Connect with us

Πολιτισμός

«Ο καλός άνθρωπος του Σε Τσουάν» του Μπέρτολτ Μπρεχτ από το Κ.Θ.Β.Ε.

«Ο-καλός-άνθρωπος-του-Σε-Τσουάν»-του-Μπέρτολτ-Μπρεχτ-από-το-ΚΘΒΕ.

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ

Θα μπορούσε να είναι Αριστοφάνης δηκτικός, καταγγελτικός κι αθυρόστομος, αλλά είναι ο Μπρεχτ, ο ανοιχτός- εκ πεποιθήσεως – σε πολλές και διαφορετικές αναγνώσεις. Θα μπορούσε ν΄ αλώνιζε τη σκηνή ένας Μνησίλοχος μασκαρεμένος με πρόθεση, αλλά είναι η Σεν Τε, μια, ας πούμε δυναμική φιγούρα, ταιριασμένη στο σκαρί της Ιωάννας Δεμερτζίδου που, αν ήθελε ο σκηνοθέτης, θα είχε την ικανότητα να οργώσει αυτή η ηθοποιός τη σκηνή, να φέρνει τα πάνω –κάτω, να επιβάλλει αναγκαστικές ανατροπές, αλλά είναι αρκετά φρόνιμη και ήπια -σκηνοθετική αδεία – κι ωστόσο, επιζεί σ’ έναν κόσμο άδικο, σκληρό, ανάλγητο, διπρόσωπο.

Αυτό συμβαίνει αργά- αργά, στην παράσταση που ανέβασε στο «Βασιλικό Θέατρο» το Κ.Θ.Β.Ε.

«Πώς μπορεί να είναι κανείς καλός, όταν τα πάντα είναι τόσο ακριβά;» Ο τελευταίος καλός άνθρωπος στη Γη, σύμφωνα με την ιστορία μας, ήταν μια πόρνη στην Κίνα, στο μακρινό Σε τσουάν. Ακόμα κι αυτή, η καλόπιστη κι αφελής Σεν Τε, χρειάστηκε να επινοήσει το κακό alter ego της για να επιβιώσει.

Στη σκιά του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, μεταξύ 1938-1940, ο Μπρεχτ, ήδη εξόριστος στη Σουηδία, γράφει ένα από τα σημαντικότερα έργα του. Ο διδακτισμός υποχωρεί, η ανθρώπινη φύση με τις αντινομίες της και τα ηθικά διλήμματα προσεγγίζονται με ποιητική διάθεση, οι λύσεις δεν είναι προφανείς, ενώ –σκωπτικά μπορούμε να πούμε – ο Σωκράτης με τον Κομφούκιο «ενώνουν» το ελληνικό πνεύμα με το κινέζικο, δανείζουν το μείγμα στον Γερμανό Μαρξιστή πρωτοπόρο του «επικού θεάτρου» Μπρεχτ κι εκείνος «σερβίρει» στην ανθρωπότητα την πνευματική τροφή της αλληγορίας, μέσα από τη φιλοσοφία και τη διανόηση.

«Ο καλός άνθρωπος του Σε τσουάν» πασχίζει εδώ και χρόνια να δώσει απάντηση στο αγωνιώδες ερώτημα που τον κατατρύχει: πώς να συνταιριάσει τη φυσική του καλοσύνη με τη σκληρή πραγματικότητα, την προσωπική του ευτυχία με κείνη των άλλων, το ήθος με την ιδιοτελή ηθική τού κέρδους;

Ανέβηκε για πρώτη φορά στη Ζυρίχη της Ελβετίας το 1943. Η δραματική του φόρμα ακολουθεί τους κανόνες του «μη αριστοτελικού δράματος» και του μπρεχτικού «επικού θεάτρου». Με το εξαιρετικό εύρημα του «διχασμού», ο Μπρεχτ δραματοποιεί τη διπλή υπόσταση του κόσμου, το αιώνιο χάσμα ανάμεσα στον άνθρωπο και τις κοινωνικές δομές που δημιουργεί, ανάμεσα στην υπαρξιακή ανάγκη και την οικονομική αναγκαιότητα, ανάμεσα στις ηθικές αξίες και την αδυσώπητη πραγματικότητα.

Η παραβολική δράση τοποθετείται στην Ανατολή. Τρεις θεοί έρχονται στη γη προς αναζήτηση, έστω, ενός καλού ανθρώπου, ώστε να δικαιολογείται η συνέχεια του κόσμου. Εντοπίζουν την καλόκαρδη Σεν Τε και ξεπληρώνουν με χρήματα τη φιλοξενία της. Εκείνη, ανήμπορη να συγκρατήσει – την καταστροφική για την ίδια – πλημμυρίδα της μεγαλοψυχίας της προς τους αναξιοπαθούντες συμπολίτες της, επινοεί έναν δεύτερο εαυτό, τον «ξάδελφο» Σουί Τα. Αυτός την απαλλάσσει απ’ όσους παρασιτούν σε βάρος της κι υπερασπίζεται, όποτε χρειαστεί, τα συμφέροντά της. Τούτη η απελπιστική λύση που υιοθετεί η Σεν Τε, τη διασώζει μεν κοινωνικά, τη συντρίβει δε, ψυχικά.

Τίποτα δεν απλουστεύεται. Αντίθετα, μια ιδιοφυής ύπαρξη με αντιφατικά χαρακτηριστικά αναδύεται, για ν’ αποδείξει πως στις οργανωμένες ταξικές κοινωνίες το Καλό δεν μπορεί να έχει φύση αμιγή και πως οι λύσεις δεν έρχονται, επ’ ουδενί, εξ’ ουρανού. Όπως σε όλη τη δραματουργία του Μπρεχτ, το τέλος παραμένει ανοιχτό και η φαινομενική αφηγηματική καθαρότητα εγείρει σύνθετα ερωτήματα, που στόχο έχουν ν’ αφυπνίσουν την κριτική συνείδηση του κοινού.

Στα χρόνια που πέρασαν από την περίοδο που γράφτηκε (1930 – 1941) το έργο, τα ιστορικά γεγονότα που μεσολάβησαν πριμοδότησαν την θεατρική τέχνη με πολλές ιδέες και απόψεις, ενώ σκηνοθέτες σ΄ όλον τον κόσμο τις διαπραγματεύθηκαν ή επεξεργάστηκαν, στο πλαίσιο του μεταπολεμικού προβληματισμού, για το τι είναι και σε τι μπορεί να στοχεύει, το πολιτικό, αριστερής ιδεολογίας, θέατρο. Τα ίδια τα έργα του Μπρεχτ, ωστόσο, παραμένουν πιο ενδιαφέροντα από ποτέ, σύγχρονα μετά τον μεταμοντερνισμό, θησαυροί για σκηνικούς πειραματισμούς, για πολυεπίπεδο στοχασμό και ψυχαγωγία υψηλών αξιώσεων.

Στην παράσταση του Κ.Θ.Β.Ε. η σκηνοθεσία του κ. Δημήτρη Καραντζά φέρνει μια πρόταση στα μέτρα του «θεάτρου μαριονέτας». Θεωρεί ότι έτσι σταθμίζει αποτελεσματικά την ελκυστική μυθοπλασία με την μπρεχτική προβληματική, θέτοντας αμφότερες στην υπηρεσία ενός φιλικού θεάματος προς τον θεατή, ακόμη κι από την προσχολική ηλικία, εφόσον και το σκηνικό είναι ένας μεγάλος γκρίζος τοίχος ψυχρού δωματίου, που πέφτει και δημιουργείται ένα άνοιγμα όμοιο με αυτό του κουκλοθέατρου και υπαινίσσεται μ’ αυτόν τον , μάλλον ανέμπνευστο τρόπο, τη χειραγώγηση ανθρώπων από χειριστικούς τύπους της αρπαγής, της μπαγαμποντιάς, της μαφιόζικης στρατηγικής.

Οι ηθοποιοί κινούνται σαν μαριονέτες, τρόπον τινά, σηκώνονται από τις καρέκλες τους, λένε τα λόγια τους και ξανακάθονται. Ακόμα κι ο μπερντές που σκαρώθηκε σε μια γωνιά για τις ανάγκες της αφήγησης, θυμίζει το σπίτι του Καραγκιόζη.

Όλοι τους, ασφαλώς, εξαιρετικοί ερμηνευτές, εδώ είναι πειθαρχημένοι εργάτες της σκηνής, ακολουθούν πειθήνια τις σκηνοθετικές οδηγίες και υπηρετούν το όραμα του κ. Καραντζά.

 Επίσης, η σκηνοθεσία τονίζει το στοιχείο της αποστασιοποίησης, ακυρώνοντας επιδεικτικά τη σύμβαση κοινού – σκηνής, ως τρόπου αφήγησης που δεν ταράσσει στο παραμικρό την ησυχία της πλατείας.

 Ίσως, δεν άρεσε σε αρκετούς θεατές αυτή η διαλεκτική σχέση ηθοποιών –θεατών, αλλά οι εκτιμήσεις όλων μας είναι υποκειμενικές. Θα πω, βέβαια,ότι το συγκεκριμένο ύφος της παρούσας παράστασης είναι πειραματικό, για να παρακολουθήσει το κοινό το πώς αντιλαμβάνεται ο σύγχρονος σκηνοθέτης τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η θεατρική γλώσσα και στη χώρα μας.

Οι μουσικές επί σκηνής από όργανα που οι μουσικοί: Δάνης Κουμαρτζής (κιθάρα), Αμαλία Σάνη (τσέλο), Κατερίνα Ταβλαδωράκη (κλαρινέτο),

παίζουν με δεινότητα, είναι μεν εύρημα σκηνοθετικό, αλλά δεν αποτελεί το κέντρο του κόσμου της. Ουσιωδώς η μουσική συνεργάζεται αρμονικά με τα υπόλοιπα στοιχεία της αφήγησης και λειτουργεί υποκινητικά, για ν΄ αναδείξει, ας πούμε, τους θεατρικούς χαρακτήρες και να αιτιολογήσει τα κίνητρα των πράξεών τους στην εξέλιξη της ιστορίας. Άλλωστε, η μουσική που έγραψε ο Δημήτρης Καμαρωτός μεγεθύνει την ησυχία της πλατείας.

Πρόκειται, λοιπόν, για ένα τολμηρό φορμαλιστικό εγχείρημα που προκαλεί τον θεατή σ’ έναν παθητικό τρόπο θέασης. Συμπράττουν σ’ αυτό όλοι οι συντελεστές: Ηθοποιοί, σκηνικά, κοστούμια, πρωτότυπη μουσική και, κυρίως, σκηνοθετική άποψη που πιστεύει ότι «εξαργυρώνει» τις επιταγές του Μπρεχτικού ρεαλισμού.

Ο κ. Δημήτρης Καραντζάς, υποθέτω, ότι μελέτησε στη λεπτομέρεια το κείμενο και τη μπρεχτική ρητορική, ανακατεύτηκε με τη λογική του κουκλοθέατρου, επέβαλε αργούς ρυθμούς, συνεργάστηκε με ευφυείς ανθρώπους, ικανότατους επαγγελματίες που τον ακολούθησαν πιστά και, τελικά, παρέδωσε στο κοινό μια συμβατική θεατρική εμπειρία.

Η ταλαντούχα ηθοποιός Ιωάννα Δεμερτζίδου αγωνίζεται να αποδώσει την εύθραυστη και αδυσώπητη δυαδικότητά της, κάθε φορά που απεκδύεται την καλοσύνη και ντύνεται την κακία, όπως της δίδαξε ο σκηνοθέτης.

Ο μυώδης και λεβεντόκορμος Νίκος Μήλιας, πείθει ως αεροπόρος, ως στιβαρό αρσενικό, για το ανάλγητο και τα πολλαπλά πρόσωπα ενός αιθεροβάμονα έρωτα, που ξέρει να ξεγελά ακόμη και αυτόν που πάει να σε γελάσει. 

O πολύ καλός ηθοποιός Χρίστος Στυλιανού, αναλαμβάνει τον μαραγκό «Λιν Το» κάνοντας το λίγο, πολύ!

Ο έμπειρος Ορέστης Παλιαδέλης εντυπωσιάζει στον ρόλο του νερουλά. Η Ελένη Θυμιοπούλου είναι πράγματι απολαυστική συμφεροντολόγα, ιδίως όταν ξεσπά σ’ ένα μακρόσυρτο γέλιο που, ευτυχώς, ταρακουνά κάπως την ηρεμία της αίθουσας, μα κι όλος ο θίασος κινείται σύμφωνα με τις σκηνοθετικές οδηγίες και συνεργάζεται με τους υπόλοιπους συντελεστές, ώστε να έρθει ένα ποθητό φινάλε στην μακροσκελή παράσταση.

Ακούμε στην αρχή: «Α, πολύ ωραίος μα την αλήθεια αυτός ο κόσμος!
Παντού δυστυχία, προστυχιά και απελπισία! Ακόμα και τα τοπία κατάντησαν αποκρουστικά: Τα όμορφα δέντρα είναι κουτσουρεμένα κι έχουν γίνει τηλεγραφόξυλα, και πέρα από τα βουνά, βαριά σύννεφα καπνού και βροντές από κανόνια! Πουθενά, πουθενά ούτε ένας καλός άνθρωπος!». Στον δε επίλογο, λέει ο ηθοποιός: «Το πώς θα πάψει αυτό το κακό, ψάχτε να το βρείτε μονάχοι σας. Πήγαινε, ψάξε, αγαπημένο μου κοινό. Μια κατάλληλη λύση πρέπει να υπάρχει. Όχι στο θέατρο, ψάξε τη στη ζωή!».

Ενδιαφέρουσα η μετάφραση της Άννυς Κολτσιδοπούλου, ενώ ο μεγάλος πρωταγωνιστής είναι ο φωτισμός του Δημήτρη Κασιμάτη. Είναι «ακριβό» δώρο σ’ αυτή την «επίπεδη» παράσταση του κρατικού Βορειοελλαδίτικου φορέα.

Να σημειώσω ότι το έργο σκηνοθέτησε για το Κ.Θ.Β.Ε. ο Μίνως Βολανάκης το 1965 και ο Πέτρος Ζηβανός, το 2002. Επίσης, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος συμμετείχε στα 49α Δημήτρια με αυτό το έργο, σε σκηνοθεσία Γιάννη Μαργαρίτη. Επρόκειτο για παραγωγή που αποτέλεσε Διπλωματική Εργασία Αποφοίτων Δραματικής Σχολής  του 2014.

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ:
Μετάφραση: Άννυ Κολτσιδοπούλου

 Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς

Σκηνικά: Κωνσταντίνος Σκουρλέτης, Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη

 Μουσική: Δημήτρης Καμαρωτός

 Επιμέλεια κίνησης: Αλέξης Τσιάμογλου

Φωτισμοί: Δημήτρης Κασιμάτης

 Βοηθός σκηνοθέτις -Δραματολόγος: Κορίνα Βασιλειάδου

 Βοηθός σκηνογράφου: Μανώλης Ψωματάκης

 Βοηθός ενδυματολόγου: Σόνια Καϊτατζή

Οργάνωση παραγωγής: Μαρίνα Χατζηιωάννου

 Οδηγός σκηνής: Marleen Verschuuren,

Φωτογραφίες: Mike Rafail (ThatLong Black Cloud)
 
* βοηθός σκηνοθέτηστο πλαίσιο πρακτικής άσκησης: Ελίνα Τσιορμπατζή

Παίζουν οι ηθοποιοί (με αλφαβητική σειρά: Μελίνα ΑποστολίδουΤζωρτζίνα ΔαλιάνηΙωάννα ΔεμερτζίδουΕλένη ΘυμιοπούλουΣτέλιος Καλαϊτζής, Γιάννης ΚαραμφίληςΆγγελος ΚαρανικόλαςΝίκος ΚουσούληςΝίκος Μήλιας, Χρυσή ΜπαχτσεβάνηΒασίλης ΜπεσίρηςΔημήτρης ΝαζίρηςΜπέττυ ΝικολέσηΙωάννα ΠαγιατάκηΟρέστης ΠαλιαδέληςΓιώργος Παπαδάκος, Βασίλης Παπαδόπουλος, Ιωάννα ΠιατάΧρίστος ΣτυλιανούΣτέργιος Τζαφέρης, Μαρία Χατζηιωαννίδου
 
*Έκτακτη αντικατάσταση: Λουκία ΒασιλείουΧρήστος Τσάβος, Γιάννης Τσεμπερλίδης

Μουσικοί επί σκηνής: Δάνης Κουμαρτζής (κιθάρα), Αμαλία Σάνη (τσέλο), Κατερίνα Ταβλαδωράκη (κλαρινέτο)

ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading
Advertisement
Click to comment

You must be logged in to post a comment Login

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Πολιτισμός

ΔΗΠΕΘΕ: Ματαιώνεται η παράσταση «Ρίτα»

ΔΗΠΕΘΕ:-Ματαιώνεται-η-παράσταση-«Ρίτα»

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading

Πολιτισμός

Διακρίσεις μαθητών του Δημοτικού Ωδείου Καβάλας σε Διαγωνισμό Σαξοφώνου

Διακρίσεις-μαθητών-του-Δημοτικού-Ωδείου-Καβάλας-σε-Διαγωνισμό-Σαξοφώνου

Σημαντικές ήταν οι διακρίσεις που πέτυχαν οι ταλαντούχοι μαθητές του Δημοτικού Ωδείου Καβάλας στο Διεθνή Διαγωνισμό Σαξοφώνου, ο οποίος πραγματοποιήθηκε στην Λάρισα από τις 12 έως 14 Απριλίου και στον οποίο συμμετείχαν παιδιά όλων των ηλικιών από την Ελλάδα και το εξωτερικό.

Συγκεκριμένα, ο μαθητής Ντόρφμαν Γιάννης, ο οποίος διαγωνίστηκε στην Α΄ κατηγορία – Προκαταρκτική απέσπασε το 3ο Βραβείο. Επίσης, ο Μάρκος Κούνιας (Α΄ κατηγορία – Προκαταρκτική) και ο Ανδρέας Καλιαμπάκας (Β΄ κατηγορία – Κατωτέρα), όλοι μαθητές της τάξης Σαξοφώνου της Πωλίνας Κατσαβούνη    έλαβαν  έπαινο για το παίξιμό τους .

Θερμά συγχαρητήρια στους μαθητές, τους γονείς και στην καθηγήτρια  για τις επιτυχίες αυτές.  Ευχόμαστε σε όλους ακόμη μεγαλύτερες διακρίσεις και ελπίζουμε ότι με την πορεία και την πρόοδό τους θα προσφέρουν ισχυρό κίνητρο στους συμμαθητές τους!

Ο Αντιδήμαρχος Πολιτισμού,

διά βίου μάθησης και Μουσικής Εκπαίδευσης

Απόστολος Μουμτσάκης

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading

Πολιτισμός

«ΤΟ ΓΑΛΑ» του Βασίλη Κατσικονούρη στο «Αντιγόνη Βαλάκου»

«ΤΟ-ΓΑΛΑ»-του-Βασίλη-Κατσικονούρη-στο-«Αντιγόνη-Βαλάκου»

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ

Πολυπαιγμένο και πολυμεταφρασμένο, γραμμένο το 2003, «Το γάλα» του Βασίλη Κατσικονούρη έκανε και διεθνή καριέρα. Είναι ένα από τα καλύτερα και μεστότερα νεοελληνικά έργα.

Πρωτοπαίχτηκε στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη την περίοδο 2005-2006, επί προεδρίας του αείμνηστου Νίκου Κούρκουλου, για να συνεχιστεί και την αμέσως επόμενη σαιζόν, λόγω της πολύ μεγάλης επιτυχίας του.

Το έργο είναι μεταφρασμένο στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, σερβικά και πολωνικά.

 “Ξένος εδώ, ξένος κ’ εκεί, κι όπου κι αν πάω ξένος

Το γάλα, λέει ο συγγραφέας στο βιβλίο του, στα ρωσικά λέγεται «μαλακό». Έτσι, περίεργα, μια άλλη ελληνική λέξη, σπαρμένη μέσα σε μια άλλη γλώσσα, δίνει εκεί, στο ξένο χωράφι, πολύ πιο άμεσα και ανάγλυφα την αίσθηση του πράγματος, απ’ ότι η αντίστοιχη που το ονοματίζει στα ελληνικά.

Γι’ αυτήν ακριβώς την αίσθηση θέλει να μιλήσει «Το γάλα» του Βασίλη Κατσικονούρη και οι ήρωες του.

Μια οικογένεια από την πρώην Σοβιετική Ένωση – μητέρα με δύο γιούς – ο ένας εκ των οποίων πάσχει από σχιζοφρένεια, προσπαθεί να προσαρμοσθεί και να επιβιώσει στην Ελλάδα. Η απόγνωση της μάνας και ο ψυχικός σπαραγμός της για την ασθένεια του μικρού της γιού, παράλληλα με τον φόβο που προέρχεται από τον κοινωνικό ρατσισμό του περιβάλλοντός της, παρουσιάζονται με σπαρακτικό τρόπο.

Η βία διαδέχεται και εναλλάσσεται με την τρυφερότητα, η ένταση με τη γαλήνη, η απελπισία με την ελπίδα, το όνειρο με τον εφιάλτη, η πραγματικότητα με την ψευδαίσθηση και αντιστρόφως. 

Πρόκειται για μια συγκλονιστική οικογενειακή ιστορία, όπου φωτίζεται δεξιοτεχνικά από τον συγγραφέα ο συναισθηματικός κόσμος των ηρώων και οι ανησυχίες τους, όπως αυτές πηγάζουν μέσα από το κοινωνικό τους περιβάλλον, αλλά κυρίως φωτίζεται η αίσθηση που έχει ο καθένας ήρωας, πως όλα μέσα του μαλακώνουν και ζεσταίνονται, όταν σταματάει πια να κλαίει και να πονάει, καθώς δέχεται μια πρόσκαιρη ανακούφιση. Κι όταν αυτή λιγώνεται, τότε νιώθει ξένος. Σαν πρόσφυγας ανάμεσα σε δυο πατρίδες. Ξένες κι αυτές.

Τη σκηνοθεσία υπογράφουν ο Μάνος Καρατζογιάννης, με μακρά γόνιμη θητεία στο ελληνικό έργο και η Ερμίνα Κυριαζή, η οποία σκηνοθέτησε την περασμένη σαιζόν και το πιο πρόσφατο έργο του Βασίλη Κατσικονούρη το: «Τσιτάχ. Η ερημιά του τερματοφύλακα».

Η παράσταση αφιερώνεται στη μνήμη του Κωνσταντίνου Παπαχρόνη, ο οποίος ήταν ο πρώτος που ερμήνευσε το ρόλο του Λευτέρη, το 2006, στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου.

Πιο αναλυτικά, μια ολιγομελής οικογένεια ομογενών από την πρώην Σοβιετική Ένωση, όπου ζούσε εκεί μια τσακισμένη ζωή σε ταραγμένα χρόνια, ερείπια επί ερειπίων ο τόπος γύρω τους, ήρθε και μπήκαν όλοι τους σ’ ένα καζάνι που έβραζε. ΄Ήρθαν στην Ελλάδα μαζί με πολλούς άλλους τη δεκαετία του 1990 και σπιτώθηκαν σ’ ένα ημιυπόγειο διαμέρισμα μιας χαμο- γειτονιάς.

 Τα μέλη: η μητέρα Ρήνα και οι δυο της γιοί, ο Αντώνης και ο Λευτέρης, ο οποίος πάσχει από μιας μορφής σχιζοφρένεια, ενώ ο πατέρας έχει πεθάνει από χρόνια.

Ο πρωτότοκος γιος, ο Αντώνης, θέλει πάση θυσία και με οποιοδήποτε τίμημα να ενσωματωθεί στη νέα πατρίδα του. Μιλάει μόνο Ελληνικά, θέλει να ξεχάσει τα Ρωσικά, τρώει μόνο ελληνικά φαγητά, δεν έχει κανένα μετανάστη φίλο, προσεταιρίζεται τους Έλληνες, γίνεται αποδεκτός από αυτούς και προσπαθεί να δρέψει τους καρπούς της ελληνοποίησής του.

Αντίθετα, ο μικρότερος, ο Λευτέρης, αρνείται να ενσωματωθεί στην νέα του πατρίδα. Τραγουδάει ρωσικά τραγούδια, μιλάει στα ρωσικά, τρώει ρωσικά φαγητά και αναπολεί διαρκώς τον τρόπο ζωής τους στην Τιφλίδα. Η σχιζοφρένειά του λειτουργεί και αυτή σε ένα άλλο επίπεδο, σαν άρνηση ενσωμάτωσης στα πρότυπα και τις επιταγές της ελληνικής κοινωνίας.

Αυτές οι διαφορές των δυο αδερφών είναι η αιτία των συνεχόμενων καυγάδων που διασαλεύουν την ηρεμία και τη γαλήνη του σπιτιού. Ο Αντώνης απαιτεί τρόπους συμπεριφοράς που ο Λευτέρης αρνείται και η σύγκρουση είναι μόνιμη.

 Ανάμεσά τους η μάνα, που η συμπεριφορά της εμπεριέχει τις εκ διαμέτρου αντίθετες θεάσεις της πραγματικότητας. Θέλει να ενσωματωθεί στην ελληνική κοινωνία αλλά δεν εμπιστεύεται τους Έλληνες. Θέλει να ξεχάσει το παρελθόν αλλά το αναπολεί συνέχεια. Επαινεί τον Αντώνη για την αποφασιστικότητά του, αλλά προστατεύει τον άρρωστο Λευτέρη από τη χλεύη, όμως δε θέλει να τον στείλει στο ψυχιατρείο.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, ο Αντώνης, έχοντας εδώ και καιρό αποφασίσει να διαγράψει το παρελθόν του στην Τιφλίδα και, ταυτόχρονα, να απομακρυνθεί από μια οικογενειακή ζωή που του είναι βάρος και ντροπή, βρίσκει δουλειά σε ένα βενζινάδικο στη Λάρισα. Εκεί συναντά στο πρόσωπο της κόρης του ιδιοκτήτη, την μελλοντική σύζυγό του, αλλά και την ευκαιρία της κοινωνικής και οικονομικής ανόδου.

 Έτσι, επισκέπτεται την οικογένεια στην Αθήνα για να της ανακοινώσει τα ευχάριστα νέα τού γάμου. Επί πλέον, επειδή θα φέρει την μέλλουσα σύζυγο να τους τη γνωρίσει, τη Νατάσα, θέλει να εξασφαλίσει την ήσυχη και κόσμια συμπεριφορά του Λευτέρη.

Πράγματι, η πρώτη συνάντηση είναι ενθαρρυντική, με την κοπέλα να αντιμετωπίζει τον Λευτέρη με συμπάθεια και φιλική διάθεση. Μάλιστα, τις επόμενες ημέρες κάνουν παρέα και δένονται σιγά – σιγά. Όμως, η παρουσία της Νατάσας στο σπίτι μαζί με τον Λευτέρη και χωρίς την παρουσία κανενός άλλου, υποδαυλίζει τα ανοργάνωτα σεξουαλικά ένστικτα του νεαρού, ο οποίος προχωρά σε σεξουαλική παρενόχληση και αναγκάζει τη φοβισμένη κοπέλα να δραπετεύσει από το σπίτι.

Αυτή η εξέλιξη των πραγμάτων θα σταθεί μοιραία για την πορεία της οικογένειας. Ο Αντώνης αρνείται οποιαδήποτε επαφή πλέον με τον Λευτέρη και τη μητέρα του, με αποτέλεσμα μάνα και μικρός γιός να μείνουν μόνοι, σε ένα σύμπαν που το γεμίζει η νοσταλγία για το παλιό και ο φόβος για το μέλλον.

Όταν η μητέρα πεθαίνει, ο Αντώνης αναλαμβάνει να επιλέξει τη μοίρα του αδερφού του. Δεν επιτρέπει σε κανένα εμπόδιο να του καταστρέψει την πορεία που έχει δώσει στη ζωή του κι ο εγκλεισμός του Λευτέρη στο ψυχιατρείο είναι η μόνη επιλογή. 

Όπως έχει πει ο συγγραφέας «Θα ήθελα τα έργα μου να λειτουργούν σαν ένα ισχυρό αντίδοτο απέναντι στις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας και κατ’ επέκταση της ελληνικής οικογένειας. Να καταδεικνύουν την πάλη ανάμεσα στο άλγος της μνήμης και το άγος της λήθης», έτσι και τα δυο αδέρφια συμβολίζουν και εκφράζουν αυτόν το διπλό ψυχικό πόνο: Ο μεν Αντώνης το άγος της λήθης, ο δε Λευτέρης το άλγος της μνήμης.

Το έργο θεωρείται ένα από τα πλέον εμβληματικά του σύγχρονου ελληνικού δραματολογίου και τον χαρακτηρισμό αυτό δεν τον ενισχύουν μόνο οι θεματικές, που εξακολουθούν να αφορούν άμεσα τον θεατή, αλλά η αρραγής δομή της πλοκής, οι διαστρωματώσεις που φωτίζουν τα χαρακτηριστικά των δραματικών προσώπων, ο καίριος συγχρωτισμός μεταξύ δηκτικού χιούμορ και ανέσπερης ευαισθησίας, η ευγενής και κοπιώδης πρόθεση να συγκεραστεί το ανοίκειο με την αποδοχή του.

Πρόκειται για ένα έργο-ηχηρό χαστούκι στον εφησυχασμό μας, μπροστά σ’ αυτά που συμβαίνουν στη διπλανή μας πόρτα και στην πίσω αυλή του σπιτιού μας. Ένα έργο ζωντανό και σπαρακτικό, γραμμένο από έναν γνώστη της ανθρώπινης ψυχής, που διψά για ελευθερία, όμως την τσαλακώνει η ανάγκη. Ένα έργο που μας βλέπει κατάματα και πρέπει οι θεατές με τη σειρά μας, να το δούμε με τα μάτια της ψυχής.

Οι διορατικοί συν- σκηνοθέτες Μάνος Καρατζογιάννης και Ερμίνα Κυριαζή υποστήριξαν, με την επαγγελματική τους οξυδέρκεια και την πνευματική τους διαύγεια, το τρίγωνο των δυνάμεων που αναπτύσσεται στο κείμενο και διαρθρώνεται κλιμακωτά μέσα από τη σκιαγράφηση των ηρώων: μνήμη-σώμα-ετερότητα. Πετυχαίνουν να προβάλουν την αξία και την εμβέλεια του δραματικού ιστού, με έμπνευση, χωρίς καμία υπερβολή, ακρότητα ή αστοχία και με σεβασμό στην καταιγιστική πλοκή. Έτσι, οι νοηματικοί κώδικες είναι ευανάγνωστοι, πλήρεις συναρπαστικής εικονοποιίας και εσωτερικού προβληματισμού.

Και οι τρεις δραματικοί χαρακτήρες έχουν ισχυρή τη μνήμη, που φέρει την ταυτότητα του ξένου, ο οποίος, όπου κι αν βρίσκεται παραμένει,κατά κάποιο τρόπο, άπατρις: «στη Ρωσία είμαστε γκρέκοι και στην Ελλάδα, Ρώσοι».

 Σημάδια από μια χώρα που θα ήθελαν να ξεχάσουν αλλά είναι ανέφικτο, φράσεις και τραγούδια από μια χώρα, στην οποία προσφεύγει τρυφερά το θυμικό και η λογική, και από την οποία οφείλουν να αποκοπούν για να ενσωματωθούν στη νέα πατρίδα, να επιβιώσουν και να αντλήσουν τη χαρά της αποδοχής, της ένταξης στην κοινότητα που το πρέπον είναι να τους εμπεριέχει και, σε ένα βαθμό, να τους προστατεύει.

Βαθιά συναισθηματική παράσταση, με ένα κείμενο που εμπεριέχει πάρα πολλά ζητήματα, όπως : ρατσισμός, ψυχιατρικές ασθένειες και αντιμετώπισή τους, φτώχεια, εκμετάλλευση, σχέσεις μέσα στην οικογένεια, αίσθημα του μη ανήκειν, βία κ.ά.

Σε ένα λιτό σκηνικό ( Άγγελος Αγγελής), που απεικονίζει εύγλωττα την ένδεια της ζωής της Ρήνας και του Λευτέρη, με τα ταιριαστά λιτά καθημερινά τους ρούχα, σε αντίθεση με τους πάντα καλοντυμένους Αντώνη και Νατάσα, γινόμαστε μάρτυρες ενός δράματος που άπαντες σκεφτόμαστε, ενώ το παρακολουθούμε: «αυτό δε θα καταλήξει καλά». Είναι όλα αυτά τα δίπολα των αντιθέσεων, που μας πείθουν ότι ο αδύναμος θα ακολουθήσει ακόμη μια φορά το «πεπρωμένο» του.

Συγκλονιστικός ο Μάνος Καρατζογιάννης στον ρόλο του Λευτέρη, σε μια ερμηνεία που έχει πολύ εκφραστικότητα (ειδικά στα κομμάτια των μονολόγων για πιο προσωπικά ζητήματα) και ένταση ταυτόχρονα, ενσαρκώνοντας ένα παιδί που γεννήθηκε για να κάνει όνειρα και, μέσα από αυτά, να ελπίζει ότι θα γίνει και το περιβάλλον του καλύτερο, όμως η πραγματικότητα το συντρίβει. Ο εξαιρετικός Μάνος Καρατζογιάννης προσεγγίζει την πικρία και την ψυχική του αδυναμία μέσα από ένα πηγαίο χιούμορ, στο οποίο δεν λείπουν ο αυτοσαρκασμός και η τρυφερότητα. 

 Ομοίως, η μάνα – πολύ καλή η Στέλλα Γκίκα – αποφεύγει τον σκόπελο του μελοδραματισμού, αποδίδει με καθηλωτική απλότητα τις εσωτερικές της συγκρούσεις και επικοινωνεί απόλυτα με τον Δημήτρη Πασσά, ο οποίος δίνει μια αφοπλιστική ερμηνεία στον ρόλο τού φιλόδοξου πρωτότοκου γιου της.

 Η σκηνή που καθηλώνει είναι αυτή του θηλασμού. Το γυναικείο στήθος, ως βιολογικό όργανο και πολιτιστικό «σημείο», έχει διττή υπόσταση: είναι πανανθρώπινη ερωτογενής ζώνη και, ταυτόχρονα, είναι ο ιερός μαστός που τρέφει τα μωρά.

 Από την εμπειρία του θηλασμού έχει περάσει σχεδόν όλη η ανθρωπότητα. Η μάνα Γη τρέφει τα παιδιά της.

Ως πρωταρχικά σύμβολα της μητρότητας: μαστός και γάλα, όπως και αίμα και μήτρα στον τοκετό, περιβάλλονται από την αύρα του μυστηρίου, του ιερού, του απόλυτα σεβαστού.

Γάλα και αίμα είναι τα πρωταρχικά υγρά της ζωής. Τα ομογάλακτα αδέρφια θεωρούνται πραγματικοί αδελφοί: ήπιαν από το ίδιο γάλα και από το ίδιο στήθος.

Κατά τις λαϊκές αντιλήψεις, γυναίκα που να μην έχει δώσει γάλα στο βρέφος δεν είναι σωστή μητέρα, δεν ανταποκρίνεται στον ιδανικό ρόλο του φύλου της, στα ιερά καθήκοντα της μητρότητας.

Ο παλιμπαιδισμός του Λευτέρη συναντά το ανεκπλήρωτο καθήκον της μητέρας του: να τον θηλάσει, να τον αναθρέψει με τα θρεπτικά υγρά του σώματός της, να βυζάξει το μωρό.

 Αυτή η καθηλωτική σκηνή του συμβολικού βυζάγματος είναι «εικόνισμα», επειδή αυτό που δεν έγινε τότε στη Γεωργία, πραγματοποιείται εκ των υστέρων στην Ελλάδα, έστω με συμβολικό τρόπο, στην εφηβεία. Το παιδί ηρεμεί και αποκοιμάται. Ο Λευτέρης δεν έχει γίνει και δε θα γίνει ποτέ άντρας.

Ο Λευτέρης, παρά το όνομά του, δεν ελευθερώνεται ούτε με την αρρώστια του, ούτε με τις βάναυσες εξόδους του, ούτε με τον εγκλεισμό του σε ψυχιατρική κλινική. Η στέρησή του είναι ισόβια και δεν αναπληρώνεται με τίποτε. 

 Ο Βασίλης Κατσικονούρης χειρίζεται με τρόπο κάπως γκροτέσκο, αλλά με πολύ σεβασμό, τον οποίο μεταδίδει και στο κοινό του, μια ιερή εικόνα, χριστιανική και παγανιστική, και ανακαλεί ένα βίωμα πρωταρχικό και αξέχαστο για τον καθένα, και μας γυρίζει στην αρχή της ζωής: στην αίσθηση και τη γεύση του μητρικού γάλατος.

Στον ρόλο της αρραβωνιαστικιάς, η Ελένη Σακκά, μας πείθει πως βλέπουμε ένα κορίτσι από μια μεγάλη πόλη της ελληνικής επαρχίας, με καλοβαλμένη οικογένεια, σπουδές που γίνονται μόνο για το πτυχίο, μια αφέλεια που πηγάζει από την προστασία του σπιτιού που μεγάλωσε και όνειρα που αρχίζουν και τελειώνουν σε έναν όμορφο σύντροφο και στη δημιουργία οικογένειας, που θα της εξασφαλίσει το «μπράβο» του περίγυρου.

Η σκηνοθεσία επέλεξε μια λιτή γραμμή, εστιάζοντας στους χαρακτήρες των τεσσάρων πρωταγωνιστών και ανεβάζοντας μέσα από τους διαλόγους και τις ιστορίες τους την κλιμάκωση της δράσης, με τέτοιον τρόπο, ώστε η παράσταση κρατάει τον θεατή προσηλωμένο σε όλη τη διάρκειά της, αλλά έξυπνα, με ενέσεις χιούμορ, ώστε δημιουργείται μια ατμόσφαιρα ζοφερή μεν, αλλά γνώριμη στον θεατή, αποφεύγοντας την παγίδα του άκρατου ρεαλισμού- συναισθηματισμού, όπως συναντάμε σε αντίστοιχης θεματικής παραστάσεις.

Αυτό που εισπράττει το κοινό, εν τέλει, είναι μια δυνατή ιστορία-μαρτυρία, με εξαιρετικές συγκρούσεις, μοναδικές κορυφώσεις, αλλά και μια θεατρική παράσταση γεμάτη ελπίδα.

 Συντελεστές 

Σκηνοθεσία: Μάνος Καρατζογιάννης – Ερμίνα Κυριαζή
Ερμηνεύουν: Στέλλα Γκίκα, Μάνος Καρατζογιάννης, Δημήτρης Πασσάς, Ελένη Σακκά
Σκηνικά – κοστούμια: Άγγελος Αγγελής
Μουσική: Νεοκλής Νεοφυτίδης
Φωτισμοί: Άγγελος Παπαδόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Φίλιππος Παπαθεοδώρου

Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή, Σπύρος Περδίου

Βίντεο προώθησης: Ηλίας Μόσχοβας
Παραγωγή: Πολιτισμός Σταθμός Θέατρο

ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading
Advertisement

Προτεινόμενα