Ο Σίλλερ ολοκληρώνει τους «Ληστές», το φθινόπωρο του 1780 σε ηλικία 20 ετών. Στην Ελλάδα έχει καθιερωθεί πια η κατά λέξη απόδοση του γερμανικού dieRauber=ληστές, τίτλος που αμφισβητείται, επειδή δεν αποδίδει το νόημα και την ουσία του έργου.
Οι ήρωες του Σίλλερ είναι τόσο “ληστές”, όσο ήτανε “κλέφτες” οι Έλληνες ΚΛΕΦΤΕΣ του 1821. Πιο κοντά στο πνεύμα και στο νόημα του έργου θα ήταν η απόδοση στην ελληνική με τον χαρακτηρισμό “οι εξεγερμένοι”, “οι αναρχικοί”, “οι αντάρτες” και όχι “οι ληστές”. Πρόκειται για κείνους που στις λατινογενείς γλώσσες ονομάζονται λιμπερτίνοι, ενώ στα ελληνικά το νόημα αποδόθηκε με τη λέξη «ελευθερόφρονες».
Όπως μας πληροφορεί ο φίλος του συγγραφέα, ο Βίλχελμ Πέτερσεν, ο Σίλλερ δεν έγραψε μία κι έξω το έργο. Πριν το ολοκληρώσει σ’ ένα ενιαίο σύνολο, ύστερα από δεκάδες αλλαγές του κειμένου, δούλευε διάφορες σκηνές και μονολόγους, τους οποίους απήγγελε στους φίλους του είτε στη Σχολή είτε κατά τους περιπάτους τους στα γύρω δάση. Στα τέλη του 1780 έχει ολοκληρώσει το έργο κι είναι πλέον έτοιμο για έκδοση.
Όμως, κανένας εκδότης δεν έχει προθυμία να το εκδώσει. Τότε, δανείζεται 150 χρυσά νομίσματα και το εκδίδει ο ίδιος ανώνυμα, τον Ιούνιο του 1781, σε 800 αντίτυπα. Στέλνει εφτά από αυτά στον εκδότη Σβαν, στο Μανχάιμ, ο οποίος αρνείται να το επανεκδώσει, γιατί, όπως εξηγεί: «το έργο περιέχει σκηνές, τις οποίες εγώ θεωρώ ανάρμοστο να τις πουλάω σ’ ένα έντιμο και ευπρεπές κοινό».
Συνέστησε, όμως, στον Διευθυντή του Θεάτρου του Μανχάιμ, στον Ντάλμπεργκ, να το ανεβάσει στο θέατρο και ενημέρωσε τον Σίλλερ γι’ αυτό το ενδεχόμενο, τονίζοντάς του ότι: «πρέπει, πριν από το ανέβασμα, να το καθαρίσεις από τις βρομιές του». Ο Σίλλερ δέχεται να αμβλύνει τις οξύτητες του κειμένου και από τον Αύγουστο ως τον Οκτώβρη του 1781 διαγράφει, διορθώνει, λειαίνει το έργο και, πλέον, δίνεται η πρεμιέρα στο θέατρο του Μανχάιμ, στις 13 Ιανουαρίου του 1782.
Υπόθεση
Στο έργο του Φρήντριχ Σίλλερ «Οι Ληστές», ο λόγος και η κίνηση έχουν στοιχεία έπους. Πρόσωπα και βιώματά τους θυμίζουν δομή και πλούτο μυθιστορήματος. Το θεατρικό έργο φέρνει στον νου μας το «Γκετς φον Μπέρλιχινγκεν»
του Γκαίτε, τον μακρινότερο “Ριχάρδο τον Γ΄” του Σαίξπηρ και από τους νεότερους τον “Νταντόν” και τον “Βόυτσεκ” του Μπύχνερ.
Η δράση διαδραματίζεται στη Γερμανία τον 18ο αιώνα, μεγάλο μέρος της στο κάστρο του κόμη Μαξιμίλιαν φον Μουρ, στη Φραγκονία, και διαρκεί περίπου δύο χρόνια.
Ο πανάσχημος και ανήθικος Φραντς, εξανίσταται κατά του φεουδαρχικού συστήματος, το οποίο δίνει τίτλους και περιουσία στον πρωτότοκο γιο Καρλ, και χρησιμοποιεί τα πάντα.Ψέμα, δωροδοκία, κολακεία, υποκρισία, τρομοκρατία, βία, κυριολεκτικά κάθε μέσο, για να εξοβελίσει τον Καρλ από τα πατρικά αισθήματα και να υποκατασταθεί ο ίδιος στα ωφελήματα του πρωτότοκου.
Ο ρομαντικός και ελευθερόφρων Καρλ πιστεύει ότι θα εξαλείψει την υποκρισία, τη διαφθορά και την αδικία της κοινωνίας της εποχής του, οργανώνοντας μιαομάδα επαναστατημένων συνομηλίκων του. Η συμμορία εκτελεί επώνυμους και πλούσιους αξιωματούχους, ιερωμένους, και εξευτελίζει θεσμούς και εξουσίες.
«Οι ληστές», παίχτηκαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα από το Εθνικό Θέατρο, κατά την περίοδο του 1867 – 1870, και το 1983 στην παρούσα μετάφραση, της οποίας όμως τις μπαλάντες και μεγάλα τμήματα είχαν αφαιρέσει ο δραματουργός Βέρνερ Χάινιτς και ο σκηνοθέτης Ούβε Χάους, λόγω μεγάλης διάρκειας, όπως είπαν.
Το ανέβασμα του έργου και πάλι στο Εθνικό Θέατρο το 1983, επί προεδρίας Κώστα Νίτσου, προκάλεσε συζητήσεις και κριτικές, που παρουσιάστηκαν σε 65 δημοσιεύσεις στις εφημερίδες και στα περιοδικά της χώρας.
Η υπόθεση, όπως είδαμε, περιστρέφεται γύρω από τη σύγκρουση δύο αριστοκρατών αδελφών, του χαρισματικού και επαναστάτη Καρλ και του μικρότερου αδερφού του, που συνωμοτεί για να αφαιρέσει τον τίτλο και την κληρονομιά του Καρλ. Το κεντρικό μοτίβο είναι η σύγκρουση μεταξύ λογικής και συναισθήματος και το ουσιαστικό θέμα είναι η σχέση μεταξύ νόμου και ελευθερίας.
Ανάγνωση
Το περιεχόμενο αυτής της τραγωδίας είναι η επαναστατική χειρονομία ενός νεαρού συγγραφέα – ήταν το πρώτο έργο του Φρίντριχ Σίλλερ – ενάντια στην κοινωνία και τις αδικίες της εποχής του, επηρεασμένος από το ρομαντικό κίνημα που είχε ήδη εξαπλωθεί στη Γερμανία. Έτσι, στο έργο συνυπάρχουν όλα τα χαρακτηριστικά της σχολής, που ενθουσίασε τόσο πολύ τους συγχρόνους του: υπερβολικό πάθος, βαθύς ιδεαλισμός, υπερβολικά συναισθήματα, απίθανες καταστάσεις, επιθυμία του ρομαντικού ήρωα για ελευθερία, μελαγχολία, έρωτας, μοναξιά και θάνατος. Η καλλιτεχνική του αρτιότητα, ως θεατρικό έργο, του έχει δώσει μια αναμφισβήτητη λογοτεχνική αξία.
Ο Σίλλερ εγείρει πολλά ανησυχητικά για την εποχή ζητήματα. Αμφισβητεί τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ της προσωπικής ελευθερίας και του νόμου και διερευνά την ψυχολογία της εξουσίας, τη φύση του ηρωισμού και τις ουσιαστικές διαφορές μεταξύ καλού και κακού. Επικρίνει έντονα τόσο την υποκρισία της κυρίαρχης τάξης και της θρησκείας, όσο και τις οικονομικές ανισότητες της γερμανικής κοινωνίας. Διεξάγει, επίσης, μια περίπλοκη έρευνα για τη φύση του κακού.
Ο συγγραφέας εμπνεύστηκε την υπόθεση μεταξύ άλλων από το έργο Σχετικά με την «Ιστορία της Ανθρώπινης Καρδιάς» (1775) του Κρίστιαν Σούμπαρτ. Χρησιμοποίησε ως πρότυπο τη ζωή ενός διαβόητου Γερμανού ληστή, του Νικόλ Λιστ. Μέχρι το πρώτο τέταρτο του 19ου αιώνα, οι συμμορίες ληστών δεν ήταν ασυνήθιστες στη Γερμανία.
Αφήγηση φλογερή, αντιπροσωπευτική του αισθητικού κινήματος «Θύελλα και Ορμή», οι «Ληστές» μετουσιώνουν σε τέχνη τις ιδέες ενάντια στην καταπιεστική εξουσία και τον αυταρχισμό. Ένα «επαναστατικό παραμύθι», που αντανακλά το ξέσπασμα της οργής για την κοινωνική αδικία και ανισότητα, θίγοντας ζητήματα διαχρονικά, όπως η σύγκρουση της λογικής με το συναίσθημα, η ασυμμετρία ισχύος μέσα στην κοινωνία, η σχέση του νόμου με την ελευθερία. Χαρακτηρίστηκε σκάνδαλο την εποχή που γράφτηκε, στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα.
Η παράσταση
Ο Ακύλας Καραζήσης χρησιμοποιεί τη δοκιμασμένη μετάφραση (2014) του πολυβραβευμένου, καταξιωμένου Γιώργου Δεπάστα και τοποθετεί τη δράση σε μια άχρονη συνθήκη, θα έλεγα έναν διαχρονικό χώρο, όπου λυμαίνονται τον τόπο ληστές- τρομοκράτες, με επικεφαλής τον Σπήγκελμπεργκ που μοιράζεται σε δυο καλούς ηθοποιούς, τον Χρίστο Νταρακτσή και τη Φωτεινή Τιμοθέου. Εύρημα, ας πούμε, και η προσθήκη μιας γυναίκας στην παρέα των ληστών (Χαρά Γιώτα).
Η παράσταση του Κ.Θ.Β.Ε. μοιάζει με προϊόν της οργής, αυτή που ένας νέος νιώθει στα σωθικά του για την κοινωνική αδικία, νιώθει μια φλόγα που τον καίει και τον ωθεί να καταγγείλει το κακό, να «διορθώσει» τον κόσμο και να αποκαταστήσει τη δικαιοσύνη. Εκείνο, όμως, στο οποίο καταλήγει είναι το τραγικό αδιέξοδο της επαναστατικής δράσης. Ο ήρωας που γίνεται ο «Ληστής», ο Καρλ (ο Γιώργος Κολοβός αποδίδει σωστά το αδιέξοδο αυτό), που βγαίνει στην παρανομία για να διεκδικήσει το δίκαιο του απλού καταπιεζόμενου ανθρώπου, που «έχει περάσει τον Ρουβίκωνα» κι έχει διαπράξει ύβρη, ώστε γι’ αυτόν, δεν υπάρχει επιστροφή στην ομαλότητα.
Ο άλλος που μένει πίσω, ο Φραντς (ο Γιάννης Τσεμπερλίδης, υπερβολικός μέσα στην ιδιοτέλεια και την τιμωρία του), ο παραγκωνισμένος αδελφός που εκμεταλλεύεται την απουσία του Καρλ, για να οικειοποιηθεί τα του οίκου, μετατρέπεται σε ένα είδος Κάιν για τον αδελφό του, βγάζει εκτός μάχης τον πατέρα ( ερμηνεύει η σημαντική ηθοποιός Έφη Σταμούλη τον ρόλο, ως σκηνοθετική άποψη) για να αποκαταστήσει την αδικία που έχει υποστεί, θα πληρώσει επίσης το τίμημα.
Ο πατέρας είναι ο εμβληματικότερος χαρακτήρας του έργου, ο οποίος ακροβατεί στο όριο, όπου το γελοίο αγγίζει την τραγωδία. Και η Έφη Σταμούλη τον αποδίδει εξαιρετικά. Ιδίως, στη σκηνή του ονείρου συγκινεί με την υποκριτική της δεινότητα.
Το μήλο της έριδος που χωρίζει τον Φραντς από τον αδελφό του δεν είναι μόνο η περιουσία, αλλά και η Αμάλια (Ρεβέκκα Τσιλιγκαρίδου), ευκίνητη, αεικίνητη, ευέλικτη, τραγικά πιστή και, ίσως, σκοπίμως φάλτσα, παράφωνη στο τραγούδι της, υπαινικτικά ένας μελωδικός θυμός. Ο «Ληστής», τον οποίο ακολουθεί μια παρέα αμοραλιστική, στυγνή και αυθάδης, έτοιμη και για πράγματα, τα οποία ο ίδιος δεν θα ήθελε, μπορεί να είναι ο άσωτος του Ευαγγελίου, μπορεί να είναι κι ένας «ζηλωτής» ή ακόμα και ένας «Χριστός», τηρουμένων των αναλογιών.
Η παράσταση κινείται σε δύο χρονικά επίπεδα του τότε και του τώρα. Τον χρόνο του έργου, τον χρόνο του τότε και τον χρόνο του σήμερα, τον χρόνο δηλαδή των ηθοποιών και των θεατών. Το Θέατρο είναι, έτσι κι αλλιώς, ένας σύνθετος και (ακόμη) γοητευτικός αναχρονισμός.
Το σχέδιο του σκηνοθέτη Ακύλλα Καραζήση είναι να αντιμετωπίσει την ποιητική γλώσσα μέσα από μπρεχτικά γκέστους, δηλαδή ο ρεαλισμός του να είναι περιγραφικός. Παράδειγμα, η διαμάχη Φράντς και Αμάλιας, είναι ένα αβυσσαλέο κοντράρισμα, μια αδιάλλακτη πεισματική αναμέτρηση πέρα από κάθε συμβατικότητα, στημένη σα σελίδα κόμικς και παραγεμισμένη με εξωτερικευμένο ψευδοπάθος. Οι σκηνικές συμπεριφορές των δύο αυτών προσώπων, όπως τις δίδαξε ο σκηνοθέτης, δεν πιστοποιούν ούτε εσωτερικές αντιφάσεις ούτε μια παραλληλία με τη νοοτροπία των ευγενών. Είναι άκρως βερμπαλιστικές και εξουθενωτικές και για τους καλούς ηθοποιούς και για το κουρασμένο κοινό.
Επίσης, η μοιρασιά του αρχιληστή σε δυο στόματα αρσενικού και θηλυκού, δε διεκδικεί οργανική και πολύπλευρη θέση στο δράμα, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των δυο καλών ηθοποιών.
Ο μόχθος που καταβάλλεται από όλους τους ερμηνευτές για τους «Ληστές» , έτσι όπως τους θέλησε η σκηνοθεσία, αξίζει να υπογραμμιστεί και σε γενικές γραμμές να επαινεθεί.
Η υποκριτική δουλειά του Γιώργου Κολοβού και του Γιάννη Τσεμπερλίδη στους ρόλους των Κάρλ και Φραντς φον Μουρ αντίστοιχα, βοηθά τα μέγιστα την παράσταση. Είναι ο ένας πόλος, η μία άκρη του νήματος που ξετυλίγει μέσα στη σιλλερική δίνη, κατακλυσμό οργής και υπεραφθονία αισθημάτων.
Δεύτερος πόλος είναι η συμμορία των ληστών (Χαρά Γιώτα, Κωστής Καπελλίδης, Φαμπρίτσιο Μούτσο, Γιάννης Σύριος) που, σαν ομαδική κίνηση και σκιτσαρισμένες φυσιογνωμίες, καταφέρνει να προκαλέσει θερμά ρεύματα και εντάσεις.
Ο Γιώργος Κολοβός παίζει έναν Καρλ εξαγριωμένο, που η κακότητα, η προδοσία, η αδικία του αδερφού και ο αδυσώπητος μηχανισμός της εξουσίας,τον ωθούν στην απελπισία και την αλαζονεία ν’ ανοίξει μόνος με το σπαθί του τον δρόμο της δικαιοσύνης. Ακραίος, εγωπαθής, μανιασμένος, έχοντας την πεποίθηση του ελεύθερου νου, που πιστεύει σε αξίες, αλλά και φτάνει στην αγριότητα, όταν αντιλαμβάνεται ότι ο ακέραιος, αμόλυντος προορισμός, λάθεψε.
Μια αρνητική όψη του ιδίου νομίσματος, είναι ο δολοπλόκος, υποκριτής, στυγνός φονιάς, ο Φράντς του ταλαντούχου Γιάννη Τσεμπερλίδη. Μια αράχνη μπερδεμένη στον ιστό των μηχανορραφιών της.
Η μετάφραση του καθηγητού Γιώργου Δεπάστα δικαιώνει το πρωτότυπο.
Στα αδιάφορα της παράστασης τα σκηνικά της Μαρίας Πανουργιά, μια αλέα από χριστουγεννιάτικα δένδρα κι ένας γκρίζος φουτουριστικός, άχαρος όγκος, ως κάστρο, τα παρδαλά, περίεργα, ακαθόριστα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη, οι σκοτεινοί φωτισμοί της Μαριέττας Παυλάκη. Ενδιαφέρουσα η μουσική σύνθεση της Λόλας Τότσιου.
Αν ζούσε στις μέρες μας ο Σίλλερ, το πιθανότερο θα ήταν να βάλει τον Καρλ και τη συμμορία του να ρίχνει βόμβες Μολότοφ , να ληστεύει Τράπεζες και να προβαίνει σε απαγωγές. Επειδή αυτή η «επαναστατημένη» νεολαία κάνει ανταρσία και όχι επανάσταση.
Ο σκηνοθέτης Ακύλλας Καραζήσης δήλωσε πρόσφατα πώς είδε αυτό το έργο : «Είναι μια οικογενειακή τραγωδία από τη μια, που είναι πολύ κλασσικό θέμα, όπως είναι οι Ατρείδες, ο Θηβαϊκός κύκλος ή ο Οιδίποδας και από την άλλη υπάρχουν οι ληστές, η εξέγερση. Ο άσωτος υιός, ο οποίος από ελευθεριακός φοιτητής, που στη δική μας τη γενιά θυμίζουν πολλά πράγματα, γίνεται ληστής, κοινωνικός ληστής, κάτι σαν τον Ρομπέν των Δασών ή όπως ήταν κάποιοι κλέφτες το 1821. Έτσι δημιουργείται και ένα κοινωνικό αίτημα, ένα ζήτημα εξέγερσης, επανάστασης, αμφισβήτησης.
Ακόμη και για την κακία υπάρχει κάτι μακιαβελικό, με την έννοια την αναγεννησιακή. Είναι η ανατομία της καλής πράξης που, όταν την ανατέμνεις, βλέπεις ότι συμπεριλαμβάνει μια κατανόηση και έναν ορθολογισμό. Αναρωτιέσαι για τη συγγένεια: Γιατί είναι ιερή η συγγένεια; Γιατί είναι ιερή η σχέση πατέρα γιού;
Υπάρχει, δηλαδή, μια αμφισβήτηση της ηθικής και συγχρόνως το αίτημα της καταπολέμησης της αδικίας από τη μεριά των ληστών. Όλα αυτά μπερδεμένα με πολλά προσωπικά ζητήματα, με πολλές σάλτσες και πράγματα που υπήρχαν εκείνη την εποχή. Είναι ένα έργο τεράστιο, το οποίο το έχω κόψει πάρα πολύ για να παίζεται στη σημερινή εποχή σε δύο ώρες».
Επίλογος
Ο Ρώσος συγγραφέας Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι παρακολούθησε την παράσταση αυτού του έργου στη Μόσχα, όταν ήταν μόλις δέκα ετών. Το έργο είχε ισχυρό αντίκτυπο πάνω του: «Όταν ήμουν γύρω στα δέκα, είδα μια παράσταση των «Ληστών» του Σίλλερ στη Μόσχα, με τον Μοτσάλοφ, και μπορώ να σας πω ότι η τεράστια εντύπωση που μου έκανε τότε άσκησε γόνιμη επιρροή στο πνευματικό μου σύμπαν».
Το αναφέρει στους «Αδελφούς Καραμάζοφ», όπου Ο Φιοντόρ Καραμάζοφ συγκρίνει τον εαυτό του με τον κόμη φον Μουρ, ενώ τον μεγαλύτερο γιο του, Ντμίτρι, με τον Φραντς Μουρ και τον Ιβάν Καραμάζοφ με τον Καρλ Μουρ.
Διαμαντής Αξιώτης: Γιώργος Χειμωνάς: Βασιληάς της Ασίας
του Παύλου Λεμοντζή
Πέρασαν κιόλας είκοσι πέντε χρόνια, αφότου ο Γιώργος Χειμωνάς σφράγισε τα μάτια του στο Παρίσι, αφήνοντας σε δικούς και φίλους σπαραγμό για τον αλλόκοτο χαμό του, που συμπαρέσυρε στον αφανισμό και όλα τα χαρτιά του. Ανάμεσά τους και το αφήγημα «Γερτρούδη», που ο ίδιος, από ό,τι διάβασα, το φαντάστηκε σαν κορυφή και σαν χαράδρα της ζωής και της γραφής του.
Τι έγινε το χειρόγραφο, ένας θεός το ξέρει. Όπως κι αν έχει το πράγμα, μαζί με το Γιώργο Χειμωνά, χάθηκε και η «Γερτρούδη», με τρόπο μάλιστα που ο διπλός αυτός χαμός θα μπορούσε να γίνει μυθιστόρημα κι αν ζούσε ακόμη, θα το έγραφε ο ίδιος ο Χειμωνάς, γιατί ο γιατρός, φιλόσοφος – στοχαστής, συγγραφέας και ζωγράφος Γιώργος Χειμωνάς, έπαιζε μια ζωή με τον θάνατο: έβαζε ενέχυρο σ’ αυτό το παιχνίδι τη ζωή του, για να κερδίσει ένα γραφτό, κάθε φορά το τελευταίο. Σαν τον Ιππότη στην «Έβδομη Σφραγίδα» του Μπέργκμαν, φορώντας πάντα μαύρα, περήφανος κι ωραίος.
Έτσι τον είδε ο σημαντικός Καβαλιώτης συγγραφέας Διαμαντής Αξιώτης και του αφιέρωσε το πρόσφατο βιβλίο του «Γιώργος Χειμωνάς- ο Βασιληάς της Ασίας», χαρακτηρίζοντάς το «μυθοπλαστικό ντοκουμέντο», στο οποίο ο αναγνώστης συναντά πολύ περισσότερες αλήθειες από τον μύθο.
Ο Διαμαντής Αξιώτης τον φέρνει στην γενέτειρά του για ένα – λογοτεχνική αδεία ή και επιθυμία – τέλος στον τόπο που έκλαψε πρώτη φορά, μόλις βγήκε από τη μήτρα της μάνας του. Βάζει αφηγήτρια μια γυναίκα, την Θαυμασία, ένα αερικό ερωτευμένο με τον Χειμωνά, μπορεί η αινιγματική γυναίκα-ερωμένη Ελένη Ξένου από τον «Εχθρό του Ποιητή» ή , γιατί όχι, δίνει φωνή και λόγο στη χαμένη «Γερτρούδη» του και στις τέσσερις συνιστώσες του «Βασιληά της Ασίας»: «Φαντασμαγορία», «Φόβος», «Έρωτας» και «Κλέφτης», έτσι όπως τυπώθηκαν στο περιοδικό «Υπόστεγο» της Στέγης το 1992. Ταυτόχρονα, μοιράζει σπαράγματα από τα έργα του Χειμωνά: «Πεισίστρατος», «Η εκδρομή», «Μυθιστόρημα», «Ο γιατρός Ινεότης», «Οι Χτίστες» και «Τα ταξίδια μου», ανάμεσα στο λυρικό, ηθογραφικό πυκνό, άλλοτε λόγιο κι άλλοτε αφηγηματικό γράφημά του.
Θα μπορούσα να πω επίσης, για την αφηγήτρια Θαυμασία, ότι εννέα «μαθήματα» παραδεδομένα στον αναγνώστη από τον ίδιο τον Χειμωνά συνιστούν μια απαραίτητη, ίσως, μαθητεία για την προσέγγιση του έργου του. Αν και ο ίδιος ο Χειμωνάς διαχωρίζει ρητά το θεωρητικό από το λογοτεχνικό του έργο και αρνείται τη μελέτη του πρώτου ως προϋπόθεση για την προσέγγιση του δεύτερου, είναι μεγάλος ο πειρασμός του κάθε επίδοξου μελετητή της λογοτεχνίας του Χειμωνά να εισδύσει στη σκέψη του τελευταίου μέσω των κειμένων του για τον λόγο.
Με τον ίδιον ακριβώς τρόπο, και παρά τις κατηγορηματικές διευκρινίσεις του συγγραφέα για το αντίθετο, ο αναγνώστης του Χειμωνά δύσκολα μπορεί να αγνοήσει την πολύχρονη και επιστημονικά αναγνωρισμένη θητεία του στη θεωρητική και έμπρακτη άσκηση της Ψυχιατρικής επιστήμης. Οπότε, από μία άποψη, η «Θαυμασία» είναι ενσάρκωση αυτής της ιδέας του Διαμαντή Αξιώτη. Να προσαρμόσει το φρέσκο βιβλίο του στις ιδιότητες του ήρωά του.
«Σκέπτομαι τώρα», έγραψε κάποτε ο Γεωργουσόπουλος, «ότι από την αρχαιότητα έρχεται ο μύθος για τον «Σκοτεινό» Ηράκλειτο, Ο Διογένης ο Λαέρτιος αναφέρει το ανέκδοτο ότι ο Σωκράτης συντήρησε αυτόν τον «μύθο», όταν, αφού διάβασε τα χειρόγραφα που του ενεχείρισε ο Ευριπίδης με το «Περί Φύσεως» σύγγραμμα του Εφέσιου σοφού, διατύπωσε τη γνώμη πως είναι καταπληκτικά όσα κατάλαβε από τα διανοήματα του Ηράκλειτου, αλλά υποπτευόταν πως ήταν καταπληκτικότερα όσα δεν κατάλαβε και χρειάζονταν «Δήλιο κολυμβητή». Τόσα, δηλαδή, δύσκολα περάσματα είχε η τρικυμιώδη θάλασσα της φιλοσοφίας του, ώστε χρειαζόταν επιτήδειος και τολμηρός κολυμβητής για να φθάσει απέναντι, στο πέρας, ακτή.
Ανάλογη μοίρα έχουν πάμπολλοι μεγάλοι διανοητές, επιστήμονες και κυρίως ποιητές. Για τον Ηράκλειτο η μοίρα επεφύλαξε αιώνες μια σπαραγμένη αποσπασματικότητα, που ενέτεινε την τάχα μου σκοτεινότητά του. Και ονόμαζαν σκοτεινότητα την πυκνότητα της γραφής του, τον προφητικό του τόνο, τις έντονες και υπερφυείς εικόνες και την παιγνιώδη λεξιμαγεία του».
Στην Ελλάδα η πρόσληψη του Γιώργου Χειμωνά είχε μιαν ανάλογη τύχη. Από τα πρώτα γραπτά του, τον πρωτόλειο «Πεισίστρατο» η κριτική τον υποδέχτηκε, χωρίς βέβαια επιφυλάξεις, ως πειραματιστή κατ’ αρχάς και πρωτοποριακό λογοτέχνη, αλλά του πρόσαψε συνάμα και τη σφραγίδα του δυσπρόσιτου, του αινιγματώδους, του λαβυρινθώδους, του σκοτεινού, του συμβολιστή και του οικοδόμου αλληγοριών.
Στον δικό του «Βασιληά της Ασίας», ο Διαμαντής Αξιώτης, τον κατεβάζει στη Γη, τον απεκδύει από την φορεσιά του δυσπρόσιτου, τον στέφει, βεβαίως, με το στέμμα του καλλίστου ανάμεσα σε τρανταχτά ονόματα της ελληνικής λογοτεχνίας, τον σεργιανάει – μαζί κι εμάς – στην Καβάλα περασμένων δεκαετιών, περιγράφει εξαίσια τη χερσόνησο της Παναγίας με τα απομεινάρια που κληροδότησε στην πόλη ο Μεχμέτ Αλή, παραθέτει συμβάντα – με ντοκουμέντα – που διημείφθησαν σε αίθουσες με βιβλία και σε άλλες με ποτά, όπως ακριβώς τα είχε διοργανώσει το Δ.Σ. της Στέγης του 1989 και η επιτροπή του παλιού «Υπόστεγου».
Ακόμη, του ανοίγει τις πόρτες της Καβάλας από Ανατολάς και Δυσμάς και ακουμπάει την Ξάνθη και τη Δράμα, χαϊδεύει με κοσμητικά επίθετα τη Θάσο και φωτογραφίζεται στη Νέα Πέραμο, με όλη την παρέα των ντόπιων και επισκεπτών ανθρώπων του πνεύματος, των γραμμάτων και των τεχνών.
Αποτίνει φόρο τιμής σε διανοούμενους που γέννησε η πόλη, όπως ο Κρίτων Χουρμουζιάδης, και σε επισκέπτες ιδίου βεληνεκούς, ενώ γενναιόδωρα προσφέρει στους αναγνώστες εικόνες από μια ξεχασμένη εποχή και κι έναν πολύτιμο θησαυρό από λέξεις που σαγηνεύουν, από παρομοιώσεις και μεταφορές, από φράσεις που φανερώνουν τις πολυεπίπεδες γνώσεις του, την λογοτεχνική του ωριμότητα, την περιπλάνησή του ανάμεσα στο φανταστικό και στο πραγματικό και βάζει τη δική του υπογραφή πλάι στους κατά καιρούς κριτικούς του παλίμψηστου έργου του Καβαλιώτη, αλλά Γαλλοθρεμμένου «Άγγελου ξιφήρη, ολόσωμο αρχάγγελο Ουριήλ». Αληθινό ή καμωμένο από σύννεφο, αυτό που ανυψώνει η δεινότητα της πένας του, η διαύγεια του πνεύματός του, το ανοικτό σε άγνωστους ορίζοντες από τους κοινούς θνητούς.
Τις τέσσερις αισθήσεις της πρώτης του ζωής, όπως γράφει ο Διαμαντής Αξιώτης, Φαντασμαγορία, Έρωτας, Κλέφτης και Φόβος, δώρα -άδωρα της πόλης που τον γέννησε, τις αφηγείται μέσα από παραστάσεις, επεισόδια και εκμυστηρεύσεις. Οι αναγνώστες κερδίζουν σε ενσυναίσθηση και σε αυτογνωσία. Επειδή μέσα στα χρονικά άλματα του δοκιμίου ή μυθοπλαστικού ντοκουμέντου, στις αλληγορίες, στις αφηγήσεις αληθειών και στη μυθική φαντασία, μέσα στον λυρισμό των λέξεων, ανακαλύπτουμε ότι ο εαυτός μας είναι συνήθως σε μια διελκυστίνδα. Από τη μια τραβάει ο φόβος και από την άλλη οι επιθυμίες.
Το ένα τροφοδοτεί το άλλο, επειδή έχουμε μάθει από μικρή ηλικία και από το συλλογικό ασυνείδητο να αντιμετωπίζουμε τα πάντα ως προβλήματα προς επίλυση, αντί να τα βιώνουμε ως έχουν. Ζούμε σε μια συνεχή πλάνη, ποτέ στο παρόν, όμως, ο φόβος βασίζεται στο ψεύτικο. Στις αναμνήσεις και στις προσδοκίες. Ποτέ στο παρόν. Στο παρόν, στη διαρκή στιγμή, δεν υπάρχει φόβος. Υπάρχει μόνο αυτό που είναι. Γι’ αυτό και το βιβλίο κλείνει με τη μαυροφορεμένη Λούλα Αναγνωστάκη να μηρυκάζει αέναα «Ο Γιώργος, ο Γιώργος, ο Γιώργος μου» ….»
«Καληνύχτα χρυσό μου»
Ο Χειμωνάς δηλώνει επανειλημμένα στις δημόσιες καταθέσεις του ότι γράφει ρεαλιστική λογοτεχνία. Η διαφορά του από τους άλλους ρεαλιστές συγγραφείς έγκειται στο ότι το έργο του προσπαθεί να ψηλαφίσει, σαν τους μακρινούς αρχαίους προκατόχους του, την τραγική ουσία του ανθρώπου, που εδώ φέρει τη μορφή του ποιητή. «Και η τραγική ουσία, για να αρθεί στο Ύψος, ζητάει από το συγγραφέα να φανταστεί εκ νέου ένα ολιστικό σύστημα, να συντάξει με το λόγο ένα Μεγάλο αφήγημα– έστω και κατακερματισμένο- που καθορίζει τις «μικρές» , ανθρώπινες ζωές.»
Ακριβώς αυτό κάνει ο Διαμαντής Αξιώτης στο «Μυθοπλαστικό Ντοκουμέντο» του : «Γιώργος Χειμωνάς: Βασιληάς της Ασίας».
Υ.Σ. Με το φιλόδοξο αυτό αξίωμα προσδοκούσε η Ελένη Ξένου να χρίσει τον ποιητή στην έσχατη κατοικία του!
«Η αγάπη άργησε μια μέρα» στο Θέατρο Αντιγόνη Βαλάκου
Μετά τη μεγάλη επιτυχία στην Κοζάνη, τη Θεσσαλονίκη και σε άλλες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας η παράσταση «Η αγάπη άργησε μια μέρα» που αποτελεί μια συμπαραγωγή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και του Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου Κοζάνης, έρχεται στην Καβάλα για δυο μέρες, στο Θέατρο Αντιγόνη Βαλάκου, το Σάββατο 1 και την Κυριακή 2 Φεβρουαρίου στις 18.00 και στις 21.00.
Το εμβληματικό βιβλίο της Λιλής Ζωγράφου«Η αγάπη άργησε μια μέρα» μεταφέρεται στη θεατρική σκηνή, σε σκηνοθεσία Ένκε Φεζολλάρι ο οποίος συνυπογράφει μαζί με τη Ροδή Στεφανίδου και τη διασκευή – δραματουργική επεξεργασία. Πρόκειται για έναν ύμνο στην ελευθερία και τον έρωτα.
Οι θεατές γίνονται ένα με τις ηρωίδες και το δράμα που περνούσε η καθεμία ξεχωριστά, αναδεικνύοντας δύσκολα κοινωνικά θέματα που κυριαρχούσαν περασμένες δεκαετίες όπως την ελευθερία και την αποδοχή της διαφορετικότητας και τα οποία όμως απασχολούν και τη σύγχρονη κοινωνία.
Η άκρως ατμοσφαιρική παράσταση με τις εξαιρετικές και πολύ δυνατέςερμηνείες των ηθοποιών κρατούν σε εγρήγορση τους θεατές, καθ’ όλη τη διάρκειά της. Οι άψογες παρεμβάσεις με τα βίντεο και τον λόγο της Λιλής Ζωγράφου δίνουν το στίγμα του συνολικού της έργου.
Στο έργο σκιαγραφείται αριστοτεχνικά η απάνθρωπη σκληρότητα της πατριαρχικής οικογένειας, οι κοινωνικές συμβάσεις και η ευλογία της αγάπης.
Πρόκειται ουσιαστικά για μια αλληγορία πάνω στο φασισμό και στον τρόπο που αυτός ποτίζει τις ανθρώπινες σχέσεις. Αναδεικνύονται τα σοβαρά και διαχρονικά προβλήματα που προκύπτουν από την τήρηση των «πρέπει», τη μη αποδοχή της διαφορετικότητας, τη λανθασμένη υποταγή και την καταπάτηση της ελευθερίας, στην καθημερινότητα.
Ο άνθρωπος, του χθες και του σήμερα, οι αδυναμίες και οι επιθυμίες του βρίσκονται στο επίκεντρο.
Το έργο «Η αγάπη άργησε μια μέρα», βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Λιλής Ζωγράφου, γραμμένο το 1994, το οποίο έγινε τηλεοπτική επιτυχία το 1997. Η συγγραφέας εστίασε στα μυθιστορήματά της στην πάλη για την ανεξαρτησία των γυναικών και στη γυναικεία χειραφέτηση. Το έργο πραγματεύεται την τόλμη που απαιτεί η ελευθερία καθώς και τον αγώνα ενάντια στην επιβολή και τον αυταρχισμό. Μια απεικόνιση της πατριαρχικής κοινωνίας και του βαθιά ριζωμένου μισογυνισμού.
Η παράσταση
«Ακόμα και οι γιοί τρέμανε τη “σκιά” του πατέρα αφέντη, πού επίσης μέσα από το αίσθημα ιδιοκτησίας απαιτούσαν απ’ αυτούς να γίνουν σπουδαίοι, όχι ευτυχισμένοι, σπουδαίοι, πάντα στα μέτρα της δικής τους βαρβαρότητας και αμορφωσιάς».
Στο Νεοχώρι της Κρήτης, την περίοδο της Κατοχής, η πολυμελής οικογένεια Φτενούδου, ζει υπό το βάρος της ενοχής, της θρησκευτικής καταπίεσης και των άκαμπτων ηθικών κανόνων της επαρχίας. Μέσα σε αυτό το αρρωστημένο περιβάλλον, η μικρότερη κόρη, Ερατώ, η πολυαγαπημένη της μητέρας της, ερωτεύεται έναν Ιταλό στρατιώτη, που κρύβεται στο υπόγειο του σπιτιού τους και μένει έγκυος από αυτόν. Μετά τον θάνατο του πατέρα, η μεγάλη κόρη της οικογένειας αναλαμβάνει τα ηνία του σπιτιού, επιβάλλοντας τη θέλησή της μέσα από την απόλυτη υπακοή στο αναχρονιστικό σύστημα αξιών, τον ενσωματωμένο μισογυνισμό, τα μίση και τα απωθημένα της ερωτικής στέρησης. Ταυτόχρονα, η ανάγκη προάσπισης της εικόνας μιας φαντασιωσικής υπεροχής της οικογένειας Φτενούδου, την οδηγεί σε μια άνευ νοήματος μεγαλομανία, που ανατροφοδοτεί την κοινωνική υποκρισία: αποκρύπτει (ή θανατώνει) ό,τι πλήττει την οικογενειακή τιμή και επιδεικνύει κάθε ανούσια σύμβαση που προσδίδει κύρος στην παρηκμασμένη τους ζωή. Σε αυτό το περιβάλλον κάθε μορφή αγάπης και έρωτα αποκλείεται, ποινικοποιείται και διώκεται. Κάθε ανάγκη για ζωή μαραίνεται.
Στο επίκεντρο η οικογένεια, αρσενικά και θηλυκά κάτω από την μπότα του Πατέρα -Αφέντη και τους δρακόντειους, απαράβατους, άγραφους νόμους που δημιουργεί η Πατριαρχία. Η μοίρα των γυναικών της θέλει να είναι εγκλωβισμένες, σχεδόν φυλακισμένες στα νοικοκυριά. Αμπαρωμένες σε σπίτια -φρούρια αρσενικών- που θεωρούν ότι «τα γυναίκεια στόματα είναι άχρηστα για να ταϊστούν». Η επαρχία όμως δημιουργεί και ευνουχισμένα αρσενικά καθώς και ανάπηρα παιδιά …ένας Καιάδας για την διαφορετικότητα, για κάθε τι όμορφο που αποζητά να αναδυθεί από την ασχήμια και τη βία που μας περιβάλλει.. Ο Άνθρωπος που σφυρηλατείται στην αδικία και τον πόνο. Ο λόγος της Λιλής Ζωγράφου καταγγέλλει οτιδήποτε περιορίζει την ελευθερία του ατόμου. Υπερασπίζεται κάθε ανθρώπινη οντότητα ως αυτοτέλεια και ως αυθυπαρξία του ατόμου. Η άνοδος και η πτώση των ψευδεπίγραφων κοινωνικών συμβάσεων. Η ιστορία της καταπίεσης των γυναικών στην Ελλάδα, τα Βαλκάνια, στον κόσμο που κατοικούμε, στον κόσμο που μας εμπεριέχει. Η «Τιμή της οικογένειας» που γίνεται τσεκούρι και δίνει άλλοθι για εγκλήματα. Τι θα πει Ελευθερία; λέει στο κείμενο της και απαντά: «Μα η αθωότητα να μην γνωρίζεις την ασκήμια των ανθρώπων. Μόνο τότε είσαι ελεύθερος».
«Χόρεψέ με πατέρα»: Όταν η άνοια γίνεται αφορμή για θεατρική παράσταση
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΕΦΗ ΚΑΡΟΥΝΙΑ
«Χόρεψέ με πατέρα»: Ένας πατέρας με άνοια και η υστερική κόρη του, προσπαθούν να επικοινωνήσουν. Ο καθένας μέσα από την δική του διαταραχή, αναζητά την προσωπική του λύτρωση. Θα τα καταφέρουν;
Το κείμενο υπογράφει η Κατερίνα Αντωνιάδου. Η σκηνοθεσία είναι του Γιώργου Αρμένη, με τον ίδιο στον ρόλο του πατέρα και την Κατερίνα Αντωνιάδου στον ρόλο της κόρης.
Στη συνέντευξη που ακολουθεί ο Γιώργος Αρμένης και η Κατερίνα Αντωνιάδου, μιλούν για την θεατρική παράσταση «Χόρεψέ με πατέρα» και πως βρέθηκαν δάσκαλος και μαθήτρια στην σκηνή. (σ.σ. Η παράσταση θα παρουσιαστεί την Κυριακή 19 Ιανουαρίου, στις 8 το βράδυ στο «Καλογερικό» της Θάσου)
Γιώργος Αρμένης: Το κείμενο είναι της Κατερίνας. Μου άρεσε όταν το διάβασα. Στήσαμε την παράσταση και πραγματικά ήταν ένα θαύμα για εμάς που κάναμε πρεμιέρα και γυρίσαμε πολλές πόλεις. Έχει πολύ μεγάλη αποδοχή από τους θεατές. Πραγματικά είναι παρά πολύ ωραίο. Και το λέω αυτό με πλήρη συνείδηση. Έχω τόσα χρόνια στο θέατρο που δεν μπορώ να λέω ψέματα. Πάντα οι θεατές φεύγοντας από μια θεατρική παράσταση παίρνουν μαζί τους κάτι σαν φυλαχτό, σαν μια ευχή. Πάντα το θέατρο διδάσκει. Νομίζω ότι με την συγκεκριμένη παράσταση αυτό το έχουμε πετύχει σε μεγάλο βαθμό
Κατερίνα Αντωνιάδου: Έχω γράψει και άλλα έργα. Είναι το πρώτο που έσπρωξα και δεν το κράτησα στα συρτάρια μου. Μάλλον το πίστεψα πιο πολύ. Άρεσε και στο Γιώργο Αρμένη. Όταν το έγραψα το έδωσα να το διαβάσει και μου είπε ότι θα το ανεβάσουμε. Ήταν πιο ώριμη αυτή η γραφή σε σχέση με τα προηγούμενα.
Γιατί η άνοια γίνεται αφορμή για θεατρική παράσταση;
Γιώργος Αρμένης: Έχει… άνοια ο πατέρας, δηλαδή εγώ, αλλά στο τέλος τα βρίσκουμε. Αυτό περνάει και στο κοινό που στο τέλος μας χαρίζει έντονο χειροκρότημα. Εγώ, δεν ξέρω γιατί, αλλά… τρελαίνομαι με αυτό το έργο. Μου αρέσει παρά πολύ. Μου αρέσει που κάνω ότι έχω άνοια. Κάποια στιγμή βέβαια έρχεται ένα στοιχείο που συγκινεί και προκαλεί την ανατροπή. Εδώ θέλω να πω ότι μέσα στο έργο υπάρχει και το κωμικό στοιχείο , παίρνεις κωμικές ανάσες. δεν είναι δράμα. Δεν είναι μαύρο… Εμένα η θεατρική μου κόρη με έχει σαν παιχνίδι…
Κατερίνα Αντωνιάδου. Το θέμα της άνοιας δεν ήρθε συνειδητά. Εγώ θέλησα να πω μια ιστορία για δύο ανθρώπους που δεν επικοινωνούν. Η άνοια στάθηκε ως εμπόδιο. Αν δεν υπήρχε η άνοια θα ήταν ένα άλλο εμπόδιο. Δεν ξέρω ποια ήταν η αφορμή. Ίσως στο υποσυνείδητό μου υπήρχε κάτι που δεν το έχω ανακαλύψει ακόμη. Ο αρχικός μου στόχος ήταν να πω για δύο ανθρώπους που δεν επικοινωνούν μεταξύ τους.
Γιατί πιστεύετε ότι έχουμε φτάσει στο σημείο να μην μπορούμε να επικοινωνήσουμε με τον συνάνθρωπο;
Γιώργος Αρμένης: η άνοια και το αλτσχάιμερ θερίζουν. Αυτό είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο. Πέρα από αυτό όμως δεν αναγνωρίζουμε τον διπλανό, τον συνάνθρωπο .
Κατερίνα Αντωνιάδου: Νομίζω ότι είναι δύσκολη η επικοινωνία, καθώς δεν έχουμε μάθει να επικοινωνούμε με τον εαυτό μας και κάνουμε προβολές. Από εκεί ξεκινάει. Δηλαδή βλέπουμε τον εαυτό μας στο πρόσωπο του άλλου. Το ίδιο συμβαίνει και με τους δύο ήρωες του έργου. Και η κόρη νοσεί, δεν είναι καλά ψυχολογικά. Δεν μπορεί να επικοινωνήσει με τον εαυτό της. Για αυτό νομίζω ότι είναι δύσκολη η επικοινωνία γενικότερα. Δεν έχουμε μάθει να επικοινωνούμε με το μέσα μας
Τελικά η καθημερινότητα μας μεταφέρεται στη σκηνή;
Κατερίνα Αντωνιάδου Νομίζω σε αρκετά σημεία. Και αυτό επιβεβαιώνεται και από τον κόσμο. Μας λένε μετά την παράσταση ότι «είδαν» αρκετά στοιχεία από την δική τους ζωή. Το έργο μιλάει για την μοναξιά, τους φόβους για βαθύτερα θέματα που μπορεί να μας απασχολούν.
Δάσκαλος και μαθήτρια στην σκηνή…
Γιώργος Αρμένης: Για εμένα είναι πολύ γοητευτικό. Χαίρομαι ιδιαίτερα με αυτή την συνύπαρξη γιατί η Κατερίνα είναι ένας πολύ όμορφος άνθρωπος. Υπάρχει πολύ αγάπη μέσα στην παράσταση… Αλλά δυστυχώς συνεχίζω να έχω την άνοια.
Κατερίνα Αντωνιάδου: Νοιώθω πανέμορφα που δουλεύω με τον Γιώργο. Τον ξέρω πολλά χρόνια. Έχουμε δουλέψει μαζί αρκετές φορές, από τα χρόνια που ήμουν στη Δραματική Σχολή. Τον ξέρω και με ξέρει. Ξέρει πώς να με διαχειριστεί, ξέρει πώς να με δουλέψει και εγώ καταλαβαίνω αυτό που θέλει να μου πει πριν ακόμη μου το πει. Υπάρχουν βέβαια και οι… εντάσεις, αλλά στο τέλος όλα καλά.
Η βία αποτελεί χαρακτηριστικό της κοινωνίας μας και της καθημερινότητάς μας…
Γιώργος Αρμενης: Εγώ νοιώθω πολύ θυμωμένος για όλα αυτά που ζούμε. Και θυμώνω πολύ περισσότερο με τους ηλικιωμένους που φθάνουν σε πράξεις βίας.
Κατερίνα Αντωνιάδου. Για να αλλάξει το σκηνικό πρέπει να ξεκινήσει από μέσα μας. Η δουλειά που θα πρέπει να κάνουμε με τον εαυτό μας. Μας φταίει ο εαυτός μας και τα βάζουμε με την γυναίκα μας, με τον άνδρα μας, με το παιδί μας, με το σκυλί μας…
Κύριε Αρμένη, έχετε αριστερές καταβολές. Πως θα σχολιάζατε την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η Αριστερά σήμερα;
Απ. Κουρελού. «Η θειά μου η Αμισούρδα τρία βρακιά φορεί»
Εσείς κ. Αντωνιάδου, ως πιο νέα σε ηλικία;
Απ.: Εγώ δεν ξέρω να πω για την αριστερά, δεν ξέρω να πω για την δεξιά. Ξέρω να πω ότι όσοι ανεβαίνουν στην εξουσία ρημάζουν την Ελλαδίτσα μας. Δεν αγαπούν το τόπο τους, όποιας απόχρωσης και απόκλισης και αν είναι.
Ο ιστότοπός μας χρησιμοποιεί cookies. Ορισμένα από αυτά είναι απαραίτητα για τη λειτουργία της ιστοσελίδας μας και άλλα μας βοηθούν να παρέχουμε το μέγιστο των υπηρεσιών μας. Επιλέξτε εσείς ποια cookies αποδέχεστε, τα οποία μπορείτε να αλλάξετε οποιαδήποτε στιγμή.
Αποδοχή
Αλλαγή ρυθμίσεων
Cookie Box Settings
Απόρρητο
Cookie Box Settings
Απόρρητο
Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας
Επιλέξτε εσείς ποια cookies αποδέχεστε.
Ωστόσο, ορισμένα από αυτά είναι αναγκαία για την σωστή λειτουργία της ιστοσελίδας και μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα ορισμένες λειτουργίες να μην είναι πλέον διαθέσιμες. Για πληροφορίες σχετικά με τη διαγραφή των cookies, συμβουλευτείτε τη λειτουργία βοήθειας του προγράμματος περιήγησης.
Μάθετε περισσότερα σχετικά με τα cookies που χρησιμοποιούμε κάνοντας κλικ εδώ
Εδώ μπορείτε να ενεργοποιήσετε ή να απενεργοποιήσετε διαφορετικούς τύπους cookies:
Η ιστοσελίδα θα:
Remember which cookies group you accepted
Αποθηκεύει την ρύθμιση προτιμήσεων των cookies
Επιτρέπει τα cookies περιοδικής λειτουργείας
Πιστοποιεί ότι είστε συνδεμένος στον λογαριασμό σας
Αποθηκεύει την επιλεγμένη γλώσσα
Συγκεντρώνει πληροφορίες τι έχετε εισάγει στις φόρμες επικοινωνίας
Η ιστοσελίδα δεν θα:
Αποθηκεύσει τα στοιχεία της σύνδεσης σας
Αποθηκεύσει τις ρυθμίσεις των μέσων κοινωνικής δικτύωσης
Αποθηκεύσει την επιλεγμένη περιοχή και χώρα σας
Εντοπίσει τις σελίδες επισκέψεων και την αλληλεπίδραση σας με αυτές
Εντοπίσει την τοποθεσία και την περιοχή σας με βάση την διεύθυνση IP
Εντοπίσει τον χρόνο που δαπανάται σε κάθε σελίδα
Προσαρμόσει τις πληροφορίες και τη διαφήμιση στα ενδιαφέροντά σας με βάση π.χ. το περιεχόμενο που έχετε επισκεφτεί προηγουμένως
Συγκεντρώσει στοιχεία προσωπικής ταυτοποίησης, όπως όνομα και τοποθεσία.
Η ιστοσελίδα θα:
Remember which cookies group you accepted
Αποθηκεύει την ρύθμιση προτιμήσεων των cookies
Επιτρέπει τα cookies περιοδικής λειτουργείας
Πιστοποιεί ότι είστε συνδεμένος στον λογαριασμό σας
Αποθηκεύει την επιλεγμένη γλώσσα
Συγκεντρώνει πληροφορίες τι έχετε εισάγει στις φόρμες επικοινωνίας
Αποθηκεύσει τις ρυθμίσεις των μέσων κοινωνικής δικτύωσης
Αποθηκεύσει την επιλεγμένη περιοχή και χώρα σας.
Η ιστοσελίδα δεν θα:
Εντοπίσει τις σελίδες επισκέψεων και την αλληλεπίδραση σας με αυτές
Εντοπίσει την τοποθεσία και την περιοχή σας με βάση την διεύθυνση IP
Εντοπίσει τον χρόνο που δαπανάται σε κάθε σελίδα
Προσαρμόσει τις πληροφορίες και τη διαφήμιση στα ενδιαφέροντά σας με βάση π.χ. το περιεχόμενο που έχετε επισκεφτεί προηγουμένως
Συγκεντρώσει στοιχεία προσωπικής ταυτοποίησης, όπως όνομα και τοποθεσία.
Η ιστοσελίδα θα:
Remember which cookies group you accepted
Αποθηκεύει την ρύθμιση προτιμήσεων των cookies
Επιτρέπει τα cookies περιοδικής λειτουργείας
Πιστοποιεί ότι είστε συνδεμένος στον λογαριασμό σας
Αποθηκεύει την επιλεγμένη γλώσσα
Συγκεντρώνει πληροφορίες τι έχετε εισάγει στις φόρμες επικοινωνίας
Αποθηκεύσει τις ρυθμίσεις των μέσων κοινωνικής δικτύωσης
Αποθηκεύσει την επιλεγμένη περιοχή και χώρα σας
Εντοπίσει τις σελίδες επισκέψεων και την αλληλεπίδραση σας με αυτές
Εντοπίσει την τοποθεσία και την περιοχή σας με βάση την διεύθυνση IP
Εντοπίσει τον χρόνο που δαπανάται σε κάθε σελίδα
Η ιστοσελίδα δεν θα:
Προσαρμόσει τις πληροφορίες και τη διαφήμιση στα ενδιαφέροντά σας με βάση π.χ. το περιεχόμενο που έχετε επισκεφτεί προηγουμένως
Συγκεντρώσει στοιχεία προσωπικής ταυτοποίησης, όπως όνομα και τοποθεσία.
Η ιστοσελίδα θα:
Remember which cookies group you accepted
Αποθηκεύσει τις ρυθμίσεις των μέσων κοινωνικής δικτύωσης
Αποθηκεύσει την επιλεγμένη περιοχή και χώρα σας
Εντοπίσει τις σελίδες επισκέψεων και την αλληλεπίδραση σας με αυτές
Εντοπίσει την τοποθεσία και την περιοχή σας με βάση την διεύθυνση IP
Εντοπίσει τον χρόνο που δαπανάται σε κάθε σελίδα
Προσαρμόσει τις πληροφορίες και τη διαφήμιση στα ενδιαφέροντά σας με βάση π.χ. το περιεχόμενο που έχετε επισκεφτεί προηγουμένως
Συγκεντρώσει στοιχεία προσωπικής ταυτοποίησης, όπως όνομα και τοποθεσία.
You must be logged in to post a comment Login