Connect with us

Πολιτισμός

«Συνελήφθη μαϊμού που δεν χωρούσε πουθενά» (Κριτική από τον Παύλο Λεμοντζή)

«Συνελήφθη-μαϊμού-που-δεν-χωρούσε-πουθενά»-(Κριτική-από-τον-Παύλο-Λεμοντζή)

Διασκευή του διηγήματος «Εξομολογήσεις μίας μαϊμούς από τη Σιναγκάουα» του Χαρούκι Μουρακάμι

«ΑΦΑΝΕΙΣ ΗΡΩΕΣ» – ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καβάλας – 66ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΦΙΛΙΠΠΩΝ

Πιθανώς, να έχετε ήδη δει την περίφημη εικόνα με τις τρεις σοφές μαϊμούδες. Γνωρίζετε όμως τι σημαίνει πραγματικά;

Η κλασική εικόνα, με τις μαϊμούδες από το Ιερό Τοσόγκου, εκφράζει ένα απλό, διαχρονικό μάθημα: πρέπει να προσέχουμε τι λέμε, τι ακούμε και τι βλέπουμε.

Αυτό το φημισμένο ιερό βρίσκεται στην Ιαπωνία. Το γλυπτό με τις τρεις σοφές μαϊμούδες –με τη μία να καλύπτει το στόμα της, την άλλη τα μάτια της και την τελευταία τα αφτιά της– χρονολογείται στο 1636.

Γενικά, οι τρεις σοφές μαϊμούδες μας διδάσκουν να δίνουμε προσοχή στις δικές μας ανάγκες και να είμαστε πάντα προσεκτικοί και συνετοί, ειδικά όταν πρόκειται για βλαβερές ή αρνητικές σκέψεις.

«Προσέχετε τα λόγια σας. Καλύψτε τα αφτιά σας σε ό,τι δεν είναι καλό ή χρήσιμο και καλύψτε τα μάτια σας σε ό,τι σας βλάπτει και σας κάνει δυστυχισμένους».

Η έμπνευση του Μουρακάμι για το κείμενο που συμπεριλαμβάνεται στο τελευταίο του βιβλίο «Σε πρώτο ενικό» αντλήθηκε και από αυτή την εμβληματική εικόνα.

Υπόθεση

Μία μαϊμού και μία γυναίκα συναντιούνται σε έναν ιερό τόπο. Η πρώτη εργάζεται παρέχοντας υπηρεσίες χαλάρωσης και η δεύτερη βρίσκεται σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας. Βρίσκονται σε ένα μεταίχμιο, όπου δεν μπορούν να είναι κομμάτι των μικροκοινωνιών που τις περιβάλλουν. Αμφότερες είναι αδέσποτες υπάρξεις, χαμένες ανάμεσα σε εικόνες και μνήμες που τους έχουν φορεθεί και ψάχνουν μία νέα δική τους γλώσσα επικοινωνίας. Αναζητούν την ταυτότητά τους κόντρα σε έναν κόσμο διαρκώς μεταβαλλόμενο. Ακόμη κι αν μία αστυνομική ταυτότητα, κάποια στιγμή, γίνει αντικείμενο κλοπής…

 Ο συγγραφέας

 Ο Χαρούκι Μουρακάμι θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους Ιάπωνες συγγραφείς, με τη φήμη του να έχει ξεπεράσει προ πολλού τα σύνορα της πατρίδας του. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 50 γλώσσες, ενώ τα τελευταία χρόνια το όνομά του ακούγεται για το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Στο έργο του συνδυάζει τις μεταμοντέρνες τεχνικές με την αχαλίνωτη φαντασία του και τις επιρροές του από την αμερικάνικη λογοτεχνία.

Ο Χαρούκι Μουρακάμι γεννήθηκε στο Κιότο στις 12 Ιανουαρίου 1949 από γονείς φιλολόγους. Επιπλέον, ο πατέρας του ήταν βουδιστής ιερέας. Μεγάλωσε μέσα στα βιβλία, διαβάζοντας κυρίως δυτικούς συγγραφείς (Ντοστογιέφσκι, Φλομπέρ, Κάφκα. Κέρουακ κ.ά.), οι οποίοι επηρέασαν αποφασιστικά το λογοτεχνικό του έργο. Το στοιχείο αυτό είναι που τον διαφοροποιεί από την πλειονότητα των συμπατριωτών του λογοτεχνών.

Σπούδασε δραματικές τέχνες στο Πανεπιστήμιο Βασέντα του Τόκιο, όπου γνώρισε και παντρεύτηκε πολύ νωρίς τη συμφοιτήτριά του Γιόκο. Το ζευγάρι αποφάσισε να μην κάνει παιδιά και μετά την αποφοίτησή του άνοιξε ένα δισκάδικο και στη συνέχεια το τζαζ κλαμπ «Peter Cat». Παράλληλα, έγραφε και μετάφραζε έργα δυτικών συγγραφέων. Την απόφασή του ν’ ασχοληθεί με το γράψιμο την αποδίδει σε μία παράδοξη στιγμή αιφνίδιας έμπνευσης κατά τη διάρκεια ενός αγώνα μπέιζμπολ.

Το 1979 εκδόθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα, το οποίο το 1987 μεταφράστηκε στα αγγλικά με τον τίτλο «Hear the Wind Sing». Το βιβλίο του κέρδισε το βραβείο καλύτερης μυθοπλασίας για πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1980 από τον σκηνοθέτη Καζούκι Ομόρι.

Από την αρχή η γραφή του Μουρακάμι χαρακτηριζόταν από εικόνες και γεγονότα που ο ίδιος ο συγγραφέας δυσκολευόταν να εξηγήσει, αλλά φαινόταν να προέρχονται από τα βάθη της μνήμης του. Κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι αυτή η αμφισημία, δεν ήταν απωθητική για τον αναγνώστη, αλλά ένας λόγος για τη δημοτικότητά του, ιδιαίτερα στους νέους αναγνώστες, που είχαν βαρεθεί με τον αυτοεξομολογητικό τόνο, που διαπερνούσε το κύριο σώμα της ιαπωνικής λογοτεχνίας. Η έλλειψη πολιτικής ή πνευματικής στάσης του ενοχλούσε «σοβαρούς» συγγραφείς, όπως ο νομπελίστας Κενζαμπούρο Όε, ο οποίος είχε απορρίψει τα πρώτα του έργα, ως κάτι περισσότερο από διασκεδαστικά.

Ο Χαρούκι Μουρακάμι στράφηκε επαγγελματικά στη λογοτεχνία μόνο μετά την τεράστια επιτυχία του μυθιστορήματός του «Νορβηγικό Δάσος» («Norwegian Wood»), που εκδόθηκε το 1987 κι έχει πουλήσει περισσότερα από 10.000.000 αντίτυπα σε όλο τον κόσμο. Ο τίτλος του βιβλίου παραπέμπει στο ομώνυμο τραγούδι των Μπιτλς. Το 2010 μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη από τον γαλλοβιετναμέζο σκηνοθέτη Τραν Ανχ Χουνγκ. Ο ήρωας του μυθιστορήματος Τόρου Βατανάμπε, οδηγημένος από τη μουσική και τους στίχους του τραγουδιού των Μπιτλς,

ελευθερώνει τη μνήμη του και ανασύρει κομμάτια του εαυτού του από το μακρινό παρελθόν.

Την ίδια χρονιά με την έκδοση του βιβλίου που θα τον κάνει παγκοσμίως γνωστό, θα εγκαταλείψει την Ιαπωνία απογοητευμένος από την κοινωνική κατάσταση στην πατρίδα του και τα επόμενα χρόνια θα περιηγηθεί στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, όπου θα διδάξει λογοτεχνία στα πανεπιστήμια Πρίνστον και Ταφτς. Θα επιστρέψει στην Ιαπωνία το 1995.

Η επιτυχία συνόδευσε και τα επόμενα έργα του, από τα οποία αξίζει ν’ αναφέρουμε τα μεταφρασμένα στα ελληνικά μυθιστορήματά του «Το Κουρδιστό Πουλί» (1994), «Σπούτνικ Αγαπημένη» (1999), «Ο Κάφκα στην Ακτή» (2002), «Τις Μικρές Ώρες» (2004), «Ο άχρωμος Τσουκούρου Ταζάκι και τα χρόνια του προσκυνήματός του» (2013), καθώς και τις συλλογές διηγημάτων «Ο Ελέφαντας εξαφανίζεται» (1993) και «Μετά τον σεισμό» (2000).

Το 2009 κυκλοφόρησε το κορυφαίο έργο του, το πολυσέλιδο και πολυσυζητημένο «1Q84», που παραπέμπει στο «1984» του Τζορτζ Όργουελ.

 Ο Χαρούκι Μουρακάμι κέρδισε πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων και το Βραβείο Λογοτεχνίας Πριγκίπισσα των Αστουριών, ένα από τα εγκυρότερα του ισπανόφωνου κόσμου, για το έργο του που κινείται ανάμεσα «στο πραγματικό και το ονειρικό».

Στη νουβέλα του «Drive my car» βασίστηκε η ταινία «Drive my car» που τιμήθηκε με το Οσκαρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας το 2022.

Το τελευταίο βιβλίο του, μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Σε πρώτο Ενικό», από το οποίο «Οι εξομολογησεις μιας μαϊμούς» γίνεται παράσταση και παρουσιάζεται στο 66ο Φεστιβάλ Φιλίππων.

Η παράσταση

 Η φανταστική μυθοπλασία δεν είναι επιστημονική φαντασία. Η λογοτεχνία του φανταστικού περιλαμβάνει ένα ευρύτατο φάσμα λογοτεχνικών έργων, από την ηρωική/επική φαντασία ως τον τρόμο και τη δυστοπία, και από τις ιστορίες εναλλακτικής πραγματικότητας, ως τα παραμύθια και το υπερφυσικό, μαζί φυσικά με όλους τους πιθανούς συνδυασμούς. Εκείνο που ενώνει όλα αυτά, τα κάπως ετερόκλητα είδη, είναι το γεγονός ότι όλα τους έχουν λιγότερα ή περισσότερα στοιχεία που δεν υπάρχουν στον «πραγματικό» κόσμο, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις έχουμε και τη λογοτεχνική δημιουργία ενός «καινούριου». Ό,τι δηλαδή χαρακτηρίζει το έργο του πολυσχιδούς και πολυβραβευμένου Χαρούκι Μουρακάμι.

Στο διασκευασμένο κομμάτι «Συνελήφθη μαϊμού που δε χωρούσε πουθενά» από το διήγημα «Εξομολογήσεις μίας μαϊμούς από τη Σιναγκάουα» , από το τελευταίο του βιβλίο «Σε πρώτο Ενικό», συναντάμε μια εκλεπτυσμένη μαϊμού που μιλάει και κλέβει τα ονόματα των γυναικών που αγάπησε.

Η Υψιπύλη Σοφιά μεταφράζει τον Ιάπωνα «παραμυθά», μαζί με την Δανάη- Αρσενία Φιλίδου ερμηνεύουν τις δυο ηρωίδες στην περφόρμανς που ενέταξε το Φεστιβάλ Φιλίππων στο πρόγραμμά του και η Ειρήνη Λαμπρινοπούλου σκηνοθετεί μια γυναικεία υπόθεση που, όμως, ανάγεται σε πανανθρώπινη. Ο έρωτας, ο θάνατος, το νερό, η μαϊμού, η μοναξιά, η νοσταλγία, η αίσθηση πως δεν ταιριάζεις, δε χωράς σε μια καθεστηκυία τάξη, είσαι διαφορετικός, κυριαρχούν στην παράσταση, ενώ την αγωνία διαδέχεται το γέλιο.

 Η συνθήκη δράσης είναι ένα ιαπωνικό λουτρό- χαμάμ και δε θα μπορούσε να βρεθεί καταλληλότερος χώρος από αυτόν της Παλιάς Μουσικής. Αρκούντως υποβλητικός .
Επιστρατεύτηκε από τη σκηνοθεσία το σωματικό θέατρο και βλέπουμε μια εξαιρετική Αρσενία Φιλίδου να ερμηνεύει πειστικά, εκπληκτικά θα έλεγα, μια μαϊμού που μιλάει, μια μαϊμού που δεν αρέσει τις μαϊμούδες. Ακολουθεί η Υψιπύλη Σοφιά που αρχικά αφηγείται την παράξενη βιωματική της εμπειρία και στη συνέχεια εκπλήσσει , με τη σειρά της.

 Το ενδιαφέρον εστιάζεται στο τέλος, το οποίο δε χαρακτηρίζεται ως καθιερωμένο μιας παραμυθένιας ιστορίας.

 Η παράσταση γεννά ερωτήματα, παρά δίνει απαντήσεις. Ο θεατής καλείται να τις δώσει.

Επίλογος

Η λογοτεχνία από τη φύση της προσφέρει μια πολύπλευρη εικόνα της ζωής, κρύβοντας μια δυναμική που επηρεάζει με κάθε τρόπο τον άνθρωπο, και ιδιαίτερα, τους νέους. Μία ασυναγώνιστη αυτοτέλεια και αυτοδυναμία που πραγματώνεται μοναδικά μέσα ’ αυτήν . Εκεί, πραγματικά βρίσκονται «ριζωμένοι» οι πόθοι, τα μικρά και μεγάλα προβλήματα του ανθρώπου, οι κατακτήσεις και κουλτούρα του. Ένα τέτοιο είδος της λογοτεχνίας, που είναι οι μύθοι, υπηρετούν τους παραπάνω σκοπούς και διαθέτουν τα – παραπάνω – χαρακτηριστικά. Αναμφισβήτητα, επιδρούν πολύπλευρα και ισόρροπα στις διάφορες πτυχές της ανθρώπινης προσωπικότητας και, ειδικότερα, της «πρώτο-διαμορφούμενης». Καλύπτουν καίρια σημεία της, όπως τη γλώσσα του αναγνώστη, εν προκειμένω θεατού, το γνωστικό του επίπεδο, την ηθική του συνείδηση, τα συναισθήματά του, τη συμπεριφορά του, τα πρότυπα που αφομοιώνει και την αισθητική του.

Συντελεστές

Μετάφραση: Υψιπύλη Σοφιά

Σκηνοθεσία: Ειρήνη Λαμπρινοπούλου

Διασκευή-Δραματουργική Επεξεργασία: Η ομάδα

Πρωτότυπη Μουσική: Ζήσης Μεζίλης

Φωτισμός-Σκηνικός Χώρος: Βασίλης Αποστολάτος

Κατασκευή Κάμι: Έλενα Στίγκα

Κατασκευή Yukata: Καίτη Δρακάκη

Καλλιτεχνικός Συνεργάτης: Αναστάσης Μελέτης

Φωτογραφίες & Trailer: Ορέστης Σταυρόπουλος, Άννα Φιλίδου

Παίζουν: Υψιπύλη Σοφιά, Δανάη-Αρσενία Φιλίδου

 ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading
Advertisement
Click to comment

You must be logged in to post a comment Login

Leave a Reply

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Πολιτισμός

Διαμαντής Αξιώτης: Γιώργος Χειμωνάς: Βασιληάς της Ασίας

Διαμαντής-Αξιώτης:-Γιώργος-Χειμωνάς:-Βασιληάς-της-Ασίας

του Παύλου Λεμοντζή

Πέρασαν κιόλας είκοσι πέντε χρόνια, αφότου ο Γιώργος Χειμωνάς σφράγισε τα μάτια του στο Παρίσι, αφήνοντας σε δικούς και φίλους σπαραγμό για τον αλλόκοτο χαμό του, που συμπαρέσυρε στον αφανισμό και όλα τα χαρτιά του. Ανάμεσά τους και το αφήγημα «Γερτρούδη», που ο ίδιος, από ό,τι διάβασα, το φαντάστηκε σαν κορυφή και σαν χαράδρα της ζωής και της γραφής του.

Τι έγινε το χειρόγραφο, ένας θεός το ξέρει. Όπως κι αν έχει το πράγμα, μαζί με το Γιώργο Χειμωνά, χάθηκε και η «Γερτρούδη», με τρόπο μάλιστα που ο διπλός αυτός χαμός θα μπορούσε να γίνει μυθιστόρημα κι αν ζούσε ακόμη, θα το έγραφε ο ίδιος ο Χειμωνάς, γιατί ο γιατρός, φιλόσοφος – στοχαστής, συγγραφέας και ζωγράφος Γιώργος Χειμωνάς, έπαιζε μια ζωή με τον θάνατο: έβαζε ενέχυρο σ’ αυτό το παιχνίδι τη ζωή του, για να κερδίσει ένα γραφτό, κάθε φορά το τελευταίο. Σαν τον Ιππότη στην «Έβδομη Σφραγίδα» του Μπέργκμαν, φορώντας πάντα μαύρα, περήφανος κι ωραίος.

Έτσι τον είδε ο σημαντικός Καβαλιώτης συγγραφέας Διαμαντής Αξιώτης και του αφιέρωσε το πρόσφατο βιβλίο του «Γιώργος Χειμωνάς- ο Βασιληάς της Ασίας», χαρακτηρίζοντάς το «μυθοπλαστικό ντοκουμέντο», στο οποίο ο αναγνώστης συναντά πολύ περισσότερες αλήθειες από τον μύθο.

 Ο Διαμαντής Αξιώτης τον φέρνει στην γενέτειρά του για ένα – λογοτεχνική αδεία ή και επιθυμία – τέλος στον τόπο που έκλαψε πρώτη φορά, μόλις βγήκε από τη μήτρα της μάνας του. Βάζει αφηγήτρια μια γυναίκα, την Θαυμασία, ένα αερικό ερωτευμένο με τον Χειμωνά, μπορεί η αινιγματική γυναίκα-ερωμένη Ελένη Ξένου από τον «Εχθρό του Ποιητή» ή , γιατί όχι, δίνει φωνή και λόγο στη χαμένη «Γερτρούδη» του και στις τέσσερις συνιστώσες του «Βασιληά της Ασίας»: «Φαντασμαγορία», «Φόβος», «Έρωτας» και «Κλέφτης», έτσι όπως τυπώθηκαν στο περιοδικό «Υπόστεγο» της Στέγης το 1992. Ταυτόχρονα, μοιράζει σπαράγματα από τα έργα του Χειμωνά: «Πεισίστρατος», «Η εκδρομή», «Μυθιστόρημα», «Ο γιατρός Ινεότης», «Οι Χτίστες» και «Τα ταξίδια μου», ανάμεσα στο λυρικό, ηθογραφικό πυκνό, άλλοτε λόγιο κι άλλοτε αφηγηματικό γράφημά του.

 Θα μπορούσα να πω επίσης, για την αφηγήτρια Θαυμασία, ότι εννέα «μαθήματα» παραδεδομένα στον αναγνώστη από τον ίδιο τον Χειμωνά συνιστούν μια απαραίτητη, ίσως, μαθητεία για την προσέγγιση του έργου του. Αν και ο ίδιος ο Χειμωνάς διαχωρίζει ρητά το θεωρητικό από το λογοτεχνικό του έργο και αρνείται τη μελέτη του πρώτου ως προϋπόθεση για την προσέγγιση του δεύτερου, είναι μεγάλος ο πειρασμός του κάθε επίδοξου μελετητή της λογοτεχνίας του Χειμωνά να εισδύσει στη σκέψη του τελευταίου μέσω των κειμένων του για τον λόγο.

 Με τον ίδιον ακριβώς τρόπο, και παρά τις κατηγορηματικές διευκρινίσεις του συγγραφέα για το αντίθετο, ο αναγνώστης του Χειμωνά δύσκολα μπορεί να αγνοήσει την πολύχρονη και επιστημονικά αναγνωρισμένη θητεία του στη θεωρητική και έμπρακτη άσκηση της Ψυχιατρικής επιστήμης. Οπότε, από μία άποψη, η «Θαυμασία» είναι ενσάρκωση αυτής της ιδέας του Διαμαντή Αξιώτη. Να προσαρμόσει το φρέσκο βιβλίο του στις ιδιότητες του ήρωά του.

 «Σκέπτομαι τώρα», έγραψε κάποτε ο Γεωργουσόπουλος, «ότι από την αρχαιότητα έρχεται ο μύθος για τον «Σκοτεινό» Ηράκλειτο, Ο Διογένης ο Λαέρτιος αναφέρει το ανέκδοτο ότι ο Σωκράτης συντήρησε αυτόν τον «μύθο», όταν, αφού διάβασε τα χειρόγραφα που του ενεχείρισε ο Ευριπίδης με το «Περί Φύσεως» σύγγραμμα του Εφέσιου σοφού, διατύπωσε τη γνώμη πως είναι καταπληκτικά όσα κατάλαβε από τα διανοήματα του Ηράκλειτου, αλλά υποπτευόταν πως ήταν καταπληκτικότερα όσα δεν κατάλαβε και χρειάζονταν «Δήλιο κολυμβητή». Τόσα, δηλαδή, δύσκολα περάσματα είχε η τρικυμιώδη θάλασσα της φιλοσοφίας του, ώστε χρειαζόταν επιτήδειος και τολμηρός κολυμβητής για να φθάσει απέναντι, στο πέρας, ακτή.

 Ανάλογη μοίρα έχουν πάμπολλοι μεγάλοι διανοητές, επιστήμονες και κυρίως ποιητές. Για τον Ηράκλειτο η μοίρα επεφύλαξε αιώνες μια σπαραγμένη αποσπασματικότητα, που ενέτεινε την τάχα μου σκοτεινότητά του. Και ονόμαζαν σκοτεινότητα την πυκνότητα της γραφής του, τον προφητικό του τόνο, τις έντονες και υπερφυείς εικόνες και την παιγνιώδη λεξιμαγεία του».

 Στην Ελλάδα η πρόσληψη του Γιώργου Χειμωνά είχε μιαν ανάλογη τύχη. Από τα πρώτα γραπτά του, τον πρωτόλειο «Πεισίστρατο» η κριτική τον υποδέχτηκε, χωρίς βέβαια επιφυλάξεις, ως πειραματιστή κατ’ αρχάς και πρωτοποριακό λογοτέχνη, αλλά του πρόσαψε συνάμα και τη σφραγίδα του δυσπρόσιτου, του αινιγματώδους, του λαβυρινθώδους, του σκοτεινού, του συμβολιστή και του οικοδόμου αλληγοριών.

Στον δικό του «Βασιληά της Ασίας», ο Διαμαντής Αξιώτης, τον κατεβάζει στη Γη, τον απεκδύει από την φορεσιά του δυσπρόσιτου, τον στέφει, βεβαίως, με το στέμμα του καλλίστου ανάμεσα σε τρανταχτά ονόματα της ελληνικής λογοτεχνίας, τον σεργιανάει – μαζί κι εμάς – στην Καβάλα περασμένων δεκαετιών, περιγράφει εξαίσια τη χερσόνησο της Παναγίας με τα απομεινάρια που κληροδότησε στην πόλη ο Μεχμέτ Αλή, παραθέτει συμβάντα – με ντοκουμέντα – που διημείφθησαν σε αίθουσες με βιβλία και σε άλλες με ποτά, όπως ακριβώς τα είχε διοργανώσει το Δ.Σ. της Στέγης του 1989 και η επιτροπή του παλιού «Υπόστεγου».

Ακόμη, του ανοίγει τις πόρτες της Καβάλας από Ανατολάς και Δυσμάς και ακουμπάει την Ξάνθη και τη Δράμα, χαϊδεύει με κοσμητικά επίθετα τη Θάσο και φωτογραφίζεται στη Νέα Πέραμο, με όλη την παρέα των ντόπιων και επισκεπτών ανθρώπων του πνεύματος, των γραμμάτων και των τεχνών.

 Αποτίνει φόρο τιμής σε διανοούμενους που γέννησε η πόλη, όπως ο Κρίτων Χουρμουζιάδης, και σε επισκέπτες ιδίου βεληνεκούς, ενώ γενναιόδωρα προσφέρει στους αναγνώστες εικόνες από μια ξεχασμένη εποχή και κι έναν πολύτιμο θησαυρό από λέξεις που σαγηνεύουν, από παρομοιώσεις και μεταφορές, από φράσεις που φανερώνουν τις πολυεπίπεδες γνώσεις του, την λογοτεχνική του ωριμότητα, την περιπλάνησή του ανάμεσα στο φανταστικό και στο πραγματικό και βάζει τη δική του υπογραφή πλάι στους κατά καιρούς κριτικούς του παλίμψηστου έργου του Καβαλιώτη, αλλά Γαλλοθρεμμένου «Άγγελου ξιφήρη, ολόσωμο αρχάγγελο Ουριήλ». Αληθινό ή καμωμένο από σύννεφο, αυτό που ανυψώνει η δεινότητα της πένας του, η διαύγεια του πνεύματός του, το ανοικτό σε άγνωστους ορίζοντες από τους κοινούς θνητούς.

Τις τέσσερις αισθήσεις της πρώτης του ζωής, όπως γράφει ο Διαμαντής Αξιώτης, Φαντασμαγορία, Έρωτας, Κλέφτης και Φόβος, δώρα -άδωρα της πόλης που τον γέννησε, τις αφηγείται μέσα από παραστάσεις, επεισόδια και εκμυστηρεύσεις. Οι αναγνώστες κερδίζουν σε ενσυναίσθηση και σε αυτογνωσία. Επειδή μέσα στα χρονικά άλματα του δοκιμίου ή μυθοπλαστικού ντοκουμέντου, στις αλληγορίες, στις αφηγήσεις αληθειών και στη μυθική φαντασία, μέσα στον λυρισμό των λέξεων, ανακαλύπτουμε ότι ο εαυτός μας είναι συνήθως σε μια διελκυστίνδα. Από τη μια τραβάει ο φόβος και από την άλλη οι επιθυμίες.

 Το ένα τροφοδοτεί το άλλο, επειδή έχουμε μάθει από μικρή ηλικία και από το συλλογικό ασυνείδητο να αντιμετωπίζουμε τα πάντα ως προβλήματα προς επίλυση, αντί να τα βιώνουμε ως έχουν. Ζούμε σε μια συνεχή πλάνη, ποτέ στο παρόν, όμως, ο φόβος βασίζεται στο ψεύτικο. Στις αναμνήσεις και στις προσδοκίες. Ποτέ στο παρόν. Στο παρόν, στη διαρκή στιγμή, δεν υπάρχει φόβος. Υπάρχει μόνο αυτό που είναι. Γι’ αυτό και το βιβλίο κλείνει με τη μαυροφορεμένη Λούλα Αναγνωστάκη να μηρυκάζει αέναα «Ο Γιώργος, ο Γιώργος, ο Γιώργος μου» ….»

«Καληνύχτα χρυσό μου»

Ο Χειμωνάς δηλώνει επανειλημμένα στις δημόσιες καταθέσεις του ότι γράφει ρεαλιστική λογοτεχνία. Η διαφορά του από τους άλλους ρεαλιστές συγγραφείς έγκειται στο ότι το έργο του προσπαθεί να ψηλαφίσει, σαν τους μακρινούς αρχαίους προκατόχους του, την τραγική ουσία του ανθρώπου, που εδώ φέρει τη μορφή του ποιητή. «Και η τραγική ουσία, για να αρθεί στο Ύψος, ζητάει από το συγγραφέα να φανταστεί εκ νέου ένα ολιστικό σύστημα, να συντάξει με το λόγο ένα Μεγάλο αφήγημα– έστω και κατακερματισμένο- που καθορίζει τις «μικρές» , ανθρώπινες ζωές.»

 Ακριβώς αυτό κάνει ο Διαμαντής Αξιώτης στο «Μυθοπλαστικό Ντοκουμέντο» του : «Γιώργος Χειμωνάς: Βασιληάς της Ασίας».

Υ.Σ. Με το φιλόδοξο αυτό αξίωμα προσδοκούσε η Ελένη Ξένου να χρίσει τον ποιητή στην έσχατη κατοικία του!

ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading

Πολιτισμός

«Η αγάπη άργησε μια μέρα» στο Θέατρο Αντιγόνη Βαλάκου

«Η-αγάπη-άργησε-μια-μέρα»-στο-Θέατρο-Αντιγόνη-Βαλάκου

Μετά τη μεγάλη επιτυχία στην Κοζάνη, τη Θεσσαλονίκη και σε άλλες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας η παράσταση «Η αγάπη άργησε μια μέρα» που αποτελεί μια συμπαραγωγή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και του Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου Κοζάνης, έρχεται στην Καβάλα για δυο μέρες, στο Θέατρο Αντιγόνη Βαλάκου, το Σάββατο 1 και την Κυριακή 2 Φεβρουαρίου στις 18.00 και στις 21.00.

Το εμβληματικό βιβλίο της Λιλής Ζωγράφου «Η αγάπη άργησε μια μέρα» μεταφέρεται στη θεατρική σκηνή, σε σκηνοθεσία Ένκε Φεζολλάρι ο οποίος συνυπογράφει μαζί με τη Ροδή Στεφανίδου και τη διασκευή – δραματουργική επεξεργασία. Πρόκειται για έναν ύμνο στην ελευθερία και τον έρωτα.

Οι θεατές γίνονται ένα με τις ηρωίδες και το δράμα που περνούσε η καθεμία ξεχωριστά, αναδεικνύοντας δύσκολα κοινωνικά θέματα που κυριαρχούσαν περασμένες δεκαετίες όπως την ελευθερία και την αποδοχή της διαφορετικότητας και τα οποία όμως απασχολούν και τη σύγχρονη κοινωνία.

Η άκρως ατμοσφαιρική παράσταση με τις εξαιρετικές και πολύ δυνατές ερμηνείες των ηθοποιών κρατούν σε εγρήγορση τους θεατές, καθ’ όλη τη διάρκειά της. Οι άψογες παρεμβάσεις με τα βίντεο και τον λόγο της Λιλής Ζωγράφου δίνουν το στίγμα του συνολικού της έργου.

Στο έργο σκιαγραφείται αριστοτεχνικά η απάνθρωπη σκληρότητα της πατριαρχικής οικογένειας, οι κοινωνικές συμβάσεις και η ευλογία της αγάπης.

Πρόκειται ουσιαστικά για μια αλληγορία πάνω στο φασισμό και στον τρόπο που αυτός ποτίζει τις ανθρώπινες σχέσεις. Αναδεικνύονται τα σοβαρά και διαχρονικά προβλήματα που προκύπτουν από την τήρηση των «πρέπει», τη μη αποδοχή της διαφορετικότητας, τη λανθασμένη υποταγή και την καταπάτηση της ελευθερίας, στην καθημερινότητα.

Ο άνθρωπος, του χθες και του σήμερα, οι αδυναμίες και οι επιθυμίες του βρίσκονται στο επίκεντρο.

Το έργο «Η αγάπη άργησε μια μέρα», βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Λιλής Ζωγράφου, γραμμένο το 1994, το οποίο έγινε τηλεοπτική επιτυχία το 1997. Η συγγραφέας εστίασε στα μυθιστορήματά της στην πάλη για την ανεξαρτησία των γυναικών και στη γυναικεία χειραφέτηση. Το έργο πραγματεύεται την τόλμη που απαιτεί η ελευθερία καθώς και τον αγώνα ενάντια στην επιβολή και τον αυταρχισμό. Μια απεικόνιση της πατριαρχικής κοινωνίας και του βαθιά ριζωμένου μισογυνισμού. 

Η παράσταση

«Ακόμα και οι γιοί τρέμανε τη “σκιά” του πατέρα αφέντη, πού επίσης μέσα από το αίσθημα ιδιοκτησίας απαιτούσαν απ’ αυτούς να γίνουν σπουδαίοι, όχι ευτυχισμένοι, σπουδαίοι, πάντα στα μέτρα της δικής τους βαρβαρότητας και αμορφωσιάς».

Στο Νεοχώρι της Κρήτης, την περίοδο της Κατοχής, η πολυμελής οικογένεια Φτενούδου, ζει υπό το βάρος της ενοχής, της θρησκευτικής καταπίεσης και των άκαμπτων ηθικών κανόνων της επαρχίας. Μέσα σε αυτό το αρρωστημένο περιβάλλον, η μικρότερη κόρη, Ερατώ, η πολυαγαπημένη της μητέρας της, ερωτεύεται έναν Ιταλό στρατιώτη, που κρύβεται στο υπόγειο του σπιτιού τους και μένει έγκυος από αυτόν. Μετά τον θάνατο του πατέρα, η μεγάλη κόρη της οικογένειας αναλαμβάνει τα ηνία του σπιτιού, επιβάλλοντας τη θέλησή της μέσα από την απόλυτη υπακοή στο αναχρονιστικό σύστημα αξιών, τον ενσωματωμένο μισογυνισμό, τα μίση και τα απωθημένα της ερωτικής στέρησης. Ταυτόχρονα, η ανάγκη προάσπισης της εικόνας μιας φαντασιωσικής υπεροχής της οικογένειας Φτενούδου, την οδηγεί σε μια άνευ νοήματος μεγαλομανία, που ανατροφοδοτεί την κοινωνική υποκρισία: αποκρύπτει (ή θανατώνει) ό,τι πλήττει την οικογενειακή τιμή και επιδεικνύει κάθε ανούσια σύμβαση που προσδίδει κύρος στην παρηκμασμένη τους ζωή. Σε αυτό το περιβάλλον κάθε μορφή αγάπης και έρωτα αποκλείεται, ποινικοποιείται και διώκεται. Κάθε ανάγκη για ζωή μαραίνεται.

*Κατάλληλο για θεατές άνω των 13 ετών

Σκηνοθετικό σημείωμα

Ελλάδα, Κρήτη, Αθήνα. Πόλεις, χωριά, αγροτιά. Ο τόπος άλλοτε άγονος, άλλοτε καρποφόρος…

Στο επίκεντρο η οικογένεια, αρσενικά και θηλυκά κάτω από την μπότα του Πατέρα -Αφέντη και τους δρακόντειους, απαράβατους, άγραφους νόμους που δημιουργεί η Πατριαρχία. Η μοίρα των γυναικών της θέλει να είναι εγκλωβισμένες, σχεδόν φυλακισμένες στα νοικοκυριά. Αμπαρωμένες σε σπίτια -φρούρια αρσενικών- που θεωρούν ότι «τα γυναίκεια στόματα είναι άχρηστα για να ταϊστούν». Η επαρχία όμως δημιουργεί και ευνουχισμένα αρσενικά καθώς και ανάπηρα παιδιά …ένας Καιάδας για την διαφορετικότητα, για κάθε τι όμορφο που αποζητά να αναδυθεί από την ασχήμια και τη βία που μας περιβάλλει.. Ο Άνθρωπος που σφυρηλατείται στην αδικία και τον πόνο. Ο λόγος της Λιλής Ζωγράφου καταγγέλλει οτιδήποτε περιορίζει την ελευθερία του ατόμου. Υπερασπίζεται κάθε ανθρώπινη οντότητα ως αυτοτέλεια και ως αυθυπαρξία του ατόμου. Η άνοδος και η πτώση των ψευδεπίγραφων κοινωνικών συμβάσεων. Η ιστορία της καταπίεσης των γυναικών στην Ελλάδα, τα Βαλκάνια, στον κόσμο που κατοικούμε, στον κόσμο που μας εμπεριέχει. Η «Τιμή της οικογένειας» που γίνεται τσεκούρι και δίνει άλλοθι για εγκλήματα. Τι θα πει Ελευθερία; λέει στο κείμενο της και απαντά: «Μα η αθωότητα να μην γνωρίζεις την ασκήμια των ανθρώπων. Μόνο τότε είσαι ελεύθερος».

Ένκε Φεζολλάρι

Συντελεστές

Διασκευή- Δραματουργική επεξεργασία: Ροδή Στεφανίδου, Ένκε Φεζολλάρι

Σκηνοθεσία: Ένκε Φεζολλάρι

Σκηνικά-κοστούμια: Δαναη Πανά

Μουσική: Κωνσταντίνος Ευαγγελίδης

Φωτισμοί: Σεμίνα Παπαλεξανδροπούλου  

Βίντεο: Άντα Λιακου

Βοηθός Σκηνοθέτη: Χριστόφορος Μαριάδης

Οργάνωση Παραγωγής: Ηλίας Κοτόπουλος

Κατασκευή σκηνικού: Νίκος Λαβαντσιώτης, Τάκης Συνδουκάς

Φωτογραφίες: Mike Rafail | That long black cloud

Διανομή: Υρώ Λούπη, Ιωάννα Παγιατάκη, Λίλιαν Παλάντζα, Πολυξένη Σπυροπούλου, Δανάη Σταματοπούλου, Άννη Τσολακίδου, Μαρία Χατζηιωαννίδου

Τιμές εισιτηρίων:

15 € Γενική Είσοδος,

12 € Μαθητικό – Φοιτητικό-Ανέργων-ΑΜΕΑ (με την επίδειξη των αντίστοιχων δικαιολογητικών κατά την είσοδο)

Ηλεκτρονική προπώληση: https://www.more.com/gr-el/tickets/theater/i-agapi-argise-mia-mera/

Προπώληση εισιτηρίων καθημερινά από τη Δευτέρα 27 Ιανουαρίου, 11.00 – 14.00 & 18.00 – 20.00, στο Κέντρο πληροφόρησης επισκεπτών Δήμου Καβάλας (πρώην ΕΟΤ) στην Κεντρική Πλατεία, τηλ: 2510-620566.

Για περισσότερες πληροφορίες και κρατήσεις μπορείτε να καλείτε στα τηλέφωνα του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καβάλας 2510. 220876 (10:00-14:00).

ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καβάλας

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading

Πολιτισμός

«Χόρεψέ με πατέρα»: Όταν η άνοια γίνεται αφορμή για θεατρική παράσταση

«Χόρεψέ-με-πατέρα»:-Όταν-η-άνοια-γίνεται-αφορμή-για-θεατρική-παράσταση

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΕΦΗ ΚΑΡΟΥΝΙΑ

«Χόρεψέ με πατέρα»: Ένας πατέρας με άνοια και η υστερική κόρη του, προσπαθούν να επικοινωνήσουν. Ο καθένας μέσα από την δική του διαταραχή, αναζητά την προσωπική του λύτρωση. Θα τα καταφέρουν;

Το κείμενο υπογράφει η Κατερίνα Αντωνιάδου. Η σκηνοθεσία είναι του Γιώργου Αρμένη, με τον ίδιο στον ρόλο του πατέρα και την Κατερίνα Αντωνιάδου στον ρόλο της κόρης.

Στη συνέντευξη που ακολουθεί ο Γιώργος Αρμένης και η Κατερίνα Αντωνιάδου, μιλούν για την θεατρική παράσταση «Χόρεψέ με πατέρα» και πως βρέθηκαν δάσκαλος και μαθήτρια στην σκηνή. (σ.σ. Η παράσταση θα παρουσιαστεί την Κυριακή 19 Ιανουαρίου, στις 8 το βράδυ στο «Καλογερικό» της Θάσου)

Γιώργος Αρμένης: Το κείμενο είναι της Κατερίνας. Μου άρεσε όταν το διάβασα. Στήσαμε την παράσταση και πραγματικά ήταν ένα θαύμα για εμάς που κάναμε πρεμιέρα και γυρίσαμε πολλές πόλεις. Έχει πολύ μεγάλη αποδοχή από τους θεατές. Πραγματικά είναι παρά πολύ ωραίο. Και το λέω αυτό με πλήρη συνείδηση. Έχω τόσα χρόνια στο θέατρο που δεν μπορώ να λέω ψέματα. Πάντα οι θεατές φεύγοντας από μια θεατρική παράσταση παίρνουν μαζί τους κάτι σαν φυλαχτό, σαν μια ευχή. Πάντα το θέατρο διδάσκει. Νομίζω ότι με την συγκεκριμένη παράσταση αυτό το έχουμε πετύχει σε μεγάλο βαθμό

Κατερίνα Αντωνιάδου: Έχω γράψει και άλλα έργα. Είναι το πρώτο που έσπρωξα και δεν το κράτησα στα συρτάρια μου. Μάλλον το πίστεψα πιο πολύ. Άρεσε και στο Γιώργο Αρμένη. Όταν το έγραψα το έδωσα να το διαβάσει και μου είπε ότι θα το ανεβάσουμε. Ήταν πιο ώριμη αυτή η γραφή σε σχέση με τα προηγούμενα.

Γιατί η άνοια γίνεται αφορμή για θεατρική παράσταση;

Γιώργος Αρμένης: Έχει… άνοια ο πατέρας, δηλαδή εγώ, αλλά στο τέλος τα βρίσκουμε. Αυτό περνάει και στο κοινό που στο τέλος μας χαρίζει έντονο χειροκρότημα. Εγώ, δεν ξέρω γιατί, αλλά… τρελαίνομαι με αυτό το έργο. Μου αρέσει παρά πολύ. Μου αρέσει που κάνω ότι έχω άνοια. Κάποια στιγμή βέβαια έρχεται ένα στοιχείο που συγκινεί και προκαλεί την ανατροπή. Εδώ θέλω να πω ότι μέσα στο έργο υπάρχει και το κωμικό στοιχείο , παίρνεις κωμικές ανάσες. δεν είναι δράμα. Δεν είναι μαύρο… Εμένα η θεατρική μου κόρη με έχει σαν παιχνίδι…

Κατερίνα Αντωνιάδου. Το θέμα της άνοιας δεν ήρθε συνειδητά. Εγώ θέλησα να πω μια ιστορία για δύο ανθρώπους που δεν επικοινωνούν. Η άνοια στάθηκε ως εμπόδιο. Αν δεν υπήρχε η άνοια θα ήταν ένα άλλο εμπόδιο. Δεν ξέρω ποια ήταν η αφορμή. Ίσως στο υποσυνείδητό μου υπήρχε κάτι που δεν το έχω ανακαλύψει ακόμη. Ο αρχικός μου στόχος ήταν να πω για δύο ανθρώπους που δεν επικοινωνούν μεταξύ τους.

Γιατί πιστεύετε ότι έχουμε φτάσει στο σημείο να μην μπορούμε να επικοινωνήσουμε με τον συνάνθρωπο;

Γιώργος Αρμένης: η άνοια και το αλτσχάιμερ θερίζουν. Αυτό είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο. Πέρα από αυτό όμως δεν αναγνωρίζουμε τον διπλανό, τον συνάνθρωπο .

Κατερίνα Αντωνιάδου: Νομίζω ότι είναι δύσκολη η επικοινωνία, καθώς δεν έχουμε μάθει να επικοινωνούμε με τον εαυτό μας και κάνουμε προβολές. Από εκεί ξεκινάει. Δηλαδή βλέπουμε τον εαυτό μας στο πρόσωπο του άλλου. Το ίδιο συμβαίνει και με τους δύο ήρωες του έργου. Και η κόρη νοσεί, δεν είναι καλά ψυχολογικά. Δεν μπορεί να επικοινωνήσει με τον εαυτό της. Για αυτό νομίζω ότι είναι δύσκολη η επικοινωνία γενικότερα. Δεν έχουμε μάθει να επικοινωνούμε με το μέσα μας

Τελικά η καθημερινότητα μας μεταφέρεται στη σκηνή;

Κατερίνα Αντωνιάδου Νομίζω σε αρκετά σημεία. Και αυτό επιβεβαιώνεται και από τον κόσμο. Μας λένε μετά την παράσταση ότι «είδαν» αρκετά στοιχεία από την δική τους ζωή. Το έργο μιλάει για την μοναξιά, τους φόβους για βαθύτερα θέματα που μπορεί να μας απασχολούν.

Δάσκαλος και μαθήτρια στην σκηνή…

Γιώργος Αρμένης: Για εμένα είναι πολύ γοητευτικό. Χαίρομαι ιδιαίτερα με αυτή την συνύπαρξη γιατί η Κατερίνα είναι ένας πολύ όμορφος άνθρωπος. Υπάρχει πολύ αγάπη μέσα στην παράσταση… Αλλά δυστυχώς συνεχίζω να έχω την άνοια.

Κατερίνα Αντωνιάδου: Νοιώθω πανέμορφα που δουλεύω με τον Γιώργο. Τον ξέρω πολλά χρόνια. Έχουμε δουλέψει μαζί αρκετές φορές, από τα χρόνια που ήμουν στη Δραματική Σχολή. Τον ξέρω και με ξέρει. Ξέρει πώς να με διαχειριστεί, ξέρει πώς να με δουλέψει και εγώ καταλαβαίνω αυτό που θέλει να μου πει πριν ακόμη μου το πει. Υπάρχουν βέβαια και οι… εντάσεις, αλλά στο τέλος όλα καλά.

Η βία αποτελεί χαρακτηριστικό της κοινωνίας μας και της καθημερινότητάς μας…

Γιώργος Αρμενης: Εγώ νοιώθω πολύ θυμωμένος για όλα αυτά που ζούμε. Και θυμώνω πολύ περισσότερο με τους ηλικιωμένους που φθάνουν σε πράξεις βίας.

Κατερίνα Αντωνιάδου. Για να αλλάξει το σκηνικό πρέπει να ξεκινήσει από μέσα μας. Η δουλειά που θα πρέπει να κάνουμε με τον εαυτό μας. Μας φταίει ο εαυτός μας και τα βάζουμε με την γυναίκα μας, με τον άνδρα μας, με το παιδί μας, με το σκυλί μας…

Κύριε Αρμένη, έχετε αριστερές καταβολές. Πως θα σχολιάζατε την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η Αριστερά σήμερα;

Απ. Κουρελού. «Η θειά μου η Αμισούρδα τρία βρακιά φορεί»

Εσείς κ. Αντωνιάδου, ως πιο νέα σε ηλικία;

Απ.: Εγώ δεν ξέρω να πω για την αριστερά, δεν ξέρω να πω για την δεξιά. Ξέρω να πω ότι όσοι ανεβαίνουν στην εξουσία ρημάζουν την Ελλαδίτσα μας. Δεν αγαπούν το τόπο τους, όποιας απόχρωσης και απόκλισης και αν είναι.

ΠΗΓΗ: AchaiaNews.gr  

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading
Advertisement

Προτεινόμενα