Connect with us

Πολιτισμός

«ΛΕΥΚΕΣ ΝΥΧΤΕΣ» του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι από το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας στο «Αντιγόνη Βαλάκου»

«ΛΕΥΚΕΣ-ΝΥΧΤΕΣ»-του Φιόντορ-Ντοστογιέφσκι-από-το-ΔΗΠΕΘΕ-Καβάλας-στο-«Αντιγόνη-Βαλάκου»

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ

Πρόλογος

Όποιος γνωρίζει την Αγία Πετρούπολη, πρέπει να παραδεχτεί ότι οι λευκές νύχτες, οι φωτεινές τρεις εβδομάδες, 11 Ιουνίου με 2 Ιουλίου, όταν δεν νυχτώνει ποτέ, είναι η καλύτερη εποχή της πόλης, παγωμένης το χειμώνα και βροχερής όλο τον υπόλοιπο χρόνο. Αυτές οι τρείς εβδομάδες είναι και η Άνοιξη, και το Καλοκαίρι. Οι λευκές νύχτες αναπληρώνουν την έλλειψη του ήλιου, κάνουν τις ψυχές να ανθίσουν και τους ανθρώπους να ονειρεύονται.

(….)Όμως να θυμηθώ την πίκρα, που δοκίμασα, Ναστένκα;! Να σκοτεινιάσω, έστω και μια στιγμή, την ολόφωτη ευτυχία σου, να λυπήσω την ψυχή σου, βαρυγκωμώντας, να την πικράνω με κρυφές τύψεις και να κάμω την καρδιά σου να πονάει σε στιγμές ευτυχισμένες;…. Ω! ποτέ! Ποτέ! Ας είναι πάντα αίθριος ο ουρανός σου, ας είναι φωτεινό κι ατάραχο το γλυκό σου χαμόγελο, ας είσαι ευλογημένη για κείνη τη στιγμή της αγαλλίασης και της ευτυχίας που χάρισες σε μια άλλη, έρημη καρδιά, που σ’ ευγνωμονεί. Θε μου! Μια ολόκληρη στιγμή ευτυχίας! Μα τάχα αυτό δεν είναι αρκετό ακόμα και για μια ολόκληρη ανθρώπινη ζωή;

Υπόθεση

Κατά τη διάρκεια μιας λευκής νύχτας, δηλαδή μιας καλοκαιρινής νύχτας του Βορρά, όπου το σούρουπο συνεχίζεται μέχρι το πρωί, χωρίς να πέφτει ποτέ το σκοτάδι, περιπλανώμενος σε κάποια από τις προκυμαίες της Αγίας Πετρούπολης ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, ένας ονειροπόλος κάτοικος της μεγάλης πόλης, συναντά τυχαία μια νεαρή γοητευτική γυναίκα, την Ναστένκα, και γρήγορα αναπτύσσεται μεταξύ τους ένα αρκετά παράξενο αισθηματικό ειδύλλιο. Μέσα από την αριστοτεχνικά παιγνιώδη και ανάλαφρη αφήγηση του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι ξετυλίγεται μπροστά μας όλη η πρότερη ζωή των δύο πρωταγωνιστών της ιστορίας μας, και, το σπουδαιότερο, διαγράφεται η ψυχοσύνθεσή τους. Έτσι, η συμπεριφορά και οι εξομολογήσεις της Ναστένκα αποκαλύπτουν την ύπαρξη αυτού, που στην τέχνη αποκαλείται αιώνιο θηλυκό, ενώ ο χαρακτήρας και οι εκμυστηρεύσεις του ονειροπόλου πρωταγωνιστή αποκαλύπτουν έναν άνδρα που ζει μέσα από τις φαντασιώσεις του, την πλήξη και τη μοναξιά, αρνούμενος να λάβει μέρος στο παιχνίδι της ζωής.

Οι «Λευκές Νύχτες» είναι ένα διήγημα του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, που δημοσιεύτηκε αρχικά το 1848, στην αρχή της καριέρας του συγγραφέα. Όπως πολλές από τις ιστορίες του Ντοστογιέφσκι, οι «Λευκές Νύχτες» αφηγούνται σε πρώτο πρόσωπο ενός ανώνυμου αφηγητή. Ο αφηγητής είναι ένας νεαρός άνδρας που ζει στην Αγία Πετρούπολη και υποφέρει από μοναξιά. Γνωρίζει και ερωτεύεται μια νεαρή γυναίκα, αλλά ο έρωτας παραμένει ανεκπλήρωτος καθώς η γυναίκα νοσταλγεί τον εραστή της, με τον οποίο επανενώνεται, τελικά.

Αυτή είναι η Πετρούπολη, που ενεργεί ως συνομιλητής και παλιός φίλος του αφηγητή. Η πόλη ανταποκρίνεται με ευαισθησία στις εσωτερικές εμπειρίες του Ονειροκρίτη, δημιουργώντας ένα απερίγραπτα όμορφο περιβάλλον για τη ρομαντική του διάθεση και δικαιολογώντας το νόημα του τίτλου του έργου – «Λευκές Νύχτες».

Ανάγνωση

Κεντρικό θέμα του έργου είναι η μοναξιά σε μια μεγαλούπολη. Αυτή η κατάσταση ήταν πολύ συχνή στην Αγία Πετρούπολη στα μέσα του 19ου αιώνα, κάτι που το διευκόλυνε η πολύμορφη κοινωνική κατάσταση στην πόλη. Αποτέλεσμα, οι περισσότεροι νέοι αισθάνονταν μόνοι και βαθιά δυστυχισμένοι, έχοντας χάσει το νόημα της ζωής.

Η Ναστένκα και ο Ονειροπόλος είναι τυπικοί εκπρόσωποι των «μικρών ανθρώπων». Ζουν μια ζωή απλή, σεμνή και άτεχνη. Ο κύκλος της επικοινωνίας τους είναι εξαιρετικά στενός: ο άνδρας επικοινωνούσε μόνο με συναδέλφους και η Ναστένκα με τη γιαγιά της και κάποιους γείτονες.

Για να ξεφύγουν από τη γκρίζα πραγματικότητα και να ξεχάσουν για λίγο τα πιεστικά άγχη, οι νέοι περνούν στην κατηγορία των «ονειροπόλων», βυθιζόμενοι διαρκώς στις δικές τους φαντασιώσεις.

Το θέμα της αγάπης αποκαλύπτεται στο έργο μέσα από το πρίσμα των συναισθημάτων της Ναστένκα για τον εραστή της και της ανεκπλήρωτης αγάπης του Ονειροπόλου για ένα εύθραυστο κορίτσι. Ο τελευταίος δεν είναι θυμωμένος με τη Ναστένκα, δεν την κατηγορεί για όλα του τα προβλήματα, όταν τον αφήνει μόνο του. Αντίθετα, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι πρέπει κανείς να είναι ευγνώμων στην τύχη του, ακόμα και για εκείνες τις στιγμές ευτυχίας που του χάρισε.

Κύρια ιδέα είναι και η απομόνωση των «ονειροπόλων» από τον πραγματικό κόσμο, η αδυναμία τους να ζήσουν ανάμεσα σε ανθρώπους και να πάρουν τη χαρά της ζωής από απλά, καθημερινά πράγματα. Προτιμώντας να περπατούν στα σύννεφα, καταδικάζονται αναπόφευκτα στη μοναξιά.

Το ατμοσφαιρικό διήγημα του Ντοστογιέφσκι έχει μεταφερθεί αρκετές φορές στην μικρή οθόνη, τόσο στη ρωσική όσο και στην ευρωπαϊκή, στην Ιταλία, στην Ισπανία κ.α.

Επιπλέον, το έργο έχει μεταφερθεί στον ρωσικό κινηματογράφο το 1992. Αργότερα, έγινε μεγάλη κινηματογραφική επιτυχία και στο Χόλυγουντ. Στην Ελλάδα έχει διασκευαστεί λίγες φορές για το θέατρο. Η τελευταία ήταν με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Πάτρας το 2002.

Οι «Λευκές νύχτες» είναι ένα μυθιστόρημα αρκετά ξεχωριστό και θυμίζει ελάχιστα τα μεγάλα επόμενα αριστουργήματα του Ντοστογιέφσκι. Ιδιαίτερο θέμα, ιδιαίτερη γλώσσα, σχεδόν εύθυμη εικόνα της καλοκαιρινής Πετρούπολης.

Μία παράμετρος, πάντως, παραμένει σταθερή: η ηρωΐδα στις Λευκές νύχτες είναι πολύ πιο δυνατή και ολοκληρωμένη από τον ήρωα, παρά το νεαρό της ηλικίας της. Γι’ αυτό και έχει όνομα -την λένε Ναστένκα- σε αντίθεση με τον ήρωα, που, παρόλο που το μυθιστόρημα γράφτηκε σε πρώτο πρόσωπο -στο δικό του πρόσωπο- αποκαλείται απλά και αόριστα «Ονειροπόλος». Άνθρωπος χωρίς όνομα και χωρίς ιστορία, ένας μετεωρίτης στη ζωή των άλλων και στη δική του.

Το μυθιστόρημα ανοίγει με ένα λουλούδι και τελειώνει μ’ αυτό. Σύμβολο αγνότητας και φρεσκάδας αλλά έρμαιο ανθρώπων και καθεστώτων, που μπορούν να το τσαλακώσουν, να το μαράνουν πρόωρα.

Η καταφατική φράση στο ποίημα του Τουργκένεφ, στον Ντοστογιέφσκι, στο τέλος του μυθιστορήματος γίνεται ερωτηματική, όταν ο «Ονειροπόλος», ως γνήσιος συναισθηματικός ήρωας, αν και προδομένος κατά κάποιον τρόπο από την αγαπημένη του, αναφωνεί: «…να τσαλακώσω έστω και ένα από εκείνα τα εύθραυστα λουλούδια, που θα έχεις πλέξει στις μαύρες μπούκλες σου, όταν θα πηγαίνεις μαζί του στο ιερό;» Αντί να τσαλακώσει το λουλούδι, την Ναστένκα, ο «Ονειροπόλος» επιλέγει να τσαλακωθεί ο ίδιος.

Το έργο περιέχει αυτοβιογραφικά στοιχεία, σημάδια εξομολόγησης, ενώ στην εικόνα του πρωταγωνιστή μπορεί κανείς να αναγνωρίσει τα χαρακτηριστικά του νεαρού Ντοστογιέφσκι.

Συγγραφέας

Dostojevskij, Fedor Michajlovic

Γεννήθηκε στις 11 Νοεμβρίου του 1821 στη Μόσχα. Ο πατέρας του, Μιχαήλ Αντρέγεβιτς, ήταν στρατιωτικός γιατρός, Το 1838 γίνεται δεκτός στη Στρατιωτική Ακαδημία Μηχανικών της Πετρούπολης, στην οποία έδωσε εξετάσεις, διότι αυτό απαιτούσε ο πατέρας του, και χωρίζεται από τον αδελφό του. Ο Μιχαήλ Αντρέγεβιτς δολοφονείται το 1839 στο κτήμα της οικογένειας, στην επαρχία της Τούλα. Η δολοφονία του πατέρα Ντοστογέφσκι συνταράσσει τον Φιοντόρ.

Υπηρέτησε στο στρατό για ένα μικρό χρονικό διάστημα αλλά τον εγκατέλειψε γρήγορα για να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία. Μελέτησε την κοινωνία και τον κόσμο όχι θεωρητικά αλλά στην πράξη. Θέμα των έργων του, η ίδια η ζωή. Είδε από κοντά τις υποβαθμισμένες συνοικίες, γνώρισε τη φτώχεια, τον πόνο, την εξαθλίωση των ταπεινών ανθρώπων και στη συνέχεια μετέφερε τις εικόνες αυτές στα μυθιστορήματά του. Ασχολήθηκε με τον άνθρωπο και την κοινωνία και υπήρξε αγωνιστής και επαναστάτης.

Εναντιώθηκε στην πολιτική του Τσάρου Νικολάου του Α΄. Αυτή του η στάση είχε αποτέλεσμα να κατηγορηθεί για συνωμοσία και να καταδικαστεί σε τετραετή φυλάκιση. Στα χρόνια του εγκλεισμού του στις φυλακές του Όμσκ υπέφερε τρομερά βασανιστήρια και εξευτελισμούς.

Το 1857 νυμφεύεται τη Μαρία Ντμιτρίεβνα Ισάεβα και το 1859, μαζί με τη σύζυγό του, λαμβάνουν την άδεια που τους επιτρέπει να εγκατασταθούν στην Ευρωπαϊκή Ρωσία. Το 1859 εκδίδει στην Πετρούπολη μαζί με τον αδελφό του δύο περιοδικά τα οποία, όμως, δεν σημείωσαν επιτυχία με αποτέλεσμα ο Ντοστογιέφσκι να βρεθεί καταχρεωμένος. Ο μόνος τρόπος για να συγκεντρώσει χρήματα και να ξεπληρώσει τα χρέη του ήταν η συγγραφή. Άρχισε λοιπόν να γράφει συνέχεια και ακούραστα, με αποτέλεσμα να καταφέρει να ζήσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του, σχετικά, άνετα.

Σ’ αυτό το διάστημα έγραψε τα καλύτερά του έργα: “Ο παίχτης”, “Οι αδερφοί Καραμαζώφ”, “Έγκλημα και Τιμωρία”, “Ο Ηλίθιος”, “Οι δαιμονισμένοι”. Όταν κατάφερε πλέον να ανασάνει από το βάρος των χρεών ανέλαβε τη διεύθυνση του περιοδικού “Πολίτης” και λίγα χρόνια αργότερα εξέδωσε το δικό του περιοδικό, “Το Ημερολόγιο ενός συγγραφέα”, που, σε αντίθεση με τις προηγούμενες εκδοτικές εμπειρίες, σημείωσε τεράστια επιτυχία.

Στις 9 Φεβρουαρίου του 1881, ο Φιοντόρ Μιχαΐλοβιτς Ντοστογέφσκι υπέκυπτε σε αγνώστου αιτίας πνευμονική αιμορραγία. Ετάφη στο κοιμητήριο της μονής Αλεξάντερ Νιέφσκι, στην Πετρούπολη. Άλλα έργα του είναι τα μυθιστορήματα: “Ο φτωχόκοσμος”, “Λευκές νύχτες”, “Ταπεινωμένοι και καταφρονεμένοι”, “Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων”, “Το υπόγειο”.

Υπήρξε μέλος της Ακαδημίας Επιστημών και η προσφορά του στην παγκόσμια λογοτεχνία είναι διεθνώς αναγνωρισμένη. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους μυθιστοριογράφους όλων των εποχών και τα έργα του έχουν μεταφραστεί σχεδόν σε όλες τις γλώσσες του κόσμου.

 Η παράσταση

Ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης μελέτησε σε βάθος το κείμενο, το διασκεύασε για το θέατρο μεν, άφησε δε κυρίαρχη στην παράσταση την ιδιαιτερότητα της σύνθεσης του μυθιστορήματος, η οποία έγκειται στην ενδιαφέρουσα κατασκευή της πλοκής: τα τέσσερα πρώτα από τα πέντε κεφάλαια είναι αφιερωμένα στις νύχτες της Αγίας Πετρούπολης, ενώ το τελευταίο κεφάλαιο ονομάζεται «Πρωί».

Αυτό αντικατοπτρίζει με μεγαλύτερη ακρίβεια τη δυναμική της εξέλιξης της ιστορίας, από τον ύπνο μέχρι το ξύπνημα.

Η κατασκευή είναι συμβολική. Με φόντο τις ρομαντικές λευκές νύχτες της Αγίας Πετρούπολης, ο θεατής ανακαλύπτει όλα τα στάδια της αγάπης του πρωταγωνιστή για τη Nαστένκα, όλα τα όνειρα και τις συναισθηματικές του εμπειρίες.

Αλλά στο τέλος, αναπόφευκτα έρχεται το «πρωί», σαν μια στιγμή διορατικότητας που γίνεται προσωπικό δράμα για τον Ονειροπόλο. Έχει ήδη βρει την αγάπη, αν και ανεκπλήρωτη, αλλά τόσο ζεστή. Όμως, αναγκάζεται να την αποχαιρετήσει για πάντα. Έτσι, σ’ ένα «επώδυνο» πρωινό διώχνει τις κενές φαντασιώσεις, αλλά, ταυτόχρονα, βλέπει ένα ελπιδοφόρο μέλλον.

Σ’ ένα εντελώς αφαιρετικό σκηνικό, το οποίο φωτίζει υποβλητικά η Ζωή Μολυβδά- Φαμέλη, δυο άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι ζουν τέσσερις νύχτες γεμάτες σκιές και χρώματα, όπως «ντύνονται» αυτές τις ώρες τα όνειρα, η μοναξιά, η ενδοσκόπηση και η αγάπη, έστω η μονόπλευρη.

Δε γνωρίζω εάν στην παράσταση των Αθηνών  που ήδη τρέχει, υπάρχει άλλο σκηνικό. Στο «Αντιγόνη Βαλάκου» δυο πάγκοι του Δημοτικού Θεάτρου βόλεψαν τις σκηνικές ανάγκες της παράστασης. Ασφαλώς, ήρθαν μόνοι οι δυο ηθοποιοί για ένα Δευτερότριτο, ενώ στο θέατρο «Μικρό Άνεσις» των Αθηνών, όπου η παράσταση ανέβηκε για δεύτερη σαιζόν στις 8 Φεβρουαρίου και, λογικά, θα πάει έως το τέλος της, στη σκηνή συμμετέχει ζωντανά ο συνθέτης Στάμος Σέμσης.

Ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης και η Αλεξάνδρα Αϊδίνη, η ενσάρκωση ηρώων του Ντοστογιέφσκι, συγκροτούν και αποδίδουν τα εξαίσια χαρακτηριστικά του υπαρξισμού, σε μια γλυκόπικρη ιστορία ανεκπλήρωτου έρωτα. Σημαντικός παράγοντας στην ενίσχυση της δράσης, αλλά και της ποιητικής ατμόσφαιρας επί σκηνής, η μουσική του Στάμου Σέμση.

Ο θεατής αφουγκράζεται το συναισθηματικό μυθιστόρημα του 27χρονου Ντοστογιέφσκι, διασκευασμένο από τον Κωνσταντίνο Ασπιώτη σε ιδιαίτερη συνθήκη για το θέατρο, με τον δικό του τρόπο.

Κάποιος εκπαιδευμένος στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία, θα δει στο πρόσωπο της αέρινης Αλεξάνδρας Αϊδίνη – Ναστένκα, μια αδίστακτη νεαρή γυναίκα, που απεγνωσμένα ψάχνει για προστάτη, για σωσίβιο ή μια επαρχιώτισσα που θέλει να δραπετεύσει από την αποπνικτική ατμόσφαιρα της κλειστής κοινωνίας, μια οπορτουνίστρια, ίσως, που είναι έτοιμη να ακολουθήσει τον πρώτο τυχόντα, ενώ κάποιος άλλος θα δει στο πρόσωπο του εξαιρετικού Κωνσταντίνου Ασπιώτη – Ονειροπόλου, έναν άνδρα-αράχνη, που στην αρχή πετυχαίνει τον οίκτο από το νεαρό κορίτσι και μετά, γεμίζοντάς το ενοχές, προσπαθεί να το τραβήξει στο δικό του επικίνδυνο ιστό.

Απογυμνωμένο από τις λογοτεχνικές περιπλοκάδες του το μυθιστόρημα γίνεται μια απλή, καθημερινή ιστορία στην ανάγνωσή του, ενώ στη σκηνή μεγεθύνεται σε ιστορία ανεκπλήρωτου έρωτα, που, είτε αρέσει και συνεπαίρνει το κοινό είτε το αφήνει αδιάφορο. Συμβαίνει συχνά στη μεταφορά λογοτεχνικών έργων στο σανίδι.

Επίλογος

Στο μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι «Λευκές Νύχτες» οι χαρακτήρες δεν έρχονται σε σύγκρουση με το περιβάλλον: δεν τους καταστέλλει και δεν τους αναγκάζει να κατευθύνουν όλες τους τις δυνάμεις στην αντίσταση. Το επίκεντρο είναι ο εσωτερικός κόσμος των χαρακτήρων, οι πνευματικές παρορμήσεις και τα συναισθήματά τους.

Επιπλέον, το μαρτύριο του Ονειροκρίτη δεν οδηγεί σε τραγική κατάληξη. Αντίθετα, ακόμη και έχοντας αποτύχει στο μέτωπο της αγάπης, είναι ευγνώμων στη μοίρα ακόμη και για έναν απόκοσμο υπαινιγμό ευτυχίας που του έπεσε. Ο ήρωας βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με τον εαυτό του, γεγονός που αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι το μυθιστόρημα ανήκει στην κατεύθυνση του συναισθηματισμού.

Στις «Λευκές νύχτες» μαζί με τον Ονειροπόλο και την Ναστένκα, «ζουν» οι μεγάλοι Ρώσοι ρομαντικοί ποιητές, Ζουκόφσκι, Πούσκιν, Λέρμοντοφ, οι Γερμανοί Χάινε και Γκαίτε, ο Άγγλος Ουώλτερ Σκοτ, οι περισσότεροι μακαρίτες το 1848, όπως μακαρίτισσα ήταν και η εποχή του Συναισθηματισμού και του Ρομαντισμού.

Πέρα από την σχεδόν ειδυλλιακή εικόνα της Πετρούπολης, πέρα από τις μακροσκελείς και μεγαλόστομες φράσεις, οι «Λευκές νύχτες» είναι τρομερά διαχρονικές: ο Ντοστογιέφσκι σαν να προέβλεπε την εποχή των μαλθακών ανδρών και δυναμικών γυναικών, που γεννάει η εποχή της αντίδρασης, έκανε βαθύτατη ψυχανάλυση ανθρώπων που δεν τσαλακώνουν λουλούδια, αλλά τα μαραίνουν σιγά σιγά, περιβάλλοντάς τα με μια στείρα, ιδεατή αγάπη, που δεν έχει καμιά σχέση με τον έρωτα.

Οι «Λευκές Νύχτες» αποτελούν ένα διήγημα από το «Ημερολόγιο Ενός Ονειροπόλου» και, παρά το γεγονός ότι το πολιτισμικό- κοινωνικό υπόβαθρο ανάγεται στο μακρινό έτος του 1848, το έργο είναι διαχρονικό, καθώς αποτελεί σημείο παντοτινής συνάντησης και ταύτισης για κάθε ρομαντικό της σύγχρονης εποχής.

Ταυτότητα παράστασης: 

Θεατρική διασκευή – Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Ασπιώτης 

Παίζουν: Αλεξάνδρα Αϊδίνη – Κωνσταντίνος Ασπιώτης

Μουσική: Στάμος Σέμσης

Σκηνικά – Σχεδιασμός φωτισμών: Ζωή Μολυβδά – Φαμέλη

Κοστούμια: Ηλένια Δουλαδίρη

Βοηθός Σκηνοθέτη: Νατάσα Πετροπούλου

Φωτογραφίες / Trailer – Art work: Χρήστος Συμεωνίδης

Παραγωγή: ΜΥΘΩΔΙΑ

Διεύθυνση Παραγωγής: Αναστασία Γεωργοπούλου

ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading
Advertisement
Click to comment

You must be logged in to post a comment Login

Leave a Reply

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Πολιτισμός

«Σέρα-Η ψυχή του Πόντου» στο Θέατρο Αντιγόνη Βαλάκου

«Σέρα-Η-ψυχή-του-Πόντου»-στο-Θέατρο-Αντιγόνη-Βαλάκου

«Θα σας διηγηθώ την ιστορία του πατέρα μου…γιατί άραγε;»

Η παράσταση Σέρρα-Η ψυχή του Πόντου, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Γιάννη Καλπούζου, με την εξαιρετική ερμηνεία της Χρύσας Παπά, συνεχίζει για τρίτη χρονιά και ξεκινάει την Πανελλαδική και Ευρωπαϊκή της περιοδεία, κάνοντας μια στάση στην Καβάλα, στο Θέατρο Αντιγόνη Βαλάκου, την Παρασκευή 11 και το Σάββατο 12 Οκτωβρίου στις 21.00 και την Κυριακή 13 Οκτωβρίου στις 19.00.

Η μεγάλη καλλιτεχνική επιτυχία με τα συνεχόμενα sold out των δυο τελευταίων ετών, το «Σέρρα» υμνήθηκε από κοινό και κριτικούς, στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, σε μεγάλες πόλεις της Ελλάδας καθώς και στο Βερολίνο της Γερμανίας, με το κοινό να γεμίζει τις θεατρικές αίθουσες όπου και αν παρουσιάστηκε.

Μια θεατρική εμπειρία που συνεπαίρνει τον θεατή σε ένα μοναδικό ταξίδι, απ’ όπου και αν κατάγεται.

Μία ηθοποιός. 12 ρόλοι.

Η Λεμονιά παρουσιάζεται στο κοινό για να αφηγηθεί την ιστορία του πατέρα της, του Γαληνού Φιλονίδη. Μια ιστορία που ξεκινάει το 1915 και ολοκληρώνεται το 1962, στην Τραπεζούντα και άλλες περιοχές του Πόντου, στην Αμπχαζία και στο Καζακστάν.

Ο Γαληνός διχάζεται ανάμεσα σε δυο γυναίκες, δοκιμάζονται οι ηθικές του αρχές κι έρχεται αντιμέτωπος με τις τρικυμίες της ψυχής, αλλά και με την αγριότητα των εκτοπισμών και των διώξεων εκείνης της περιόδου, ενώ στο πρόσωπο του και στην πορεία του αντανακλούν τα δεινά των Ελλήνων του Πόντου και των Αρμενίων.

Ένα έργο γεμάτο έρωτα, μυστήριο, ραδιουργίες, τρυφερότητα, αγάπη, εξαθλίωση και αξιοπρέπεια. Ένα ταξίδι που γράφει η ζωή, που φαντάζει με τις φλόγες του χορού της φωτιάς, του χορού Σέρρα.

Συντελεστές

Συγγραφέας και θεατρική διασκευή: Γιάννης Καλπούζος

Σκηνοθεσία: Σωτήρης Χατζάκης

Φωτισμοί: Αντώνης Παναγιωτόπουλος

Σύνθεση-Μουσική Επιμέλεια: Ματθαίος Τσαχουρίδης

Σκηνικά-Κοστούμια: Έρση Δρίνη

Χοροδιδασκαλία: Στέφανος Σιδηρόπουλος

Φωτογραφία αφίσας: Πάνος Βλασόπουλος

Φωτογραφίες παράστασης: Αγγελική Κοκκοβέ

Γραφιστική επιμέλεια-Video Editing: Μαίρη Μούσα

Προβολή-Δημόσιες Σχέσεις: Παναγιώτης Φανταγμάς

Παραγωγή: Sifa Production

Ερμηνεύει

η Χρύσα Παπά

Trailer:

Τιμές εισιτηρίων:

15 € Γενική Είσοδος,

12 € Μαθητικό – Φοιτητικό-Ανέργων-ΑΜΕΑ (με την επίδειξη των αντίστοιχων δικαιολογητικών κατά την είσοδο)

Ηλεκτρονική προπώληση: https://www.more.com/theater/serra-i-psyxi-tou-pontou-periodeia/

Διάρκεια:90 λεπτά χωρίς διάλειμμα

Προπώληση εισιτηρίων καθημερινά από τη Δευτέρα 7 Οκτωβρίου, 11.00 – 14.00 & 18.00 – 20.00, στο Κέντρο πληροφόρησης επισκεπτών Δήμου Καβάλας (πρώην ΕΟΤ) στην Κεντρική Πλατεία, τηλ: 2510-620566.

Το μυθιστόρημα «Σέρρα- Η ψυχή του Πόντου» του Γιάννη Καλπούζου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.

Για περισσότερες πληροφορίες και κρατήσεις μπορείτε να καλείτε στα τηλέφωνα του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καβάλας 2510. 220876 (10:00-14:00).

ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καβάλας

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading

Πολιτισμός

«Το μπουφάν της Χάρλεϋ ή πάλι καλά» του Βασίλη Κατσικονούρη

«Το-μπουφάν-της-Χάρλεϋ-ή-πάλι-καλά»-του-Βασίλη-Κατσικονούρη

 «Μια γυναίκα, νύχτα, έξω από το κουβούκλιο του φρουρού στον Άγνωστο Στρατιώτη, στην Πλατεία του Συντάγματος…»

Μια Ελληνίδα μάνα, γνώριμη και συγκινητική…

Μια νέα γενιά που πάντα θα επαναστατεί και πάντα πρέπει να ακούμε…

Το αριστουργηματικό κείμενο του Βασίλη Κατσικονούρη  μετά  την  καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία  στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, την Κρήτη, την Πάτρα, τον Βόλο, τη Δράμα,  ζωντανεύει και πάλι στην σκηνή στο Κινηματοθέατρο Απόλλων  στις 2 Νοεμβρίου και ώρα 21.00 με την Μαριάννα Τουμασάτου και την σκηνοθετική καθοδήγηση του Αλέξανδρου Σταύρου. 

Μια ιδιαίτερα συγκινητικά αφήγηση, μια μοναδική θεατρική εμπειρία που μας θυμίζει ότι κάθε εποχή έχει τις δικές της ανάγκες και οι νέοι θα χρειάζονται πάντα κάποιον να τους στηρίξει για να πετάνε ελεύθεροι προς το μέλλον τους, χωρίς να κινδυνέψουν και να χαθούν.

Ένας μονόλογος – κλαυσίγελος μιας γυναίκας στο μεταίχμιο μεταξύ σκληρότητας και τρυφερότητας, σοφίας και τρέλας, κωμικότητας και τραγικότητας. Μιλάει στον εύζωνα γιό της που φυλάει σκοπιά στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Απέναντι της αυτός, θέλει δε θέλει θα την ακούσει, παλιά όταν του μιλούσε η μάνα του έφευγε, τώρα είναι ανυπεράσπιστος μπροστά της.

Ανυπεράσπιστη κι αυτή, μόνο μία ομπρέλα έχει να κρύβεται από κάτω της σαν σε καταφύγιο από την πραγματικότητα. Κι όταν η πραγματικότητα δεν της ταιριάζει η ομπρέλα της τη σώζει πάλι όπως τον ακροβάτη που σχοινοβατεί. Για να συνεχίζει να ισορροπεί ξανά πάνω στο μεταίχμιο της. Στην οδυνηρή κόψη του «Πάλι καλά», ένα σχοινί πάνω στο οποίο μετεωριζόμαστε όλοι μας και κάθε μέρα.

Σε αυτόν το ρόλο ακροβατεί ερμηνευτικά η Μαριάννα Τουμασάτου. Πηγαίνει κι έρχεται στις δύο άκρες του σχοινιού πότε σαν μητέρα, πότε σαν κορίτσι. Γιατί μόνο αν πλησιάσουμε στην απόλυτη και ανιδιοτελή αγάπη, θα μπορέσουμε να ισορροπήσουμε ανάμεσα στη ζωή και σε όσα αυτή  μας επιφυλάσσει.

Συντελεστές:

Ερμηνεύει:  η Μαριάννα Τουμασάτου

Συγγραφέας: Βασίλης Κατσικονούρης

Σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Σταύρου

Μουσική: Στέφανος Αδάμης

Σκηνογραφία: Ντέιβιντ Νεγρίν

Φωτισμοί: Κατερίνα Μαραγκουδάκη

Γραφιστική επιμέλεια: Indigo Creative

Φωτογραφίες: Γιώργος Καλφαμανώλης

Μακιγιάζ: Ιωάννης Μιχαλέλης

Οργάνωση περιοδείας  και Προβολή – Επικοινωνία παράστασης: Νταίζη Λεμπέση email daisylempesi@hotmail.gr, τηλέφωνο επικοινωνίας  6908502631

Παραγωγή: Erofili Productions

Τιμές εισιτηρίων και προπώληση: 

Εισιτήρια: 16€ και 12 € 

Προπώληση:  more.com και στο ταμείο του Θεάτρου 

Διάρκεια: 55 λεπτά 

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading

Πολιτισμός

«SENSO» του Camillo Boito στο Θέατρο Τ (30 Σεπ – 29 Οκτ) σε εμπνευσμένη σκηνοθεσία Σωτήρη Ρουμελιώτη

«senso»-του-camillo-boito-στο-Θέατρο-Τ-(30-Σεπ-–-29-Οκτ)-σε-εμπνευσμένη-σκηνοθεσία-Σωτήρη-Ρουμελιώτη

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ

«Μισώ τον νατουραλισμό στη σκηνή», είχε πει στη συνέντευξη Τύπου που έδωσε ο Μπομπ Ουίλσον πέρυσι στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, προαναγγέλλοντας την παράσταση που θα σκηνοθετούσε: «Τρεις ψηλές γυναίκες» του Έντουαρντ Άλμπι.

 «Είμαι εικαστικός καλλιτέχνης, συνεπώς, εκφράζομαι με εικαστικό τρόπο: τη φόρμα, το φως και τον ήχο», σχολίασε τότε.

Στο «SENSO» ο ευφυής νεαρός Σωτήρης Ρουμελιώτης πετυχαίνει ακριβώς αυτό. Να αναδείξει τα σουρεαλιστικά του στοιχεία με τη δική του φόρμα. Τρείς έξυπνες και ικανές γυναίκες ηθοποιοί, οι: Έλμα Βλαστοπούλου, Ζωή Λάη και Δήμητρα Φάκα όφειλαν να μπουν στον κόσμο του Ρουμελιώτη για να υπάρξει παράσταση. Και το έκαμαν με τον καλύτερο τρόπο.

Ο σκηνοθέτης είχε ορίσει τη φόρμα. Πού θα κοιτάνε τα πρόσωπα, πού θα σταθεί το χέρι, πού θα ξαπλώσει το κορμί, πού θα αλλάξει η φωνή, πού και πώς θα κινούνται τα σώματα. Δεν πρότεινε όμως ένα νεκρό πλαίσιο, αλλά μια συνθήκη που πρέπει να τη στεφανώσουνε οι πρωταγωνίστριες με σουρεαλισμό, αλλά και ποίηση. Και αυτό συμβαίνει στη σκηνή του θεάτρου «Τ».

Το έργο και η παράσταση

Το «Senso» διαδραματίζεται στη Βενετία και στην εποχή του Τρίτου Ιταλικού Πολέμου της Ανεξαρτησίας, το 1866. Ηρωίδα του είναι η Λίβια, μια κόμισσα από το Τρέντο, η οποία είναι παντρεμένη αλλά δυστυχισμένη, με έναν αδιάφορο ηλικιωμένο αριστοκράτη και που περιπλανιέται πρόθυμα, αναζητώντας την ικανοποίησή της.

Η ιστορία ξεκινά λίγα χρόνια μετά τον πόλεμο, με τη Λίβια να αναπολεί στα 39α γενέθλιά της την πρώτη της αληθινά παθιασμένη σχέση . Η ονειροπόλησή της μάς μεταφέρει στη Βενετία κατά τη διάρκεια του πολέμου, όπου η Λίβια ερωτεύεται έναν ορμητικό νεαρό υπολοχαγό του αυστριακού στρατού.

Αν και, προφανώς, αυτός τη χρησιμοποιεί για τα χρήματά της και την κοινωνική της θέση, η Λίβια βυθίζεται σε μια υπόθεση πλήρους σεξουαλικής εξάρτησης από τον εραστή της. Τον αφήνει να ξοδεύει ελεύθερα τα χρήματά της, δεν ενδιαφέρεται για το τι πιστεύει η κοινωνία για εκείνη και αγνοεί την αξιολύπητη δειλία του νέου εραστή της, όταν αρνείται να σώσει ένα παιδί που πνίγεται.

Αν και ο πόλεμος απομακρύνει τους εραστές, η Λίβια αισθάνεται την ανάγκη να επισκεφτεί ξανά τον υπολοχαγό. Όταν τον συνοδεύει σε μια άσκηση, εκείνος της ζητά περισσότερα χρήματα για να δωροδοκήσει τους γιατρούς του στρατού, ώστε να αποφύγει το πεδίο της μάχης. Η Λίβια του δίνει με χαρά όλα της τα κοσμήματα. Εκείνος φεύγει για τη Βερόνα.

Τελικά, η λαχτάρα της για τον νεαρό αξιωματικό κάνει τη Λίβια να παραλογίζεται, αλλά το είναι της εκτινάσσεται στα ύψη, όταν φτάνει ένα γράμμα του. Της λέει ότι την αγαπά και ότι τα χρήματά της του επέτρεψαν να αποφύγει κάθε μάχη. Κρατώντας ακόμα το γράμμα του επιβιβάζεται σε μια άμαξα και κατευθύνεται στη Βερόνα για χάρη του.

Βρίσκει την πόλη ερειπωμένη, με νεκρούς και τραυματίες παντού. Η Λίβια δεν πτοείται. Πηγαίνει στο διαμέρισμα που του είχε αγοράσει, όπου τον βρίσκει μεθυσμένο παρέα με μια πόρνη.

Η ταπείνωση κι ο εξευτελισμός που νιώθει μετατρέπουν τον επίμονο πόθο της σε εκδίκηση, όταν θυμάται ότι έχει ακόμα το γράμμα του. Βρίσκει το αρχηγείο του αυστριακού στρατού, όπου κατηγορεί τον άπιστο εραστή της, προσκομίζοντας την απόδειξη της λιποταξίας του σε έναν στρατηγό. Η εκδίκησή της για την αναίσχυντη απιστία του νεαρού αξιωματικού είναι προφανής, ωστόσο τα κίνητρά της δεν του δίνουν καμία άφεση. Το επόμενο πρωί αυτός και οι γιατροί που δωροδόκησε αντιμετωπίζουν το εκτελεστικό απόσπασμα, ενώ παρευρίσκεται και η ίδια στην εκτέλεση.

Σημείωμα Σκηνοθέτη

«Η ιταλική λέξη SENSO σημαίνει αίσθημα, αίσθηση, πάθος. Σημαίνει, όμως, και λογική. Αυτή η οξύμωρη αμφιταλάντευση με γοήτευσε στην ομότιτλη νουβέλα του Camillo Boito, αυτή η δυναμική συνύπαρξη δύο, φαινομενικά, αντίθετων καταστάσεων: να παραδίνεσαι ολοκληρωτικά στην κυριαρχία των αισθημάτων και των αισθήσεων από τη μια και να υποτάσσεις το πάθος σου στην ψυχρή αυστηρότητα της έλλογης σκέψης από την άλλη.

Ένιωσα, λοιπόν, την ανάγκη να ανεβάσουμε επί σκηνής αυτό το έργο του 19ου αιώνα, πιστεύοντας ότι είναι κρίσιμο – σε μια εποχή που οι αισθήσεις και η λογική υποτιμούνται και παραγκωνίζονται – να βυθιστούμε σε έναν έντονο υπαρξιακό στροβιλισμό. Δεν μπορώ να πω αν υπάρχει νικητής – πάθος ή λογική; – και δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Ελπίζω η παράσταση να είναι μια ευκαιρία να αφεθούμε και να παρασυρθούμε από έννοιες, εικόνες, ήχους και συναισθήματα που έχουμε πάψει να τους δίνουμε σημασία, λόγω της σύγχρονης συντριπτικής καθημερινότητας. Επιπλέον, είναι μια προσωπική ωδή στην αβυσσαλέα δύναμη του Έρωτα, μια προσπάθειά μου να σταθώ απέναντί του και να «πιαστούμε στα χέρια», γνωρίζοντας εξαρχής πως θα ηττηθώ. Γιατί ο έρωτας είναι αλύπητος».

Σωτήρης Ρουμελιώτης

Ο σκηνοθέτης είναι και ο δραματουργός του αρχικού κειμένου, ο διασκευαστής κατά μια άλλη έννοια που, ύστερα από μια δεύτερη ανάγνωση-ερμηνεία του λογοτεχνικού έργου, με την αξιοποίηση συγκεκριμένων μετασχηματιστικών τεχνικών και κωδίκων υπερδιόρθωσης (σύμφωνα με τις αρχές που λειτουργούν και διέπουν ένα νέο πολιτισμικό περιβάλλον), καταλήγει στην παραγωγή κάποιου άλλου, μεταγενέστερου κειμένου, το οποίο συνιστά αυτόνομη καλλιτεχνική δημιουργία έντεχνου λόγου, με δικό του «συγγραφέα» και δική του παρουσία στο «σώμα» της σύγχρονης γηγενούς λογοτεχνικής παραγωγής.

Τα δομικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά του πρωτότυπου έργου, όπως ο μύθος και η δράση, η πλοκή και οι δραματικές καταστάσεις, το πλέγμα των αφηγηματικών με τις καθαρά θεατρικές τεχνικές, το αξιακό και εννοιολογικό του σύστημα, συνεχίσουν να αποτελούν τον σταθερό καμβά πάνω στον οποίο αναπτύχθηκε το δευτερογενές κείμενο.

Στην παράσταση, λοιπόν, του θεάτρου «Τ» η σκηνοθεσία εστιάζει στην οπτική της Λίβια αποκλειστικά, εξ αφορμής του μυστικού ημερολογίου της. Περιγράφει ξεκάθαρα τον εγωιστικό της πόθο, τη σεξουαλική της επιθυμία και την ικανοποίηση που νιώθει με τον χαμό του εραστή της.

Κατά συνέπεια, το έντεχνο θεατρικό κείμενο που γράφτηκε με προορισμό να παρασταθεί μπροστά σ’ ένα κοινό ενηλίκων θεατών, όπως το επέβαλλαν οι όροι και οι συνθήκες της εποχής του, αποδίδεται σήμερα σ’ ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον, σ’ ένα κοινό με ιδιαίτερες προσληπτικές δυνατότητες και προσδοκίες. Αυτός είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο η διασκευή του πρωτότυπου, αποτελεί ένα ευαίσθητο εγχείρημα που ξεπερνά κατά πολύ τις παγιωμένες αρχές τις μεταφραστικής λειτουργίας και προεκτείνεται στη διάσταση του εικονοποιημένου συμβολικού λόγου και δικαιώνει τον Σωτήρη Ρουμελιώτη.

Ο ιδιοφυής σκηνοθέτης έχει κατανοήσει ότι σε αντίθεση με τους συγγραφείς παρόμοιων χαρακτήρων όπως η Anna Karenina και η Madame Bovaryο Camillo Boito παρουσιάζει την ηρωίδα του χωρίς συμπάθεια. Η Λίβια του «Senso» έχει επίγνωση της συμπεριφοράς της και μπορεί να εκτιμήσει τις συνέπειες. Επομένως, συμπεριφέρεται κυνικά, κινείται είτε αδιάφορη είτε αγνοώντας τις «πληγές» που έχει προξενήσει στους άλλους. Είναι έξυπνα αμετανόητη, ενώ αναζητά εγωιστικά ό,τι είναι καλύτερο για τον εαυτό της και μόνο.

Τοποθετημένο στις τελευταίες ημέρες της Αυστριακής κατοχής στην Ιταλία, το 1866, με την επανάσταση να οργανώνεται σαν βόμβα έτοιμη να εκραγεί από στιγμή σε στιγμή, το «Senso» είναι μια πολιτική αλληγορία, ακριβώς επειδή ο σκηνοθέτης αντανακλά το έκρυθμο πολιτικό σκηνικό σε μια μεγάλη ερωτική ιστορία που γεννιέται, ζει, αναπνέει, γιγαντώνεται και πεθαίνει κάτω από το βάρος της απαγόρευσης, των ταξικών ενοχών και των κοσμικών αμαρτιών λες όλου του ανθρώπινου είδους, λες και συνέβη χθες.

 Η Λίβια του Ρουμελιώτη, μοιρασμένη σε τρεις εξαιρετικές ηθοποιούς : Έλμα Βλαστοπούλου, Ζωή Λάη και Δήμητρα Φάκα είναι χαμένη στις δικές της σκέψεις, περιφρονώντας παντελώς τον κόσμο, ζει τη ζωή της με την υπέρμετρη ματαιοδοξία, εγωπάθεια, ναρκισσισμό και εγωκεντρισμό που τη διακρίνουν σε όλη την παράσταση. Πιστεύοντας πως δεν είναι δυνατόν να υπάρχει άλλη γυναίκα πιο όμορφη από εκείνη, απολαμβάνει τον θαυμασμό των ανδρών και τη ζήλια των γυναικών, μέχρι τη στιγμή που η μοίρα τής παίζει ένα σκληρό παιχνίδι. Τυφλωμένη από αισθήματα εγωισμού παίρνει φοβερές αποφάσεις και, δίχως να μετανιώσει στιγμή, συνεχίζει να ζει με σημαία της τη ματαιοδοξία.

Μία πολύ έξυπνα στημένη παράσταση, απροσδόκητη, με πολύ έντονα συναισθήματα πάθους και σκέψεις που σε αγγίζουν, αλλά και με εικόνες και περιγραφές που σε ταξιδεύουν και σε μεταφέρουν στην Ιταλία του 19ου αιώνα.

Ωστόσο, υπάρχουν μερικές ενδιαφέρουσες διαφορές μεταξύ του υλικού πηγής και της προσαρμογής, ιδιαίτερα των προσώπων αφήγησης/αναδρομής στο στοιχείο της γραπτής ιστορίας, που καθιστά σαφές ότι η ηρωίδα έχει γίνει τόσο σκληρή και ισχυρή «σκλάβος » της επιθυμίας, όσο ο εραστής της νιότης της στα προηγούμενα χρόνια.

Το μαζοχιστικό στοιχείο είναι αρκετά ισχυρό εδώ, ίσως περισσότερο από ό,τι στην πραγματική ιστορία, καθώς γίνεται έντονα φανερό σε σημεία, και αυτό αποτελεί μια άλλη εξαιρετική καινοτομία στον παρακμιακό κανόνα συμβατικής μεταφοράς βιβλίου στη σκηνή.

Η ευρηματική σκηνοθεσία είναι εμφανής σε κάθε λεπτομέρεια της αφήγησης.

 Η φροντίδα του σκηνοθέτη για την ατμόσφαιρα του σκηνικού, για τους φωτισμούς και τα χρώματα, για τα κοστούμια και τη διακόσμηση, ο χειρισμός του στις σαρωτικές σκηνές μάχης των συναισθημάτων, βοηθούν να κρατηθεί σε θαυμαστή ισορροπία μια ασταθής ιστορία και να της δώσει βάθος, ουσία και αφορμή για συλλογισμούς στις σύγχρονες σχέσεις, αυτές που ταλανίζονται από πάθη, από αδυναμίες, από αρνητικά σημεία σε χαρακτήρες και σε αυτοκαταστροφικές επιθυμίες.

 Η έξοχη, θαρρείς κινηματογραφική, πρωτότυπη μουσική του Κώστα Παλαιογιάννη, προσδιορίζει τη συνθήκη που επέλεξε ο σκηνοθέτης για τη δράση επί σκηνής και έχει την πρόθεση να διευκολύνει την πρόσληψη του θεατή, αλλά έχει και τη δυνατότητα να δώσει υπόσταση σε απούσες δυνάμεις ή πρόσωπα, να διατυπώσει ερωτήματα, να συμπληρώσει δραματικά στιγμιότυπα και να στηρίζει εμφατικά περιστατικά.

Τα σκηνικά- χάρτινη ταπετσαρία δαπέδου – και τα υψηλής αισθητικής κοστούμια της Μαρίας Καραδελόγλου, στιγματίζουν τόπο και χρόνο, έτσι όπως τα αντιλαμβάνεται ο κάθε θεατής. Το βρίσκω καινοτόμο και άκρως εικαστικό δημιούργημα. Καθοριστικοί συντελεστές στην ποιητική ατμόσφαιρα της παράστασης και οι ηχογραφημένοι ήχοι οργάνων από: Ζωή Κατσάρα (σοπράνο), Χρήστο Γούλα (βιολοντσέλο), Κωνστάντη Στρατάκη (φλάουτο) και Κωστή Παλαιογιάννη (κιθάρα, παραγωγή, μίξη).

Χώρος: Θέατρο Τ, Αλεξάνδρου Φλέμινγκ 16, Θεσσαλονίκη

Παραστάσεις: Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:30

Διάρκεια: 85’ (χωρίς διάλειμμα)


Συντελεστές:

Κείμενο: Βασισμένο στην ομότιτλη νουβέλα του Camillo Boito

Σκηνοθεσία / Δραματουργία / Φωτισμοί: Σωτήρης Ρουμελιώτης

Σκηνικά / Κοστούμια: Μαρία Καραδελόγλου

Πρωτότυπη μουσική: Κωστής Παλαιογιάννης

Βοηθός Σκηνοθέτη / Επιμέλεια Προβολών: Κατερίνα Νικολάτου

Φωτογραφίες / Trailer: Χρήστος Κυριαζίδης

Υπεύθυνη προβολής: Λία Κεσοπούλου

Οργάνωση Παραγωγής: Izveribad

Θερμές ευχαριστίες στους: Ζωή Κατσάρα (σοπράνο), Χρήστο Γούλα (βιολοντσέλο), Κωνστάντη Στρατάκη (φλάουτο) και Κωστή Παλαιογιάννη (κιθάρα, παραγωγή, μίξη) για τις ηχογραφήσεις

Παίζουν:

Έλμα Βλαστοπούλου

Ζωή Λάη

Δήμητρα Φάκα

 ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading
Advertisement

Προτεινόμενα