Connect with us

Πολιτισμός

«Ο Επιθεωρητής» του Νικολάι Γκόγκολ στο Βασιλικό Θέατρο από το Κ.Θ.Β.Ε.

«Ο-Επιθεωρητής»-του-Νικολάι-Γκόγκολ-στο-Βασιλικό-Θέατρο-από-το-ΚΘΒΕ.

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ

Πρόλογος

Το κλασικό αριστούργημα του κορυφαίου Ρώσου δραματουργού Νικολάι Γκόγκολ, που πρωτοπαίχτηκε στην Αγία Πετρούπολη το 1836, είναι στην ουσία μια πολιτική, αττική κωμωδία του Βορρά, όπου η ιδιωτική ίντριγκα του Μένανδρου σμίγει με τη δημόσια κριτική του Αριστοφάνη. Το έργο παρουσιάζει έναν κόσμο, στον οποίο κανείς δεν είναι απαλλαγμένος από το σπίλωμα του αδηφάγου συμφέροντος, ούτε κανένας από τους κατοίκους στη σκηνική παραστατικότητά του είναι αρκετά έξυπνος, ώστε να κρύψει τη διαφθορά του ή να αντιληφθεί το ηθικό κενό της ύπαρξής του.

Στην καλοδουλεμένη αυτή πολιτική σάτιρα στηλιτεύεται η διαφθορά του λαού από την Εξουσία και φαίνεται πως, όσο μεγαλώνει η κρατική απολυταρχία, τόσο μικραίνει η συνείδηση του ανθρώπου.

Μπορούμε να πούμε με ασφάλεια ότι σε ένα μικρό έργο, ο Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ καταφέρνει να δείξει έξοχα όλους τους τομείς της κοινωνίας: τους ανθρώπους, τους εμπόρους, τη γραφειοκρατία. Ο «Επιθεωρητής» αντικατοπτρίζει τους κύριους τομείς της ζωής: εμπορικό, κοινωνικό, πνευματικό.

Στο Κ. Θ.Β.Ε. ανέβηκε για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1964.

Υπόθεση

«Ο Επιθεωρητής» ολοκληρώθηκε από τον Νικολάι Γκόγκολ σε διάστημα δύο μηνών, από τον Οκτώβριο μέχρι το Δεκέμβριο του 1835. Η υπόθεση τού έργου εκτυλίσσεται σε μια επαρχιακή πόλη της Ρωσίας, όπου οι κρατικοί υπάλληλοι -από τον επικεφαλής τους, τον Έπαρχο, ως τον τελευταίο στην ιεραρχική κλίμακα- συμπεριφέρονται ως δυνάστες του λαού, με κύρια και ουσιαστική τους ασχολία τις απάτες, τους εκβιασμούς και τον εκφοβισμό των απλών ανθρώπων που ζουν εδώ.

Όμως, αυτή η ιδεατή κατάσταση για τους ανθρώπους του κρατικού μηχανισμού διαταράσσεται ξαφνικά, από την είδηση ότι επίκειται η άφιξη ενός υψηλόβαθμου Επιθεωρητή, ο οποίος έχει σκοπό να ελέγξει τον τρόπο με τον οποίο ασκούν τα καθήκοντά τους και να επιβάλει κυρώσεις σε εκείνους που δεν τα ασκούν όπως πρέπει. Επίσης, προκειμένου να μπορέσει να κάνει καλύτερα τη δουλειά του, έρχεται ινκόγκνιτο.

Και ενώ οι φήμες οργιάζουν, ένας ξένος, με ύφος αρκετά αυστηρό και με ανάλογους τρόπους, φθάνει στο πανδοχείο της πόλης. Όλοι υποπτεύονται πως είναι ο Επιθεωρητής, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για τον κατώτερο υπάλληλο ενός υπουργείου, με το όνομα Χλεστιακόβ, που επιστρέφει από την άδειά του απένταρος, καθώς έχει χάσει όλα του τα λεφτά στα χαρτιά και δεν είναι σε θέση να πληρώσει ούτε για τη διαμονή του στο πανδοχείο.

Ο Έπαρχος τον καλεί σπίτι του για να εξασφαλίσει την εύνοια του κυρίου Επιθεωρητή. Ο τελευταίος, δηλαδή ο ασήμαντος Χλεστιακόβ, εκμεταλλευόμενος την κατάσταση, τρομοκρατεί τους πάντες και ερωτοτροπεί με τη γυναίκα και την κόρη του Έπαρχου. Όμως, ακόμη και όταν ο Χλεστιακόφ φεύγει, ένας νέος κύκλος βασάνων ανοίγει για τους κρατικούς υπαλλήλους αυτής της πόλης, καθώς, αυτή τη φορά, καταφθάνει ο πραγματικός Επιθεωρητής.

Ανάγνωση

Πρόκειται για μια ανελέητη καταγγελία εναντίον της διαφθοράς και της διαπλοκής. Το καυστικό χιούμορ και οι ακραίες κωμικές καταστάσεις ξεδιπλώνουν ολοζώντανα μπροστά στα μάτια των θεατών την ασυδοσία της εξουσίας- πολιτικής, δικαστικής, διοικητικής, συνδικαλιστικής, Τύπου-και των μηχανισμών της, με την καθοριστική συμμετοχή των πολιτών- όλων των τάξεων και επαγγελμάτων-σ’ αυτό το αίσχος πολιτικής και κοινωνικής σήψης, μέσω «εξαγοράς» της αξιοπρέπειας και της συνειδήσεώς τους, προκειμένου να εξασφαλίσουν χρήμα και «κοινωνική καταξίωση».

Ένα απίστευτο γαϊτανάκι γυρίζει, φτιαγμένο από γραφειοκρατία, μίζες, ρουσφέτια, διορισμούς, εκβιασμούς, απάτες, συκοφαντίες, προδοσίες, κολακείες, δωροδοκίες. Όλα στον βωμό του κέρδους και της ανθρώπινης απληστίας!

Η ανηθικότητα διαπερνά όλη την κοινωνική πυραμίδα, από κάτω προς τα πάνω και από πάνω προς τα κάτω, συντηρώντας έτσι έναν γενικευμένο χυδαίο φαύλο κύκλο κοινωνικής αποσάθρωσης!

Θα έλεγα πως «Ο Επιθεωρητής» είναι η κωμική εκδοχή των Παθών, είναι τα Πάθη ιδωμένα μέσα από το σπίτι των αρχιερέων Άννα και Καϊάφα. Αν δεν είναι αυτό, τότε πρόκειται απλώς για μια χαριτωμένη πομφόλυγα. Ή, ακόμα χειρότερα, για ένα έργο εντελώς αντιδραστικό!

Ας μείνουμε στην πλοκή. Μια φούχτα τοπικών αρχόντων χωμένων στην διαπλοκή ως τον λαιμό, τρομοκρατούνται στην ιδέα πως η κεντρική εξουσία στέλνει έναν Γενικό Επιθεωρητή. Παρασυρμένοι από τον τρόμο τους νομίζουν πως ένα παιδαρέλι από την Πετρούπολη, που έχει φάει τα λεφτά του στα χαρτιά κι αδυνατεί να πληρώσει το ξενοδοχείο, είναι ο Επιθεωρητής. Τον λαδώνουν ασυστόλως, ο παμπόνηρος νεαρός τα παίρνει, χωρίς να καταλαβαίνει καν γιατί του τα χαρίζουν, και φεύγει.

Αυτή είναι όμως η παγίδα που στήνει ο Γκόγκολ, η δραματουργική παγίδα. Ο Επιθεωρητής συνιστά μια απόλυτη τομή στην ιστορία της κωμωδίας. Ο Γκόγκολ παίρνει όλα τα δομικά στοιχεία της παραδοσιακής φάρσας και της λαϊκής κωμωδίας (αυτής που ξεκινάει με τον Μένανδρο, κορυφώνεται με τον Μολιέρο, αναζητά νέες φόρμες με τον Μαριβώ και τον Μπωμαρσαί και παγιώνεται στη γαλλική φαρσοκωμωδία του 19ου αιώνα) και διαπράττει την απόλυτη τομή.

«Ο Επιθεωρητής» μοιάζει «τυπική φάρσα», αφού τα πάντα πλέκονται γύρω από το παραδοσιακό στοιχείο της λάθος ταυτότητας, κι αυτή είναι η δραματουργική του παγίδα. Γιατί όχι μόνο δεν είναι φάρσα, είναι ο «πατέρας» της κωμωδίας του παράλογου που θα εμφανιστεί με τον «Βασιλιά Υμπύ» του Ζαρρύ και θα φτάσει στο απόγειό της με την κωμωδία του βωβού κινηματογράφου και με το θέατρο του παράλογου.

Αλλά σ’ αυτή τη συγκλονιστική καινοτομία του Γκόγκολ, βρίσκεται και η παγίδα που μας στήνει ο Επιθεωρητής: γιατί αν ο σκηνοθέτης δε δει την ανατροπή, τότε μπορεί να πέσει μέσα της και να στήσει μια φαρσοκωμωδία, με πατέντα δύο αιώνων, σαν μια ρωσική εκδοχή του «Φιάκα» του Δημοσθένη Μισιτζή ή σαν σκέτη φαρσοκωμωδία, κάτι σαν Φεντώ ή Ψαθάς, με πιο πνευματώδη αστεία.

Το θέμα του έργου δεν είναι οι κακοί ή λιγότερο κακοί κρατικοί λειτουργοί, ο κακός ή λιγότερο κακός Τσάρος, οι αυτοί που τα παίρνουν κι αυτοί που τα δίνουν. Γι’ αυτό, όπως έλεγε ο Γκόγκολ, οι «κακοί» του έργου δεν είναι τέρατα. Τα πρόσωπα του έργου είναι οι συνήθεις παραβατικοί άνθρωποι που συναντώνται σε κάθε κοινωνία. Κι αυτό δεν θα αλλάξει ούτε με τον σοσιαλισμό ούτε με τον επί Γης Παράδεισο.

Το θέμα του έργου είναι ο «κατά λάθος Επιθεωρητής», αυτό το εικοσιτριάχρονο απολειφάδι που θα ήθελε να έχει γράψει τους «Γάμους του Φίγκαρο» και, μάλιστα, ο αποτυχημένος νεαρός, ο γελοίος, ο ακόμα εν τη γενέσει του, ο σχεδόν έφηβος, άγαρμπος και ασχημάτιστος «ποιητής».

Ο Γκόγκολ ήταν είκοσι πέντε χρονών όταν έγραψε τον Επιθεωρητή κι αμέσως όλοι άρχισαν να φωνάζουν: «Να ο Επιθεωρητής, να ο κριτής της κοινωνικής μας πραγματικότητας!», ενώ ο ίδιος το μόνο που ήθελε ήταν να πουν: «Να ο ποιητής των Γάμων του Φίγκαρο!».

Γι’ αυτό και γινόταν έξαλλος όταν έπαιζαν τον Χλεστιακόφ, τον κατά λάθος Επιθεωρητή, ως γοητευτικό απατεώνα που λέει συνειδητά ψέματα για να τους φάει τα λεφτά, να αποπλανήσει τις κυρίες και να δραπετεύσει. Λέει ψέματα γιατί είναι ένας άχαρος έφηβος και ονειρεύεται πράγματα που δεν θα του συμβούν ποτέ, γιατί σε τελευταία ανάλυση είναι ανίκανος να μπει στο παιχνίδι της διαπλοκής και της αποπλάνησης. Ο Χλεστιακόφ του Γκόγκολ είναι η κωμική εκδοχή του πρίγκιπα Μίσκιν στον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι.

Η παράσταση

Έναρξη φαντασμαγορική με όλον τον θίασο στη σκηνή, η οποία μοιάζει οθόνη τρισδιάστατου θεάματος. Πρώτο σκηνοθετικό εύρημα, εφόσον στο βάθος στήθηκε το σαλόνι του Έπαρχου και, μάλιστα, φέρει αυλαία και στο προσκήνιο είναι ο χώρος που μετατρέπεται σε δρόμο, σε πανδοχείο, σε ό,τι επιτάσσει η κάθε πράξη.

Το έργο χωρίζεται σε πέντε πράξεις, οι οποίες διαδραματίζονται στο σπίτι του Έπαρχου. Τόπος -Χρόνος: Μια επαρχιακή πόλη της Ρωσίας στον 19ο αιώνα.

Ο «Επιθεωρητής» στη σκηνή του «Βασιλικού Θέατρου», έτσι όπως διασκευάστηκε και σκηνοθετήθηκε από τον έμπειρο Γιάννη Κακλέα, παρουσιάζει έναν κόσμο, όπου κανείς δεν είναι απαλλαγμένος από το κυνήγι του συμφέροντος.

Η διαφθορά, η δωροδοκία, η απύθμενη ματαιοδοξία, η σεξουαλική αρπακτικότητα και η ασυδοσία προς όλους, εκτός από αυτούς που είναι πιο ισχυροί, είναι οι τρόποι της ανθρώπινης φύσης στο λασπωμένο μικρό τέλμα, όπου διαδραματίζεται το έργο του Γκόγκολ στην παρωχημένη μεν, εύληπτη δε μετάφρασή του Ερρίκου Μπελιέ.

Ορισμένες σκηνοθεσίες, ιδιαίτερα εκείνες που εμπνέονται από μια μπρεχτικού τύπου δραματουργική ανάλυση, όπως συμβαίνει εδώ, θέλουν να δείξουν ότι το δραματικό κείμενο δίνει φανταστικές λύσεις σε πραγματικές ιδεολογικές αντιφάσεις της εποχής, στην οποία τοποθετείται η μυθοπλασία. Αναλαμβάνει, λοιπόν, ο σκηνοθέτης να αναδείξει εικονικά και παραστατικά την ενυπάρχουσα στο κείμενο αντίφαση. Ωστόσο, οι σκηνικές οδηγίες δίνουν μεν συγκεκριμένες κατευθύνσεις για τη σκηνική πραγματοποίηση, αλλά η σκηνοθεσία δεν είναι υποχρεωμένη να τις ακολουθήσει κατά γράμμα.

Οπότε, ο ευφυής Γιάννης Κακλέας, δοκιμασμένος με επιτυχία σε πολυπρόσωπα, απαιτητικά έργα, κρατά την εποχή, η οποία παρέρχεται σταδιακά, αποδομείται ο περίγυρος, εμφανίζεται το καινούργιο κι ο θεατής αναγνωρίζει τη μετάβαση από το χθες στο σήμερα στη μορφή του Επιθεωρητή και του συνοδού του, στην παρουσία ενός αυτοκινήτου και στη συνθήκη του θεάτρου μέσα στο θέατρο. Ακόμα και η μεγάλη σκάλα στο σκηνικό σηματοδοτεί τη συνέχεια, την εξέλιξη, το μπροστά!

Αν ανατρέξουμε στους στίχους του τραγουδιού «Το Πάρτι» θα δούμε ότι ο Λουκιανός Κηλαηδόνης χώρεσε σ’ ένα μπουκάλι ρούμι πολύ κόσμο του πνεύματος και των τεχνών. Γιατί όχι και ο Γιάννης Κακλέας να μην ανακατέψει σ’ ένα μπουκάλι βότκα τον Μπομ Φόσι του «Καμπαρέ» την ιταλική ταραντέλα, τα αμερικάνικα κάντρυ λαϊκά βήματα στις φιέστες των Νοτιαμερικανών γαιοκτημόνων, όλες τις μούτες των αριστοφανικών ηρώων, μέχρι τα ακκίσματα του Τάκη Μηλιάδη, ας πούμε, στις ασπρόμαυρες ελληνικές κωμωδίες στην ερμηνεία του αξεπέραστου Αλέξανδρου Ζουριδάκη. Άλλωστε, σε μια παράσταση όπου πρωτοστατεί η σάτιρα, οι δρόμοι είναι ανοικτοί για κάθε εύρημα. Προσθέτω δε, ότι το κείμενο έχει οικουμενική διάσταση, επειδή η αγυρτεία είναι φαινόμενο πανανθρώπινο ανεξαρτήτως εποχής.

Όλοι οι ηθοποιοί, ανεξαιρέτως, είναι ιδανικές επιλογές για τους ρόλους που κλήθηκαν να ερμηνεύσουν. Υποστηρίζουν την σκηνοθετική προσέγγιση με αριστοτεχνία και με μια τίμια κατάθεση ταλέντου.

Η Φαίη Κοκκινοπούλου υποδύεται με πειθώ την Άννα Αντρέγιεβνα, γυναίκα με κύρος και φιλοδοξίες. Κοινωνική, πονηρή, περίεργη, ανυπόμονη, κουτσομπόλα, φιλάρεσκη. Ανταγωνίστρια της κόρης της στον ερωτικό τομέα. Επιδιώκει μανιωδώς τη δόξα.

Ο Γιώργος Καύκας, συνεπής στις απαιτήσεις του ρόλου του μωροφιλόδοξου Έπαρχου, ερμηνεύει με τον χαρακτηριστικό του τρόπο έναν ιδιοτελή, δολοπλόκο, διεφθαρμένο τύπο, υπό την επίφαση της εξουσίας.

Συναντά τον Επιθεωρητή του Γιάννη Σύριου, ο οποίος έχει δημιουργήσει την περσόνα του Ιβάν Αλεξάντροβιτς μακριά από τον κωμικό χαρακτήρα που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στον Επιθεωρητή. Ο δικός του Επιθεωρητής είναι ένας σκοτεινός Ντοστογιεφσκικός ήρωας, ένας μηδενιστής και ηδονιστής, αλλά μη συνειδητός απατεώνας. Πολύ καλός ο νεαρός ηθοποιός σε όλες τις διακυμάνσεις του ρόλου του.

Ο Χρήστος Τσάβος είναι ο πιστός ακόλουθος του Χλεστιακόφ που κρατά την κριτική στάση απέναντί του κι ας τον δέρνει η πείνα.

Ο Νικόλας Μαραγκόπουλος κεντάει χαρακτήρες στη σκηνή, έτσι όπως εκείνος ξέρει να κάνει σε κάθε παράσταση που τον έχω δει. Είτε δείχνει γυμνό το ωραίο του στέρνο είτε όχι.

Η Μαρία Ελευθεριάδη είναι η τροφαντή Αντόνοβα, η κόρη του Έπαρχου, διαβάζει Πούσκιν, υποδύεται σταθερά μια αιχμηρή προάγγελο προβληματικών ηρωίδων του Ντοστογιέφσκι και του Τσέχωφ. Σαφέστατα είναι πιστό αντίγραφο της μάνας της. Βαυκαλίζεται από την παρουσία του υψηλού επισκέπτη.

Ο Δημήτρης Καρτόκης, ο Δικαστής Αμός Φιοντόροβιτς Λιάπκικν, ορθολογιστής για την εποχή μεν, δολοπλόκος δε. Ασχολείται περισσότερο με το κυνήγι, παρά με τις δικαστικές υποθέσεις που λιμνάζουν επί χρόνια.

Ξαναλέω ότι όλοι οι ηθοποιοί στους κύριους και δευτερεύοντες ρόλους, στο πολυπρόσωπο έργο, είναι μια ανεξάντλητη πηγή ενέργειας και θεατρικής ευφυΐας.

Το εξαιρετικής αισθητικής σκηνικό και τα πλούσια κοστούμια της Ηλένιας Δουλαδίρη, μας θυμίζουν πόσο χρήσιμο είναι το κοστούμι και το εικαστικό περιβάλλον στον καθορισμό των χαρακτήρων, του τόπου και του χρόνου της δράσης. Εδώ, στιγματίζουν την κοινωνική ακμή και παρακμή του 19ου αιώνα. Η Ρωσία, άλλωστε, στο εσωτερικό της αυτή την περίοδο έχει τα προβλήματα του τεράστιου, του χαώδους κράτους και, παρότι κάνει όχι μικρά και όχι χωρίς σύστημα βήματα εκσυγχρονισμού, δεν καταφέρνει να φτάσει στον πραγματικό πυρήνα των εξελίξεων, να μυηθεί, να εισαγάγει και να γίνει δικός της ο εκσυγχρονισμός, να μετάσχει, δηλαδή, του δυτικού κόσμου. Παραμένει μια δύναμη ανατολική. Ωστόσο, ακόμα και σ’ αυτόν τον δυστοπικό χάρτη των ευγενών, που ζουν διάσπαρτα απ’ άκρη σ’ άκρη της Ρωσίας, οι ανθρώπινες αδυναμίες δε γνωρίζουν ούτε πολιτικά καθεστώτα ούτε σύνορα.

Ακριβώς το ίδιο θα πω και για τους φωτισμούς της Στέλλας Κάλτσου, οι οποίοι τονίζουν το μπαρόκ στιλ διακόσμησης του σπιτιού του Έπαρχου.

Όλη η ατμόσφαιρα της παράστασης δημιουργεί έντονα ευφρόσυνα συναισθήματα, ενώ διαχέεται στην αίθουσα η αίσθηση της πολυτέλειας, του κύρους, της υπερβολής και της υπεροχής και, σαφώς, υπαινίσσεται την ασυδοσία, την αμετροέπεια και την έπαρση.

Ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, συνθέτης με πολλές επιτυχίες και στο θέατρο, συνοδεύει τη δράση και στοχοποιεί σημαίνουσες σκηνές στην κατανόηση του έργου.

Η πολλή και καλή δουλειά όλων των συντελεστών της παράστασης περνά στο κοινό, το οποίο την επιβραβεύει με δυνατό χειροκρότημα στο φινάλε.

Επίλογος

Το στοιχείο που διαφοροποιεί το έργο “Ο Επιθεωρητής” από τις κωμωδίες της εποχής του και το καθιστά κλασικό δημιούργημα στο χώρο της κοινωνικής σάτιρας, είναι το ότι οι χαρακτήρες που μας παρουσιάζει εμφανίζονται και παραμένουν ως το τέλος αληθινοί. Επίσης, ξεχωρίζει ο πλούτος της περιγραφής, τόσο της αυταρχικότητας όσο και της δουλοπρέπειας των δημοσίων υπαλλήλων, σ’ ένα απολυταρχικό κράτος.

Ο ίδιος ο Γκόγκολ γράφει χαρακτηριστικά: “Στον Επιθεωρητή μου επιδίωξα να συγκεντρώσω και να σατιρίσω μια για πάντα ό,τι σάπιο υπάρχει στη Ρωσία, όλες τις αδικίες που διαπράττονται, εκεί ακριβώς όπου θα είχαμε την αξίωση να βασιλεύει η απόλυτη δικαιοσύνη”.

“Ο Επιθεωρητής” αποτελεί όχι μονάχα τη λαμπρότερη διακωμώδηση της τσαρικής γραφειοκρατίας, αλλά και της κοινωνικής διαφθοράς σε όποια χώρα και σε όποια ιστορική περίοδο κι αν τη συναντάμε. Για αυτόν το λόγο ο Γκόγκολ δέχθηκε ανελέητες επιθέσεις την επομένη της πρώτης παράστασης του Επιθεωρητή.

 Με αφορμή αυτές τις επιθέσεις γράφει στο φίλο του Στσέπκιν: “Τώρα καταλαβαίνω τι σημαίνει να είσαι κωμωδιογράφος. Την παραμικρή αλήθεια -ακόμη και ίχνος αυτής της αλήθειας- αν πεις, έχεις να αναμετρηθείς όχι μονάχα με άτομα, αλλά με ολόκληρες τάξεις”.

Και από αυτήν την άποψη, “Ο Επιθεωρητής” αποτελεί ένα από τα κλασικότερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας στο χώρο της κοινωνικής σάτιρας.

Συντελεστές

Μετάφραση: Ερρίκος Μπελιές
Σκηνοθεσία – Δραματουργική επεξεργασία: Γιάννης Κακλέας
Σκηνικά: Ηλένια ΔουλαδίρηΓιάννης Κακλέας
Κοστούμια: Ηλένια Δουλαδίρη
Μουσική: Δημήτρης Παπαδημητρίου
Κίνηση: Στεφανία Σωτηροπούλου
Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου
Βοηθός σκηνοθέτη: Ρέα Σαμαροπούλου
Βοηθοί σκηνογράφου-ενδυματολόγου: Χριστίνα Θαλασσά, Δανάη Πανά
Οργάνωση παραγωγής: Αθανασία Ανδρώνη
β΄ Βοηθός σκηνοθέτη (στο πλαίσιο πρακτικής άσκησης 2023): Γούναρης Τάσος
Βοηθός φωτιστή (στο πλαίσιο πρακτικής άσκησης 2023): Τσομπάνη Εύα

Διανομή
Μαίρη Ανδρέου (πόρνη, υπάλληλος πανδοχείου, καλεσμένη)
Νεφέλη Ανθοπούλου (πόρνη, δασκάλα πιάνου, γυναίκα του σιδερά, καλεσμένη)
Χαρά Γιώτα (χορεύτρια, καλεσμένη)
Δημήτριος Δανάμπασης (Μίσκα – υπηρέτης του Επάρχου)
Μαρία Ελευθεριάδη (Μαρία Αντόνοβνα – κόρη του Επάρχου)
Αλέξανδρος Ζαφειριάδης (Κρίστιαν Γκύμπνερ – γιατρός Γερμανός)
Αλέξανδρος Ζουριδάκης (Πιότρ Ιβάνοβιτς Ντομπίνσκι- Εισοδηματία)
Στέλιος Καλαϊτζής (Ιβάν Κουσμίτς Σπιόκιν – Διευθυντής του ταχυδρομείου)
Κωστής Καπελλίδης (θαμώνας, υπάλληλος πανδοχείου, καλεσμένος)
Άγγελος Καρανικόλας (θαμώνας, υπάλληλος πανδοχείου, Αστυνομικός, καλεσμένος)
Δημήτρης Καρτόκης (Αμός Φιοντόροβιτς Λιάπκικν – Δικαστής)
Γιώργος Καύκας (Αντόν Αντόνοβιτς- Έπαρχος σε μια επαρχιακή πόλη της Ρωσίας),
Φαίη Κοκκινοπούλου (Άννα Aντρέγιεβνα – Γυναίκα του Έπαρχου)
Νικόλας Μαραγκόπουλος (Αρτέμι Φιλίπποβιτς Ζεμλιάνκα – Επίτροπος Κοινωφελών Ιδρυμάτων),
Χρήστος Μαστρογιαννίδης (Θαμώνας, Πανδοχέας, Αστυνομικός, Καλεσμένος)
Δημήτρης Μορφακίδης (Λούκα Λούκιτς Χλοπόφ- Επόπτης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων)
Παναγιώτης Παπαϊωάννου (Πιότρ Ιβάνοβιτς Μπομπίνσκι- Εισοδηματίας)
Στέφανος Πίττας (Θαμώνας, Υπάλληλος πανδοχείου, Αστυνομικός, Καλεσμένος)
Μιχάλης Σιώνας (Ποιητής, Αστυνομικός, Καλεσμένος)
Γιάννης Σύριος (Ιβάν Αλεξάντροβιτς Χλιεστακόφ: «ο επιθεωρητής», Κατώτερος δημόσιος υπάλληλος στην Πετρούπολη)
Θεοφανώ Τζαλαβρά (Τραγουδίστρια, Καλεσμένη)
Χρήστος Τσάβος (Οσίπ- Ο φίλος του Χλιεστακώφ)
Γιάννης Τσιακμάκης (Σβιστούνωφ- Διευθυντής της αστυνομίας)
Μαρία Χατζηιωαννίδου (Πόρνη, Γυναίκα Χλοπόφ, Γριά εμπόρισσα)

ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading
Advertisement
Click to comment

You must be logged in to post a comment Login

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Πολιτισμός

ΔΗΠΕΘΕ: Ματαιώνεται η παράσταση «Ρίτα»

ΔΗΠΕΘΕ:-Ματαιώνεται-η-παράσταση-«Ρίτα»

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading

Πολιτισμός

Διακρίσεις μαθητών του Δημοτικού Ωδείου Καβάλας σε Διαγωνισμό Σαξοφώνου

Διακρίσεις-μαθητών-του-Δημοτικού-Ωδείου-Καβάλας-σε-Διαγωνισμό-Σαξοφώνου

Σημαντικές ήταν οι διακρίσεις που πέτυχαν οι ταλαντούχοι μαθητές του Δημοτικού Ωδείου Καβάλας στο Διεθνή Διαγωνισμό Σαξοφώνου, ο οποίος πραγματοποιήθηκε στην Λάρισα από τις 12 έως 14 Απριλίου και στον οποίο συμμετείχαν παιδιά όλων των ηλικιών από την Ελλάδα και το εξωτερικό.

Συγκεκριμένα, ο μαθητής Ντόρφμαν Γιάννης, ο οποίος διαγωνίστηκε στην Α΄ κατηγορία – Προκαταρκτική απέσπασε το 3ο Βραβείο. Επίσης, ο Μάρκος Κούνιας (Α΄ κατηγορία – Προκαταρκτική) και ο Ανδρέας Καλιαμπάκας (Β΄ κατηγορία – Κατωτέρα), όλοι μαθητές της τάξης Σαξοφώνου της Πωλίνας Κατσαβούνη    έλαβαν  έπαινο για το παίξιμό τους .

Θερμά συγχαρητήρια στους μαθητές, τους γονείς και στην καθηγήτρια  για τις επιτυχίες αυτές.  Ευχόμαστε σε όλους ακόμη μεγαλύτερες διακρίσεις και ελπίζουμε ότι με την πορεία και την πρόοδό τους θα προσφέρουν ισχυρό κίνητρο στους συμμαθητές τους!

Ο Αντιδήμαρχος Πολιτισμού,

διά βίου μάθησης και Μουσικής Εκπαίδευσης

Απόστολος Μουμτσάκης

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading

Πολιτισμός

«ΤΟ ΓΑΛΑ» του Βασίλη Κατσικονούρη στο «Αντιγόνη Βαλάκου»

«ΤΟ-ΓΑΛΑ»-του-Βασίλη-Κατσικονούρη-στο-«Αντιγόνη-Βαλάκου»

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ

Πολυπαιγμένο και πολυμεταφρασμένο, γραμμένο το 2003, «Το γάλα» του Βασίλη Κατσικονούρη έκανε και διεθνή καριέρα. Είναι ένα από τα καλύτερα και μεστότερα νεοελληνικά έργα.

Πρωτοπαίχτηκε στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη την περίοδο 2005-2006, επί προεδρίας του αείμνηστου Νίκου Κούρκουλου, για να συνεχιστεί και την αμέσως επόμενη σαιζόν, λόγω της πολύ μεγάλης επιτυχίας του.

Το έργο είναι μεταφρασμένο στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, σερβικά και πολωνικά.

 “Ξένος εδώ, ξένος κ’ εκεί, κι όπου κι αν πάω ξένος

Το γάλα, λέει ο συγγραφέας στο βιβλίο του, στα ρωσικά λέγεται «μαλακό». Έτσι, περίεργα, μια άλλη ελληνική λέξη, σπαρμένη μέσα σε μια άλλη γλώσσα, δίνει εκεί, στο ξένο χωράφι, πολύ πιο άμεσα και ανάγλυφα την αίσθηση του πράγματος, απ’ ότι η αντίστοιχη που το ονοματίζει στα ελληνικά.

Γι’ αυτήν ακριβώς την αίσθηση θέλει να μιλήσει «Το γάλα» του Βασίλη Κατσικονούρη και οι ήρωες του.

Μια οικογένεια από την πρώην Σοβιετική Ένωση – μητέρα με δύο γιούς – ο ένας εκ των οποίων πάσχει από σχιζοφρένεια, προσπαθεί να προσαρμοσθεί και να επιβιώσει στην Ελλάδα. Η απόγνωση της μάνας και ο ψυχικός σπαραγμός της για την ασθένεια του μικρού της γιού, παράλληλα με τον φόβο που προέρχεται από τον κοινωνικό ρατσισμό του περιβάλλοντός της, παρουσιάζονται με σπαρακτικό τρόπο.

Η βία διαδέχεται και εναλλάσσεται με την τρυφερότητα, η ένταση με τη γαλήνη, η απελπισία με την ελπίδα, το όνειρο με τον εφιάλτη, η πραγματικότητα με την ψευδαίσθηση και αντιστρόφως. 

Πρόκειται για μια συγκλονιστική οικογενειακή ιστορία, όπου φωτίζεται δεξιοτεχνικά από τον συγγραφέα ο συναισθηματικός κόσμος των ηρώων και οι ανησυχίες τους, όπως αυτές πηγάζουν μέσα από το κοινωνικό τους περιβάλλον, αλλά κυρίως φωτίζεται η αίσθηση που έχει ο καθένας ήρωας, πως όλα μέσα του μαλακώνουν και ζεσταίνονται, όταν σταματάει πια να κλαίει και να πονάει, καθώς δέχεται μια πρόσκαιρη ανακούφιση. Κι όταν αυτή λιγώνεται, τότε νιώθει ξένος. Σαν πρόσφυγας ανάμεσα σε δυο πατρίδες. Ξένες κι αυτές.

Τη σκηνοθεσία υπογράφουν ο Μάνος Καρατζογιάννης, με μακρά γόνιμη θητεία στο ελληνικό έργο και η Ερμίνα Κυριαζή, η οποία σκηνοθέτησε την περασμένη σαιζόν και το πιο πρόσφατο έργο του Βασίλη Κατσικονούρη το: «Τσιτάχ. Η ερημιά του τερματοφύλακα».

Η παράσταση αφιερώνεται στη μνήμη του Κωνσταντίνου Παπαχρόνη, ο οποίος ήταν ο πρώτος που ερμήνευσε το ρόλο του Λευτέρη, το 2006, στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου.

Πιο αναλυτικά, μια ολιγομελής οικογένεια ομογενών από την πρώην Σοβιετική Ένωση, όπου ζούσε εκεί μια τσακισμένη ζωή σε ταραγμένα χρόνια, ερείπια επί ερειπίων ο τόπος γύρω τους, ήρθε και μπήκαν όλοι τους σ’ ένα καζάνι που έβραζε. ΄Ήρθαν στην Ελλάδα μαζί με πολλούς άλλους τη δεκαετία του 1990 και σπιτώθηκαν σ’ ένα ημιυπόγειο διαμέρισμα μιας χαμο- γειτονιάς.

 Τα μέλη: η μητέρα Ρήνα και οι δυο της γιοί, ο Αντώνης και ο Λευτέρης, ο οποίος πάσχει από μιας μορφής σχιζοφρένεια, ενώ ο πατέρας έχει πεθάνει από χρόνια.

Ο πρωτότοκος γιος, ο Αντώνης, θέλει πάση θυσία και με οποιοδήποτε τίμημα να ενσωματωθεί στη νέα πατρίδα του. Μιλάει μόνο Ελληνικά, θέλει να ξεχάσει τα Ρωσικά, τρώει μόνο ελληνικά φαγητά, δεν έχει κανένα μετανάστη φίλο, προσεταιρίζεται τους Έλληνες, γίνεται αποδεκτός από αυτούς και προσπαθεί να δρέψει τους καρπούς της ελληνοποίησής του.

Αντίθετα, ο μικρότερος, ο Λευτέρης, αρνείται να ενσωματωθεί στην νέα του πατρίδα. Τραγουδάει ρωσικά τραγούδια, μιλάει στα ρωσικά, τρώει ρωσικά φαγητά και αναπολεί διαρκώς τον τρόπο ζωής τους στην Τιφλίδα. Η σχιζοφρένειά του λειτουργεί και αυτή σε ένα άλλο επίπεδο, σαν άρνηση ενσωμάτωσης στα πρότυπα και τις επιταγές της ελληνικής κοινωνίας.

Αυτές οι διαφορές των δυο αδερφών είναι η αιτία των συνεχόμενων καυγάδων που διασαλεύουν την ηρεμία και τη γαλήνη του σπιτιού. Ο Αντώνης απαιτεί τρόπους συμπεριφοράς που ο Λευτέρης αρνείται και η σύγκρουση είναι μόνιμη.

 Ανάμεσά τους η μάνα, που η συμπεριφορά της εμπεριέχει τις εκ διαμέτρου αντίθετες θεάσεις της πραγματικότητας. Θέλει να ενσωματωθεί στην ελληνική κοινωνία αλλά δεν εμπιστεύεται τους Έλληνες. Θέλει να ξεχάσει το παρελθόν αλλά το αναπολεί συνέχεια. Επαινεί τον Αντώνη για την αποφασιστικότητά του, αλλά προστατεύει τον άρρωστο Λευτέρη από τη χλεύη, όμως δε θέλει να τον στείλει στο ψυχιατρείο.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, ο Αντώνης, έχοντας εδώ και καιρό αποφασίσει να διαγράψει το παρελθόν του στην Τιφλίδα και, ταυτόχρονα, να απομακρυνθεί από μια οικογενειακή ζωή που του είναι βάρος και ντροπή, βρίσκει δουλειά σε ένα βενζινάδικο στη Λάρισα. Εκεί συναντά στο πρόσωπο της κόρης του ιδιοκτήτη, την μελλοντική σύζυγό του, αλλά και την ευκαιρία της κοινωνικής και οικονομικής ανόδου.

 Έτσι, επισκέπτεται την οικογένεια στην Αθήνα για να της ανακοινώσει τα ευχάριστα νέα τού γάμου. Επί πλέον, επειδή θα φέρει την μέλλουσα σύζυγο να τους τη γνωρίσει, τη Νατάσα, θέλει να εξασφαλίσει την ήσυχη και κόσμια συμπεριφορά του Λευτέρη.

Πράγματι, η πρώτη συνάντηση είναι ενθαρρυντική, με την κοπέλα να αντιμετωπίζει τον Λευτέρη με συμπάθεια και φιλική διάθεση. Μάλιστα, τις επόμενες ημέρες κάνουν παρέα και δένονται σιγά – σιγά. Όμως, η παρουσία της Νατάσας στο σπίτι μαζί με τον Λευτέρη και χωρίς την παρουσία κανενός άλλου, υποδαυλίζει τα ανοργάνωτα σεξουαλικά ένστικτα του νεαρού, ο οποίος προχωρά σε σεξουαλική παρενόχληση και αναγκάζει τη φοβισμένη κοπέλα να δραπετεύσει από το σπίτι.

Αυτή η εξέλιξη των πραγμάτων θα σταθεί μοιραία για την πορεία της οικογένειας. Ο Αντώνης αρνείται οποιαδήποτε επαφή πλέον με τον Λευτέρη και τη μητέρα του, με αποτέλεσμα μάνα και μικρός γιός να μείνουν μόνοι, σε ένα σύμπαν που το γεμίζει η νοσταλγία για το παλιό και ο φόβος για το μέλλον.

Όταν η μητέρα πεθαίνει, ο Αντώνης αναλαμβάνει να επιλέξει τη μοίρα του αδερφού του. Δεν επιτρέπει σε κανένα εμπόδιο να του καταστρέψει την πορεία που έχει δώσει στη ζωή του κι ο εγκλεισμός του Λευτέρη στο ψυχιατρείο είναι η μόνη επιλογή. 

Όπως έχει πει ο συγγραφέας «Θα ήθελα τα έργα μου να λειτουργούν σαν ένα ισχυρό αντίδοτο απέναντι στις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας και κατ’ επέκταση της ελληνικής οικογένειας. Να καταδεικνύουν την πάλη ανάμεσα στο άλγος της μνήμης και το άγος της λήθης», έτσι και τα δυο αδέρφια συμβολίζουν και εκφράζουν αυτόν το διπλό ψυχικό πόνο: Ο μεν Αντώνης το άγος της λήθης, ο δε Λευτέρης το άλγος της μνήμης.

Το έργο θεωρείται ένα από τα πλέον εμβληματικά του σύγχρονου ελληνικού δραματολογίου και τον χαρακτηρισμό αυτό δεν τον ενισχύουν μόνο οι θεματικές, που εξακολουθούν να αφορούν άμεσα τον θεατή, αλλά η αρραγής δομή της πλοκής, οι διαστρωματώσεις που φωτίζουν τα χαρακτηριστικά των δραματικών προσώπων, ο καίριος συγχρωτισμός μεταξύ δηκτικού χιούμορ και ανέσπερης ευαισθησίας, η ευγενής και κοπιώδης πρόθεση να συγκεραστεί το ανοίκειο με την αποδοχή του.

Πρόκειται για ένα έργο-ηχηρό χαστούκι στον εφησυχασμό μας, μπροστά σ’ αυτά που συμβαίνουν στη διπλανή μας πόρτα και στην πίσω αυλή του σπιτιού μας. Ένα έργο ζωντανό και σπαρακτικό, γραμμένο από έναν γνώστη της ανθρώπινης ψυχής, που διψά για ελευθερία, όμως την τσαλακώνει η ανάγκη. Ένα έργο που μας βλέπει κατάματα και πρέπει οι θεατές με τη σειρά μας, να το δούμε με τα μάτια της ψυχής.

Οι διορατικοί συν- σκηνοθέτες Μάνος Καρατζογιάννης και Ερμίνα Κυριαζή υποστήριξαν, με την επαγγελματική τους οξυδέρκεια και την πνευματική τους διαύγεια, το τρίγωνο των δυνάμεων που αναπτύσσεται στο κείμενο και διαρθρώνεται κλιμακωτά μέσα από τη σκιαγράφηση των ηρώων: μνήμη-σώμα-ετερότητα. Πετυχαίνουν να προβάλουν την αξία και την εμβέλεια του δραματικού ιστού, με έμπνευση, χωρίς καμία υπερβολή, ακρότητα ή αστοχία και με σεβασμό στην καταιγιστική πλοκή. Έτσι, οι νοηματικοί κώδικες είναι ευανάγνωστοι, πλήρεις συναρπαστικής εικονοποιίας και εσωτερικού προβληματισμού.

Και οι τρεις δραματικοί χαρακτήρες έχουν ισχυρή τη μνήμη, που φέρει την ταυτότητα του ξένου, ο οποίος, όπου κι αν βρίσκεται παραμένει,κατά κάποιο τρόπο, άπατρις: «στη Ρωσία είμαστε γκρέκοι και στην Ελλάδα, Ρώσοι».

 Σημάδια από μια χώρα που θα ήθελαν να ξεχάσουν αλλά είναι ανέφικτο, φράσεις και τραγούδια από μια χώρα, στην οποία προσφεύγει τρυφερά το θυμικό και η λογική, και από την οποία οφείλουν να αποκοπούν για να ενσωματωθούν στη νέα πατρίδα, να επιβιώσουν και να αντλήσουν τη χαρά της αποδοχής, της ένταξης στην κοινότητα που το πρέπον είναι να τους εμπεριέχει και, σε ένα βαθμό, να τους προστατεύει.

Βαθιά συναισθηματική παράσταση, με ένα κείμενο που εμπεριέχει πάρα πολλά ζητήματα, όπως : ρατσισμός, ψυχιατρικές ασθένειες και αντιμετώπισή τους, φτώχεια, εκμετάλλευση, σχέσεις μέσα στην οικογένεια, αίσθημα του μη ανήκειν, βία κ.ά.

Σε ένα λιτό σκηνικό ( Άγγελος Αγγελής), που απεικονίζει εύγλωττα την ένδεια της ζωής της Ρήνας και του Λευτέρη, με τα ταιριαστά λιτά καθημερινά τους ρούχα, σε αντίθεση με τους πάντα καλοντυμένους Αντώνη και Νατάσα, γινόμαστε μάρτυρες ενός δράματος που άπαντες σκεφτόμαστε, ενώ το παρακολουθούμε: «αυτό δε θα καταλήξει καλά». Είναι όλα αυτά τα δίπολα των αντιθέσεων, που μας πείθουν ότι ο αδύναμος θα ακολουθήσει ακόμη μια φορά το «πεπρωμένο» του.

Συγκλονιστικός ο Μάνος Καρατζογιάννης στον ρόλο του Λευτέρη, σε μια ερμηνεία που έχει πολύ εκφραστικότητα (ειδικά στα κομμάτια των μονολόγων για πιο προσωπικά ζητήματα) και ένταση ταυτόχρονα, ενσαρκώνοντας ένα παιδί που γεννήθηκε για να κάνει όνειρα και, μέσα από αυτά, να ελπίζει ότι θα γίνει και το περιβάλλον του καλύτερο, όμως η πραγματικότητα το συντρίβει. Ο εξαιρετικός Μάνος Καρατζογιάννης προσεγγίζει την πικρία και την ψυχική του αδυναμία μέσα από ένα πηγαίο χιούμορ, στο οποίο δεν λείπουν ο αυτοσαρκασμός και η τρυφερότητα. 

 Ομοίως, η μάνα – πολύ καλή η Στέλλα Γκίκα – αποφεύγει τον σκόπελο του μελοδραματισμού, αποδίδει με καθηλωτική απλότητα τις εσωτερικές της συγκρούσεις και επικοινωνεί απόλυτα με τον Δημήτρη Πασσά, ο οποίος δίνει μια αφοπλιστική ερμηνεία στον ρόλο τού φιλόδοξου πρωτότοκου γιου της.

 Η σκηνή που καθηλώνει είναι αυτή του θηλασμού. Το γυναικείο στήθος, ως βιολογικό όργανο και πολιτιστικό «σημείο», έχει διττή υπόσταση: είναι πανανθρώπινη ερωτογενής ζώνη και, ταυτόχρονα, είναι ο ιερός μαστός που τρέφει τα μωρά.

 Από την εμπειρία του θηλασμού έχει περάσει σχεδόν όλη η ανθρωπότητα. Η μάνα Γη τρέφει τα παιδιά της.

Ως πρωταρχικά σύμβολα της μητρότητας: μαστός και γάλα, όπως και αίμα και μήτρα στον τοκετό, περιβάλλονται από την αύρα του μυστηρίου, του ιερού, του απόλυτα σεβαστού.

Γάλα και αίμα είναι τα πρωταρχικά υγρά της ζωής. Τα ομογάλακτα αδέρφια θεωρούνται πραγματικοί αδελφοί: ήπιαν από το ίδιο γάλα και από το ίδιο στήθος.

Κατά τις λαϊκές αντιλήψεις, γυναίκα που να μην έχει δώσει γάλα στο βρέφος δεν είναι σωστή μητέρα, δεν ανταποκρίνεται στον ιδανικό ρόλο του φύλου της, στα ιερά καθήκοντα της μητρότητας.

Ο παλιμπαιδισμός του Λευτέρη συναντά το ανεκπλήρωτο καθήκον της μητέρας του: να τον θηλάσει, να τον αναθρέψει με τα θρεπτικά υγρά του σώματός της, να βυζάξει το μωρό.

 Αυτή η καθηλωτική σκηνή του συμβολικού βυζάγματος είναι «εικόνισμα», επειδή αυτό που δεν έγινε τότε στη Γεωργία, πραγματοποιείται εκ των υστέρων στην Ελλάδα, έστω με συμβολικό τρόπο, στην εφηβεία. Το παιδί ηρεμεί και αποκοιμάται. Ο Λευτέρης δεν έχει γίνει και δε θα γίνει ποτέ άντρας.

Ο Λευτέρης, παρά το όνομά του, δεν ελευθερώνεται ούτε με την αρρώστια του, ούτε με τις βάναυσες εξόδους του, ούτε με τον εγκλεισμό του σε ψυχιατρική κλινική. Η στέρησή του είναι ισόβια και δεν αναπληρώνεται με τίποτε. 

 Ο Βασίλης Κατσικονούρης χειρίζεται με τρόπο κάπως γκροτέσκο, αλλά με πολύ σεβασμό, τον οποίο μεταδίδει και στο κοινό του, μια ιερή εικόνα, χριστιανική και παγανιστική, και ανακαλεί ένα βίωμα πρωταρχικό και αξέχαστο για τον καθένα, και μας γυρίζει στην αρχή της ζωής: στην αίσθηση και τη γεύση του μητρικού γάλατος.

Στον ρόλο της αρραβωνιαστικιάς, η Ελένη Σακκά, μας πείθει πως βλέπουμε ένα κορίτσι από μια μεγάλη πόλη της ελληνικής επαρχίας, με καλοβαλμένη οικογένεια, σπουδές που γίνονται μόνο για το πτυχίο, μια αφέλεια που πηγάζει από την προστασία του σπιτιού που μεγάλωσε και όνειρα που αρχίζουν και τελειώνουν σε έναν όμορφο σύντροφο και στη δημιουργία οικογένειας, που θα της εξασφαλίσει το «μπράβο» του περίγυρου.

Η σκηνοθεσία επέλεξε μια λιτή γραμμή, εστιάζοντας στους χαρακτήρες των τεσσάρων πρωταγωνιστών και ανεβάζοντας μέσα από τους διαλόγους και τις ιστορίες τους την κλιμάκωση της δράσης, με τέτοιον τρόπο, ώστε η παράσταση κρατάει τον θεατή προσηλωμένο σε όλη τη διάρκειά της, αλλά έξυπνα, με ενέσεις χιούμορ, ώστε δημιουργείται μια ατμόσφαιρα ζοφερή μεν, αλλά γνώριμη στον θεατή, αποφεύγοντας την παγίδα του άκρατου ρεαλισμού- συναισθηματισμού, όπως συναντάμε σε αντίστοιχης θεματικής παραστάσεις.

Αυτό που εισπράττει το κοινό, εν τέλει, είναι μια δυνατή ιστορία-μαρτυρία, με εξαιρετικές συγκρούσεις, μοναδικές κορυφώσεις, αλλά και μια θεατρική παράσταση γεμάτη ελπίδα.

 Συντελεστές 

Σκηνοθεσία: Μάνος Καρατζογιάννης – Ερμίνα Κυριαζή
Ερμηνεύουν: Στέλλα Γκίκα, Μάνος Καρατζογιάννης, Δημήτρης Πασσάς, Ελένη Σακκά
Σκηνικά – κοστούμια: Άγγελος Αγγελής
Μουσική: Νεοκλής Νεοφυτίδης
Φωτισμοί: Άγγελος Παπαδόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Φίλιππος Παπαθεοδώρου

Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή, Σπύρος Περδίου

Βίντεο προώθησης: Ηλίας Μόσχοβας
Παραγωγή: Πολιτισμός Σταθμός Θέατρο

ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading
Advertisement

Προτεινόμενα