Connect with us

Πολιτισμός

Νίκος Ξανθόπουλος: Πέθανε το «παιδί του λαού»

Νίκος-Ξανθόπουλος:-Πέθανε-το-«παιδί-του-λαού»

Πέθανε την Κυριακή 22 Ιανουαρίου, σε ηλικία 89 ο ηθοποιός και τραγουδιστής Νίκος Ξανθόπουλος, μετά από σοβαρά προβλήματα υγείας για τα οποία νοσηλευόταν σε ιδιωτική κλινική στο Αιγάλεω.

Δημοφιλής κυρίως τη δεκαετία του ’60, οπότε πρωταγωνίστησε σε πολλές δραματικές ταινίες, έγινε γνωστός ως «Παιδί του Λαού» από τους ρόλους του φτωχού και κατατρεγμένου λαϊκού παιδιού που ζει μέσα στη δυστυχία αλλά τελικά λυτρώνεται.

Ο Νίκος Ξανθόπουλος γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου 1934 στη Νέα Ιωνία, στην προσφυγική γειτονιά της Αθήνας. Παιδί Ποντίων προσφύγων, μεγάλωσε φτωχικά μαζί με τη μητέρα του, που τον μεγάλωσε ουσιαστικά μόνη της, καθώς ο πατέρας του απουσίαζε για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Ο πατέρας του δούλευε περιστασιακά ως τσαγκάρης και ψαράς, ενώ κατά τη διάρκεια της Κατοχής φυλακίστηκε για τη αντιστασιακή του δράση. Κατά τα εφηβικά του χρόνια υπήρξε αθλητής της ΑΕΚ. Μεγαλώνοντας αποφάσισε να ασχοληθεί με το θέατρο, παρότι αρχικά τον γοήτευε η ιδέα να γίνει φιλόλογος. Ίνδαλμά του υπήρξε ο Μάνος Κατράκης.

Σπούδασε στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Έκανε την πρώτη επαγγελματική του εμφάνιση στο θέατρο το 1957 με τον “Θίασο Κατερίνας” στην κομεντί “Βιργινία”. Έως τα μέσα της δεκαετίας του ’60 είχε παίξει διάφορους ρόλους, μεταξύ των οποίων τον Ορέστη στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη, ενώ συνεργάστηκε και με τον θίασο του Μάνου Κατράκη στο «Τραγούδι του νεκρού αδελφού» του Μίκη Θεοδωράκη. Επίσης έπαιξε για λίγο στο μουσικό θέατρο. Συμμετείχε σε 24 θεατρικές παραγωγές και έπαιξε όλα τα είδη του θεάτρου. Το 1970 ίδρυσε δικό του θίασο και περιόδευσε στην Ελλάδα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 τον κέρδισε ο κινηματογράφος. Η πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση ήταν το 1958 στην κωμωδία του Φίλιππα Φυλακτού “Το Εισπρακτοράκι”, στο πλευρό του Βασίλη Αυλωνίτη και του Νίκου Ρίζου. Ως κινηματογραφικός πρωταγωνιστής καθιερώθηκε από τον σκηνοθέτη-παραγωγό Απόστολο Τεγόπουλο (Κλακ Φιλμ), με τον οποίο είχε αποκλειστική συνεργασία από το 1964 έως το 1971, σε μουσικές δραματικές ταινίες. Στις ταινίες της νεοσύστατης Κλακ Φιλμ συμμετείχε πρώτη φορά το 1963 με τις “Πληγωμένες καρδιές” στον ρόλο του κακού κουνιάδου. Η αρχή της τυποποίησής του ως παιδί του λαού έγινε έναν χρόνο αργότερα στην ταινία “Αγάπησα και πόνεσα”. Σ’ αυτές τις ταινίες ο Νίκος Ξανθόπουλος συνήθιζε να τραγουδά, ενώ συνθέτες όπως ο Απόστολος Καλδάρας έγραψαν τραγούδια γι’ αυτόν. Η παρουσία του στη δισκογραφία περιλαμβάνει 9 μεγάλους δίσκους και 55 σινγκλ. Εμφανίστηκε ως τραγουδιστής σε μεγάλα νυχτερινά κέντρα και πραγματοποίησε πολλές περιοδείες στο εξωτερικό στα κέντρα της ελληνικής διασποράς. Τελευταία κινηματογραφική εμφάνιση έκανε το 1995 στην ταινία του Γιώργου Ζερβουλάκου “Με τον Ορφέα τον Αύγουστο”.

Στα τέλη του 2005 εξέδωσε σε βιβλίο την αυτοβιογραφία του “Όσα θυμάμαι και όσα αγάπησα”. Παντρεύτηκε δύο φορές και είχε τέσσερα παιδιά και πέντε εγγόνια.

Τηλεόραση – Εποχή Βιντεοκασετών

Στην τηλεόραση πρωτοεμφανίστηκε το 1973 στη σειρά Αγρίμια.

Οκτώ χρόνια μετά τα Αγρίμια, το 1981, παίζει στο σήριαλ του Ερρίκου Θαλασσινού “Το ημερολόγιο ενός θυρωρού”. Υποδύεται τον καπετάνιο που θέλει να μπαρκάρει και δεν μπορεί να βρει κάπου να αφήσει τον γιο του. Ο ρόλος ήταν αφορμή να ξαναρχίσει το κάπνισμα.

Το 1994 έπαιξε στην τηλεοπτική δραματική σειρά “Στην κόψη του ξυραφιού”.

Το 1989 συνεργάζεται με τον Απόστολο Τεγόπουλο και τον Πάνο Κοντέλη στο “Μινόρε μιας καρδιάς” που κυκλοφόρησε σε 3 κασέτες και κατόπιν παίχτηκε στην ΕΡΤ σε 16 επεισόδια. Κατόπιν προέκυψε το “Η αγάπη που δε γνώρισε σύνορα” της οποίας τα γυρίσματα έγιναν στην Αθήνα, την Κωνσταντινούπολη και το Παρίσι. Κυκλοφόρησε σε δύο κασέτες. Αργότερα προβλήθηκε σε 8 επεισόδια στο MEGA.

Ακολούθησαν άλλες δύο βιντεοπαραγωγές, “Η καρδιά του πατέρα” και “Έρωτας στο περιθώριο” που παίχτηκε και στην τηλεόραση στο κανάλι ΑΝΤ1, το 1992.

Τραγούδι

Για τις ανάγκες των ταινιών έγινε τραγουδιστής υπό την καθοδήγηση του Απόστολου Καλδάρα και της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου.

Μετά το 1971 σταμάτησε τις εμφανίσεις του στον κινηματογράφο και μεταπήδησε σε νέα καριέρα στο λαϊκό τραγούδι. Συνολικά έχει κυκλοφορήσει 9 άλμπουμ και 55 σινγκλς. Η δισκογραφία του περιλαμβάνει γύρω στα 300 τραγούδια. Τα τραγούδια του υπογράφουν μεταξύ άλλων οι ‘Ακης Πάνου, Χρήστος Νικολόπουλος, Ξαρχάκος και άλλοι.

Στην μακρά αποχή του από κινηματογράφο και τηλεόραση είχε την ευκαιρία να επισκεφθεί και περιοδεύσει σε ΗΠΑ, Αυστραλία και σχεδόν όλη την Ευρώπη, γνωρίζοντας πάντα την αποδοχή και την αποθέωση από την Ελληνική ομογένεια.

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading
Advertisement
Click to comment

You must be logged in to post a comment Login

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Πολιτισμός

ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας: «ΛΙΒΙΝΓΚ ΡΟΥΜ» της Εύας Οικονόμου- Βαμβακά ή Πότε Ήταν Η Τελευταία Φορά Που Ονειρεύτηκες Κάτι;

ΔΗΠΕΘΕ-Καβάλας:-«ΛΙΒΙΝΓΚ-ΡΟΥΜ»-της-Εύας-Οικονόμου-Βαμβακά-ή-Πότε-Ήταν-Η-Τελευταία-Φορά-Που-Ονειρεύτηκες-Κάτι;

Κριτική από τον Παύλο Λεμοντζή

Πέρα από την εικόνα, θαρρείς αυτό το έργο είναι ένας τηλεβόας, δηλαδή μια μεγάλη συσκευή σε σχήμα χοάνης που συλλέγει ηχητικά κύματα απ’ όσα διαμείβονται στη σκηνή και τα οδηγεί στο αυτί του θεατή: «το παρόν είναι μια παγκόσμια ή, έστω, μια ελληνική κοινότητα, αν όχι μελαγχολικών, βαθύτατα προβληματισμένων νεαρών ανέργων. Το δε μέλλον, δυσοίωνο!»

Επειδή όλοι μεγαλώσαμε στους κόλπους μιας οικογένειας, θεωρούμε αυτονόητο ότι κατέχουμε και το νόημά της. Πιστεύουμε ότι οι εμπειρίες μας περί οικογενειακής ζωής είναι «φυσιολογικές» και ότι όλες οι οικογένειες μοιάζουν με τη δική μας. 

Κι επειδή νομίζουμε πως ξέρουμε, καλλιεργούμε λάθος αντιλήψεις και για ολόκληρη την κοινωνία μας.

H οικογένεια, ως θεσμός, έχει υποστεί σαρωτικές και ταχύρρυθμες αλλαγές στη δομή, στη λειτουργία και στη διάρθρωσή της, ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες. Η δύσκολη εποχή έφερε στο προσκήνιο παλιά οικογενειακά μοντέλα και σχήματα, καθρεφτίζοντας τις βαθιές κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές μεταβολές, όπως τον εκφυλισμό των θεσμών, αλλά και το τέλμα που επιφέρει μια πνιγηρή σπιτική ατμόσφαιρα.

Οι εξ ανάγκης μορφές οικογένειας, που τελευταία ολοένα και πιο συχνά συναντούμε, μοιάζει να αποτελούν ένα πολυσύνθετο και πολυδιάστατο φαινόμενο, το οποίο προσαρμόζεται στη δυναμική ευρύτερων διεθνών και εγχώριων εξελίξεων.

Στην παράσταση του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας, μένουμε στον τόπο μας.

Ελλάδα 2025. Σε μια επαρχιακή πόλη που φωτίζεται από τον λαμπερό ήλιο και την παντελή έλλειψη ελπίδας, ένα ζευγάρι γνωρίζεται, δοκιμάζει και αποτυγχάνει καθώς η έλλειψη ζωτικού χώρου έχει ήδη προδιαγράψει το μέλλον του. Μια οικογένεια εξαντλεί την εφευρετικότητά της προκειμένου να καταφέρει να επιβιώσει. Μια χώρα που καταρρέει οικονομικά, η στεγαστική κρίση που βαθαίνει, ανθρώπινες ζωές που βουλιάζουν καθώς δεν έχουν το απαραίτητο οξυγόνο για να αναπνεύσουν. Μια γλυκόπικρη ιστορία που, αν δεν ήταν τραγική, θα έμοιαζε αυθεντικά κωμική.

Σκηνοθετικό Σημείωμα

Ζούμε ιστορικές στιγμές. Στα χρόνια μας, οι οικονομικές συνθήκες έχουν αλλάξει άρδην, έχει αναδυθεί το ζήτημα της στεγαστικής κρίσης αλλά και του brain drain, οι κοινωνικές ανισότητες τείνουν να διογκώνονται και το μέλλον φαντάζει σκοτεινό. Το καινούργιο καταφθάνει αλλά δε μοιάζει να είναι αυτό που περιμέναμε. Κι εμείς δεν έχουμε καν τα όπλα να το αντιμετωπίσουμε. Και έτσι ίσως το μόνο που μας μένει είναι να το καταγράψουμε, να το μεταποιήσουμε σε τέχνη και κάπως έτσι να το ξορκίσουμε. Να αποτυπώσουμε αυτό το γλίστρημα από τη ζωή στην επιβίωση, που δεν ξέρουμε σε ποια ακριβώς χρονιά συνέβη και πώς του επιτρέψαμε να φράξει και το δικό μας δρόμο.

Εύα Οικονόμου- Βαμβακά

Το ζευγάρι αντιπροσωπεύει μια ολόκληρη γενιά, η οποία ερωτεύεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μαθαίνει ξένες γλώσσες μέσα από εφαρμογές, μένει ακόμη στο πατρικό σπίτι και αναγκάζεται να τραβήξει ξεχωριστούς δρόμους. Η κοπέλα φεύγει στο εξωτερικό, ο νεαρός μένει στον τόπο του, εφόσον εξασφαλίζει μόνιμη εργασία.

Είναι όμως οι δυο κύριοι ήρωες τόσο ζεστοί και οικείοι, η ιστορία τους τόσο πραγματική και ρομαντική ταυτόχρονα, που η γλυκύτητα της υπόθεσης υπερβαίνει την αισθητική της, καταλήγοντας σ’ ένα φινάλε που απογειώνει τη συμπάθεια αλλά και τη ματαιότητα.

Ο Κωστής (Αλέξανδρος Σκουρλέτης) και η Ελένη (Κωνσταντίνα Βέρρου) είναι ένα δυνάμει ζευγάρι, που βλέπει τις επιλογές στη ζωής του να καθορίζονται από τα χρήματα, συγκεκριμένα από την απουσία τους, στην Ελλάδα της αβεβαιότητας και της καθίζησης ονείρων.

Το ζευγάρι δεν έχει λεφτά για να νοικιάσει σπίτι ή να αγοράσει αυτοκίνητο κάποιος από τους δύο, δεν μπορεί να συνευρεθεί μόνο του, παρά σε δημόσιους χώρους. Έτσι, αδυνατώντας να πληρώσουν ακόμη και για ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, αναζητούν κάθε φορά δημόσια μέρη που χρησιμοποιούνται για σεξ, γεγονός που αρχίζει να επηρεάζει τη σχέση τους, η οποία είναι δέσμια του οικογενειακού κομφορμισμού, της οικονομικής ασφυξίας και μιας ανύπαρκτης προοπτικής.

Η χαρισματική Μαρία Τσιμά είναι η μητέρα Νέλλη, που μαγειρεύει περίπου επαγγελματικά, για να εξοικονομήσει κάποια χρήματα. Ταυτόχρονα, είναι στρατηγικής αντίληψης ηνίοχος της μικρής της οικογένειας, αλλά είναι και ο κυματοθραύστης δύσκολων καταστάσεων. Εξαιρετική στον ρόλο της, χαρίζει γενναιόδωρα απολαυστικές στιγμές στο κοινό είτε φορτισμένες συναισθηματικά με πικρία και άγχος είτε με χιούμορ και τη γνωστή ιδιοσυγκρασία μιας Ελληνίδας μάνας.

 Ο αδερφός της, ο Μανώλης, είναι ο συνταξιούχος θείος (Δημήτρης Πετρόπουλος), που ζει στο ίδιο σπίτι, βρίσκει διαρκώς λόγους να μιλά διαδικτυακά με μια Γερμανίδα, ενώ λατρεύει την ηλιόλουστη Ελλάδα και θέλει να τη φέρει εδώ, ως νύφη.

Ο έμπειρος ηθοποιός ερμηνεύει αξιοθαύμαστα όλες τις λεπτές αποχρώσεις ενός ηλικιωμένου άνδρα, παραδομένου στο καθεστώς που διέπει ανθρώπους στη δύση τους και λαχταρούν έναν απτό έρωτα.

Οι δύο νεανικοί ανδρικοί χαρακτήρες δουλεύουν σε ένα συσκευαστήριο, ενώ ο φίλος του Κωστή, ο Άλκης, θέλει να μεταναστεύσει στη Γαλλία, να γίνει αμπελουργός και η Ελένη που σπούδασε χορό ονειρεύεται καριέρα στην Ολλανδία.

Όμως, ο Κωστής παραμένει με τη μάνα, λόγω οικονομικής δυσχέρειας, οπότε ασφυκτιούν τα μέλη στο λίβινγκ ρουμ (χώρος ζωής), ο έρωτας στραγγαλίζεται και οι ορίζοντες προς την ευτυχία είναι θολοί.

 Ο Άλκης (Νικόλας Μίχας) εμφορείται από το όνειρο της φυγής και την αναζήτηση ανώτερου βιοτικού επιπέδου και, σαφώς, είναι πιο δυναμικός, πιο τολμηρός στις αποφάσεις του.

Έτσι, συμπληρώνεται στη σκηνή μια ετερόκλητη πεντάδα ανθρώπων, διαφορετικής ηλικίας, διαφορετικών καταβολών και διαφορετικών ονείρων.

Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι ποτέ τόσο εύκολα όσο ελπίζουν, και η σχέση τους περνάει κι αυτή τη δική της κρίση, καθώς οι δυο νέοι προσπαθούν να βρουν τρόπους διαφυγής από τα πολλαπλά «δεσμά» της οικογένειας, μιας ετοιμόρροπης οικονομίας και ενός αβέβαιου μέλλοντος.

Η ξεκάθαρη πρόθεση της συγγραφέως και σκηνοθέτιδας Εύας Οικονόμου Βαμβακά δεν είναι να καταγγείλει πολιτικά, αλλά να αφηγηθεί θεατρικά μια ερωτική ιστορία που πατάει και με τα δύο πόδια στην πραγματικότητα. Πραγματικότητα καυτή και αναγνωρίσιμη, αλλά όχι φτηνά νατουραλιστική, με πρωταγωνίστρια μια γενιά που αγωνίζεται να αποδείξει πως δε θα χαθεί σε μια πατρίδα με ελάχιστες προοπτικές ανέλιξης, ακόμα και στην τρέχουσα χρονική περίοδο, όπου πολλοί νέοι ήδη συμμάζεψαν βαλίτσες και πτυχία και μετανάστευσαν σε τόπους, αν όχι με υψηλό βιοτικό επίπεδο, τουλάχιστον ικανό να τους καλύπτει ανάγκες καθημερινότητας.

Η σκηνοθεσία, τρυφερή και την ίδια στιγμή χιουμοριστική, ισορροπεί γοητευτικά­ ανάμεσα στον ρεαλισμό και στην υπέρβασή του, στο δράμα και στην κωμωδία, στη «μικρή» (προσωπική) και «μεγάλη» (κοινωνική) αλήθεια, αλλά επιβάλλει αργούς ρυθμούς, οι οποίοι, πιστεύω, λειτουργούν εναντίον της παράστασης.

Καθώς η μουντή, άσχημη καθημερινότητα είναι η κυρίαρχη συνθήκη, η Εύα Οικονόμου Βαμβακά έντυσε το κείμενό της με πρωτότυπη, διασκεδαστική μουσική και, μάλιστα, επί σκηνής παίζει το ντόπιο συγκρότημα Acid Plato, οπότε, όλη αυτή η μιζέρια καταφέρνει να πετύχει τον στόχο του κειμένου: Να καταγράψει το αδιέξοδο μιας νέας γενιάς δίχως ιδιαίτερα προσόντα, αδιέξοδο που αιτία του είναι η οικονομική κρίση και η συνεπαγόμενη ανεργία.

Το αποτέλεσμα είναι ότι αυτοί οι νέοι άνθρωποι να μην ελπίζουν ότι θα ζήσουν αξιοπρεπώς και με ενδιαφέροντα, αλλά απλώς θα επιβιώσουν.

Από την άλλη, σε προσωπικό επίπεδο, ο με ελάχιστα ενδιαφέροντα νεαρός ήρωας διχάζεται ανάμεσα στην προοπτική του έρωτα αφ’ ενός, ο οποίος όμως δεν παρέχει την παραμικρή ασφάλεια για το μέλλον, και αφετέρου, του βολέματος (και ταυτόχρονα βαλτώματος) σε έναν ασφαλή, γκρίζο και μίζερο κομφορμισμό. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, δηλαδή.

Οι τρείς νέοι ηθοποιοί: Αλέξανδρος Σκουρλέτης, Νκόλας Μίχας και Κωνσταντίνα Βέρρου ερμηνεύουν τους ρόλους τους σύμφωνα με τις σκηνοθετικές οδηγίες.

Η γραφή της Εύας Βαμβακά-Οικονόμου, αν θέλουμε να την κατατάξουμε σε ένα είδος, θα έλεγα ότι είναι ποιητικός ρεαλισμός. Ρεαλιστικός και καθημερινός λόγος, σχεδόν απλός, με κάποιες ποιητικές αναγωγές και συνειρμούς πιο στοχαστικούς. 

Το σκηνικό των: Βασίλη Αποστολάτου και Μιχαήλας Πλιαπλιά ορίζεται από έξι χώρους που μοιάζουν με κινηματογραφικό πλατό. Απαλά χρώματα κάθε εποχής, δημόσιοι χώροι (ουρητήρια) και ιδιωτικοί ( σπιτική κουζίνα όπου η Νέλλη μαγειρεύει στ’ αλήθεια) δημιουργούν έναν κοινό τόπο, όπου οι: Κωνσταντίνα Βέρρου, Νικόλας Μίχας, Δημήτρης Πετρόπουλος, Αλέξανδρος Σκουρλέτης και Μαρία Τσιμά ζουν τις μικρές φανερές ζωές τους και υφαίνουν τις μεγάλες εσωτερικές επιθυμίες τους.

 Στο δεύτερο μέρος του έργου το σκηνικό μεταλλάσσεται σε μια ονειρική ατμόσφαιρα, απλωμένη σε ενιαία έκταση.

Το «Λίβινγκ ρουμ» κρύβει μια αγριότητα, δοσμένη με τέτοιον τρόπο, ώστε οι ελπίδες παραμένουν ζωντανές. Η δομή της παράστασης θυμίζει σκόρπια καρέ που συναντήθηκαν στο μοντάζ, ενώθηκαν και διηγήθηκαν μια ιστορία. Η σκηνοθεσία ακολουθεί μια φωτορεαλιστική, τρισδιάστατη οπτική, που διευκολύνει τον θεατή να κατανοήσει καλύτερα το κείμενο, εφόσον ξεπεράσει τον σκόπελο των αργών ρυθμών.

Διαβάζοντας την παράσταση μ’ ένα πιο διεισδυτικό βλέμμα, αποκομίζεις συμπεράσματα πέρα από τα προφανή, όπως: Άραγε, και στις σχέσεις όλα έχουν μια τιμή;

 Όταν ένα ζευγάρι έρχεται σε απόσταση με κύρια αιτία το οικονομικό θέμα, το πρόβλημα της σχέσης είναι μάλλον πολύ πιο σημαντικό και βαθύτερο, από το ίδιο το χρήμα.

Είτε ο ένας κερδίζει περισσότερα, είτε κάποιος από τους δυο είναι άνεργος, είτε υπάρχει απληστία, τσιγκουνιά, ζηλοτυπία, καταπίεση, άγχος, ανασφάλεια σχετικά με την εξέλιξη της πορείας του ζευγαριού, υπάρχει μια κρυφή σημασία από πίσω.

Ο καθένας από τους δύο έχει διαμορφωμένη την προσωπική του «ψυχική λογιστική», μια οικονομική νοοτροπία, που υποσυνείδητα καθρεφτίζει τις πρώιμες εμπειρίες και τις ριζωμένες πεποιθήσεις γύρω από τον εαυτό, επειδή το βίωμα της στέρησης ή της αφθονίας στην τρυφερή ηλικία καλλιεργεί, σταδιακά, και την οικονομική σκέψη και συμπεριφορά.

Ένα ζευγάρι καλείται να «παντρέψει» τις διαφορετικές ανάγκες και προσεγγίσεις γύρω από τη συμβίωση και αν δεν τα καταφέρνει, οι συγκρούσεις το φέρνουν στον χωρισμό.

Τελικά, φταίει το οικονομικό για τη ρήξη στα ζευγάρια; Είναι το χρήμα η πηγή του προβλήματος; Ή μήπως είναι η αφορμή;

Συντελεστές:

Κείμενο/Σκηνοθεσία: Εύα Οικονόμου – Βαμβακά

Σκηνικός χώρος: Βασίλης Αποστολάτος & Μιχαήλα Πλιαπλιά

Σχεδιασμός φωτισμών: Βασίλης Αποστολάτος

Βοηθός σκηνοθέτης & ενδυματολόγος: Βάσια Χρονοπούλου

Πρωτότυπη Μουσική & Μουσικοί επί σκηνής: Acid Plato

Κινησιολογία: Αλέξανδρος Σταυρόπουλος

Οργάνωση Παραγωγής – Επικοινωνία: Γιώτα Δημητριάδη

Οργάνωση Παραγωγής – φωτογραφίες & trailer: Λιλή Νταλανίκα

Κατασκευή σκηνικού: Γιώργος Μαστοράκης, Γιάννης Σταυρίδης, Κώστας Γαρουφαλίδης

Συμπαραγωγή: ΔΗΠΕΘΕ ΚΑΒΑΛΑΣ Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν

Με την υποστήριξη της Εθνικής Λυρικής Σκηνής

Παίζουν οι ηθοποιοί (αλφαβητικά): Κωνσταντίνα Βέρρου, Νικόλας Μίχας, Δημήτρης Πετρόπουλος, Αλέξανδρος Σκουρλέτης, Μαρία Τσιμά

Διάρκεια: 80 λεπτά

 ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading

Πολιτισμός

«Οι Δελφίνοι ή  Καζιμίρ και Φιλιντόρ» από το ΚΘΒΕ                         

«Οι-Δελφίνοι-ή- Καζιμίρ-και-Φιλιντόρ»-από-το-ΚΘΒΕ-                        

 

Σε πρώτη πανελλήνια παρουσίαση

 

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ

Η πολιτική σκέψη  έχει κάνει μεγάλα άλματα, έχει θέσει νέα ερωτήματα, ανοίγοντας το πεδίο των εναλλακτικών προτάσεων. Η τέχνη, και συγκεκριμένα η θεατρική τέχνη, δίνει τις δικές της απαντήσεις γύρω από πολιτικούς προβληματισμούς, ασκώντας κριτική που, άλλοτε αφομοιώνεται από τους ηγεμονικούς λόγους, ενώ άλλοτε καταφέρνει να αναδείξει διεξόδους και εναλλακτικές. Τα εργαλεία με τα οποία η τέχνη επιχειρεί να αποκαλύψει, όσα αποκρύπτονται από τον κυρίαρχο λόγο, είναι ένα από τα ζητήματα, τα οποία και η συγκεκριμένη παράσταση  καλείται να αναδείξει.

Κείμενο – σκηνοθεσία  Θωμάς Μοσχόπουλος

«Είναι ένα έργο που γράφτηκε την εποχή της πρώτης καραντίνας», λέει χαρακτηριστικά ο Θωμάς Μοσχόπουλος και υπογραμμίζει «Θα μπορούσε να είναι και μια απλή άσκηση ύφους, αλλά προτιμώ να χρησιμοποιήσω τον χαρακτηρισμό : «Κωμωδία απόγνωσης». Εύχομαι να απηχεί κάτι από το αίσθημα της συλλογικής κατάστασής μας, τον εγκλεισμό, την αναμονή και, κυρίως, την περίτρανη βλακεία της ανθρώπινης «ευφυΐας».

Δύο Δελφίνοι, ο Καζιμίρ και ο Φιλιντόρ, αναμένουν την απόφαση για το ποιος από τους δύο θα γίνει ο μελλοντικός βασιλιάς, υπό το άγρυπνο βλέμμα ενός υπηρέτη. Ανυπόμονος, ανασφαλής και αυταρχικός ο Καζιμίρ. Πράος, ευγενικός και καλοσυνάτος ο Φιλιντόρ.

Ο υπηρέτης δεν κάνει και πολλά πράγματα. Οι δυο τους όμως κάνουν τα πάντα (σε λογικό βεβαίως επίπεδο).Επιχειρηματολογούν, λογοφέρνουν, λογοδίνουν, λογοπαίζουν, εκλογικεύουν και παραλογίζονται, χρησιμοποιούν από σχήματα λόγου έως άλογα  σχήματα, προκειμένου να αποδείξουν εκείνο που ο καθένας  θεωρεί πως θα έπρεπε να είναι αυταπόδεικτο: «Εγώ και μόνον εγώ είμαι ο πιο κατάλληλος να γίνω ο επόμενος βασιλιάς».

 Η αγωνία τους κορυφώνεται ακόμα περισσότερο, όταν διαπιστώνουν πως ο χρόνος αρχίζει να χάνεται ανεξήγητα, ακόμη  κι όταν το περιεχόμενο ενός φακέλου θα τους βάλει σε μια πρωτόγνωρη δοκιμασία.

Μήπως ο υπηρέτης τελικά έχει το κλειδί της ιστορίας;

Ο Θωμάς Μοσχόπουλος πραγματεύεται τα θέματα της εξουσίας και του ανταγωνισμού, σε ένα κείμενο που συνομιλεί ανοιχτά με τον Μπέκετ, τόσο σε επίπεδο γραφής όσο και περιεχομένου. Σε ένα  δυστοπικό περιβάλλον  όπου ενυπάρχει και το στοιχείο της απειλής, έστω  εκκρεμές, περιμένουμε συνεχώς κάτι να συμβεί, ενώ οι χαρακτήρες συνομιλούν πασχίζοντας να επικοινωνήσουν. Μια επικοινωνία που σαμποτάρεται από λεκτικά παιχνίδια και κωμικές στιχομυθίες,  μέσα σε έναν διαρκή αγώνα επιβολής και επιβίωσης. Η πάλη για εξουσία σταδιακά μετατρέπεται σε υπαρξιακή αγωνία, την ώρα που οι δύο Δελφίνοι διανύουν μια διαδρομή πτώσης και έκπτωσης.

Ο  δημιουργός, ιχνηλατώντας με κατανόηση τον μπεκετικό κόσμο, αποτυπώνει με ακρίβεια το τραγικοκωμικό σύμπαν του δικού του  έργου, όπου το γέλιο και η απόγνωση συνυπάρχουν αξεδιάλυτα.

 «Μπροστά σου το χειρότερο ώσπου να αρχίσεις να γελάς». Απόφθεγμα του Μπέκετ,   κατά δήλωση του σκηνοθέτη, ο οποίος  συμπληρώνει:  «αυτή ακριβώς είναι η αίσθηση της τραγικότητας που την έχει και η τραγωδία. Η επίγνωση ότι παίρνω πολύ στα σοβαρά τον εαυτό μου, αυτό είναι για μένα το τραγικό της ανθρώπινης ύπαρξης. Η αίσθηση ότι θα βρεις νόημα, ότι εσύ δε θα χαθείς, ότι εσύ είσαι διαφορετικός. Αυτό για μένα είναι μια τραγική συνείδηση που απλά αντέχεται μόνο μέσα από το χιούμορ.

Αυτό το έργο δεν μπορείς να το προσεγγίσεις μόνο συναισθηματικά κι αυτή είναι η μεγάλη του αλήθεια. Είναι ένας αδιάκοπος διάλογος ανάμεσα στο λογικό και το παράλογο, το κωμικό και το τραγικό, το μεγάλο και το μικρό».

Όταν ο αρχηγός, παράδειγμα, σε κάποιο βασίλειο ή και κόμμα εξουσίας  , αμφισβητείται εξαιτίας ανικανότητάς του στη βασιλεία του ή αποτυχίας του σε εκλογές, τότε συνήθως μαθαίνουμε για τους επίδοξους «δελφίνους» που θέλουν να τον διαδεχθούν. Πρόκειται για όρο που, αρχικά,  χρησιμοποιούσαν στη Γαλλία την περίοδο της Βασιλείας και έχει έμμεση σχέση με τα δελφίνια.

Τον 12ο αιώνα, ο Αλμπόν Γκι Δ’, Κόμης του Αλμπόν στη νότια Γαλλία, πρόσθεσε ένα δελφίνι στο οικόσημό του. Ο κόμης, που πρέπει να αγαπούσε πολύ τα δελφίνια, υιοθέτησε στους τίτλους του και τον όρο le Dauphin που σημαίνει δελφίνι.

Στη Γαλλία ο όρος δεν έχει καμία απολύτως σημασία σήμερα, αλλά στην  παγκόσμια τέχνη έχει και, μάλιστα, συγκινεί συγγραφείς, όπως ο Θωμάς Μοσχόπουλος , ο οποίος αναπτύσσει τον πλούτο των ιδεών του στο έργο του που, ήδη,  ανέβηκεστο Ε.Μ.Σ. από το ΚΘΒΕ.

Το  kazimir είναι  ανδρικό όνομα σλαβικής προέλευσης που ταιριάζει σε αυτούς που δε φοβούνται να  πολεμήσουν μια καθεστηκυία τάξη πραγμάτων.

Το  Philidor είναι επίσης ανδρικό όνομα γαλλικής προέλευσης, που σημαίνει «παιδί του Φαραώ» και κάποτε υπήρξε μια Φιλιντόρ οικογένεια σε βασιλική αυλή.

Όπως  στο  «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ, έτσι κι εδώ ο συγγραφέας και σκηνοθέτης Θωμάς Μοσχόπουλος  αναδεικνύει βαθιά θέματα μέσα από τον φακό των πρωταγωνιστών του. Πρόσωπα εγκλωβισμένα σε μια κατάσταση ατέρμονης αναμονής για την εξουσία.  Δύο καλοθρεμμένοι ανταγωνιστές,  ο  Καζιμίρ και ο Φιλιντόρ, εξαρτημένοι ο ένας από τον άλλον, περιμένουν για κάτι που αργεί να συμβεί και  μέσα από ανούσιες συνομιλίες, έρχονται αντιμέτωποι με φιλοσοφικά ερωτηματικά για τον Θεό, τη ζωή και το θάνατο και την ανάγκη για ανθρώπινη επαφή.

Στο δίδυμο των Δελφίνων προστίθεται κι ένας υπηρέτης, μεγαλύτερο δάνειο  από τον Τζόν ΄Ορτον  παρά από τον Μπέκετ κι έτσι το έργο  ξεδιπλώνει σκέψεις και ερωτήματα με καυστικό χιούμορ και αστείρευτο αυτοσαρκασμό, σημαδεύει το θέατρο του παραλόγου του Ιονέσκο, ακόμη και τον Πιραντέλο.

 Στην πράξη, η παράσταση του ΚΘΒΕ ξεφεύγει από τους ρεαλιστικούς χαρακτήρες, καταστάσεις και ό,τι είναι συνδεδεμένο με θεατρικές συμβάσεις. Ο χρόνος, ο τόπος και η ταυτότητα είναι ασαφή και ρευστά, και ακόμη και η βασική αιτιότητα συχνά καταρρέει. Ασήμαντες πλοκές, επαναληπτικός, αστείος  διάλογος και δραματικές ασυνέπειες χρησιμοποιούνται συχνά για να δημιουργήσουν ονειρικές, ή ακόμη και εφιαλτικές διαθέσεις. Παράδειγμα, οι μαύρες σιλουέτες που σε κάθε κτύπο του ρολογιού δραπετεύουν από τα γρανάζια του , στριφογυρίζουν μπρός και πίσω από το βασικό σκηνικό, ενίοτε με απώλειες.

  Ο Βασίλης Παπατσατούχας φιλοτέχνησε ένα  αφαιρετικό, αλλά φουτουριστικό σκηνικό, ένα  επικλινές επίπεδο κι ένα κρεμασμένο κουκούλι, που κυοφορεί  το μέλλον. Αυτό επιδέχεται πολλές ερμηνείες, όπως τεχνολογία, αρχιτεκτονική, τσαλακωμένη επικοινωνία ή απλώς μια  ατμόσφαιρα, σαν  εικόνα ενός μέλλοντος που είναι υπαινικτικό  στην απροσδιόριστη εποχή της δράσης, μιας  και  οι αγώνες για την εξουσία όποιας μορφής, δε θα πάψουν να υφίστανται,  όσο υπάρχουν άνθρωποι.

Ο ίδιος εικαστικός καλλιτέχνης υπογράφει και τα κοστούμια, σε χρώματα και σχέδια ασορτί με την ταπετσαρία του σκηνικού.

 Η ειρωνεία και ο σαρκασμός διαπνέουν ολόκληρη την παράσταση, αλλά το μεγάλο όπλο στη σκευή της είναι οι ηθοποιοί. Έξοχοι και οι τρείς σε μια σκυταλοδρομία λεκτικού πολέμου ή , αν θέλετε, αγώνος τοξοβολίας, όπου οι σαΐτες είναι οι προσβλητικές φράσεις, ο σαρκασμός, η υποτίμηση του αντιπάλου, μα και η οπισθοχώρηση, ο φόβος του υποδεέστερου , ακόμα και η λιποταξία από τις ευθύνες της εξουσίας. Στόχος πάντα ο αντίπαλος και οι ριπές όχι πάντα εύστοχες.

 Ένας εξαιρετικός Δημήτρης Ναζίρης και μια υπέροχη  Έφη Σταμούλη ερμηνεύουν με σπάνια δεινότητα τους δυο Δελφίνους,  κερδίζουν το κοινό από την πρώτη σκηνή, σαγηνεύουν με το χιούμορ,  την ειρωνεία και τη διαρκή  προσπάθειά τους να δείξει ο ένας ανώτερος του άλλου σε προσόντα για τον θρόνο, ωστόσο, άρρηκτα δεμένοι ως ζευγάρι με την αυτή υποδομή. Από κοντά και ο πολύ καλός νέος ηθοποιός Στέλιος Χρυσαφίδης, υποδύεται ένα απολαυστικό υπηρέτη, σημαντική παράμετρο στην επιτυχία της παράστασης.

 Το  άψογα συγχρονισμένο σμάρι των άηχων μονάδων, δίκην Χορού αρχαίας τραγωδιας, κτίζουν με χιούμορ και σαρκασμό  το κομμάτι που αφήνει κενό η κωμωδία και συμπληρώνουν τη σκηνοθετική άποψη για τη  σημασία του έργου.

Συμπερασματικά, πρόκειται για μια ευφρόσυνη, έξυπνη κωμωδία με απρόσμενο φινάλε και  πολλαπλά μηνύματα, με  υψηλή ερμηνευτική απόδοση και, παραδόξως, εξαιρετικά σύγχρονη.

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Κείμενο-Σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος
Σκηνικά-Κοστούμια: Βασίλης Παπατσαρούχας
Βοηθός σκηνοθέτη-Κίνηση: Σοφία Παπανικάνδρου
Φωτισμοί: Σοφία Αλεξιάδου
Οργάνωση παραγωγής: Άννα Μαρία Γάτου

*Β βοηθός Σκηνοθέτη (στο πλαίσιο πρακτικής άσκησης): Κωνσταντίνος – Νικηφόρος Κωστούλας
*Βοηθός Σκηνογράφου (στο πλαίσιο πρακτικής άσκησης): Ιάσων- Αναστάσιος Δότσος

Παίζουν: Δημήτρης Ναζίρης (Φιλιντόρ), Έφη Σταμούλη (Καζιμίρ), Στέλιος Χρυσαφίδης (Υπηρέτης)

Φιγκυράν:
Δημήτρης Γαλανάκης, Νίκος Κουφόπουλος, Λευτέρης Κωνσταντίνου, Άγγελος Μανωλίδης-Τζημινόπουλος, Άγγελος Ξάνθης, Χρήστος Παναγιωτόπουλος, Κωνσταντίνος Στούμπης

ΠΑΥΛΟΣ  ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading

Πολιτισμός

Με εντυπωσιακό τρόπο έπεσε η αυλαία του φεστιβάλ «Άδοντες και Ψάλλοντες εν τη καρδία»

Με-εντυπωσιακό-τρόπο-έπεσε-η-αυλαία-του-φεστιβάλ-«Άδοντες-και-Ψάλλοντες-εν-τη-καρδία»

Με τον πλέον εντυπωσιακό και συνάμα συγκινητικό τρόπο έπεσε το βράδυ της Κυριακής 11 Μαΐου 2025 η αυλαία του φεστιβάλ “Άδοντες και Ψάλλοντες εν τη καρδία”, στο κατάμεστο κλειστό γυμναστήριο του Μουσικού Σχολείου Καβάλας!

Οι μαθητές των Μουσικών Σχολείων και των Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων που συμμετείχαν στον μεγάλο πολιτιστικό θεσμό της Καβάλας, μαζί με τον Μητροπολίτη Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου κ. Στέφανο, τους σολίστ, Μανώλη Μητσιά και Αλεξάνδρα Γκράβας, τον Διευθυντή του Μουσικού Σχολείου Καβάλας, Γιάννη Κακάρα και εκατοντάδες Καβαλιώτες, τραγούδησαν το κορυφαίο άσμα των Μίκη Θεοδωράκη και Οδυσσέα Ελύτη “Της Δικαιοσύνης Ήλιε Νοητέ”, τιμώντας τον αξεπέραστο Έλληνα συνθέτη, τη Μάνα και τον Απόστολο των εθνών Παύλο!

Η συναυλία “Μάνα μου, Μάνα μου και Παναγιά”, θα μείνει στην ιστορία του εν λόγω θεσμού ως ένα γεγονός που φανερώνει την ιδιαίτερη σχέση της νέας γενιάς, αλλά και των μεγαλύτερων σε ηλικία κατοίκων της περιοχής μας, με την ποιοτική μουσική και των αδευτέρωτων έργων της ελληνικής ποίησης!

“ΜΑΝΑ ΜΟΥ, ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΠΑΝΑΓΙΑ”

Σολίστ: Μανώλης Μητσιάς, Αλεξάνδρα Γκράβας

Μουσική Διεύθυνση: Δημήτρης Καρβούνης

Μπουζούκι: Κυριάκος Μιμίδης (Διευθυντής του Μουσικού Σχολείου Καβάλας κατά την ίδρυσή του)

Απαγγελία / Ανάγνωση: Μαρία Σαββίδου

Παρουσίαση: Αλέξης Κωστάλας

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading
Advertisement

Προτεινόμενα