Πολιτισμός
«ΛΕΥΚΕΣ ΝΥΧΤΕΣ» του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι από το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας στο «Αντιγόνη Βαλάκου»

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ
Πρόλογος
Όποιος γνωρίζει την Αγία Πετρούπολη, πρέπει να παραδεχτεί ότι οι λευκές νύχτες, οι φωτεινές τρεις εβδομάδες, 11 Ιουνίου με 2 Ιουλίου, όταν δεν νυχτώνει ποτέ, είναι η καλύτερη εποχή της πόλης, παγωμένης το χειμώνα και βροχερής όλο τον υπόλοιπο χρόνο. Αυτές οι τρείς εβδομάδες είναι και η Άνοιξη, και το Καλοκαίρι. Οι λευκές νύχτες αναπληρώνουν την έλλειψη του ήλιου, κάνουν τις ψυχές να ανθίσουν και τους ανθρώπους να ονειρεύονται.
(….)Όμως να θυμηθώ την πίκρα, που δοκίμασα, Ναστένκα;! Να σκοτεινιάσω, έστω και μια στιγμή, την ολόφωτη ευτυχία σου, να λυπήσω την ψυχή σου, βαρυγκωμώντας, να την πικράνω με κρυφές τύψεις και να κάμω την καρδιά σου να πονάει σε στιγμές ευτυχισμένες;…. Ω! ποτέ! Ποτέ! Ας είναι πάντα αίθριος ο ουρανός σου, ας είναι φωτεινό κι ατάραχο το γλυκό σου χαμόγελο, ας είσαι ευλογημένη για κείνη τη στιγμή της αγαλλίασης και της ευτυχίας που χάρισες σε μια άλλη, έρημη καρδιά, που σ’ ευγνωμονεί. Θε μου! Μια ολόκληρη στιγμή ευτυχίας! Μα τάχα αυτό δεν είναι αρκετό ακόμα και για μια ολόκληρη ανθρώπινη ζωή;
Υπόθεση
Κατά τη διάρκεια μιας λευκής νύχτας, δηλαδή μιας καλοκαιρινής νύχτας του Βορρά, όπου το σούρουπο συνεχίζεται μέχρι το πρωί, χωρίς να πέφτει ποτέ το σκοτάδι, περιπλανώμενος σε κάποια από τις προκυμαίες της Αγίας Πετρούπολης ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, ένας ονειροπόλος κάτοικος της μεγάλης πόλης, συναντά τυχαία μια νεαρή γοητευτική γυναίκα, την Ναστένκα, και γρήγορα αναπτύσσεται μεταξύ τους ένα αρκετά παράξενο αισθηματικό ειδύλλιο. Μέσα από την αριστοτεχνικά παιγνιώδη και ανάλαφρη αφήγηση του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι ξετυλίγεται μπροστά μας όλη η πρότερη ζωή των δύο πρωταγωνιστών της ιστορίας μας, και, το σπουδαιότερο, διαγράφεται η ψυχοσύνθεσή τους. Έτσι, η συμπεριφορά και οι εξομολογήσεις της Ναστένκα αποκαλύπτουν την ύπαρξη αυτού, που στην τέχνη αποκαλείται αιώνιο θηλυκό, ενώ ο χαρακτήρας και οι εκμυστηρεύσεις του ονειροπόλου πρωταγωνιστή αποκαλύπτουν έναν άνδρα που ζει μέσα από τις φαντασιώσεις του, την πλήξη και τη μοναξιά, αρνούμενος να λάβει μέρος στο παιχνίδι της ζωής.
Οι «Λευκές Νύχτες» είναι ένα διήγημα του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, που δημοσιεύτηκε αρχικά το 1848, στην αρχή της καριέρας του συγγραφέα. Όπως πολλές από τις ιστορίες του Ντοστογιέφσκι, οι «Λευκές Νύχτες» αφηγούνται σε πρώτο πρόσωπο ενός ανώνυμου αφηγητή. Ο αφηγητής είναι ένας νεαρός άνδρας που ζει στην Αγία Πετρούπολη και υποφέρει από μοναξιά. Γνωρίζει και ερωτεύεται μια νεαρή γυναίκα, αλλά ο έρωτας παραμένει ανεκπλήρωτος καθώς η γυναίκα νοσταλγεί τον εραστή της, με τον οποίο επανενώνεται, τελικά.
Αυτή είναι η Πετρούπολη, που ενεργεί ως συνομιλητής και παλιός φίλος του αφηγητή. Η πόλη ανταποκρίνεται με ευαισθησία στις εσωτερικές εμπειρίες του Ονειροκρίτη, δημιουργώντας ένα απερίγραπτα όμορφο περιβάλλον για τη ρομαντική του διάθεση και δικαιολογώντας το νόημα του τίτλου του έργου – «Λευκές Νύχτες».
Ανάγνωση
Κεντρικό θέμα του έργου είναι η μοναξιά σε μια μεγαλούπολη. Αυτή η κατάσταση ήταν πολύ συχνή στην Αγία Πετρούπολη στα μέσα του 19ου αιώνα, κάτι που το διευκόλυνε η πολύμορφη κοινωνική κατάσταση στην πόλη. Αποτέλεσμα, οι περισσότεροι νέοι αισθάνονταν μόνοι και βαθιά δυστυχισμένοι, έχοντας χάσει το νόημα της ζωής.
Η Ναστένκα και ο Ονειροπόλος είναι τυπικοί εκπρόσωποι των «μικρών ανθρώπων». Ζουν μια ζωή απλή, σεμνή και άτεχνη. Ο κύκλος της επικοινωνίας τους είναι εξαιρετικά στενός: ο άνδρας επικοινωνούσε μόνο με συναδέλφους και η Ναστένκα με τη γιαγιά της και κάποιους γείτονες.
Για να ξεφύγουν από τη γκρίζα πραγματικότητα και να ξεχάσουν για λίγο τα πιεστικά άγχη, οι νέοι περνούν στην κατηγορία των «ονειροπόλων», βυθιζόμενοι διαρκώς στις δικές τους φαντασιώσεις.
Το θέμα της αγάπης αποκαλύπτεται στο έργο μέσα από το πρίσμα των συναισθημάτων της Ναστένκα για τον εραστή της και της ανεκπλήρωτης αγάπης του Ονειροπόλου για ένα εύθραυστο κορίτσι. Ο τελευταίος δεν είναι θυμωμένος με τη Ναστένκα, δεν την κατηγορεί για όλα του τα προβλήματα, όταν τον αφήνει μόνο του. Αντίθετα, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι πρέπει κανείς να είναι ευγνώμων στην τύχη του, ακόμα και για εκείνες τις στιγμές ευτυχίας που του χάρισε.
Κύρια ιδέα είναι και η απομόνωση των «ονειροπόλων» από τον πραγματικό κόσμο, η αδυναμία τους να ζήσουν ανάμεσα σε ανθρώπους και να πάρουν τη χαρά της ζωής από απλά, καθημερινά πράγματα. Προτιμώντας να περπατούν στα σύννεφα, καταδικάζονται αναπόφευκτα στη μοναξιά.
Το ατμοσφαιρικό διήγημα του Ντοστογιέφσκι έχει μεταφερθεί αρκετές φορές στην μικρή οθόνη, τόσο στη ρωσική όσο και στην ευρωπαϊκή, στην Ιταλία, στην Ισπανία κ.α.
Επιπλέον, το έργο έχει μεταφερθεί στον ρωσικό κινηματογράφο το 1992. Αργότερα, έγινε μεγάλη κινηματογραφική επιτυχία και στο Χόλυγουντ. Στην Ελλάδα έχει διασκευαστεί λίγες φορές για το θέατρο. Η τελευταία ήταν με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Πάτρας το 2002.
Οι «Λευκές νύχτες» είναι ένα μυθιστόρημα αρκετά ξεχωριστό και θυμίζει ελάχιστα τα μεγάλα επόμενα αριστουργήματα του Ντοστογιέφσκι. Ιδιαίτερο θέμα, ιδιαίτερη γλώσσα, σχεδόν εύθυμη εικόνα της καλοκαιρινής Πετρούπολης.
Μία παράμετρος, πάντως, παραμένει σταθερή: η ηρωΐδα στις Λευκές νύχτες είναι πολύ πιο δυνατή και ολοκληρωμένη από τον ήρωα, παρά το νεαρό της ηλικίας της. Γι’ αυτό και έχει όνομα -την λένε Ναστένκα- σε αντίθεση με τον ήρωα, που, παρόλο που το μυθιστόρημα γράφτηκε σε πρώτο πρόσωπο -στο δικό του πρόσωπο- αποκαλείται απλά και αόριστα «Ονειροπόλος». Άνθρωπος χωρίς όνομα και χωρίς ιστορία, ένας μετεωρίτης στη ζωή των άλλων και στη δική του.
Το μυθιστόρημα ανοίγει με ένα λουλούδι και τελειώνει μ’ αυτό. Σύμβολο αγνότητας και φρεσκάδας αλλά έρμαιο ανθρώπων και καθεστώτων, που μπορούν να το τσαλακώσουν, να το μαράνουν πρόωρα.
Η καταφατική φράση στο ποίημα του Τουργκένεφ, στον Ντοστογιέφσκι, στο τέλος του μυθιστορήματος γίνεται ερωτηματική, όταν ο «Ονειροπόλος», ως γνήσιος συναισθηματικός ήρωας, αν και προδομένος κατά κάποιον τρόπο από την αγαπημένη του, αναφωνεί: «…να τσαλακώσω έστω και ένα από εκείνα τα εύθραυστα λουλούδια, που θα έχεις πλέξει στις μαύρες μπούκλες σου, όταν θα πηγαίνεις μαζί του στο ιερό;» Αντί να τσαλακώσει το λουλούδι, την Ναστένκα, ο «Ονειροπόλος» επιλέγει να τσαλακωθεί ο ίδιος.
Το έργο περιέχει αυτοβιογραφικά στοιχεία, σημάδια εξομολόγησης, ενώ στην εικόνα του πρωταγωνιστή μπορεί κανείς να αναγνωρίσει τα χαρακτηριστικά του νεαρού Ντοστογιέφσκι.
Συγγραφέας
Dostojevskij, Fedor Michajlovic
Γεννήθηκε στις 11 Νοεμβρίου του 1821 στη Μόσχα. Ο πατέρας του, Μιχαήλ Αντρέγεβιτς, ήταν στρατιωτικός γιατρός, Το 1838 γίνεται δεκτός στη Στρατιωτική Ακαδημία Μηχανικών της Πετρούπολης, στην οποία έδωσε εξετάσεις, διότι αυτό απαιτούσε ο πατέρας του, και χωρίζεται από τον αδελφό του. Ο Μιχαήλ Αντρέγεβιτς δολοφονείται το 1839 στο κτήμα της οικογένειας, στην επαρχία της Τούλα. Η δολοφονία του πατέρα Ντοστογέφσκι συνταράσσει τον Φιοντόρ.
Υπηρέτησε στο στρατό για ένα μικρό χρονικό διάστημα αλλά τον εγκατέλειψε γρήγορα για να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία. Μελέτησε την κοινωνία και τον κόσμο όχι θεωρητικά αλλά στην πράξη. Θέμα των έργων του, η ίδια η ζωή. Είδε από κοντά τις υποβαθμισμένες συνοικίες, γνώρισε τη φτώχεια, τον πόνο, την εξαθλίωση των ταπεινών ανθρώπων και στη συνέχεια μετέφερε τις εικόνες αυτές στα μυθιστορήματά του. Ασχολήθηκε με τον άνθρωπο και την κοινωνία και υπήρξε αγωνιστής και επαναστάτης.
Εναντιώθηκε στην πολιτική του Τσάρου Νικολάου του Α΄. Αυτή του η στάση είχε αποτέλεσμα να κατηγορηθεί για συνωμοσία και να καταδικαστεί σε τετραετή φυλάκιση. Στα χρόνια του εγκλεισμού του στις φυλακές του Όμσκ υπέφερε τρομερά βασανιστήρια και εξευτελισμούς.
Το 1857 νυμφεύεται τη Μαρία Ντμιτρίεβνα Ισάεβα και το 1859, μαζί με τη σύζυγό του, λαμβάνουν την άδεια που τους επιτρέπει να εγκατασταθούν στην Ευρωπαϊκή Ρωσία. Το 1859 εκδίδει στην Πετρούπολη μαζί με τον αδελφό του δύο περιοδικά τα οποία, όμως, δεν σημείωσαν επιτυχία με αποτέλεσμα ο Ντοστογιέφσκι να βρεθεί καταχρεωμένος. Ο μόνος τρόπος για να συγκεντρώσει χρήματα και να ξεπληρώσει τα χρέη του ήταν η συγγραφή. Άρχισε λοιπόν να γράφει συνέχεια και ακούραστα, με αποτέλεσμα να καταφέρει να ζήσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του, σχετικά, άνετα.
Σ’ αυτό το διάστημα έγραψε τα καλύτερά του έργα: “Ο παίχτης”, “Οι αδερφοί Καραμαζώφ”, “Έγκλημα και Τιμωρία”, “Ο Ηλίθιος”, “Οι δαιμονισμένοι”. Όταν κατάφερε πλέον να ανασάνει από το βάρος των χρεών ανέλαβε τη διεύθυνση του περιοδικού “Πολίτης” και λίγα χρόνια αργότερα εξέδωσε το δικό του περιοδικό, “Το Ημερολόγιο ενός συγγραφέα”, που, σε αντίθεση με τις προηγούμενες εκδοτικές εμπειρίες, σημείωσε τεράστια επιτυχία.
Στις 9 Φεβρουαρίου του 1881, ο Φιοντόρ Μιχαΐλοβιτς Ντοστογέφσκι υπέκυπτε σε αγνώστου αιτίας πνευμονική αιμορραγία. Ετάφη στο κοιμητήριο της μονής Αλεξάντερ Νιέφσκι, στην Πετρούπολη. Άλλα έργα του είναι τα μυθιστορήματα: “Ο φτωχόκοσμος”, “Λευκές νύχτες”, “Ταπεινωμένοι και καταφρονεμένοι”, “Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων”, “Το υπόγειο”.
Υπήρξε μέλος της Ακαδημίας Επιστημών και η προσφορά του στην παγκόσμια λογοτεχνία είναι διεθνώς αναγνωρισμένη. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους μυθιστοριογράφους όλων των εποχών και τα έργα του έχουν μεταφραστεί σχεδόν σε όλες τις γλώσσες του κόσμου.
Η παράσταση
Ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης μελέτησε σε βάθος το κείμενο, το διασκεύασε για το θέατρο μεν, άφησε δε κυρίαρχη στην παράσταση την ιδιαιτερότητα της σύνθεσης του μυθιστορήματος, η οποία έγκειται στην ενδιαφέρουσα κατασκευή της πλοκής: τα τέσσερα πρώτα από τα πέντε κεφάλαια είναι αφιερωμένα στις νύχτες της Αγίας Πετρούπολης, ενώ το τελευταίο κεφάλαιο ονομάζεται «Πρωί».
Αυτό αντικατοπτρίζει με μεγαλύτερη ακρίβεια τη δυναμική της εξέλιξης της ιστορίας, από τον ύπνο μέχρι το ξύπνημα.
Η κατασκευή είναι συμβολική. Με φόντο τις ρομαντικές λευκές νύχτες της Αγίας Πετρούπολης, ο θεατής ανακαλύπτει όλα τα στάδια της αγάπης του πρωταγωνιστή για τη Nαστένκα, όλα τα όνειρα και τις συναισθηματικές του εμπειρίες.
Αλλά στο τέλος, αναπόφευκτα έρχεται το «πρωί», σαν μια στιγμή διορατικότητας που γίνεται προσωπικό δράμα για τον Ονειροπόλο. Έχει ήδη βρει την αγάπη, αν και ανεκπλήρωτη, αλλά τόσο ζεστή. Όμως, αναγκάζεται να την αποχαιρετήσει για πάντα. Έτσι, σ’ ένα «επώδυνο» πρωινό διώχνει τις κενές φαντασιώσεις, αλλά, ταυτόχρονα, βλέπει ένα ελπιδοφόρο μέλλον.
Σ’ ένα εντελώς αφαιρετικό σκηνικό, το οποίο φωτίζει υποβλητικά η Ζωή Μολυβδά- Φαμέλη, δυο άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι ζουν τέσσερις νύχτες γεμάτες σκιές και χρώματα, όπως «ντύνονται» αυτές τις ώρες τα όνειρα, η μοναξιά, η ενδοσκόπηση και η αγάπη, έστω η μονόπλευρη.
Δε γνωρίζω εάν στην παράσταση των Αθηνών που ήδη τρέχει, υπάρχει άλλο σκηνικό. Στο «Αντιγόνη Βαλάκου» δυο πάγκοι του Δημοτικού Θεάτρου βόλεψαν τις σκηνικές ανάγκες της παράστασης. Ασφαλώς, ήρθαν μόνοι οι δυο ηθοποιοί για ένα Δευτερότριτο, ενώ στο θέατρο «Μικρό Άνεσις» των Αθηνών, όπου η παράσταση ανέβηκε για δεύτερη σαιζόν στις 8 Φεβρουαρίου και, λογικά, θα πάει έως το τέλος της, στη σκηνή συμμετέχει ζωντανά ο συνθέτης Στάμος Σέμσης.
Ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης και η Αλεξάνδρα Αϊδίνη, η ενσάρκωση ηρώων του Ντοστογιέφσκι, συγκροτούν και αποδίδουν τα εξαίσια χαρακτηριστικά του υπαρξισμού, σε μια γλυκόπικρη ιστορία ανεκπλήρωτου έρωτα. Σημαντικός παράγοντας στην ενίσχυση της δράσης, αλλά και της ποιητικής ατμόσφαιρας επί σκηνής, η μουσική του Στάμου Σέμση.
Ο θεατής αφουγκράζεται το συναισθηματικό μυθιστόρημα του 27χρονου Ντοστογιέφσκι, διασκευασμένο από τον Κωνσταντίνο Ασπιώτη σε ιδιαίτερη συνθήκη για το θέατρο, με τον δικό του τρόπο.
Κάποιος εκπαιδευμένος στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία, θα δει στο πρόσωπο της αέρινης Αλεξάνδρας Αϊδίνη – Ναστένκα, μια αδίστακτη νεαρή γυναίκα, που απεγνωσμένα ψάχνει για προστάτη, για σωσίβιο ή μια επαρχιώτισσα που θέλει να δραπετεύσει από την αποπνικτική ατμόσφαιρα της κλειστής κοινωνίας, μια οπορτουνίστρια, ίσως, που είναι έτοιμη να ακολουθήσει τον πρώτο τυχόντα, ενώ κάποιος άλλος θα δει στο πρόσωπο του εξαιρετικού Κωνσταντίνου Ασπιώτη – Ονειροπόλου, έναν άνδρα-αράχνη, που στην αρχή πετυχαίνει τον οίκτο από το νεαρό κορίτσι και μετά, γεμίζοντάς το ενοχές, προσπαθεί να το τραβήξει στο δικό του επικίνδυνο ιστό.
Απογυμνωμένο από τις λογοτεχνικές περιπλοκάδες του το μυθιστόρημα γίνεται μια απλή, καθημερινή ιστορία στην ανάγνωσή του, ενώ στη σκηνή μεγεθύνεται σε ιστορία ανεκπλήρωτου έρωτα, που, είτε αρέσει και συνεπαίρνει το κοινό είτε το αφήνει αδιάφορο. Συμβαίνει συχνά στη μεταφορά λογοτεχνικών έργων στο σανίδι.
Επίλογος
Στο μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι «Λευκές Νύχτες» οι χαρακτήρες δεν έρχονται σε σύγκρουση με το περιβάλλον: δεν τους καταστέλλει και δεν τους αναγκάζει να κατευθύνουν όλες τους τις δυνάμεις στην αντίσταση. Το επίκεντρο είναι ο εσωτερικός κόσμος των χαρακτήρων, οι πνευματικές παρορμήσεις και τα συναισθήματά τους.
Επιπλέον, το μαρτύριο του Ονειροκρίτη δεν οδηγεί σε τραγική κατάληξη. Αντίθετα, ακόμη και έχοντας αποτύχει στο μέτωπο της αγάπης, είναι ευγνώμων στη μοίρα ακόμη και για έναν απόκοσμο υπαινιγμό ευτυχίας που του έπεσε. Ο ήρωας βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με τον εαυτό του, γεγονός που αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι το μυθιστόρημα ανήκει στην κατεύθυνση του συναισθηματισμού.
Στις «Λευκές νύχτες» μαζί με τον Ονειροπόλο και την Ναστένκα, «ζουν» οι μεγάλοι Ρώσοι ρομαντικοί ποιητές, Ζουκόφσκι, Πούσκιν, Λέρμοντοφ, οι Γερμανοί Χάινε και Γκαίτε, ο Άγγλος Ουώλτερ Σκοτ, οι περισσότεροι μακαρίτες το 1848, όπως μακαρίτισσα ήταν και η εποχή του Συναισθηματισμού και του Ρομαντισμού.
Πέρα από την σχεδόν ειδυλλιακή εικόνα της Πετρούπολης, πέρα από τις μακροσκελείς και μεγαλόστομες φράσεις, οι «Λευκές νύχτες» είναι τρομερά διαχρονικές: ο Ντοστογιέφσκι σαν να προέβλεπε την εποχή των μαλθακών ανδρών και δυναμικών γυναικών, που γεννάει η εποχή της αντίδρασης, έκανε βαθύτατη ψυχανάλυση ανθρώπων που δεν τσαλακώνουν λουλούδια, αλλά τα μαραίνουν σιγά σιγά, περιβάλλοντάς τα με μια στείρα, ιδεατή αγάπη, που δεν έχει καμιά σχέση με τον έρωτα.
Οι «Λευκές Νύχτες» αποτελούν ένα διήγημα από το «Ημερολόγιο Ενός Ονειροπόλου» και, παρά το γεγονός ότι το πολιτισμικό- κοινωνικό υπόβαθρο ανάγεται στο μακρινό έτος του 1848, το έργο είναι διαχρονικό, καθώς αποτελεί σημείο παντοτινής συνάντησης και ταύτισης για κάθε ρομαντικό της σύγχρονης εποχής.
Ταυτότητα παράστασης:
Θεατρική διασκευή – Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Ασπιώτης
Παίζουν: Αλεξάνδρα Αϊδίνη – Κωνσταντίνος Ασπιώτης
Μουσική: Στάμος Σέμσης
Σκηνικά – Σχεδιασμός φωτισμών: Ζωή Μολυβδά – Φαμέλη
Κοστούμια: Ηλένια Δουλαδίρη
Βοηθός Σκηνοθέτη: Νατάσα Πετροπούλου
Φωτογραφίες / Trailer – Art work: Χρήστος Συμεωνίδης
Παραγωγή: ΜΥΘΩΔΙΑ
Διεύθυνση Παραγωγής: Αναστασία Γεωργοπούλου
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ
Μπορεί να σας ενδιαφέρουν
Πολιτισμός
«Εχθροί: Μια ερωτική ιστορία» του Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ από το ΚΘΒΕ στο θέατρο Ε.Μ.Σ. σε πρώτη πανελλήνια παρουσίαση

Πρόλογος
Ο νομπελίστας συγγραφέας Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ έγραψε το μυθιστόρημα «Εχθροί, μια ερωτική ιστορία» το 1966 στα Γίντις. Μέσα από τον σκοτεινό κόσμο των ηρώων του αναδύονται ο ερωτισμός, το μαύρο χιούμορ και η βαθιά υπαρξιακή ειρωνεία, έτσι όπως το γέλιο συνοδεύει τη δυστυχία, όταν η συνείδηση παύει να επαναπαύεται σε καθησυχαστικές αφηγήσεις. Στη θεατρική διασκευή του μυθιστορήματος από τον Roy Chen, ο χαρακτήρας του Χέρμαν καλείται να επιβιώσει και να ισορροπήσει μεταξύ ενοχής και απόλαυσης, μη μπορώντας να πάρει μια απόφαση για τη ζωή του.
Το “Εχθροί, μια ερωτική ιστορία”, το πρώτο έργο του νομπελίστα Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ που τοποθετείται στην Αμερική, είναι ένα αναπάντεχο και συγκινητικό μυθιστόρημα.
Το 1989 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Πολ Μαζούρσκι, με μουσική του Μωρίς Ζαρ και πρωταγωνιστές τους Ρον Σίλβερ (Χέρμαν), Αντζέλικα Χιούστον (Ταμάρα), Λένα Όλιν (Μάσα) και Μαργκαρετ Σοφί Στέιν (Γιάντβιγκα). Η ταινία είχε τρεις υποψηφιότητες για τα ΄Οσκαρ (σεναρίου, Anjelica Huston και Lena Olin).
Υπόθεση
Ο Χέρμαν Μπρόντερ ζει με την Πολωνή χωριάτισσα νυν γυναίκα του, Γιάντβιγκα, στη Νέα Υόρκη. Η Γιάντβιγκα δε μιλά Αγγλικά και είναι η πρώην υπηρέτριά του στην Πολωνία, η οποία τον είχε κρύψει για τρία χρόνια στην σοφίτα της, ώστε να αποφύγει το στρατόπεδο συγκέντρωσης. Στην Αμερική είναι ευτυχισμένη που έχει διαμέρισμα κι έναν άντρα να φροντίζει. Είναι Ρωμαιοκαθολική , αλλά για χάρη του θα γινότανε Εβραία.
Ο Χέρμαν γράφει κείμενα- κηρύγματα για έναν ραβίνο και αμείβεται καλά για αυτά. Στη γυναίκα του λέει πως είναι πλασιέ βιβλίων, για να μπορεί συχνά να φεύγει από το σπίτι και να διανυκτερεύει με την ερωμένη του, Μάσα, και την μητέρα της. Η Μάσα είναι μια πανέμορφη, νευρωτική γυναίκα, που πέρασε κι αυτή από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, μια γυναίκα που μπορεί να μιλά ταυτοχρόνως στα Γίντις, στα Αγγλικά, στα Πολωνικά, στα Ρωσικά. Καπνίζει αρειμανίως και κοιμάται ελάχιστα.
Όταν στο προσκήνιο εμφανίζεται και η Ταμάρα, η πρώτη σύζυγος του Χέρμαν στην Πολωνία, που κατά τη διάρκεια του Πολέμου του είπαν πως είδαν να σκοτώνεται μαζί με τα δυο παιδιά τους, ο Χέρμαν νιώθει πως θέλει να κρατήσει και αυτή. Βρίσκεται ξαφνικά δίγαμος, αλλά η Μάσα τον εκβιάζει και τελικά γίνεται πολύγαμος.
Το χιούμορ εναλλάσσεται με την πίκρα, οι φρικτές αναμνήσεις από το Ολοκαύτωμα με τις περιπέτειες του Χέρμαν, που τανύζεται σαν λάστιχο ανάμεσα στις τρεις γυναίκες, όμως δεν μπορεί στην ουσία να παρατήσει καμιά, γιατί με τον τρόπο του τις αγαπά και τις τρεις και νιώθει πως τους χρωστάει.
Η αφήγηση είναι σπαρταριστή, παλλόμενη, δίνει ανάγλυφα μια ολόκληρη κοινωνία, σε κάνει κάποτε να μελαγχολείς κι άλλοτε να γελάς με την ίδια συχνότητα.
«Τις θέλω και τις τρεις, αυτή είναι η αναίσχυντη αλήθεια», παραδέχτηκε μέσα του. Η Ταμάρα είχε γίνει πιο όμορφη, πιο ήρεμη, πιο ενδιαφέρουσα. Η κόλαση που είχε περάσει ήταν χειρότερη ακόμη κι απ’ της Μάσα. Αν τη χώριζε θα ήταν σα να την εξωθεί να πάει με άλλους άντρες.
Το τέλος δεν είναι λυτρωτικό. Πώς θα μπορούσε να είναι, όταν μιλάμε για τόσο ανερμάτιστους ανθρώπους, που απατούν τους εαυτούς τους περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον για να μπορέσουν να επιβιώσουν κι όταν σπάνε οι αυταπάτες, δεν μένει πλέον τίποτα.
Ανάγνωση
Γεμάτη δυστυχία, απώλεια, μελόδραμα και σκοτεινό χιούμορ, αυτή η «οργανική» ιστορία ηθικής, διαδραματίζεται στη Νέα Υόρκη λίγο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο συγγραφέας στο βιβλίο του επιλέγει να αφηγηθεί την ιστορία ενός ανθρώπου που επιβίωσε από το Ολοκαύτωμα και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ζει στη Νέα Υόρκη, παντρεμένος με μια Πολωνέζα, τη Γιάντβιγκα, στην οποία χρωστάει τη ζωή του, κι έχοντας μια ερωμένη, με την οποία είναι πραγματικά ερωτευμένος, τη Μάσα. Κάποια στιγμή εμφανίζεται η γυναίκα του Ταμάρα, που θεωρούσε από χρόνια νεκρή, και το καρέ συμπληρώνεται.
Η μαεστρία του Σίνγκερ κρύβεται ακριβώς στον τρόπο που χειρίζεται το ρεαλιστικό καμβά της πλοκής, για να ξεδιπλώσει κάποιες πτυχές που συγκρούονται με τη λογική ή την υπερβαίνουν, σπάζοντας το φράγμα του παραδοσιακού ρεαλισμού. Τα πάντα εκτυλίσσονται υπό το φάσμα μιας επικείμενης καταστροφής, καθώς ο ήρωας, ο Χέρμαν, είναι σίγουρος πως είναι θέμα χρόνου να αποκαλυφθούν η απιστία και η διγαμία του κι ο ίδιος να απελαθεί.
Σχεδόν όλοι οι ήρωες ζουν κάτω από ένα γκρίζο πλέγμα, αισθανόμενοι πως η ζωή τους δεν τους ανήκει, ή, τουλάχιστον, ότι σταμάτησε με την έναρξη της κόλασης του Ολοκαυτώματος. «… η φενάκη της ελεύθερης βούλησης εξανεμιζόταν. Εδώ ο άνθρωπος πετιόταν σαν χαλίκι ή σαν μετέωρο στο διάστημα». Πρόκειται για ανθρώπους που ουσιαστικά υπνοβατούν, έχοντας επιπλέον να αντιπαλέψουν την καταπίεση της εβραϊκής θρησκείας και το γνωστό ενοχικό σύνδρομο που τη συνοδεύει. Το μόνο που έχει απομείνει είναι η βεβαιότητα για έναν Θεό εκδικητικό: «Ο Θεός (ή ό,τι άλλο μεγάλο και δυνατό αντιπροσωπεύει) ήταν αδιαμφισβήτητα σοφός, αλλά καμιά ένδειξη δεν υπήρχε για την ευσπλαχνία του».
Παρόλα αυτά και, καθώς οι επιπλοκές διαδέχονται η μία την άλλη, δημιουργείται η αίσθηση του κωμικού. Ίσως και κάτω από την επιρροή του εβραϊκού στοιχείου, έρχεται στο μυαλό η φιγούρα του Γούντι Άλεν να προσπαθεί – με το γνώριμο νευρικό και συμπλεγματικό του τρόπο – να ξεφύγει από αγχωτικές καταστάσεις, μόνο και μόνο για να τις μπερδέψει περισσότερο και να λυτρωθεί τελικά με το απαραίτητο «happy end» της κωμωδίας. Στην περίπτωση όμως του «Εχθροί, μια ερωτική ιστορία», ο ήρωας, καθοδηγούμενος από το ερωτικό του πάθος, δεν επιλέγει την τυπικά λυτρωτική λύση που του προσφέρει η νεκραναστημένη και συγκινητικά αλτρουίστρια σύζυγός του. Ακολουθεί το δρόμο που του υποδεικνύει το συναίσθημα, διαλέγοντας να χαθεί στη δίνη του «αυτοκτονικού πολιτισμού» όπου, περίπου, ζει. «Και η αλήθεια; Πού να βρεθεί μες σ’ αυτήν τη ζούγκλα, σ’ αυτήν τη γήινη γούρνα, την μπηγμένη πάνω στην καυτή λάβα».
Ο συγγραφέας
Ο Isaac Bashevis Singer (1902–1991) γεννήθηκε στην Πολωνία σε ραβινική οικογένεια. Στράφηκε από νωρίς στη λογοτεχνία γράφοντας στα Γίντις, τη γλώσσα των Ασκεναζίμ Εβραίων.
Το 1935 μετανάστευσε στις ΗΠΑ, όπου συνέχισε να γράφει, έπειτα από μια μακρά περίοδο εσωτερικής κρίσης και απόσυρσης από τη λογοτεχνία. Από τη δεκαετία του ’50 τα έργα του άρχισαν να μεταφράζονται στα αγγλικά.
Το 1970 και το 1974 κέρδισε το αμερικανικό National Book Award, και το 1978 το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του, διαποτισμένα πάντα με μια ατμόσφαιρα υπερφυσικού, απαθανατίζουν τον χαμένο κόσμο των εβραϊκών στετλ αλλά και τη ζωή των Εβραίων μεταναστών στην Αμερική.
Στα ελληνικά κυκλοφορούν, μεταξύ άλλων, τα βιβλία του: «Ο τελευταίος δαίμονας και άλλα διηγήματα» (Νεφέλη, 1995)
«Σκιές στον ποταμό Χάντσον» (Καστανιώτης, 2000)
«Στο δικαστήριο του πατέρα μου» (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2003)
« Ο Σατανάς στο Γκόραϋ» (Ίνδικτος, 2003)
« Ο θάνατος του Μαθουσάλα (Καστανιώτης, 2005)
« Ιστορίες για παιδιά» (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2005)
« Εχθροί, μια ερωτική ιστορία» (Καστανιώτης, 2009)
«Σώσα» (Κίχλη, 2020)
«Γκίμπελ ο σαλός και άλλες ιστορίες» (Κίχλη, 2022).
Με τα μυθιστορήματα, τις νουβέλες και τα διηγήματα του Σίνγκερ, η κάπως παράδοξη και σκοτεινή γίντις κουλτούρα εισδύει στην επικράτεια της δυτικής σκέψης. Αυτή τη μεσαιωνική λαϊκή λαλιά των Ασκεναζίμ της ανατολικής Ευρώπης, που παρέμενε προφορική μέχρι τον 19ο αιώνα, επιλέγει ο Σίνγκερ, ένας εγνωσμένης πολιτικής στράτευσης πολωνοεβραίος μετανάστης στην Αμερική, για να αφηγηθεί τις ιστορίες του. Ωστόσο, δεν πρόκειται απλώς για έναν αριστερό «γιντισογράφο» αλλά και για έναν από τους σημαντικότερους Αμερικανούς λογοτέχνες του αιώνα.
Η παράσταση
Φωταγωγημένα στο εσωτερικό τους δύο δωμάτια, ένας άδειος δρόμος, μια στεγασμένη στάση, μια συστοιχία φαναριών και μια ομιχλώδης ατμόσφαιρα συνθέτουν μια άκρως ενδιαφέρουσα εικαστική εγκατάσταση (σκηνικά και κοστούμια Ελένης Μανωλοπούλου), όπου η σκηνοθεσία χαρτογραφεί το δράμα του Χέρμαν, μέσα από τη ζωή του με τις τρεις γυναίκες του. Ταξιδεύει τον θεατή με χαρακτηριστική ευκολία στο κλίμα και στο πνεύμα της εποχής, στην ιστορία και στην πόλη, ξεδιπλώνοντας πτυχές που συγκρούονται με τη λογική ή την υπερβαίνουν.
Η σκηνοθεσία του διαπρεπούς σκηνοθέτη Στάθη Λιβαθινού αποτυπώνει τέλεια τη ζωή ενός Εβραίου μετανάστη, ειδικά τη ζωή κάποιου που θέλει να ξεφύγει από το παρελθόν, αλλά το παρελθόν του επιστρέφει συνεχώς και τον στοιχειώνει, με μελετημένους ρυθμούς και στους εξαίσιους φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου.
Αν και η σκιά του Ολοκαυτώματος αιωρείται στην εξέλιξη του έργου, για να καλύψει όλα τα πρόσωπα, κανένας από τους χαρακτήρες δεν είναι, με κάποιον τρόπο, συμβατικός. Ο καθένας έχει έναν ιδιότυπο και ξεχωριστό ψυχισμό. Σε μια ιστορία με τόσες πολλές δυνατότητες για φορτισμένο συναισθηματισμό και για φαρσοκωμωδία ευρείας κρεβατοκάμαρας, είναι αξιοπερίεργο ότι δεν υπάρχει στην παράσταση κανένα από τα δύο, πλην μιας έξοχης ερωτικής σκηνής που θυμίζει πλάνο νεορεαλιστικού Ιταλικού κινηματογράφου.
Οι χαρακτήρες του Σίνγκερ, από τη μια αγωνίζονται για να επιβιώσουν από τις μνήμες των φοβερών στρατοπέδων και από την άλλη, για να υπάρξουν σ’ έναν καινούριο κόσμο που δεν έχει τα ηθικά και πολιτισμικά τους ερείσματα, μέσα στη χαώδη, πολύβουη κι άυπνη Νέα Υόρκη του 1949.
Όλα όσα συμβαίνουν στη σκηνή εξελίσσονται υπό το πρίσμα μιας επικείμενης καταστροφής, και η αναζήτηση απαντήσεων στην μετά Χίτλερ εποχή συνοδεύεται από τον τρόμο, σε κάθε κουδούνισμα της πόρτας. Σαν η ζωή τους να μην τους ανήκει, σαν να σταμάτησε με την έναρξη της κόλασης του Ολοκαυτώματος.
Σε αυτή τη γκρίζα ζώνη προσπαθεί ο καθένας τους να επιβιώσει διεισδύοντας στην ανθρώπινη φύση, στις συμπεριφορές και στις έμφυτες αδυναμίες.
Η Γιάντβιγκα (Φωτεινή Τιμοθέου) αγοραφοβική, δεν πάει πουθενά μόνη της, υπερβολικά καλή κι αφοσιωμένη, συμπεριφέρεται στο άντρα της σαν υπηρέτρια, που όμως σταδιακά αφυπνίζεται και διεκδικεί.
Η ηδυπαθής Μάσα (Μάρα Τσικάρα), εκμεταλλεύεται το μεγάλο της ατού, την εξωτερική της εμφάνιση. Απολαμβάνοντας τον έρωτα παραμένει ανίκανη να αντιδράσει στη σκέψη πως «κάποιος τη σημαδεύει με όπλο». Παράλληλα, είναι ανήμπορη να τιθασεύσει τον θυμό της κι έτσι, ασταθής και με σημαία της την οργή, οδηγείται στο απονενοημένο διάβημα.
Η Ταμάρα (Βιργινία Ταμπαροπούλου) εμφανίζεται από το πρώτο κιόλας μέρος, αντί μιας εξαθλιωμένης γυναίκας επιζήσασας από τα στρατόπεδα των Ναζί, ως μια ντελικάτη φιγούρα, λεπτή, κομψή, θαρρείς μια Γκρέις Κέλι από «Το κυνήγι του κλέφτη», κυνική και ειρωνική αρχικά, αργότερα συγκινητικά αλτρουίστρια, η οποία προσφέρει απλόχερα αγάπη και λύσεις και για το μόνο που είναι σίγουρη είναι η σφαίρα στον αριστερό της γοφό, γι’ αυτό και δεν θέλει να τη βγάλει.
Η Σίφρα (Μελίνα Αποστολίδου) είναι η μητέρα της Μάσα που ζει με τα φαντάσματα του παρελθόντος, άλλοτε δυναμική, άλλοτε λιπόψυχη και ευαίσθητη.
Ο Χέρμαν ( Ορέστης Παλιαδέλης) ψεύδεται ασύστολα, σιχαίνεται τον εαυτό του, αδύναμος κι αναποφάσιστος, έχει χάσει την πίστη του, ζει καθημερινά με το φόβο της αποκάλυψης της διγαμίας του και της απέλασής του. Αμφίθυμος, παλινδρομεί μεταξύ καθήκοντος κι επιθυμίας αναζητώντας στο ενδιάμεσο δυνητικές κρυψώνες.
«Ένας μοιρολάτρης ηδονιστής που ζει σε μια προ-αυτοκτονική δυστυχία» θα χαρακτηρίσει τον εαυτό του.
Καθώς περιφέρεται ανάμεσα στις τρεις γυναίκες του, προσπαθώντας απεγνωσμένα να κρατήσει και τις τρεις ευτυχισμένες ή τουλάχιστον γαλήνιες, αυτό που μας δείχνει ο καλός ηθοποιός ότι τον οδηγεί, δεν είναι η αγάπη αλλά οι ενοχές.
Ο Ραβίνος Λάμπερτ του Γιάννη Καραμφίλη είναι μεν πνευματικός πατέρας, αλλά γήινος, με ανθρώπινες αδυναμίες και σιγουριά στον λόγο και στην κίνησή του.
Πολύ καλοί και οι άλλοι ηθοποιοί στους ρόλους τους, πιστοί ακόλουθοι των σκηνοθετικών οδηγιών και μέσα στο πνεύμα της συνθήκης που επέλεξε ο σκηνοθέτης.
Όσο οι επιπλοκές διαδέχονται η μια την άλλη τόσο η αίσθηση το κωμικού κυριεύει τον θεατή , ο οποίος παρατηρεί τους ήρωες να προσπαθούν να ξεφύγουν από αγχωτικές καταστάσεις μπερδεύοντάς τες περισσότερο μέχρι το τέλος, όπου ο ήρωας δεν επιλέγει την τυπικά λυτρωτική λύση που του προσφέρει η νεκραναστημένη και συγκινητικά αλτρουίστρια σύζυγός του Γιάντβιγκα.
Καθοριστικός παράγοντας κατανόησης του κειμένου η μετάφραση του Λεωνίδα Καρατζά. Η πρόκληση, υποθέτω για τον ίδιο, ήταν να εισδύσει πρώτα αυτός με προετοιμασία – μελέτη στον μαγικό κόσμο του Σίνγκερ, για να οδηγήσει στη συνέχεια, ως διαμεσολαβητής, τον απλό θεατή – αναγνώστη, ν’ ανακαλύψει κι αυτός με τη σειρά του αυτόν τον κόσμο. Σαφώς, αυτή η περιπέτεια της ερμηνείας του πρωτοτύπου, είναι απαιτητική υπόθεση, προϊόν γνώσης ευαισθησίας, αλλά και πνευματικής ευθύνης.
Η μουσική του Δημήτρη Μαραμή, μια βατή οδός για την ενσυναίσθηση, δηλαδή τη συναισθηματική ταύτιση θεατών με την ψυχική κατάσταση των ηρώων και την κατανόηση της συμπεριφοράς και των κινήτρων τους.
Το «Εχθροί: μια ερωτική ιστορία» είναι μια τόσο ενδιαφέρουσα παράσταση, επειδή η σκηνοθεσία αρνείται να εξημερωθεί, να κατασταλάξει σε μια ωραία, παρηγορητική παραβολή ή ένα μάθημα προς συμμόρφωση. Πρόκειται για συναισθηματική ταραχή και ο Στάθης Λιβαθινός κυλά την ιστορία χωρίς πρόσθετους συμβιβασμούς. Δεν υπάρχει κλειδί για να ξεκλειδώσει ο θεατής την ενσυναίσθηση. Δεν υπάρχει φτηνό χιούμορ αλλά ούτε χυδαίο ερωτικό πάθος για το θηλυκό κορμί. Μάλλον προδιαγεγραμμένη μοίρα μοιάζει, παρά εσωτερική επιθυμία ή ανάγκη για πολυγαμία.
Πράγματι, αυτή η παράσταση δεν είναι καν μια σκηνική οδηγία για το πώς οι γυναίκες μπορούν να μη θυματοποιούνται. Άλλωστε, στο έργο η καθεμία λαμβάνει- λίγο ως πολύ – αυτό που της υπαγόρευσε η μοίρα της και ο Χέρμαν που υποφέρει τόσο σκληρά, τιμωρείται κυρίως από τη δική του γνώση για το πόσο άτολμος, πόσο «ποντίκι» είναι.
Αν μένει στο θυμικό μας κάτι ωφέλιμο είναι, θαρρώ, η παραδοχή ότι πασχίζουμε τόσο πολύ να ερμηνεύσουμε χαρακτήρες και συμπεριφορές των άλλων, αμελώντας να διερευνήσουμε τους δικούς μας εαυτούς και τις δικές μας δεξιότητες προσαρμοστικότητας και, ενίοτε, συνύπαρξης
Επίλογος
Ο Σίνγκερ διαπλέκει την τραγωδία που γνώρισαν οι Εβραίοι στον 20ο αιώνα, με την προσωπική ιστορία των πρωταγωνιστών της ιστορίας του, τα εβραϊκά ήθη της ιουδαϊκής θρησκείας με την αναζήτηση της ατομικής πραγμάτωσης των ηρώων του.
Η κοσμοϊστορική καταστροφή του Ολοκαυτώματος συμπλέκεται με τις ψηφίδες που αποτελούν τις προσωπικές ιστορίες του Χέρμαν και των τριών γυναικών του, οι οποίες έχουν εξίσου συμπαντική σημασία – αν και εξελίσσονται στον ανθρώπινο μικρόκοσμο των ερωτικών σχέσεων- ο Σίνγκερ εξυψώνει το προσωπικό σε καθολικό μέγεθος: “Ο Χέρμαν είχε δύο συζύγους κι ετοιμαζόταν να αποκτήσει και τρίτη. Και, μολονότι φοβόταν τις συνέπειες των πράξεων του και το σκάνδαλο που θα ξεσπούσε, κάπου μέσα του απολάμβανε το ρίγος που του δημιουργούσε η αδιάκοπη προοπτική μιας απειλητικής καταστροφής”.
Ο Στάθης Λιβαθινός έχει συνεργαστεί ξανά με το ΚΘΒΕ, το 2009, όπου σκηνοθέτησε το έργο του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ «Βασιλιάς Ληρ», σε μια εμπνευσμένη παράσταση που κέρδισε κοινό και κριτικούς και τιμήθηκε με το βραβείο Διεθνούς Ρεπερτορίου των Κριτικών Θεάτρου.
Επίσης, το καλοκαίρι του 2016, με την παράσταση «Αντιγόνη» του Σοφοκλή που σκηνοθέτησε ο Στάθης Λιβαθινός, πραγματοποιήθηκε η πρώτη συνεργασία του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος με το Εθνικό Θέατρο και τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου.
Η παρούσα παράσταση κάνει πανελλήνια πρεμιέρα στο Κ.Θ.Β.Ε.
Συντελεστές
Μετάφραση: Λεωνίδας Καρατζάς
Δραματουργική επεξεργασία – Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
Σκηνικά & Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική: Δημήτρης Μαραμής
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Βοηθός σκηνοθέτη: Θοδωρής Πολυζώνης
Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Έμιλυ Κουκουτσάκη
Οργάνωση παραγωγής: Μαριλύ Βεντούρη
Παίζουν οι ηθοποιοί:
Μελίνα Αποστολίδου (Σίφρα), Παναγιώτης Καμμένος (Κότικ), Γιάννης Καραμφίλης (Ραβίνος Λάμπερτ), Ορέστης Παλιαδέλης (Χέρμαν), Θοδωρής Πολυζώνης (Γιατρός, Ραβίνος Αβραάμ), Σπύρος Σιδέρης (Σερβιτόρος), Βιργινία Ταμπαροπούλου (Ταμάρα), Φωτεινή Τιμοθέου (Γιάντβιγκα), Μάρα Τσικάρα (Μάσα), Δημήτρης Τσιλινίκος (Τόρτσινερ), Νίκος Τσολερίδης (Οδηγός), Θάνος Φερετζέλης (Πεσέλς)
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ
Πολιτισμός
«Kouinta Pocket Theatre»: Ένα δωμάτιο τέχνης και επικοινωνίας στην καρδιά της πόλης!

του Παύλου Λεμοντζή
Μια καινούργια θεατρική αίθουσα στο κέντρο ενός αστικού ιστού, ανεξαρτήτως διαστάσεών της, δεν είναι απλά ένα σημαντικό γεγονός για την πολιτιστική πραγματικότητα του τόπου. Είναι μια πολύπλευρη εκπαιδευτική ενασχόληση που αναδεικνύει ανάγκες και διαθέσεις, τόσο των κατοίκων όσο και των ιδιοκτητών του και αποσκοπεί στην πνευματική ανάπτυξη, στην αισθητική καλλιέργεια, στη δημιουργική έκφραση των καλλιτεχνών και πολιτών και στην ευαισθητοποίησή τους σε θέματα που αφορούν το στενότερο και ευρύτερο περιβάλλον τους. Φέρνει στο φως έναν εκφραστικό και καλλιτεχνικό πλούτο, που διαπερνάει τα στενά όρια της θεατρικής πραγματικότητας (αναφέρομαι στην ημικρατική σκηνή της Καβάλας) και γίνεται μέρος του κοινωνικού και πολιτιστικού γίγνεσθαι της τοπικής κοινωνίας.
Η Καβάλα μας υποδέχθηκε με χαρά μια ιδιωτική πρωτοβουλία, που αφορά στη δημιουργία ενός Χώρου Τέχνης, τη σημασία της οποίας η χώρα μας προήγαγε και μετέδωσε της σε ολόκληρο τον κόσμο.
Σήμερα το θέατρο που δεν επιζητεί ούτε να άρει την εγκεφαλικότητα ούτε να πουλήσει προϊόντα τρέχουσας κατανάλωσης, γνωρίζει πολύ καλά ότι οφείλει είτε να είναι πειραματικό είτε να μην υπάρχει.
Επειδή η «Κουίντα» λειτούργησε από την αρχή και συνεχίζει να λειτουργεί ως θεατρικό εργαστήρι, πέρασε από την έρευνα και στα επαγγελματικά μονοπάτια, θα έλεγα σ’ ένα πεδίο δράσης για τα μέλη της και, ταυτόχρονα, επικοινωνίας με τους συμπολίτες μας. Άλλωστε, στην Καβάλα υπάρχει ένα Δημοτικό Θέατρο και έτερον ουδέν. Το πάλαι ποτέ θεατράκι δόξας του Συνδέσμου Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών έχει μαραθεί πια, οπότε η «Κουίντα» έκανε πολύ καλά και μετέτρεψε ένα συνηθισμένο μαγαζί σε θεατρικό χώρο, άρτια εξοπλισμένο, έστω σε μικρογραφία. Το μικρό, συχνά μεγαλουργεί. Σε πολλά επίπεδα.
Το θέατρο είναι μια πολύ ιδιαίτερη μορφή τέχνης που συμπεριλαμβάνει αρκετές: λογοτεχνία, χορό, μουσική, εικαστικές εγκαταστάσεις, αρχιτεκτονική, διακόσμηση, ραπτική κ.α. Η ίδια η λέξη εννοεί τον χώρο, τους ανθρώπους, τη δράση, την προετοιμασία, την τεχνική.
Βέβαια, η πιο σημαντική έννοια που κρύβει είναι αυτή της βιωματικής αποκάλυψης των «μυστηρίων» της ζωής.
Στο θέατρο καταλύεται ο χρόνος και η απόσταση και μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο επιτρέπεται η πραγματοποίηση της ανάπτυξης και της αλλαγής. Κι αυτό είναι μια ευκαιρία που έχει ο κάθε άνθρωπος, ο οποίος βιώνει τα πράγματα είτε εξωτερικά ως θεατής είτε εσωτερικά ως ενεργό κομμάτι της δημιουργικής διαδικασίας.
Η αξία του θεάτρου είναι μεγάλη. Είναι ένα δώρο που μας δόθηκε σε κάποια στιγμή της ιστορίας της ανθρωπότητας. Κι εγώ χαιρετίζω το “Kouinta Pocket Theater” και εύχομαι στους πρωτεργάτες Ναταλία- Άννα Βασιλέκα και Παύλο Σταυρόπουλο, που το έχτισαν με αγάπη και μεράκι: καλοστέριωτο, μακροημέρευση, επιτυχημένες παραστάσεις και δυναμική υποστήριξη από την ντόπια κοινωνία.
Έναρξη παραστάσεων και, μάλιστα για πρώτη φορά στην Ελλάδα, με το βραβευμένο με Tony Award θεατρικό έργο του Κρίστοφερ Ντουράνγκ «Βάνια, Σόνια, Μάσα και Σπάικ», στον νέο πανέμορφο θεατρικό χώρο «Kouinta Pocket Theatre» στην οδό Εθνάρχου Μακαρίου 19, στην Καβάλα.
Η απολαυστική κωμωδία του Ντουράνγκ συνδυάζει τον ατμοσφαιρικό κόσμο του Τσέχωφ με τη σύγχρονη εποχή, όπου τα social media, η ανάγκη για προβολή και πι ανησυχίες της νέας αλλά και της μέσης ηλικίας καθορίζουν τα όνειρα και τις ζωές μας!
Ο Βάνια και η ετεροθαλής αδελφή του Σόνια ζούνε μια ήσυχη ζωή σε μια αγροικία στην Πενσυλβάνια. Η αδελφή τους Μάσα που έφυγε πριν από πολλά χρόνια είναι πια μια διάσημη σταρ του κινηματογράφου. Όταν επιστρέφει απροειδοποίητα για ένα Σαββατοκύριακο στο σπίτι που μεγάλωσε μαζί με έναν φιλόδοξο και ανερχόμενο ηθοποιό, τον Σπάικ, οι ζωές των τριών αδελφών αναστατώνονται μέσα σε ένα παιχνίδι ανταγωνισμών, ενοχών και μεταμφιέσεων.
«Οι τρεις αδερφές», «Ο Βυσσινόκηπος» κι «Ο Γλάρος» συναντώνται στο πρώτο έργο του «Θέατρου τσέπης», υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Λεωνίδα Παπαδόπουλου, ο οποίος μελέτησε τον μεγάλο Ρώσσο συγγραφέα και γνωρίζει ότι το θέατρο του Τσέχωφ ονομάστηκε θέατρο φανταστικού ρεαλισμού, θέατρο ψυχολογικών λεπτομερειών και αναδιάπλασης της πραγματικότητας και καθοδηγεί μελετημένα έξι ταλαντούχους ηθοποιούς σε μια ενδιαφέρουσα παράσταση.
Καμιά τεχνική του παραδοσιακού θεάτρου δεν μπορεί να αποδώσει τις λεπτές ψυχολογικές αποχρώσεις των χαρακτήρων του τσεχωφικού θεάτρου. Η μετουσίωση του ηθοποιού στον τσεχωφικό χαρακτήρα πραγματοποιείται με πολλή άσκηση, με βάση την αυτοσυγκέντρωση, τη διαίσθηση και τη φαντασία, που, μαζί με τη γνώση, οδηγούν σε μια πλήρη συναισθηματική και οργανική ταύτιση.
Μετάφραση-Σκηνοθεσία: Λεωνίδας Παπαδόπουλος
Σκηνογραφία-Ενδυματολογία: Δομινίκη Βασιαγεώργη
Σχεδιασμός Φωτισμών: Βαγγέλης Μούντριχας
Κινησιολογική Επιμέλεια: Ελένη Μόμτσου
Επιμέλεια ήχου: Λιάνα Τζερεφού
Φωτογραφίες: Μαρία Τσακίρη
Γραφιστική Επιμέλεια: Μιχάλης Τουμανίδης
Ηθοποιοί: Ναταλία Άννα Βασιλέκα, Ελένη Μόμτσου, Παύλος Σταυρόπουλος, Γιώργος Τσάμης, Στεφανία Καραμανώλη, Νατάσα Σταύρακα
Το θέατρο έχει τη δύναμη ν’ αγγίξει τον κάθε άνθρωπο πιο έντονα και σε βάθος από κάθε άλλη τέχνη. Με μια αμεσότητα μοναδική, ανεπανάληπτη, για οποιοδήποτε θεατή, σε οποιοδήποτε χώρο και χρόνο.
Είναι μαγικό και άξιο θαυμασμού πόσα πράγματα μπορούν να χωρέσουν σε ένα θεατρικό έργο: Τα γεγονότα, οι σκέψεις, οι ιδέες, τα προβλήματα, ο ενθουσιασμός, η απογοήτευση, η φτώχεια, η φιλία, ο έρωτας, ο πόλεμος, η ειρήνη, το σοβαρό, το γελοίο, το κωμικό, το δραματικό, το μεγαλείο, η παραφροσύνη, το καλό, το κακό, η πατρίδα, η φύση, η επιστήμη, η βλακεία, η εξυπνάδα, ο πλούτος, η ερημιά, η ευτυχία, η οικογένεια, η μοναξιά, τα παιδιά, η λογική, η ηθική, το πρόστυχο, το όμορφο, το άσχημο, τα γηρατειά, τα νιάτα, η ζωή και ο θάνατος. Όλα τα παραπάνω μπορούν να μεταφερθούν από το σανίδι στην πλατεία αστραπιαία, να συνταράξουν τον θεατή και να τον κατευθύνουν με καθηλωτικό τρόπο εκεί που στοχεύει ο συγγραφέας.
Με μέσο μοναδικό και αξεπέραστο, τέλειο όργανο και τέλειο χειριστή οργάνου, τον ηθοποιό, το σώμα και τις αισθήσεις του ηθοποιού. Γι’ αυτό και αξεπέραστο στους αιώνες.
Ευχές για καλή συνέχεια σε όλους τους συντελεστές του θέατρου και της παράστασης και πάντα να μας χαρίζουν στιγμές πνευματικής ανάτασης.
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ
Πολιτισμός
Σπάνιο νόμισμα από την γη των Φιλίππων επέστρεψε στην Ελλάδα

Ένα σπάνιο εύρημα ανεκτίμητης αξίας από την γη των Φιλίππων μαζί με άλλες επίσης ανεκτίμητες αρχαιότητες επιστράφηκαν στην Ελλάδα πριν δυο ημέρες σε ειδική εκδήλωση στο Ελληνικό προξενείο στην Νέα Υόρκη των Ηνωμένων Πολιτείων παρουσία της Υπουργού Πολιτισμού κ. Λίνας Μενδώνη.
Τα αρχαία νομίσματα “Eid Mar”, που κόπηκαν το 42 π.Χ., αναφέρονται στη δολοφονία του Ιουλίου Καίσαρα. “Eid Mar” νομίσματα κόπηκαν για να πληρώσουν τα στρατεύματα του Βρούτου μετά την φυγή του από την Ελλάδα μετά τη δολοφονία του Καίσαρα. Τα χρυσά νομίσματα του Eid Mar είναι εξαιρετικά σπάνια και αυτό είναι μόνο ένα από τα τρία γνωστά νομίσματα του τύπου του.
Το νόμισμα εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη διεθνή αγορά τέχνης το 2016, όπου προσφέρθηκε προς πώληση στο Μόναχο χωρίς προέλευση. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε λαθραία στο Λονδίνο, όπου πουλήθηκε σε έναν αγοραστή με έδρα τις ΗΠΑ. Κατασχέθηκε από το Γραφείο του εισαγγελέα της Νέας Υόρκης τον Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους κατά τη διάρκεια μιας κοινής έρευνας με πολλές ξένες υπηρεσίες επιβολής του νόμου.
“Ψυχή” του επαναπατρισμού των αρχαιοτήτων ήταν ο Βοηθός Εισαγγελέας του Μανχάταν και Διευθυντής της Μονάδας Εμπορίας Αρχαιοτήτων Matthew Bogdanos (Ματθαίος Μπογδάνος). Ο Ελληνοαμερικανός πρώην Πεζοναύτης έχει συνδέσει την ζωή του με την επιστροφή κλεμμένων αρχαιοτήτων σε όλο τον κόσμο στα μέρη από όπου είχαν κλαπεί. Ο Ματθαίος Μπογδάνος μίλησε στην Ελληνόφωνη εφημερίδα “Εθνικός Κήρυκας” στην τελετή επαναπατρισμού, σημειώνοντας ότι: “είναι τιμή που βρίσκομαι εδώ εκ μέρους του Εισαγγελέα για να επιστρέψω στην Ελλάδα την πατρίδα μου 29 εξαιρετικούς πολιτιστικούς θησαυρούς, μαρτυρίες της κοινής, ζωντανής πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Είναι μια μέρα η σημερινή που μας δίνει τη δυνατότητα να συνεχίσουμε να κάνουμε τη δουλειά που κάνουμε με τους εταίρους μας εδώ στο Homeland Security Investigations και στο εξωτερικό στην Ελλάδα”, είπε ο Μπογδάνος, προσθέτοντας ότι : “ως περήφανος Ελληνοαμερικανός νιώθω πάντα ιδιαίτερα όταν επιστρέφουμε στην Ελλάδα ανεκτίμητες αρχαιότητες. Νιώθω έντονα για κάθε χώρα, αλλά προφανώς ίσως λίγο πιο έντονα για την Ελλάδα”.
Προτεινόμενα
-
Νέα ΘάσουΠριν 2 έτη
Προκήρυξη Διεθνούς Διαγωνισμού Ποίησης εις Μνήμη του Πρωτοπρεσβύτερου Ποιητή Γεωργίου Ι. Διαμαντόπουλου. Με θέμα ꓽ «Υπάρχουν Άνθρωποι»
-
Νέα ΘάσουΠριν 2 έτη
Θάσος: Αναστέλλεται η λειτουργία σχολικών τμημάτων και του «Θεαγένη»
-
Νέα ΘάσουΠριν 2 έτη
Ο Δήμαρχος Θάσου για το πρόγραμμα ενίσχυσης επιχειρήσεων της ΑΜΘ με την διαδικασία της μη επιστρεπτέας προκαταβολής
-
ΚαβάλαΠριν 2 έτη
Καμπανάκι για την μείωση των δρομολογίων στη γραμμή Πρίνος-Καβάλα
-
Νέα ΘάσουΠριν 2 έτη
Χορωδίες δήμου θάσου 2020
-
Νέα ΘάσουΠριν 2 έτη
Ο Δήμος Θάσου κοντά στον πολίτη, δίνει χρήσιμες συμβουλές για την εξοικονόμηση ενέργειας
-
Νέα ΘάσουΠριν 2 έτη
Ξεκινούν οι εγγραφές στην Παιδική Θεατρική Σκηνή του Δήμου Θάσου
-
ΕλλάδαΠριν 2 έτη
Σε κακούργημα μετατρέπεται το αδίκημα βασανισμού των ζώων
You must be logged in to post a comment Login