωμωδία επιστημονικής φαντασίας. Βασικό στοιχείο του διαλόγου είναι η ένταση που δημιουργείται ανάμεσα στα μνημεία και τους αντι-ηρωικούς και αλλοπρόσαλλους ήρωες του έργου.

Τα κλεμμένα της Κατοχής

Η μόνη γραπτή πηγή που έχουμε σήμερα για τις απώλειες σε αρχαία αντικείμενα στην περίοδο της Κατοχής είναι το «ζημίαι των αρχαιοτήτων εκ του πολέμου και των στρατών κατοχής», ένας τόμος 165 σελίδων του 1946, γεμάτος ιστορίες κλοπών παράνομων ανασκαφών και ζημιών σε ολόκληρη την Ελλάδα και από τις τρεις δυνάμεις κατοχής, γερμανικής, ιταλικής και βουλγαρικής. «Το έργον δεν είναι πλήρες», όπως σημειώνει στον πρόλογο ο τότε υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων του 1946, με εντολή του οποίου οι μεγαλύτεροι αρχαιολόγοι της εποχής έκαναν αυτή την καταγραφή. Με την Ελλάδα στα πρόθυρα του Εμφυλίου Πολέμου, άλλωστε, κάθε ημέρα έφταναν νέα δεδομένα, ενώ για πολλές πόλεις δεν υπάρχει καν καταγραφή γιατί το αρχαιολογικό προσωπικό ήταν «ελλιπέστατον».

Η επιχείρηση «απόκρυψη» είχε ξεκινήσει επίσημα στις 11 Νοεμβρίου του 1940. Εκείνη την ημέρα οι διευθύνσεις όλων των μουσείων είχαν παραλάβει αναλυτικές οδηγίες φύλαξης για να προστατευτούν τα αρχαία. Έτσι και στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο μια επίλεκτη ομάδα αρχαιολόγων, τεχνιτών και εθελοντών ξεκινούσε ένα έργο που διήρκεσε έξι ολόκληρους μήνες.

Η φύλαξη των γλυπτών γινόταν ανάλογα με το μέγεθος και τη σημασία του καθενός. Δεν ήξεραν πόσο χρόνο είχαν στη διάθεσή τους και ήταν εκατοντάδες γλυπτά. Τα αγγεία και τα μικρότερα αγάλματα μπήκαν σε κούτες και κρύφτηκαν στα υπόγεια, τα χρυσά κοσμήματα μεταφέρθηκαν σε θησαυροφυλάκια των τραπεζών, ενώ για τα μεγαλύτερα αγάλματα έσκαψαν ορύγματα. Μαρμάρινα αγάλματα, Την ίδια στιγμή, παρόμοιες επιχειρήσεις απόκρυψης πραγματοποιούνται σε ολόκληρη την Ελλάδα: σε σπήλαια, όπως στην Ακρόπολη, σε αρχαίους τάφους, όπως στους Δελφούς, στον κήπο του μουσείου της Θεσσαλονίκης, όπου και εκεί είχαν ορύγματα για να κρυφτούν τα μαρμάρινα αγάλματα της συλλογής, ή στα Ιωάννινα, όπου οι εργαζόμενοι του μουσείου σφράγισαν σε κρύπτη κάτω από τον μιναρέ του τζαμιού την πολύτιμη συλλογή με χάλκινα αντικείμενα. Κάποια αγάλματα μεταφέρθηκαν χιλιόμετρα μακριά για να προστατευτούν, όπως ο ηνίοχος των Δελφών που φιλοξενήθηκε στις κρυψώνες του Αρχαιολογικού Μουσείου της Αθήνας. Τα ευρετήρια όλων των θησαυρών των μουσείων ασφαλίστηκαν σε θυρίδες της Τραπέζης της Ελλάδος.

Έτσι, όταν από τις πρώτες ημέρες τους στην Ελλάδα, τον Απρίλιο του 1941, οι Γερμανοί κατακτητές άρχισαν να επισκέπτονται τα μουσεία, έβρισκαν το ένα μετά το άλλο κλειστά ή άδεια. Καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής, η γερμανική στρατιωτική υπηρεσία για την προστασία της τέχνης ασκούσε έντονες πιέσεις για την επαναλειτουργία τους. Μοναδική περίπτωση που η ελληνική πλευρά αποδέχτηκε το επίμονο αίτημα ήταν η περίπτωση του αρχαιολογικού μουσείου του Κεραμεικού, με την αιτιολογία ότι είχε ανεγερθεί με γερμανική δωρεά. Αποτέλεσμα ήταν σε ξενάγηση Γερμανών αξιωματούχων, στις 9 Νοεμβρίου του 1941, να κλαπεί μελανόμορφος πίνακας με παράσταση νεκρού, η οποία μέχρι και σήμερα αγνοείται, όπως κι ο τρίμετρος Κούρος του Σουνίου.

(πηγή: Μαριάννα Κακαουνάκη, «Καθημερινή» 2014)

Επίλογος

Η παράσταση του Θεσσαλικού Θεάτρου είναι μια ιστορία για την ενηλικίωση, την αναζήτηση ταυτότητας και τη βιωμένη ανάγκη διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς. Μια ιστορία που έχει φόντο την πραγματική ιστορία της απόκρυψης των αγαλμάτων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Θεατρικό έργο: Ανδρέας Φλουράκης

Σκηνοθεσία – Δραματουργία: Κυριακή Σπανού

Βοηθός Σκηνοθέτη: Μαρία Παπουτσή

Σκηνικά: Άση Δημητρολοπούλου

Κοστούμια: Ολυμπία Σιδερίδου

Κίνηση: Αναστασία Μπρουζιώτη

Πρωτότυπη μουσική: Δεσποινίς Τρίχρωμη

Σχεδιαστής φωτισμών: Γιώργος Τέλλος

Βοηθός σχεδιαστή φωτισμών: Φωτεινή Ματζόγλου

Υπεύθυνος Παραγωγής: Νίκος Γεωργάκης

Επιμέλεια ήχου: Γρηγόρης Καραφέρης

Κατασκευή σκηνικού: Φρέντυ Γκίζας, Αχιλλέας Τζάνακας, Χρήστος Καράκης, Νίκος Ανδριανόπουλος

Κατασκευή κοστουμιών: Νικολέττα Καΐση

Ηχογράφηση μίξη: Γιώτης Παρασκευαΐδης – Studio Aux

Φωτογραφίες παράστασης: Γιάννης Χατζηαντωνίου

Αφίσα: Μουτζούρα

Βίντεο/trailer: Life of film Productions

Παίζουν οι ηθοποιοί: Θανάσης Ζέρβας, Χρήστος Κορδελάς, Μαρσέλα Λένα, Ανδρομάχη Μακρίδου, Αθηνά Σακαλή, Βάνα Σλέιμαν, Ηρακλής Τζαφέτας, Παναγιώτης Τόλιας

ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading
Advertisement
Click to comment

You must be logged in to post a comment Login

Leave a Reply

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Πολιτισμός

«Λυσσασμένη γάτα» του Τενεσί Ουίλιαμς στο «Βασιλικό Θέατρο» από το Κ.Θ.Β.Ε.

«Λυσσασμένη-γάτα»-του-Τενεσί-Ουίλιαμς-στο-«Βασιλικό-Θέατρο»-από-το-ΚΘΒΕ.

Κριτική από τον Παύλο Λεμοντζή

«Αλλά βέβαια, εγώ δεν έχω τη γοητεία του ηττημένου, εγώ έχω ακόμα κουράγιο ν’ αγωνίζομαι και είμαι αποφασισμένη να νικήσω… Αν και δεν ξέρω τι είδους νίκη μπορεί να πετύχει μια λυσσασμένη γάτα πάνω σε καυτή, τσίγκινη στέγη ─ μόνο να προσπαθήσει να κρατηθεί εκεί πάνω για όσο αντέχει…»

Το θεατρικό του Τενεσί Γουίλιαμς έκανε πρεμιέρα στο Μπρόντγουεϊ στις 24 Μαρτίου του 1955  με τον Μπεν Γκαζάρα στον ρόλο του Μπρικ και την Μπάρμπαρα Μπελ Γκέντες στον ρόλο της Μάγκι, σε σκηνοθεσία Ελία Καζάν. Ο Τενεσί Ουίλιαμς έλαβε για το έργο αυτό βραβείο Πούλιτζερ, ενώ το 1958 μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη με τον Πωλ Νιούμαν και την Ελίζαμπεθ Τέιλορ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.  Η ταινία έλαβε 6 υποψηφιότητες για βραβείο Όσκαρ, μεταξύ των οποίων  και για  Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, χωρίς όμως να κερδίσει κάποιο.

Υπόθεση

Σε μια πλούσια αγροικία η οικογένεια Πόλιτ συγκεντρώνεται για τα 65α γενέθλια του Big Daddy, ο οποίος αγνοεί ότι είναι βαριά άρρωστος. Κατά τη διάρκεια των εορτασμών, μια σειρά γεγονότων φέρνει στο φως το γιατί ο μικρός γιος, ο Μπρικ, δεν κάνει παιδιά με την πανέμορφη σύζυγό του, Μάγκι, και έχει επιλέξει για μόνιμη συντροφιά του το ποτό. Ο μεγάλος γιος,  ο Γκούπερ, ετοιμάζεται να γίνει για έκτη φορά πατέρας και ζητά το μερίδιο της κληρονομιάς που θεωρεί ότι του αναλογεί. Οι ενδοοικογενειακές διαμάχες και –κυρίως – η σύγκρουση του Μπιγκ Ντάντι με τον Μπρικ θα αλλάξει τις ζωές όλων.

Η Μάγκι. Ο Μπρικ. Ο Big Daddy. Τρία πρόσωπα, τρεις ρόλοι γραμμένοι από τον Τενεσί Ουίλιαμς, συνθέτουν ένα διαφορετικό τρίγωνο, οικογενειακό και ερωτικό, το τρίγωνο της «Λυσσασμένης γάτας». Το αιώνιο παιχνίδι του έρωτα και του θανάτου, της απελπισίας και της ελπίδας, της γονιμότητα

Και της στειρότητας, της φιλίας και της οικογένειας.

 Ανάγνωση

Μέσα από τη «Λυσσασμένη Γάτα» ο Τενεσί Ουίλιαμς τοποθετεί τον  θεατή να παρακολουθήσει  στενά, για ακόμα μια φορά, την πολυεπίπεδη πτώση της παραδοσιακής οικογένειας του Νότου, που πάντα ήταν ο συντηρητικός πυλώνας  της αμερικανικής κοινωνίας.

Είναι ένα έργο όπου πιστεύουμε κάθε λέξη που δεν εκφέρεται, κάθε συναίσθημα που δεν εκδηλώνεται, κάθε αδυναμία που δεν ομολογείται. Οι δύο κύριοι χαρακτήρες του, εκρηκτικοί μέσα στα αδιέξοδά τους, είναι διατεθειμένοι να συγκρουστούν έως τη συντριβή και την κατάρρευση. Έχουμε να κάνουμε εδώ με μια έγγαμη ερωτική σχέση που θυμίζει περισσότερο εναγκαλισμό θανάτου, παρά προσπάθεια συμβίωσης.

Η διεκδικητική Μάγκι προσπαθεί να αναστήσει πεθαμένα αισθήματα στον παραιτημένο Μπρικ που, μετά τον βιολογικό τραυματισμό του σε κάποιο γήπεδο, αποσύρεται στο δωμάτιό του και καταφεύγει στο ποτό.

Στην Αμερική της δεκαετίας του’50, όταν η διαφύλαξη της εθνικής ταυτότητας καθίσταται ζήτημα υψίστης προτεραιότητας, όταν οτιδήποτε εναλλακτικό θεωρείται αυτομάτως απειλή προς τον παραδοσιακό τρόπο ζωής, όταν οι κομμουνιστές και οι ομοφυλόφιλοι μετατρέπονται σε αποδιοπομπαίους τράγους και συλλαμβάνονται, ενώ το κράτος καλεί τους πολίτες να καταδώσουν φίλους και συνεργάτες, οι ήρωες του Ουίλιαμς φτιάχνουν τους δικούς τους γυάλινους κόσμους, προκειμένου να  επιβιώσουν, να βρουν ένα ασφαλές μέρος για να ανασάνουν ελεύθερα.

Η παράσταση

Αν η υπογραφή δεν ήταν του Σύλλα Τζουμέρκα αλλά ενός συγχρόνου αλά Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, θα μιλούσαμε για μια «πολύ λυσσασμένη γάτα», εφόσον ξέρουμε ότι ο Γερμανός σκηνοθέτης δεν αρέσκετο  σε ημίμετρα, με το γυμνό.

 Ωστόσο, ο  διακεκριμένος  κινηματογραφιστής με πολλά βραβεία στο ενεργητικό του  και καλός ηθοποιός Σύλλας Τζουμέρκας, επιχειρεί για πρώτη φορά στην καριέρα του να σκηνοθετήσει μόνος του  ένα θεατρικό έργο και, μάλιστα,  υπαρξιακό δράμα του Τενεσί Γουίλιαμς. Την «Λυσσασμένη Γάτα».

Ακολουθεί  με  κινηματογραφική  γραφή  έναν ρεαλιστικό  δρόμο, σε μια σύγχρονη προσέγγιση του κειμένου και σε δίκη του μετάφραση και επιθυμεί ( υποθέτω) να  αποκαλύψει με ακρίβεια όλα τα στοιχεία του, οπτικά και νοητά.

Έτσι, παρουσιάζει την κοινωνιολογική, την ψυχολογική και τη συμβολική όψη του έργου, με κινηματογραφικό ύφος, ας πούμε κόμικς, δηλαδή μια  αφήγηση ως μια αλληλουχία εικόνων και ήχων, που ερμηνεύονται από τον θεατή ως μια «ιστορία» με συγκεκριμένη πλοκή, εξέλιξη και κατάληξη. Επομένως, ταυτίζεται με τις απαιτήσεις του συγγραφέα, έστω με αισθητική νομάδων, με στιλ παλιομοδίτικο που βρίσκει κανείς στα καταστήματα  «ό,τι πάρεις 4 ευρώ».  Άκομψο εγχείρημα, αλλά άποψη, θα πείτε.

Οπωσδήποτε,  μελέτησε ότι  οι πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ μας  συνθέτουν ένα δίχτυ, όπου, μαζί με τα πολλά θετικά μας στοιχεία, κουβαλάμε και ένα μεγάλο βάρος από οδυνηρά βιώματα, ασυνείδητες εμπάθειες, αναίτιες προκαταλήψεις, κληροδοτημένα μίση ή καταναγκαστικές προτιμήσεις, που στοιχειώνουν τον αγώνα μας για ολοκλήρωση και ευτυχία.

Το δυναμικό του ανθρώπινου όντος, όπως και εκείνο των κοινωνικών του ιστών, είναι στην πραγματικότητα ανεξάντλητο, παραμένει όμως ανεκμετάλλευτο εξαιτίας της τάσης του να καθηλώνει τον εαυτό του στην πιο μέτρια εκδοχή του. Η απάντηση σ’ αυτή την πρόκληση, το πέρασμα από το ψεύτικα ατομικό στο αληθινά συλλογικό, είναι να γνωρίσουμε σε βάθος τον εαυτό μας και να απελευθερώσουμε την κρυμμένη του δημιουργικότητα, επιτρέποντάς της να ανθίσει. Ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους μοίρασε τους κεντρικούς ήρωες σε διαφορετικά πρόσωπα κι έτσι  αγκάλιασε όλες τις συνιστώσες του ψυχολογικού, εσωτερικού κόσμου μας.

Πιστεύω, ότι ο σκηνοθέτης μέσα από τη κινηματογραφική του  γραφή , δίνει  περισσότερη σημασία στην καταλυτική μορφή της όλης σύνθεσης, τον πατέρα ( εξαιρετικός ο Βασίλης Σπυρόπουλος) , επειδή γνωρίζει  – ύστερα από τόσα ταξίδια στα διεθνή Φεστιβάλ – ότι στην εποχή της ταχύτητας και των αλλαγών, σε όλα τα επίπεδα που διανύουμε  σήμερα, ο συναισθηματικός κόσμος υποχωρεί μπροστά στο αλόγιστο κυνήγι της επιτυχίας. Αλλά το άγγιγμα της ψυχής, γυμνής, μοναχικής, κρυμμένης  πίσω από ένα κοινωνικό προσωπείο, ενδιαφέρει τον καθένα, πάντα θα ενδιαφέρει τον καθένα.

Οπότε, ο  μη αποστασιοποιημένος θεατής από τη δράση, αυτός  που διαπερνά βήμα το βήμα το κείμενο  και δε χάνεται στους φρενήρεις ρυθμούς της παράστασης, ενίοτε περιττούς, αντιλαμβάνεται ότι τ’ αστέρια τα μετρά με τα μάτια της ψυχής  σε μια υπέρβασή του  να ξεπεράσει τον φόβο της μοναξιάς, τον χρόνο που τρέχει χωρίς έλεος , ενώ αυτός, εμείς, απεγνωσμένα προσπαθούμε ν’ αφήσουμε το στίγμα ότι δεν ήρθαμε να δούμε και να φύγουμε, αλλά αγαπήσαμε και μπορέσαμε να αγαπηθούμε.

Έργο χαρακτήρων η «Λυσσασμένη Γάτα», ηρώων που ξεδιπλώνουν μυστικά και ψέματα και περνάνε από την υποκρισία στην αλήθεια.

Στη σκηνή του «Βασιλικού Θεάτρου» συντελείται – κατά τον σκηνοθέτη –   μια κάθαρση ψυχής. Με παράδοξο, θορυβώδη  τρόπο, σαν χολιγουντιανή  b – movie.  Θα θέλαμε οι θεατές να  περνά  η αποδοχή  της πικρής αλήθειας, αυτή που   συνταράσσει τους ήρωες, τους  κάνει να βιάζονται να εκφραστούν και τελικά τους λυτρώνει,  να τους μετατρέπει από μέλη αγέλης ψεύτικων συμβάσεων, σε κανονικούς ανθρώπους, αλλά  δεν το ήθελε ο  κ. Σύλλας Τζουμέρκας. Κι έτσι, παραμένουν ένας ακαθόριστος εσμός , δίχως διαύγεια. Θα θέλαμε να δούμε   πώς αρχίζουν οι ήρωες δειλά- δειλά να νοιάζονται, να αγαπιούνται και να το δείχνουν, τιμώντας  έτσι τη ζωή με τον σεβασμό στην κάθε στιγμή της,  όμως, όχι μόνο δεν το είδαμε, αλλά μερικοί στην αίθουσα μήτε ν’ ακούσουν θέλανε. Προτιμούσαν, μάλλον,  το θολό, άγευστο απόσταγμα, έχοντας στον  νου ν’ αγοράσουν ένα μπουκάλι νερό στην έξοδο, ως  καθαρτήριο  «δια ταύτα».

Οι ερμηνείες των ηθοποιών του κρατικού φορέα του Βορρά  αξιοπρόσεχτες  αναμφίβολα. Βέβαια, κατάντησε κλισέ   η σκηνοθετική άποψη να μοιράζονται  οι ρόλοι  σε πολλά στόματα και σώματα.

 Οι ηθοποιοί του Κ.Θ.Β.Ε. , έμπειροι και πειθαρχημένοι εργάτες του θεάτρου, ακολουθούν πάντα τις σκηνοθετικές οδηγίες. Οι: Βασίλης Σπυρόπουλος, Γιάννης Καραμφίλης και  Βασίλης Μπεσίρης, στον ρόλο του πατέρα, με σκηνική άνεση δίνουν τη λεπτομέρεια, ακροβατούν  στις αποχρώσεις, αλλά δεν  τιθασεύουν την υπερβολή,  επειδή δε θέλησε ο σκηνοθέτης να  τη μετατρέψουν   σε φυσικότητα.

 Εγώ, πάλι, δέχομαι ότι αυτοί οι  καλοί ερμηνευτές   πλάθουν με την ικανότητά τους  χαρακτήρες, με τις αδυναμίες, τα πάθη, τις εξάρσεις τους, κινούμενοι με ερμηνευτική δεινότητα  στην κόψη του ασυνειδήτου και της συνείδησης, του αποδεκτού και του αποφευκτέου, της δίψας για τη ζωή και της τελικής αποδοχής του θανάτου, έτσι όπως το θέλει ο Τενεσί Ουίλιαμς κι όχι ο σκηνοθέτης.

 Η Λίλα Βλαχοπούλου, η Λουκία Βασιλείου, η  Άννα Κόπακα  και η Λίλιαν Παλάντζα, σημαντικές μονάδες αλλά και εκπαιδευμένο ανσάμπλ της Μάγκι, αναδεικνύουν την «επιθετική άμυνα» της γυναίκας που στερείται τον   έρωτα και  τη χαρά της μητρότητας, ενώ παλεύουν με τον τραυματικό και αλκοολικό ψυχισμό του συζύγου, αλλά και με τους ενδοοικογενειακούς ανταγωνισμούς για τη διαχείριση της περιουσίας του ετοιμοθάνατου πεθερού.

 Ο Γιώργος Παπαδάκος και ο Δημήτρης Κολοβός, υποδύονται, σύμφωνα με τις σκηνοθετικές  οδηγίες, τον Μπρικ, τον  αλκοολικό, δύσπιστο, μελαγχολικό, μα πληγωμένο Μπρικ από τον θάνατο του αγαπημένου του φίλου, όμως αμέτοχο στον ενδοοικογενειακό ανταγωνισμό. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι στον Μπρικ ο Τενεσί βλέπει τον ίδιο τον εαυτό του. Ποτό, λανθάνουσα ομοφυλοφιλική τάση, εύνοια από τον πατέρα, αδιαφορία για τη γυναίκα του.

Αντίποδας του Μπρικ η κυνική αρπακτικότητα του Γκούπερ, τον οποίο υποδύεται ο πολύ καλός Ορέστης Παλιαδέλης, ενώ η Μελίνα Αποστολίδου υποστηρίζει καίρια μια Αμερικάνα μεγαλοαστή σύζυγο- μητέρα, αλλά και μεγαλοκληρονόμο.

Αρμόζουσες είναι και οι ερμηνείες της Βάσιας  Μπακάκου, ως συμφεροντολόγα και διεστραμμένη Μέι και Σούζι  ΜακΦίτερς.

Όλη η δράση του έργου συμπυκνώνεται στο σπίτι – καλύβα  ενός  καλλιεργητού βαμβακιού που σχεδίασε κατά παραγγελία σκηνοθέτη,  η Πηνελόπη Βαλτή. Εκεί και οι συζητήσεις των ηρώων (κοστούμια,  άνευ σημασίας  στη δράση,  της Μάρλι Αλειφέρη), ασυμφιλίωτοι όλοι τους  με την αλήθεια της ζωής.

Οι θεατές στο φινάλε  χειροκροτούν  την  ανατρεπτική εκδοχή του έργου, τις  ερμηνείες των ηθοποιών  και το  ανέμπνευστο – ομολογουμένως – τοπίο, που δημιουργούν  τα σκηνικά, τα κοστούμια, και οι φωτισμοί της παράστασης  των  Ελίζας Αλεξανδροπούλου και Δήμητρας  Αλουτζανίδου.

Ευχάριστη μουσική έκπληξη  η ερμηνεία της Πόπης Τυπάλδου (από το Τμήμα Μουσικών Σπουδών του ΑΠΘ) στο πιάνο.

Επίλογος

Το 1955 ο Τενεσί Ουίλιαμς γράφει τη Λυσσασμένη Γάτα, ένα θεατρικό έργο που σχολιάζει την υποκρισία στις διαπροσωπικές σχέσεις εντός μιας οικογένειας. Εδώ ο γάμος αποτελεί κοινωνική και μόνο υποχρέωση. Οι άνθρωποι φοράνε προσωπεία για να δείχνουν ότι τάχα αγαπούν, ότι ενδιαφέρονται -προσωπεία τόσο ρεαλιστικά και μόνιμα που έχουν ξεχάσει ότι είναι απλά μάσκες. Ο έρωτας αποτελεί εργοστάσιο παραγωγής απογόνων και μόνο, ουδείς απολαυστικότερος χαρακτήρας του αναγνωρίζεται. Ταυτόχρονα, όποια άλλη ατομική προτίμηση δεν αντιπροσωπεύει το κοινωνικό σύνολο, οφείλει να αυτοκτονήσει.

Συντελεστές

Μετάφραση – Σκηνοθεσία: Σύλλας Τζουμέρκας, Σκηνικά: Πηνελόπη  Βαλτή, Κοστούμια: Μάρλι Αλειφέρη, Φωτισμοί: Ελίζα Αλεξανδροπούλου & Δήμητρα Αλουτζανίδου, Επιμέλεια κίνησης & Βοηθός σκηνοθέτη: Σοφία Παπανικάνδρου, Βοηθός σκηνογράφου: Νιόβη Μπολιάκη, Βοηθός ενδυματολόγου: Δανάη Πανά, Μουσική διδασκαλία: Χρύσα Τουμανίδου, Οργάνωση παραγωγής: Αθανασία Ανδρώνη

* Βοηθοί σκηνογράφου και ενδυματολόγου, στο πλαίσιο πρακτικής άσκησης, Ασημίνα Πλουμή και Μελίνα Καμάρα.

Διανομή:
Μελίνα Αποστολίδου: Μητέρα
Λουκία Βασιλείου: Μάγκι 2
Λίλα Βλαχοπούλου: Μάγκι 3 / Μέι 2
Γιάννης Καραμφίλης: Αιδεσιμότατος Τούκερ 1 / Πατέρας 2
Δημήτρης Κολοβός: Μπρικ 2 / Γέρος εργάτης
Άννα Κόπακα: Μάγκι 1
Βάσια Μπακάκου: Μέι 1 / ΣούζιΜακΦίτερς
Βασίλης Μπεσίρης: Poolboy / Σκίπερ / Γιατρός Μπο / Αιδεσιμότατος Τούκερ 2 / Πατέρας 3
Λίλιαν Παλάντζα: Μάγκι 4 / Σούκι
Ορέστης Παλιαδέλης: Γκούπερ
Γιώργος Παπαδάκος: Μπρικ 1
Βασίλης Σπυρόπουλος: Πατέρας 1
Παιδιά: Γαλάτεια Αγγέλη, Δημήτρης Καυκάς, Γιώργος Κωνσταντινίδης, Στέλλα Παπανικολάου

* Η παράσταση είναι κατάλληλη για άτομα άνω των 16 ετών.

ΠΑΥΛΟΣ  ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading

Πολιτισμός

Η ΠΙΟ ΣΩΣΤΗ ΑΠΟΦΑΣΗ της Εύας Οικονόμου – Βαμβακά

Η-ΠΙΟ-ΣΩΣΤΗ-ΑΠΟΦΑΣΗ-της-Εύας-Οικονόμου-–-Βαμβακά

Πόσο πολύ αλλάζει τη ζωή ενός ζευγαριού η γέννηση του πρώτου τους παιδιού;
Είναι η μητρική αγάπη το πιο αδιαπραγμάτευτο πράγμα στο σύμπαν;
Ή μήπως υπάρχουν στιγμές που τίποτα δε φαίνεται πια να είναι στη θέση του;

Το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας παρουσιάζει στο κλείσιμο της Α’ καλλιτεχνικής περιόδου του, μια ακόμα δική του παραγωγή, την ΠΙΟ ΣΩΣΤΗ ΑΠΟΦΑΣΗ. Πρόκειται για ένα νέο, πρωτότυπο έργο που τοποθετεί στο κέντρο του, την ιστορία ενός καθημερινού ζευγαριού και ακολουθεί την απόφασή τους να αποκτήσουν το πρώτο τους παιδί. Η Έλλη και ο Μάνος γνωρίζονται, ερωτεύονται και δοκιμάζονται σε καταστάσεις άλλοτε εύκολες και άλλοτε σκληρές. Και έτσι, περνώντας μέσα από τις δυσκολίες και τα εμπόδια της Ελλάδας του 2023 διαγράφουν μια βίαιη ιστορία ενηλικίωσης. Μια οικεία, γλυκόπικρη ιστορία θυσίας και αγάπης που έχουμε δει να εκτυλίσσεται πολλές φορές μπροστά στα μάτια μας αλλά συνήθως δεν της δίνουμε σημασία – έως ότου να ακούσουμε ένα δικό μας κλάμα να μας ξυπνάει. Και τότε συνειδητοποιούμε, πόσο κοντά στην ευτυχία βρίσκεται η απόγνωση. Και αναρωτιόμαστε αν καταφέραμε τελικά να πάρουμε την πιο σωστή απόφαση.

Κείμενο & Σκηνοθεσία: Εύα Οικονόμου – Βαμβακά

Σχεδιασμός Σκηνικού & Φωτισμοί: Βασίλης Αποστολάτος

Ενδυματολογία: Ματίνα Μέγκλα

Πρωτότυπη Μουσική & Sound Design: Μάνος Πατεράκης

Επιμέλεια κίνησης: Φωτεινή Μελετιάδου

Βοηθός Σκηνοθέτη: Υψιπύλη Σοφιά

Κατασκευή σκηνικού: Γιώργος Μαστοράκης, Γιάννης Σταυρίδης, Κώστας Γαρουφαλίδης

Σχεδιασμός Αφίσας & Φωτογραφίες: Alex Cokka

Οργάνωση Παραγωγής: Ολυμπία Σουγκάρη

Παίζουν: Δήμητρα Βήττα, Δημήτρης Δρόσος 

Παραστάσεις:

|8-23 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2023|

|Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 21:00 και Κυριακή στις 20:00|

Διάρκεια παράστασης: 70 λεπτά

Παραγωγή: ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καβάλας

Τιμές εισιτηρίων: Γενική Είσοδος 12€, Μειωμένο 8€ (φοιτητικό, κάρτα ανεργίας, ΑΜΕΑ)

Προπώληση εισιτηρίων καθημερινά: 11.00 – 14.00 & 18.00 – 20.00 στο Κέντρο πληροφόρησης επισκεπτών Δήμου Καβάλας (πρώην ΕΟΤ) Κεντρική Πλατεία τηλ: 2510-620566.

Τις ημέρες/ώρες των παραστάσεων η προπώληση θα γίνεται μόνο στο ταμείο του θεάτρου.

Ηλεκτρονική Προπώληση: ticketservices.gr

Για περισσότερες πληροφορίες και κρατήσεις θέσεων μπορείτε να καλείτε στα τηλέφωνα του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καβάλας 2510. 220876 – 7 (10:00-14:00).

*Στην αφίσα της παράστασης απεικονίζεται γλυπτό του Δημήτρη Πολυχρονιάδη.

**Το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας ευχαριστεί τη σχολή χορού Χοροχρόνος για την παραχώρηση του χώρου προβών

ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καβάλας

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading

Πολιτισμός

«Δεσποινίς Μαργαρίτα» στο θέατρο «Αμαλία» Θεσσαλονίκης

«Δεσποινίς-Μαργαρίτα»-στο-θέατρο-«Αμαλία»-Θεσσαλονίκης

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ

Ο Ρομπέρτο Ατάϋντε γεννήθηκε το 1949 στη Βραζιλία. Επηρεάστηκε βαθιά από τα γεγονότα της εποχής και αναζήτησε με επιμονή την βαθύτερη ουσία της παιδείας, σε σχολές και πανεπιστήμια των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης.

Τελικά εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια για ακαδημαϊκή μόρφωση και άρχισε να γράφει. Το πρώτο του μυθιστόρημα ” Ο φίλος Ιονάθαν” γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Στα 21 του, γράφει το θεατρικό “Δεσποινίς Μαργαρίτα” που τον κάνει ευρύτερα γνωστό στο κοινό. Συνέχισε με παραμύθια και ακόμα πέντε θεατρικά. Τα έργα του αναγνωρίστηκαν σ’ όλον τον κόσμο και, σε πολύ νεαρή ηλικία, κέρδισε το βραβείο “Μολιέρ”.

Υπόθεση

Πρόκειται για έναν έργο εμβληματικό της παγκόσμιας δραματουργίας, το οποίο ο συγγραφέας, σε ηλικία μόλις 24 ετών, εμπνεύστηκε και έγραψε κάτω από τη βαριά σκιά του δικτατορικού καθεστώτος της Βραζιλίας.

Η Δεσποινίς Μαργαρίτα είναι δασκάλα στην έκτη Δημοτικού. Με αφορμή τη δεδομένη εξουσία του δασκάλου προς τους μαθητές, την εξουσία που η γνώση μπορεί να παρέχει σ’ αυτόν που την κατέχει, ο Ρομπέρτο Ατάϋντε «αναλύει» με χειρουργική λεπτομέρεια, θεατρική μαστοριά, χιούμορ και φαντασία τον χαρακτήρα του εξουσιαστή, του εξουσιομανή, του αφελή που έγινε δικτάτορας.

Η Δεσποινίς Μαργαρίτα, υποτιμά, λοιδορεί, εξευτελίζει, τιμωρεί και εκφοβίζει αυτούς που δικαιούνται τα αγαθά της μάθησης και της γνώσης. Αλλά ο εξουσιαστής, ο ασκών την εξουσία, η δεσποινίς Μαργαρίτα, βουλιάζει στο σκηνικό που η ίδια έχει στήσει, προσπαθώντας να κρατηθεί στο βάθρο της εξουσίας της. Γι’ αυτό κι ο συγγραφέας χαρακτηρίζει το έργο «ιλαροτραγωδία».

Ανάγνωση

Φαινομενικά, η «Δεσποινίς Μαργαρίτα» προετοιμάζει τον θεατή για την είσοδο στη σκηνή μιας δασκάλας σε Δημοτικό σχολείο, στριφνής γεροντοκόρης, με συντηρητική εμφάνιση και ιδιοτροπίες. Θα κάνει στους μαθητές μια εισαγωγή στη διδακτέα ύλη, λίγο Βιολογία, Μαθηματικά, Ιστορία, Γραμματική…

Σύντομα γίνεται αντιληπτό ότι είναι ένα σκληρό και βίαιο έργο που ίσως γράφτηκε νωρίτερα απ΄ την εποχή του. Το μάθημα της δεσποινίδος Μαργαρίτας φλερτάρει με τη ζωή και το θάνατο, τη δικαιοσύνη και την αδικία, την ισότητα, το σεξ, μα πάνω απ’ όλα με την εξουσία.

Η δασκάλα είναι η εξουσία προσωποποιημένη και το μάθημά της δεν είναι τίποτα άλλο από ένα μάθημα ζωής. »Θα σας δείξω πώς είναι εκεί έξω, ποιο είναι το παιχνίδι με την εξουσία και πώς παίζεται. Θα συνειδητοποιήσετε αργά ή γρήγορα ότι εσείς θα έχετε πάντοτε άδικο, οι ασκούντες την εξουσία είναι παντοδύναμοι και θα σας συντρίψουν».

Η δεσποινίς Μαργαρίτα δεν αγαπάει τον εαυτό της. Αγαπάει όμως το παιδί που ήταν η ίδια κάποτε. Υπ’ αυτή την έννοια, αγαπάει και τα παιδιά. Δυο λέξεις στο κείμενο, η μία δίπλα στην άλλη, «απελπιστικά αναπόδραστα», δείχνουν καθαρά πως εκείνη γνωρίζει πολύ καλά πως το παιδί στον δρόμο προς την ενηλικίωση είναι έρμαιο της εκπαίδευσης. Πρέπει να «μορφωθεί» με εκείνο τον τρόπο ώστε να ενσωματωθεί στην πολιτεία όπου οι εκπαιδευτικοί της είναι «Δεσποινίδες Μαργαρίτες». Ενήλικος πια, ενταγμένος στο κοινωνικό σύστημα, θα είναι αδύνατον να αποδράσει από τη μορφή που έχει ήδη πάρει. Όπως η Δεσποινίς Μαργαρίτα.

Μάθημα ζωής με σύνθετα αλλά και πολλά απλά νοήματα-μηνύματα, ο μονόλογος του Ατάϋντε συγκλονίζει ακόμα και αποδεικνύεται προφητικός και επίκαιρος. Η κατάρρευση του καπιταλιστικού συστήματος με ό,τι ηθικό και πνευματικό συμπαρέσυρε βρίσκεται εδώ, σ ΄αυτόν τον μονόλογο.

Η παράσταση

Είμαι η Δεσποινίς Μαργαρίτα! Μία ανέραστη, κακότροπη, δύστροπη, συμπλεγματική και υστερική δασκάλα, που θέλει να διαμορφώσει τις ψυχές των μικρών μαθητών της και να τις πλάσει κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση δική της, αλλά και της δύσμορφης κοινωνίας μέσα στην οποία πρόκειται να ζήσουν. Θέλει να τα εκπαιδεύσει στην υπακοή, στην πειθαρχία και στη συμμόρφωση στην εξουσία του χρήματος. Στην αίθουσα διδασκαλίας ξετυλίγει τη διττή της ταυτότητα. Της δασκάλας, μα και της γυναίκας που εξουσιάζει.

Ο Γιάννης Μαργαρίτης σκηνοθετεί και φωτίζει μία αλληγορία πάνω στη δύναμη της εξουσίας, όπως τη συναντάμε στην κοινωνία, στην οικογένεια, στο σχολείο, στην εκκλησία, στο κράτος.

Η σημαντική ηθοποιός Κατερίνα Μαραγκού είναι η δεσποινίς Μαργαρίτα, που ακροβατεί ανάμεσα στο λογικό και στο παράλογο της ανθρώπινης ύπαρξης. Ερμηνεύει με όλα της τα εκφραστικά μέσα έναν συγκλονιστικό μονόλογο, ο οποίος αποδεικνύεται προφητικός και επίκαιρος.

Η Δεσποινίς Μαργαρίτα έχει πολλές φωνές και πρόσωπα. Είναι ένας εξουθενωτικός μακρύς χρονικά μονόλογος, που απαιτεί από την ηθοποιό ερμηνευτικό χιούμορ, φαντασία στην απόδοση του χαρακτήρα του εξουσιομανή εξουσιαστή, που όμως είναι και αφελής, αν όχι ψυχικά ασθενής, αφού επιζητεί μετά μανίας μια καρέκλα εξουσίας, ενώ ανάμεσα σε αυτά αντιλαμβάνεται – στον άλφα ή βήτα βαθμό – πως αποτελεί μια εκπαιδευμένη για αυτόν τον ρόλο, μαριονέττα. Και κάπου ομολογεί πως αξίες στην αληθινή Παιδεία είναι η γνώση και η μάθηση.

Η Κατερίνα Μαραγκού ανταποκρίνεται πληρέστατα σε όλες τις απαιτήσεις – διακυμάνσεις του δύσκολου ρόλου, εντυπωσιάζει, συγκινεί και καταχειροκροτείται από τους θεατές.

Η σκηνοθεσία σκιαγραφεί με λεπτομέρεια, θεατρική μαστοριά, χιούμορ και φαντασία, τον χαρακτήρα του εξουσιαστή, του εξουσιομανή, του αφελή που γίνεται εξουσιαστής.

Καθοριστική η συμβολή του μέγιστου Σταμάτη Κραουνάκη στην πετυχημένη παράσταση.

Επίλογος

Το “Δεσποινίς Μαργαρίτα” ανέβηκε το 1975 στην Ελλάδα με την Έλλη Λαμπέτη. Σήμερα 47 χρόνια μετά το πρώτο του ανέβασμα και ενώ μεσολάβησαν και άλλες παραστάσεις του ίδιου έργου στην χώρα μας, η Κατερίνα Μαραγκού επανεμφανίζεται στην σκηνή του θεάτρου «ΑΜΑΛΙΑ» ερμηνεύοντας τον σημαντικό αυτό μονόλογο στην εξαιρετική μετάφραση του Κώστα Ταχτσή.

Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Ρίο ντε Τζανέιρο το 1973 και σόκαρε τόσο που λίγες μέρες μετά την πρεμιέρα απαγορεύτηκε απ’ τη λογοκρισία. Έκτοτε ταξίδεψε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, ανέβηκε σε 30 χώρες, ερμηνεύτηκε από σπουδαίες ηθοποιούς όπως την Ανί Ζιραρντό στο Παρίσι ή την Εστέλ Πάρσονς στην Νέα Υόρκη.

Το ελληνικό κοινό γνώρισε τη «Δεσποινίδα Μαργαρίτα» το 1975 με την Έλλη Λαμπέτη, όπως αναφέρθηκε ήδη, σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη και μετάφραση Κώτσα Ταχτσή. Το έργο ενθουσίασε και στη συνείδηση του κοινού η ερμηνεία της Λαμπέτη παρέμεινε σημείο αναφοράς.

Από το 1994 και μετά η «Δεσποινίς Μαργαρίτα» ερμηνεύεται από πλήθος μεγάλων πρωταγωνιστριών: Λήδα Πρωτοψάλτη, Θέμις Μπαζάκα, Αννίτα Σαντοριναίου, Όλια Λαζαρίδου, Εφη Μουρίκη, κ.α. αλλά και από άνδρες όπως ο Γιώργος Μαρίνος κι ο Θόδωρος Γράμψας.

Συντελεστές:

Μετάφραση: Κώστας Ταχτσής
Σκηνοθεσία – Φωτισμοί: Γιάννης Μαργαρίτης
Μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης
Σκηνικά – Κοστούμια: CarmencitaBrojboiu
Με την Κατερίνα Μαραγκού

 ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading
Advertisement

Προτεινόμενα