Connect with us

Πολιτισμός

Κ.Θ.Β.Ε. «Μαρίκα με είπανε – Μαρίκα με βγάλανε» Ιστορίες γυναικών του Λαϊκού Τραγουδιού

ΚΘΒΕ.-«Μαρίκα-με-είπανε-–-Μαρίκα-με-βγάλανε»-Ιστορίες-γυναικών-του-Λαϊκού-Τραγουδιού

Συμπαραγωγή: ΚΘΒΕ – ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Σερρών, σε πρώτη πανελλήνια παρουσίαση

 
ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ

Το έργο και η παράσταση

Πρόκειται για έναν φόρο τιμής στις αρχετυπικές γυναικείες μορφές, που επηρέασαν το Ελληνικό Λαϊκό και Ρεμπέτικο τραγούδι του περασμένου αιώνα. Οι γυναίκες του Τραγουδιού μας, ηρωίδες της σκηνής και της ζωής, με την τέχνη τους και την πίστη τους στο θαύμα, υψώθηκαν σε θαυμαστά πρόσωπα του Ελληνικού Πολιτισμού. Οι φωνές τους έχουν συντροφέψει και σημαδέψει την ιστορική διαδρομή του Ελληνισμού. Τα τραγούδια που ερμήνευσαν αλλά και οι ζωές που έζησαν, αποτελούν πολύτιμη μαρτυρία και πνευματική παρακαταθήκη. 

Το έργο του Γιώργου Ανδρέου και του Οδυσσέα Ιωάννου αναφέρεται στην χρονική περίοδο ανάμεσα στο 1920 και το 1960. Σαράντα χρόνια που διαμόρφωσαν το Ελληνικό Λαϊκό τραγούδι σε όλες του τις εκδοχές – Σμυρνέϊκο, Ρεμπέτικο, Λαϊκό. 

Σαράντα χρόνια αριστουργημάτων δίπλα σε θριάμβους και καταστροφές του Ελληνισμού.
 Σαράντα χρόνια συναρπαστικά, συνταρακτικά, αλησμόνητα. Και χάρη στην εφεύρεση της ηχογράφησης, οι μαγικές φωνές είναι πάντα κοντά μας, ηχούν και συγκλονίζουν, γεννώντας την βιωματική διδαχή που μόνο η Παράδοση μπορεί να προσφέρει, από στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά.

Με αφορμή βιογραφικά και πραγματικά γεγονότα η παράσταση αφηγείται την Ιστορία, όχι όπως έγινε “στ’ αλήθεια”, αλλά “πειράζοντας” κάποιες παραμέτρους της κι αναρωτιέται πώς θα ήταν, αν είχαν γίνει τα πράγματα αλλιώς.
 
Περιέχει πρωτότυπα τραγούδια γραμμένα από τον Γιώργο Ανδρέου, αλλά και πολλά τραγούδια – ορόσημα από την πολύτιμη Ιστορία του Λαϊκού μας τραγουδιού: Σμυρνέικα, Παραδοσιακά, καθώς και τραγούδια σημαντικών ιστορικών δημιουργών της εποχής. 

Μαρίκα είναι η Παπαγκίκα, Μαρίκα είναι η Νίνου, για το έργο, όμως, Μαρίκα είναι κάθε λαϊκή τραγουδίστρια του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα.

Ο Συνθέτης Γιωργος Ανδρέου λέει στο σημείωμά του:

«Οι γυναίκες ερμηνεύτριες του λαϊκού μας τραγουδιού, εκείνες που μάθαμε μέσα από ηχογραφήσεις των αρχών του εικοστού αιώνα σε κερί και οι πιο κοντινές μας, είναι όλες τους νικήτριες – πέρασαν μέσα από τα χρόνια όρθιες, αγέρωχες και συγκινητικές, αγνοώντας με τον συνταρακτικό τους τρόπο όλα τα εμπόδια, όλες τις προκαταλήψεις, όλες τις πίκρες και τα βάσανα. Απέναντι σε πρότυπα αρσενικής επικυριαρχίας και συμπεριφορές καθόλου συμπεριληπτικές, εκείνες σήκωσαν κεφάλι και τα είπαν. Όλα τα είπαν. Πρώτα ερμήνευσαν τα τραγούδια, με τρόπο ανεπανάληπτο. Ύστερα, μέσα από τα τραγούδια, εξομολογήθηκαν την προσωπική τους υπαρκτική περιπέτεια. Και τέλος, ακροβατώντας στο σκοινί του πάλκου, μας άφησαν κληρονομιά και παρακαταθήκη την αστείρευτη κι άδολη αγάπη τους για το μέγα θαύμα που είναι η σχέση εκείνου (εκείνης) που ερμηνεύει με εκείνες κι εκείνους που τον ακούν – θαύμα επειδή σε μια στιγμή μαγική ενώνονται οι πάνω και οι κάτω στο ίδιο λυτρωτικό σύμπαν».

Η μουσικοθεατρική παράσταση που σκηνοθέτησε ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του ΚΘΒΕ Αστέρης Πελτέκης, είναι ένα λαϊκό πανηγύρι, με αναφορές στις ζωές της Μαρίκας Νίνου και της Μαρίκας Παπαγκίκα, δύο ρεμπετισσών που μεγαλούργησαν στις δεκαετίες που αναφέρεται το έργο, η πρώτη στην Ελλάδα και στην Αμερική και η δεύτερη μόνο στην Αμερική.

Δυο σπουδαίες τραγουδίστριες, πολλές ιστορίες γυναικών των μπουζουκομάγαζων, πολλά όνειρα εκπληρωμένα κι άλλα ανεκπλήρωτα, ερωτοχτυπημένες αλλά αδικημένες και από αρσενικά και από τον ίδιο τους τον εαυτό, μοιρολάτρισσες αλλά και δυναμικά «αντράκια», ένα πολύχρωμο υφαντό, τελικά, από λαχτάρα γι’ αγάπη, από φευγιό για την καλύτερη τύχη, από πατριδονοσταλγία, από πονεμένα τραγούδια, από «νερό κι αλάτι» κα μ’ ένα πρόωρο τέλος, από αυτά που σφραγίζει ο θάνατος κι όχι οι άνθρωποι. Μαζί με τις επιτυχίες τους, που ακούγονται μέχρι σήμερα, ο συνθέτης Γιώργος Ανδρέου έγραψε για το εγχείρημα νέα τραγούδια, σύγχρονα, μια αναγωγή, πες, στο σήμερα.

Η έναρξη, εντυπωσιακή. Επτά κούκλες μέσα σ’ ένα vintage τεράστιο μουσικό κουτί, από κείνες τις κουρδιστές που γυροβολάνε μπροστά στον καθρέφτη, μέχρι να σημάνει ο μηχανισμός την τελευταία του νότα. Ακριβώς αυτό είναι το σκηνικό της παράστασης κι όπου καθρέφτης, το βίντεο να φέρνει τη θάλασσα στα μάτια μας, στην ευφάνταστη σκηνή του ταξιδιού της Μαρίκας Νίνου στην Αμερική.

Τη Μαρίκα Νίνου τη μάθαμε οι νεότεροι μέσα από αφιερώματα είτε στα ερτζιανά κύματα, είτε στον τύπο ή στο σανίδι. Στην παράσταση την υποδύεται η εξαιρετική Κορίνα Λεγάκη. Γάργαρη φωνή, μελίρρυτη, με τεράστια ευρύτητα, κι όμορφη σκηνική παρουσία.

Μαρίκα Παπαγκίκα είναι η Ελένη Τσαλιγοπούλου. Έμπειρη, μεστή, γυμνασμένη φωνή, αποδίδει με τεχνική αρτιότητα αμανέδες, μοιρολόγια, ρεμπέτικα σουξέ, σύγχρονα έντεχνα. Η καλύτερη επιλογή για τον ρόλο.

 Η Μαρίκα Παπαγκίκα ήταν η σπουδαιότερη ελληνική τραγουδίστρια στην Αμερική των αρχών του αιώνα (από όσες τουλάχιστον ηχογραφήθηκαν σε δίσκους), για την οποία ο ελληνοαμερικανικός Τύπος δεν αφιέρωσε ούτε μια λέξη.

Για όλους τους «συλλέκτες» η Μαρίκα Παπαγκίκα αποτελούσε ένα μυστήριο. Για την τραγουδίστρια με τους περισσότερους δίσκους στην Αμερική του Μεσοπολέμου, με το πιο πλούσιο και ποικίλο ρεπερτόριο (δημοτικά, λαϊκά, σμυρνέικα, ελαφρά, οπερέτες, και τούρκικα) και με την υψηλή τεχνική, κατά πολύ μακράν όλων των άλλων, δεν είχαμε καμιά πληροφορία. Για τη σιωπή του Τύπου τώρα ξέρουμε, πως επειδή εργαζόταν σε καφέ αμάν της Νέας Υόρκης, δεν έπρεπε να περιμένει καμιά αναφορά. Αντίθετα, μάλιστα, ο ελληνικός Τύπος δεν έχανε ευκαιρία να εκδηλώνει την απέχθειά του σε κάθε τι που δεν διευκόλυνε την αμερικανοποίηση των μεταναστών είτε αυτό ήταν ένας αμφιλεγόμενος τρόπος διασκέδασης είτε ολόκληρη η ελληνική λαϊκή παράδοση.

Η Μαρίκα Παπαγκίκα γεννήθηκε στην Κω. Η οικογένειά της μετανάστευσε πριν το 1900 στην Αίγυπτο (πιθανώς στην Αλεξάνδρεια). Εκεί τραγουδούσε στα ελληνικά νυκτερινά κέντρα. Είναι άγνωστο αν τον σύζυγό της (τον Κώστα Παπαγκίκα που έπαιζε σαντούρι) τον γνώρισε στην Αμερική, στην Αλεξάνδρεια ή αλλού. Μετά το 1915 πάντως, βρίσκονται και οι δυο στη Νέα Υόρκη και εργάζονται σε νυκτερινά κέντρα. Στα μέσα της δεκαετίας του 1920 είχαν δικό τους κέντρο διασκεδάσεως (καφέ αμάν) στη Νέα Υόρκη.

Με την οικονομική κρίση του 1929, το ζεύγος Παπαγκίκα έχασε την επιχείρησή του. Στα χρόνια που ακολούθησαν δεν είναι γνωστό τίποτε άλλο εκτός από τη δισκογραφική δραστηριότητα που,όμως, κι αυτή διακόπηκε προς το τέλος της δεκαετίας του 1930.

Το 1998 το περιοδικό «Παράδοση και Τέχνη», που εκδίδεται από το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Οργάνωσης Λαϊκής Τέχνης, δημοσίευσε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του Ελληνοαμερικανού συγγραφέα Στηβ Φράγκου, με θέμα την Παπαγκίκα το οποίο περιλαμβάνει πρόσθετα στοιχεία:

*Η δισκογραφική σταδιοδρομία της τραγουδίστριας αρχίζει το 1918 με δική της εταιρεία δίσκων, τη Victor Record Company.

*Το κέντρο της ήταν το πρώτο καφέ – αμάν που άνοιξε στην πόλη της Νέας Υόρκης, ένα υπερυψωμένο μονώροφο που βρισκόταν στην 34η οδό ανάμεσα στην 7η και 8η Λεωφόρο και λεγόταν «Της Μαρίκας». Για τη δημιουργία του (1925) οι Παπαγκίκα ξόδεψαν όσα είχαν κερδίσει από τις περιοδείες στην Αμερική και από τις πωλήσεις των δίσκων.

*Το 1925 ήταν ο πέμπτος χρόνος της περιόδου της ποτοαπαγόρευσης. Το κέντρο «Marica’s» δεν ήταν ένα απλό καφέ – αμάν αλλά ένα παράνομο ποτοπωλείο.

Μετά από κάποιες παρατηρήσεις για τη μουσική και τους μουσικούς της εποχής, ο συγγραφέας καταλήγει: Το πιστοποιητικό θανάτου της Παπαγκίκα στη θέση Επάγγελμα, αναφέρει «νοικοκυρά». Στις 2 Αυγούστου 1943 ένα ασθενοφόρο κατέβαινε αργά τη Lily Pond Lane ψάχνοντας τον αριθμό 198. Σ’ αυτή την ήσυχη γειτονιά του Staten Island ήξερε άραγε κανείς ποιον είχαν έρθει να πάρουν; Η Μαρίκα Κωνσταντίνα Παπαγκίκα, μια από τις σπουδαιότερες τραγουδίστριες του καφέ – αμάν, είχε μόλις πεθάνει.

ΠΗΓΗ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 02/08/2006

Η ιστορία της Μαρίκας Παπαγκίκα είναι δύσκολο να αποκαλυφθεί πια με περισσότερα στοιχεία, αυτή είναι – όσο πιο λεπτομερώς είναι δυνατόν – ολόκληρη η πορεία της από την γέννησή της στην Κω, μέχρι το τέλος της στη Νέα Υόρκη.

 Αντίθετα, η ιστορία της Αρμένισσας Μαρίκας Νίνου έγινε πολύ νωρίτερα γνωστή και τα αφιερώματα στη ζωή και την πορεία της, πολλά. Η παρουσία της Μαρίκας Νίνου σηματοδότησε νέα εποχή στην ερμηνεία του λαϊκού τραγουδιού και παράλληλα εδραίωσε μια καινούργια αντίληψη στη σκηνή των λαϊκών κέντρων της εποχής του ’50”.

 Ο Γιώργος Παπαδάκης έγραψε για τη Νίνου: “Όπως η σκληρή, βραχνή και ατημέλητη φωνή του Μάρκου Βαμβακάρη εικονίζει τον άντρα του ρεμπέτικου της εποχής του, έτσι και η φωνή της Νίνου υλοποιεί τον γυναικείο χαρακτήρα στα τραγούδια που τα χρόνια εκείνα έγραφαν ο Τσιτσάνης, ο Παπαϊωάννου, ο Μητσάκης. Τραγουδώντας, ζωγραφίζει γνωστούς και οικείους στον ευρύτερο χώρο της αστικής λαϊκής κοινωνίας γυναικείους χαρακτήρες”.

 Ο Βασίλης Τσιτσάνης έχει πει μεταξύ άλλων για τη Νίνου: “Είχε μια ξεχωριστή ερμηνευτική ικανότητα, είχε το κάτι άλλο. Όταν τραγουδούσε κυριολεκτικά καθήλωνε τον κόσμο. Τραγουδούσε και δίδασκε κιόλας μαζί με το τραγούδι, όπως ο δάσκαλος που διδάσκει τους μαθητές. Αυτό ήταν έμφυτο. Ήταν γεννημένο για το πάλκο”.

Από τα 119 τραγούδια που ηχογράφησε η Μαρίκα Νίνου σε δίσκους 78 στροφών, τα 34 ηχογραφήθηκαν στην εταιρεία HisMastersVoice, 37 στην Columbia, 8 στην Odeon, 6 στην Parlophone, 12 στη Melody, 20 στην Liberty Αμερικής και 2 στην Apollo Αυστραλίας.

 Αυτή η παράσταση που ετοίμασαν ο Γιώργος Ανδρέου, ο Οδυσσέας Ιωάννου και ο Αστέρης Πελτέκης είναι μεν ένας φόρος τιμής στις γνωστές και άγνωστες «Μαρίκες» του λαϊκού τραγουδιού στην εποχή του μεσοπολέμου και τη μεταπολεμική περίοδο, αλλά είναι και μια προσφορά στις νεότερες γενιές να γνωρίσουν πρόσωπα, τις γυναίκες ρεμπέτισσες, που μεσουράνησαν στο μουσικό στερέωμα εντός και εκτός Ελλάδος, αυτή τη χρονική περίοδο.

Όταν η συντριπτική πλειοψηφία των Ελληνίδων τελούσε υπό την απόλυτη κυριαρχία ενός άνδρα, πατέρα ή του συζύγου, αυτές μπαινόβγαιναν ελεύθερα στους τεκέδες, δε μασούσαν με τη ρετσινιά της «αμαρτωλής», τραγουδούσαν τις επιθυμίες τους και τσαλαπατούσαν τον κώδικα των απαγορεύσεων.

Στην παράσταση του ΚΘΒΕ, μάθαμε ότι το ρεμπέτικο τραγούδι εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, εξελίχθηκε κυρίως στα λιμάνια των ελληνικών πόλεων όπου ζούσε η εργατική τάξη και χρωματίστηκε ιδιαίτερα από την έλευση των προσφύγων μετά τον Μικρασιατικό πόλεμο. Αναπτύχθηκε κατά βάση στα Καφέ Αμάν, τα λαϊκά καφενεία της προπολεμικής Ελλάδας, τους τεκέδες και τις φυλακές και αφορούσε σε μια κοινότητα φτωχών ανθρώπων, κοινωνικά αδικημένων, απόκληρων ή παραβατικών που συγχρωτίστηκαν κάτω από την ταμπέλα του «περιθωρίου».

Ήταν μία κοινότητα που λειτουργούσε ως αντιπαράδειγμα στον κυρίαρχο τρόπο ζωής του συντηρητισμού, της στέρησης και του καθωσπρεπισμού. Αποστρεφόταν την εξουσία, επιβίωνε παράλληλα και ενάντια στο κανονιστικό πλαίσιο της εποχής, αποζητούσε την απόλαυση της ζωής και έπλαθε τα δικά της γλωσσικά και αισθητικά εργαλεία επικοινωνίας. Ήταν ο «χώρος της μαγκιάς», όπως κωδικοποιήθηκε μεταγενέστερα. Από κει ξεπήδησαν οι στιχουργικοί αυτοσχεδιασμοί, οι αμανέδες, τα μακροσκελή ταξίμια, οι βυζαντινού τύπου λαρυγγισμοί που διατρέχουν το ρεμπέτικο της πρώτης περιόδου.

Ήταν πρωτίστως ένας ανδροκρατούμενος κόσμος, στον οποίον όμως συμμετείχαν ενεργά και πολλές γυναίκες, κάποιες ως φίλες, συντρόφισσες ή απλές περαστικές, που γλεντούσαν στο μοναδικό μέρος που ξέφευγε από τον ασφυκτικό έλεγχο της Εκκλησίας και τα ραντάρ της σεμνοτυφίας, και άλλες ως τραγουδίστριες ή δημιουργοί.

Σήμερα λοιπόν, μπορούμε να υποστηρίξουμε με σχετική βεβαιότητα ότι αυτές οι τύπισσες ήταν οι πιο ελεύθερες γυναικείες υπάρξεις της εποχής και ότι κουβαλούσαν, χωρίς απαραίτητα να έχουν αυτήν την επίγνωση ή αξίωση, το πρόταγμα της πρώιμης φεμινιστικής διεκδίκησης.

Γνωστές και άγνωστες μαζί, (Ρόζα Εσκενάζυ, Ρίτα Αμπατζή, Ισμήνη Διατσέντε, Κατίνα Χωματιανού, Κίτσα Κορίνα, Στέλλα Βογιατζή, Σοφία Καρίβαλη, Νταίζη Σταυροπούλου κ.α.) οι γυναίκες του ρεμπέτικου συνέθεσαν ένα ημιτελές πρελούδιο χειραφέτησης. Δεν τις οδήγησε η σκέψη ή η θεωρία εκεί, τις οδήγησε το ένστικτο και κυρίως η επιθυμία τους, σε μια εποχή που αυτές οι έννοιες ήταν εξοστρακισμένες από τη διευθέτηση της κοινωνικής ζωής.

Δεν ήταν η πολιτικοποίησή τους φεμινιστική, αλλά η βιωμένη τους πραγματικότητα εμπεριείχε νοήματα γυναικείας ανεξαρτησίας. Κάποιες από αυτές έθιξαν ζητήματα όπως η ερωτική απελευθέρωση και οι εναλλακτικές σεξουαλικότητες, που το φεμινιστικό κίνημα άρθρωσε συνεκτικά τη δεκαετία του ’60, άλλες αποποιήθηκαν οικογένειες και παιδιά, πράξεις που ακόμα και σήμερα θεωρούνται αιρετικές και βέβηλες για όσους ορκίζονται στην «αγία ελληνική οικογένεια».

 Κάποιες τις κάνανε και τους χρωστάμε μία αναγνώριση, όπως αυτή που κάνει το Κ.Θ.Β.Ε, με αυτό το πανηγύρι – μνημόσυνο, θα έλεγα.

Όμως, τη δουλευμένη αυτή παράσταση στιγματίζει ένα μεγάλο μείον. Δεν υπάρχει η ανδρική φιγούρα. Μεγάλη απουσία. Στα κατώγια της εποχής, στα ρεμπετάδικα, πολύ περισσότερο στην Αμερική, θαμώνες ήταν κυρίως άνδρες κι οι γυναίκες στο πάλκο. Κάτι σκόρπια λογάκια, όπως «εμείς είμαστε οι άνδρες της ζωής μας» και «δουλεύουμε σαν άνδρες, ερωτευόμαστε και γυναίκες, κλπ» δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τη λειψανδρία στην παράσταση. Δε χωνεύεται εύκολα το ζεϊμπέκικο στην πίστα εκείνης της εποχής, από γυναίκες μόνο. Σοκάρεται το αυτί όταν ακούει νταλγκάδες τύπου «ωωχ Παναγία μουυυυ» από γυναίκειο στόμα. Θα θέλαμε στα καπηλειά και στο «Marica’s club» να βλέπαμε άνδρες θαμώνες, να χορεύουν, να τραγουδάνε, να καπνίζουν, να μιλάνε μόρτικα, γιατί όχι, κι ας μην είχανε ρόλους. Η παρουσία τους θα γέμιζε τη σκηνή και θα έκανε το όλο εγχείρημα εξαιρετικά ενδιαφέρον και πειστικό. Ο συγγραφέας δεν το ήθελε, αλλά ο σκηνοθέτης θα μπορούσε να το προσθέσει, ως δικό του εύρημα, αλλά το άφησε να κυλήσει λειψό.

Ωστόσο, ο κόσμος διασκεδάζει, τραγουδάει, χειροκροτεί σε κάθε τραγούδι τις επτά κυρίες της σκηνής και τις αποθεώνει στο φινάλε.

 Να σημειώσω ότι το έργο έχει γραφτεί από τον Οδυσσέα Ιωάννου για τρία γυναικεία πρόσωπα. Τη Μαρίκα 1 (που είναι και δεν είναι η Νίνου). Τη Μαρίκα 2 (που είναι και δεν είναι η Παπαγκίκα). Την κόρη της Νίνου (εντελώς επινοημένο πρόσωπο, η Νίνου είχε γιο). Και κάποια ακόμη γυναικεία πρόσωπα με σκηνική δράση.

Οι συντελεστές της, βεβαίως, δούλεψαν με σεβασμό απέναντι σ’ αυτές τις «Μαρίκες» και συμπύκνωσαν προσωπικές τους ιστορίες μέσα από χρονικές περιόδους ελληνικής ιστορίας, βοηθούντων των σκηνικών της Δανάης Πανά, των κοστουμιών του Νίκου Χαρλαύτη, των ατμοσφαιρικών φωτισμών του Στέλιου Τζολόπουλου, του βίντεο -αρτ, της χορογραφίας της Στέλλας Εμίνογλου, της ζωντανής μουσικής επί σκηνής, ενώ οι τρεις τσιγγάνες που τις ονόμασαν μοίρες, η χαρτορίχτρα και η αφήγηση, αποτέλεσαν – ως εύρημα – τον πυλώνα πάνω στον οποίο χτίστηκε το οικοδόμημα της μουσικοθεατρικής συνάντησης όλων αυτών των δυνάμεων στη Σκηνή «Σωκράτης Καραντινός». Πολύ καλές οι νεαρές ηθοποιοί που παίζουν, τραγουδούν και χορεύουν.

 ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Σκηνοθεσία: Αστέριος Πελτέκης, Σκηνικά: Δανάη Πανά, Κοστούμια: Νίκος Χαρλαύτης, Μουσική Σύνθεση- Ενορχήστρωση: Γιώργος Ανδρέου, Χορογραφίες: Στέλλα Εμίνογλου, Φωτισμοί: Στέλιος Τζολόπουλος, Video&graphics: MikeRafail, Βοηθοί σκηνοθέτη: Λίλη Αδρασκέλα, Εύη Σαρμή, Οργάνωση παραγωγής: Χριστόφορος Μαριάδης (έως 28/2/2024), Φιλοθέη Ελευθεριάδου (από 29/2/2024)
 
*Βοηθός φωτιστή, στο πλαίσιο πρακτικής άσκησης ΤουλίνΟσμάν

Διανομή: Λίλη Αδρασκέλα (Κλωθώ), Παναγιώτα Βιτετζάκη (Κόρη), Ηρώ Δημητριάδου (Άτροπος), Εύη Σαρμή (Χαρτορίχτρα), Χρύσα Τουμανίδου (Λάχεσις)
Έκτακτη αντικατάσταση: Ελένη Γιαννούση, Χαρά Γιώτα, Εύη Κουταλιανού

Ερμηνεύουν: Ελένη Τσαλιγοπούλου, Κορίνα Λεγάκη
Αφηγήτρια: Παναγιώτα Βιτετζάκη
 
Μουσικοί επί σκηνής:
Τραϊανός Αλμπανούδης (κοντραμπάσο), Γιώργος Ανδρέου/ Σάκης Κοντονικόλας (πιάνο), Μαριάνθη Θεμελή (τρομπέτα), Βαγγέλης Καλαμάρας (τύμπανα), Χρήστος Μακρής (φλάουτο), Παύλος Παφρανίδης (μπουζούκι), Ζωγράφος Σταυρίδης (ακορντεόν), Σπύρος Χατζηκωνσταντίνου (κιθάρα), Κωνσταντίνος Σακαρέλης/ Γιώργος Πουλιανίτης (όμποε)

ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ
 


Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading
Advertisement
Click to comment

You must be logged in to post a comment Login

Leave a Reply

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Πολιτισμός

Διαμαντής Αξιώτης: Γιώργος Χειμωνάς: Βασιληάς της Ασίας

Διαμαντής-Αξιώτης:-Γιώργος-Χειμωνάς:-Βασιληάς-της-Ασίας

του Παύλου Λεμοντζή

Πέρασαν κιόλας είκοσι πέντε χρόνια, αφότου ο Γιώργος Χειμωνάς σφράγισε τα μάτια του στο Παρίσι, αφήνοντας σε δικούς και φίλους σπαραγμό για τον αλλόκοτο χαμό του, που συμπαρέσυρε στον αφανισμό και όλα τα χαρτιά του. Ανάμεσά τους και το αφήγημα «Γερτρούδη», που ο ίδιος, από ό,τι διάβασα, το φαντάστηκε σαν κορυφή και σαν χαράδρα της ζωής και της γραφής του.

Τι έγινε το χειρόγραφο, ένας θεός το ξέρει. Όπως κι αν έχει το πράγμα, μαζί με το Γιώργο Χειμωνά, χάθηκε και η «Γερτρούδη», με τρόπο μάλιστα που ο διπλός αυτός χαμός θα μπορούσε να γίνει μυθιστόρημα κι αν ζούσε ακόμη, θα το έγραφε ο ίδιος ο Χειμωνάς, γιατί ο γιατρός, φιλόσοφος – στοχαστής, συγγραφέας και ζωγράφος Γιώργος Χειμωνάς, έπαιζε μια ζωή με τον θάνατο: έβαζε ενέχυρο σ’ αυτό το παιχνίδι τη ζωή του, για να κερδίσει ένα γραφτό, κάθε φορά το τελευταίο. Σαν τον Ιππότη στην «Έβδομη Σφραγίδα» του Μπέργκμαν, φορώντας πάντα μαύρα, περήφανος κι ωραίος.

Έτσι τον είδε ο σημαντικός Καβαλιώτης συγγραφέας Διαμαντής Αξιώτης και του αφιέρωσε το πρόσφατο βιβλίο του «Γιώργος Χειμωνάς- ο Βασιληάς της Ασίας», χαρακτηρίζοντάς το «μυθοπλαστικό ντοκουμέντο», στο οποίο ο αναγνώστης συναντά πολύ περισσότερες αλήθειες από τον μύθο.

 Ο Διαμαντής Αξιώτης τον φέρνει στην γενέτειρά του για ένα – λογοτεχνική αδεία ή και επιθυμία – τέλος στον τόπο που έκλαψε πρώτη φορά, μόλις βγήκε από τη μήτρα της μάνας του. Βάζει αφηγήτρια μια γυναίκα, την Θαυμασία, ένα αερικό ερωτευμένο με τον Χειμωνά, μπορεί η αινιγματική γυναίκα-ερωμένη Ελένη Ξένου από τον «Εχθρό του Ποιητή» ή , γιατί όχι, δίνει φωνή και λόγο στη χαμένη «Γερτρούδη» του και στις τέσσερις συνιστώσες του «Βασιληά της Ασίας»: «Φαντασμαγορία», «Φόβος», «Έρωτας» και «Κλέφτης», έτσι όπως τυπώθηκαν στο περιοδικό «Υπόστεγο» της Στέγης το 1992. Ταυτόχρονα, μοιράζει σπαράγματα από τα έργα του Χειμωνά: «Πεισίστρατος», «Η εκδρομή», «Μυθιστόρημα», «Ο γιατρός Ινεότης», «Οι Χτίστες» και «Τα ταξίδια μου», ανάμεσα στο λυρικό, ηθογραφικό πυκνό, άλλοτε λόγιο κι άλλοτε αφηγηματικό γράφημά του.

 Θα μπορούσα να πω επίσης, για την αφηγήτρια Θαυμασία, ότι εννέα «μαθήματα» παραδεδομένα στον αναγνώστη από τον ίδιο τον Χειμωνά συνιστούν μια απαραίτητη, ίσως, μαθητεία για την προσέγγιση του έργου του. Αν και ο ίδιος ο Χειμωνάς διαχωρίζει ρητά το θεωρητικό από το λογοτεχνικό του έργο και αρνείται τη μελέτη του πρώτου ως προϋπόθεση για την προσέγγιση του δεύτερου, είναι μεγάλος ο πειρασμός του κάθε επίδοξου μελετητή της λογοτεχνίας του Χειμωνά να εισδύσει στη σκέψη του τελευταίου μέσω των κειμένων του για τον λόγο.

 Με τον ίδιον ακριβώς τρόπο, και παρά τις κατηγορηματικές διευκρινίσεις του συγγραφέα για το αντίθετο, ο αναγνώστης του Χειμωνά δύσκολα μπορεί να αγνοήσει την πολύχρονη και επιστημονικά αναγνωρισμένη θητεία του στη θεωρητική και έμπρακτη άσκηση της Ψυχιατρικής επιστήμης. Οπότε, από μία άποψη, η «Θαυμασία» είναι ενσάρκωση αυτής της ιδέας του Διαμαντή Αξιώτη. Να προσαρμόσει το φρέσκο βιβλίο του στις ιδιότητες του ήρωά του.

 «Σκέπτομαι τώρα», έγραψε κάποτε ο Γεωργουσόπουλος, «ότι από την αρχαιότητα έρχεται ο μύθος για τον «Σκοτεινό» Ηράκλειτο, Ο Διογένης ο Λαέρτιος αναφέρει το ανέκδοτο ότι ο Σωκράτης συντήρησε αυτόν τον «μύθο», όταν, αφού διάβασε τα χειρόγραφα που του ενεχείρισε ο Ευριπίδης με το «Περί Φύσεως» σύγγραμμα του Εφέσιου σοφού, διατύπωσε τη γνώμη πως είναι καταπληκτικά όσα κατάλαβε από τα διανοήματα του Ηράκλειτου, αλλά υποπτευόταν πως ήταν καταπληκτικότερα όσα δεν κατάλαβε και χρειάζονταν «Δήλιο κολυμβητή». Τόσα, δηλαδή, δύσκολα περάσματα είχε η τρικυμιώδη θάλασσα της φιλοσοφίας του, ώστε χρειαζόταν επιτήδειος και τολμηρός κολυμβητής για να φθάσει απέναντι, στο πέρας, ακτή.

 Ανάλογη μοίρα έχουν πάμπολλοι μεγάλοι διανοητές, επιστήμονες και κυρίως ποιητές. Για τον Ηράκλειτο η μοίρα επεφύλαξε αιώνες μια σπαραγμένη αποσπασματικότητα, που ενέτεινε την τάχα μου σκοτεινότητά του. Και ονόμαζαν σκοτεινότητα την πυκνότητα της γραφής του, τον προφητικό του τόνο, τις έντονες και υπερφυείς εικόνες και την παιγνιώδη λεξιμαγεία του».

 Στην Ελλάδα η πρόσληψη του Γιώργου Χειμωνά είχε μιαν ανάλογη τύχη. Από τα πρώτα γραπτά του, τον πρωτόλειο «Πεισίστρατο» η κριτική τον υποδέχτηκε, χωρίς βέβαια επιφυλάξεις, ως πειραματιστή κατ’ αρχάς και πρωτοποριακό λογοτέχνη, αλλά του πρόσαψε συνάμα και τη σφραγίδα του δυσπρόσιτου, του αινιγματώδους, του λαβυρινθώδους, του σκοτεινού, του συμβολιστή και του οικοδόμου αλληγοριών.

Στον δικό του «Βασιληά της Ασίας», ο Διαμαντής Αξιώτης, τον κατεβάζει στη Γη, τον απεκδύει από την φορεσιά του δυσπρόσιτου, τον στέφει, βεβαίως, με το στέμμα του καλλίστου ανάμεσα σε τρανταχτά ονόματα της ελληνικής λογοτεχνίας, τον σεργιανάει – μαζί κι εμάς – στην Καβάλα περασμένων δεκαετιών, περιγράφει εξαίσια τη χερσόνησο της Παναγίας με τα απομεινάρια που κληροδότησε στην πόλη ο Μεχμέτ Αλή, παραθέτει συμβάντα – με ντοκουμέντα – που διημείφθησαν σε αίθουσες με βιβλία και σε άλλες με ποτά, όπως ακριβώς τα είχε διοργανώσει το Δ.Σ. της Στέγης του 1989 και η επιτροπή του παλιού «Υπόστεγου».

Ακόμη, του ανοίγει τις πόρτες της Καβάλας από Ανατολάς και Δυσμάς και ακουμπάει την Ξάνθη και τη Δράμα, χαϊδεύει με κοσμητικά επίθετα τη Θάσο και φωτογραφίζεται στη Νέα Πέραμο, με όλη την παρέα των ντόπιων και επισκεπτών ανθρώπων του πνεύματος, των γραμμάτων και των τεχνών.

 Αποτίνει φόρο τιμής σε διανοούμενους που γέννησε η πόλη, όπως ο Κρίτων Χουρμουζιάδης, και σε επισκέπτες ιδίου βεληνεκούς, ενώ γενναιόδωρα προσφέρει στους αναγνώστες εικόνες από μια ξεχασμένη εποχή και κι έναν πολύτιμο θησαυρό από λέξεις που σαγηνεύουν, από παρομοιώσεις και μεταφορές, από φράσεις που φανερώνουν τις πολυεπίπεδες γνώσεις του, την λογοτεχνική του ωριμότητα, την περιπλάνησή του ανάμεσα στο φανταστικό και στο πραγματικό και βάζει τη δική του υπογραφή πλάι στους κατά καιρούς κριτικούς του παλίμψηστου έργου του Καβαλιώτη, αλλά Γαλλοθρεμμένου «Άγγελου ξιφήρη, ολόσωμο αρχάγγελο Ουριήλ». Αληθινό ή καμωμένο από σύννεφο, αυτό που ανυψώνει η δεινότητα της πένας του, η διαύγεια του πνεύματός του, το ανοικτό σε άγνωστους ορίζοντες από τους κοινούς θνητούς.

Τις τέσσερις αισθήσεις της πρώτης του ζωής, όπως γράφει ο Διαμαντής Αξιώτης, Φαντασμαγορία, Έρωτας, Κλέφτης και Φόβος, δώρα -άδωρα της πόλης που τον γέννησε, τις αφηγείται μέσα από παραστάσεις, επεισόδια και εκμυστηρεύσεις. Οι αναγνώστες κερδίζουν σε ενσυναίσθηση και σε αυτογνωσία. Επειδή μέσα στα χρονικά άλματα του δοκιμίου ή μυθοπλαστικού ντοκουμέντου, στις αλληγορίες, στις αφηγήσεις αληθειών και στη μυθική φαντασία, μέσα στον λυρισμό των λέξεων, ανακαλύπτουμε ότι ο εαυτός μας είναι συνήθως σε μια διελκυστίνδα. Από τη μια τραβάει ο φόβος και από την άλλη οι επιθυμίες.

 Το ένα τροφοδοτεί το άλλο, επειδή έχουμε μάθει από μικρή ηλικία και από το συλλογικό ασυνείδητο να αντιμετωπίζουμε τα πάντα ως προβλήματα προς επίλυση, αντί να τα βιώνουμε ως έχουν. Ζούμε σε μια συνεχή πλάνη, ποτέ στο παρόν, όμως, ο φόβος βασίζεται στο ψεύτικο. Στις αναμνήσεις και στις προσδοκίες. Ποτέ στο παρόν. Στο παρόν, στη διαρκή στιγμή, δεν υπάρχει φόβος. Υπάρχει μόνο αυτό που είναι. Γι’ αυτό και το βιβλίο κλείνει με τη μαυροφορεμένη Λούλα Αναγνωστάκη να μηρυκάζει αέναα «Ο Γιώργος, ο Γιώργος, ο Γιώργος μου» ….»

«Καληνύχτα χρυσό μου»

Ο Χειμωνάς δηλώνει επανειλημμένα στις δημόσιες καταθέσεις του ότι γράφει ρεαλιστική λογοτεχνία. Η διαφορά του από τους άλλους ρεαλιστές συγγραφείς έγκειται στο ότι το έργο του προσπαθεί να ψηλαφίσει, σαν τους μακρινούς αρχαίους προκατόχους του, την τραγική ουσία του ανθρώπου, που εδώ φέρει τη μορφή του ποιητή. «Και η τραγική ουσία, για να αρθεί στο Ύψος, ζητάει από το συγγραφέα να φανταστεί εκ νέου ένα ολιστικό σύστημα, να συντάξει με το λόγο ένα Μεγάλο αφήγημα– έστω και κατακερματισμένο- που καθορίζει τις «μικρές» , ανθρώπινες ζωές.»

 Ακριβώς αυτό κάνει ο Διαμαντής Αξιώτης στο «Μυθοπλαστικό Ντοκουμέντο» του : «Γιώργος Χειμωνάς: Βασιληάς της Ασίας».

Υ.Σ. Με το φιλόδοξο αυτό αξίωμα προσδοκούσε η Ελένη Ξένου να χρίσει τον ποιητή στην έσχατη κατοικία του!

ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading

Πολιτισμός

«Η αγάπη άργησε μια μέρα» στο Θέατρο Αντιγόνη Βαλάκου

«Η-αγάπη-άργησε-μια-μέρα»-στο-Θέατρο-Αντιγόνη-Βαλάκου

Μετά τη μεγάλη επιτυχία στην Κοζάνη, τη Θεσσαλονίκη και σε άλλες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας η παράσταση «Η αγάπη άργησε μια μέρα» που αποτελεί μια συμπαραγωγή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και του Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου Κοζάνης, έρχεται στην Καβάλα για δυο μέρες, στο Θέατρο Αντιγόνη Βαλάκου, το Σάββατο 1 και την Κυριακή 2 Φεβρουαρίου στις 18.00 και στις 21.00.

Το εμβληματικό βιβλίο της Λιλής Ζωγράφου «Η αγάπη άργησε μια μέρα» μεταφέρεται στη θεατρική σκηνή, σε σκηνοθεσία Ένκε Φεζολλάρι ο οποίος συνυπογράφει μαζί με τη Ροδή Στεφανίδου και τη διασκευή – δραματουργική επεξεργασία. Πρόκειται για έναν ύμνο στην ελευθερία και τον έρωτα.

Οι θεατές γίνονται ένα με τις ηρωίδες και το δράμα που περνούσε η καθεμία ξεχωριστά, αναδεικνύοντας δύσκολα κοινωνικά θέματα που κυριαρχούσαν περασμένες δεκαετίες όπως την ελευθερία και την αποδοχή της διαφορετικότητας και τα οποία όμως απασχολούν και τη σύγχρονη κοινωνία.

Η άκρως ατμοσφαιρική παράσταση με τις εξαιρετικές και πολύ δυνατές ερμηνείες των ηθοποιών κρατούν σε εγρήγορση τους θεατές, καθ’ όλη τη διάρκειά της. Οι άψογες παρεμβάσεις με τα βίντεο και τον λόγο της Λιλής Ζωγράφου δίνουν το στίγμα του συνολικού της έργου.

Στο έργο σκιαγραφείται αριστοτεχνικά η απάνθρωπη σκληρότητα της πατριαρχικής οικογένειας, οι κοινωνικές συμβάσεις και η ευλογία της αγάπης.

Πρόκειται ουσιαστικά για μια αλληγορία πάνω στο φασισμό και στον τρόπο που αυτός ποτίζει τις ανθρώπινες σχέσεις. Αναδεικνύονται τα σοβαρά και διαχρονικά προβλήματα που προκύπτουν από την τήρηση των «πρέπει», τη μη αποδοχή της διαφορετικότητας, τη λανθασμένη υποταγή και την καταπάτηση της ελευθερίας, στην καθημερινότητα.

Ο άνθρωπος, του χθες και του σήμερα, οι αδυναμίες και οι επιθυμίες του βρίσκονται στο επίκεντρο.

Το έργο «Η αγάπη άργησε μια μέρα», βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Λιλής Ζωγράφου, γραμμένο το 1994, το οποίο έγινε τηλεοπτική επιτυχία το 1997. Η συγγραφέας εστίασε στα μυθιστορήματά της στην πάλη για την ανεξαρτησία των γυναικών και στη γυναικεία χειραφέτηση. Το έργο πραγματεύεται την τόλμη που απαιτεί η ελευθερία καθώς και τον αγώνα ενάντια στην επιβολή και τον αυταρχισμό. Μια απεικόνιση της πατριαρχικής κοινωνίας και του βαθιά ριζωμένου μισογυνισμού. 

Η παράσταση

«Ακόμα και οι γιοί τρέμανε τη “σκιά” του πατέρα αφέντη, πού επίσης μέσα από το αίσθημα ιδιοκτησίας απαιτούσαν απ’ αυτούς να γίνουν σπουδαίοι, όχι ευτυχισμένοι, σπουδαίοι, πάντα στα μέτρα της δικής τους βαρβαρότητας και αμορφωσιάς».

Στο Νεοχώρι της Κρήτης, την περίοδο της Κατοχής, η πολυμελής οικογένεια Φτενούδου, ζει υπό το βάρος της ενοχής, της θρησκευτικής καταπίεσης και των άκαμπτων ηθικών κανόνων της επαρχίας. Μέσα σε αυτό το αρρωστημένο περιβάλλον, η μικρότερη κόρη, Ερατώ, η πολυαγαπημένη της μητέρας της, ερωτεύεται έναν Ιταλό στρατιώτη, που κρύβεται στο υπόγειο του σπιτιού τους και μένει έγκυος από αυτόν. Μετά τον θάνατο του πατέρα, η μεγάλη κόρη της οικογένειας αναλαμβάνει τα ηνία του σπιτιού, επιβάλλοντας τη θέλησή της μέσα από την απόλυτη υπακοή στο αναχρονιστικό σύστημα αξιών, τον ενσωματωμένο μισογυνισμό, τα μίση και τα απωθημένα της ερωτικής στέρησης. Ταυτόχρονα, η ανάγκη προάσπισης της εικόνας μιας φαντασιωσικής υπεροχής της οικογένειας Φτενούδου, την οδηγεί σε μια άνευ νοήματος μεγαλομανία, που ανατροφοδοτεί την κοινωνική υποκρισία: αποκρύπτει (ή θανατώνει) ό,τι πλήττει την οικογενειακή τιμή και επιδεικνύει κάθε ανούσια σύμβαση που προσδίδει κύρος στην παρηκμασμένη τους ζωή. Σε αυτό το περιβάλλον κάθε μορφή αγάπης και έρωτα αποκλείεται, ποινικοποιείται και διώκεται. Κάθε ανάγκη για ζωή μαραίνεται.

*Κατάλληλο για θεατές άνω των 13 ετών

Σκηνοθετικό σημείωμα

Ελλάδα, Κρήτη, Αθήνα. Πόλεις, χωριά, αγροτιά. Ο τόπος άλλοτε άγονος, άλλοτε καρποφόρος…

Στο επίκεντρο η οικογένεια, αρσενικά και θηλυκά κάτω από την μπότα του Πατέρα -Αφέντη και τους δρακόντειους, απαράβατους, άγραφους νόμους που δημιουργεί η Πατριαρχία. Η μοίρα των γυναικών της θέλει να είναι εγκλωβισμένες, σχεδόν φυλακισμένες στα νοικοκυριά. Αμπαρωμένες σε σπίτια -φρούρια αρσενικών- που θεωρούν ότι «τα γυναίκεια στόματα είναι άχρηστα για να ταϊστούν». Η επαρχία όμως δημιουργεί και ευνουχισμένα αρσενικά καθώς και ανάπηρα παιδιά …ένας Καιάδας για την διαφορετικότητα, για κάθε τι όμορφο που αποζητά να αναδυθεί από την ασχήμια και τη βία που μας περιβάλλει.. Ο Άνθρωπος που σφυρηλατείται στην αδικία και τον πόνο. Ο λόγος της Λιλής Ζωγράφου καταγγέλλει οτιδήποτε περιορίζει την ελευθερία του ατόμου. Υπερασπίζεται κάθε ανθρώπινη οντότητα ως αυτοτέλεια και ως αυθυπαρξία του ατόμου. Η άνοδος και η πτώση των ψευδεπίγραφων κοινωνικών συμβάσεων. Η ιστορία της καταπίεσης των γυναικών στην Ελλάδα, τα Βαλκάνια, στον κόσμο που κατοικούμε, στον κόσμο που μας εμπεριέχει. Η «Τιμή της οικογένειας» που γίνεται τσεκούρι και δίνει άλλοθι για εγκλήματα. Τι θα πει Ελευθερία; λέει στο κείμενο της και απαντά: «Μα η αθωότητα να μην γνωρίζεις την ασκήμια των ανθρώπων. Μόνο τότε είσαι ελεύθερος».

Ένκε Φεζολλάρι

Συντελεστές

Διασκευή- Δραματουργική επεξεργασία: Ροδή Στεφανίδου, Ένκε Φεζολλάρι

Σκηνοθεσία: Ένκε Φεζολλάρι

Σκηνικά-κοστούμια: Δαναη Πανά

Μουσική: Κωνσταντίνος Ευαγγελίδης

Φωτισμοί: Σεμίνα Παπαλεξανδροπούλου  

Βίντεο: Άντα Λιακου

Βοηθός Σκηνοθέτη: Χριστόφορος Μαριάδης

Οργάνωση Παραγωγής: Ηλίας Κοτόπουλος

Κατασκευή σκηνικού: Νίκος Λαβαντσιώτης, Τάκης Συνδουκάς

Φωτογραφίες: Mike Rafail | That long black cloud

Διανομή: Υρώ Λούπη, Ιωάννα Παγιατάκη, Λίλιαν Παλάντζα, Πολυξένη Σπυροπούλου, Δανάη Σταματοπούλου, Άννη Τσολακίδου, Μαρία Χατζηιωαννίδου

Τιμές εισιτηρίων:

15 € Γενική Είσοδος,

12 € Μαθητικό – Φοιτητικό-Ανέργων-ΑΜΕΑ (με την επίδειξη των αντίστοιχων δικαιολογητικών κατά την είσοδο)

Ηλεκτρονική προπώληση: https://www.more.com/gr-el/tickets/theater/i-agapi-argise-mia-mera/

Προπώληση εισιτηρίων καθημερινά από τη Δευτέρα 27 Ιανουαρίου, 11.00 – 14.00 & 18.00 – 20.00, στο Κέντρο πληροφόρησης επισκεπτών Δήμου Καβάλας (πρώην ΕΟΤ) στην Κεντρική Πλατεία, τηλ: 2510-620566.

Για περισσότερες πληροφορίες και κρατήσεις μπορείτε να καλείτε στα τηλέφωνα του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καβάλας 2510. 220876 (10:00-14:00).

ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καβάλας

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading

Πολιτισμός

«Χόρεψέ με πατέρα»: Όταν η άνοια γίνεται αφορμή για θεατρική παράσταση

«Χόρεψέ-με-πατέρα»:-Όταν-η-άνοια-γίνεται-αφορμή-για-θεατρική-παράσταση

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΕΦΗ ΚΑΡΟΥΝΙΑ

«Χόρεψέ με πατέρα»: Ένας πατέρας με άνοια και η υστερική κόρη του, προσπαθούν να επικοινωνήσουν. Ο καθένας μέσα από την δική του διαταραχή, αναζητά την προσωπική του λύτρωση. Θα τα καταφέρουν;

Το κείμενο υπογράφει η Κατερίνα Αντωνιάδου. Η σκηνοθεσία είναι του Γιώργου Αρμένη, με τον ίδιο στον ρόλο του πατέρα και την Κατερίνα Αντωνιάδου στον ρόλο της κόρης.

Στη συνέντευξη που ακολουθεί ο Γιώργος Αρμένης και η Κατερίνα Αντωνιάδου, μιλούν για την θεατρική παράσταση «Χόρεψέ με πατέρα» και πως βρέθηκαν δάσκαλος και μαθήτρια στην σκηνή. (σ.σ. Η παράσταση θα παρουσιαστεί την Κυριακή 19 Ιανουαρίου, στις 8 το βράδυ στο «Καλογερικό» της Θάσου)

Γιώργος Αρμένης: Το κείμενο είναι της Κατερίνας. Μου άρεσε όταν το διάβασα. Στήσαμε την παράσταση και πραγματικά ήταν ένα θαύμα για εμάς που κάναμε πρεμιέρα και γυρίσαμε πολλές πόλεις. Έχει πολύ μεγάλη αποδοχή από τους θεατές. Πραγματικά είναι παρά πολύ ωραίο. Και το λέω αυτό με πλήρη συνείδηση. Έχω τόσα χρόνια στο θέατρο που δεν μπορώ να λέω ψέματα. Πάντα οι θεατές φεύγοντας από μια θεατρική παράσταση παίρνουν μαζί τους κάτι σαν φυλαχτό, σαν μια ευχή. Πάντα το θέατρο διδάσκει. Νομίζω ότι με την συγκεκριμένη παράσταση αυτό το έχουμε πετύχει σε μεγάλο βαθμό

Κατερίνα Αντωνιάδου: Έχω γράψει και άλλα έργα. Είναι το πρώτο που έσπρωξα και δεν το κράτησα στα συρτάρια μου. Μάλλον το πίστεψα πιο πολύ. Άρεσε και στο Γιώργο Αρμένη. Όταν το έγραψα το έδωσα να το διαβάσει και μου είπε ότι θα το ανεβάσουμε. Ήταν πιο ώριμη αυτή η γραφή σε σχέση με τα προηγούμενα.

Γιατί η άνοια γίνεται αφορμή για θεατρική παράσταση;

Γιώργος Αρμένης: Έχει… άνοια ο πατέρας, δηλαδή εγώ, αλλά στο τέλος τα βρίσκουμε. Αυτό περνάει και στο κοινό που στο τέλος μας χαρίζει έντονο χειροκρότημα. Εγώ, δεν ξέρω γιατί, αλλά… τρελαίνομαι με αυτό το έργο. Μου αρέσει παρά πολύ. Μου αρέσει που κάνω ότι έχω άνοια. Κάποια στιγμή βέβαια έρχεται ένα στοιχείο που συγκινεί και προκαλεί την ανατροπή. Εδώ θέλω να πω ότι μέσα στο έργο υπάρχει και το κωμικό στοιχείο , παίρνεις κωμικές ανάσες. δεν είναι δράμα. Δεν είναι μαύρο… Εμένα η θεατρική μου κόρη με έχει σαν παιχνίδι…

Κατερίνα Αντωνιάδου. Το θέμα της άνοιας δεν ήρθε συνειδητά. Εγώ θέλησα να πω μια ιστορία για δύο ανθρώπους που δεν επικοινωνούν. Η άνοια στάθηκε ως εμπόδιο. Αν δεν υπήρχε η άνοια θα ήταν ένα άλλο εμπόδιο. Δεν ξέρω ποια ήταν η αφορμή. Ίσως στο υποσυνείδητό μου υπήρχε κάτι που δεν το έχω ανακαλύψει ακόμη. Ο αρχικός μου στόχος ήταν να πω για δύο ανθρώπους που δεν επικοινωνούν μεταξύ τους.

Γιατί πιστεύετε ότι έχουμε φτάσει στο σημείο να μην μπορούμε να επικοινωνήσουμε με τον συνάνθρωπο;

Γιώργος Αρμένης: η άνοια και το αλτσχάιμερ θερίζουν. Αυτό είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο. Πέρα από αυτό όμως δεν αναγνωρίζουμε τον διπλανό, τον συνάνθρωπο .

Κατερίνα Αντωνιάδου: Νομίζω ότι είναι δύσκολη η επικοινωνία, καθώς δεν έχουμε μάθει να επικοινωνούμε με τον εαυτό μας και κάνουμε προβολές. Από εκεί ξεκινάει. Δηλαδή βλέπουμε τον εαυτό μας στο πρόσωπο του άλλου. Το ίδιο συμβαίνει και με τους δύο ήρωες του έργου. Και η κόρη νοσεί, δεν είναι καλά ψυχολογικά. Δεν μπορεί να επικοινωνήσει με τον εαυτό της. Για αυτό νομίζω ότι είναι δύσκολη η επικοινωνία γενικότερα. Δεν έχουμε μάθει να επικοινωνούμε με το μέσα μας

Τελικά η καθημερινότητα μας μεταφέρεται στη σκηνή;

Κατερίνα Αντωνιάδου Νομίζω σε αρκετά σημεία. Και αυτό επιβεβαιώνεται και από τον κόσμο. Μας λένε μετά την παράσταση ότι «είδαν» αρκετά στοιχεία από την δική τους ζωή. Το έργο μιλάει για την μοναξιά, τους φόβους για βαθύτερα θέματα που μπορεί να μας απασχολούν.

Δάσκαλος και μαθήτρια στην σκηνή…

Γιώργος Αρμένης: Για εμένα είναι πολύ γοητευτικό. Χαίρομαι ιδιαίτερα με αυτή την συνύπαρξη γιατί η Κατερίνα είναι ένας πολύ όμορφος άνθρωπος. Υπάρχει πολύ αγάπη μέσα στην παράσταση… Αλλά δυστυχώς συνεχίζω να έχω την άνοια.

Κατερίνα Αντωνιάδου: Νοιώθω πανέμορφα που δουλεύω με τον Γιώργο. Τον ξέρω πολλά χρόνια. Έχουμε δουλέψει μαζί αρκετές φορές, από τα χρόνια που ήμουν στη Δραματική Σχολή. Τον ξέρω και με ξέρει. Ξέρει πώς να με διαχειριστεί, ξέρει πώς να με δουλέψει και εγώ καταλαβαίνω αυτό που θέλει να μου πει πριν ακόμη μου το πει. Υπάρχουν βέβαια και οι… εντάσεις, αλλά στο τέλος όλα καλά.

Η βία αποτελεί χαρακτηριστικό της κοινωνίας μας και της καθημερινότητάς μας…

Γιώργος Αρμενης: Εγώ νοιώθω πολύ θυμωμένος για όλα αυτά που ζούμε. Και θυμώνω πολύ περισσότερο με τους ηλικιωμένους που φθάνουν σε πράξεις βίας.

Κατερίνα Αντωνιάδου. Για να αλλάξει το σκηνικό πρέπει να ξεκινήσει από μέσα μας. Η δουλειά που θα πρέπει να κάνουμε με τον εαυτό μας. Μας φταίει ο εαυτός μας και τα βάζουμε με την γυναίκα μας, με τον άνδρα μας, με το παιδί μας, με το σκυλί μας…

Κύριε Αρμένη, έχετε αριστερές καταβολές. Πως θα σχολιάζατε την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η Αριστερά σήμερα;

Απ. Κουρελού. «Η θειά μου η Αμισούρδα τρία βρακιά φορεί»

Εσείς κ. Αντωνιάδου, ως πιο νέα σε ηλικία;

Απ.: Εγώ δεν ξέρω να πω για την αριστερά, δεν ξέρω να πω για την δεξιά. Ξέρω να πω ότι όσοι ανεβαίνουν στην εξουσία ρημάζουν την Ελλαδίτσα μας. Δεν αγαπούν το τόπο τους, όποιας απόχρωσης και απόκλισης και αν είναι.

ΠΗΓΗ: AchaiaNews.gr  

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading
Advertisement

Προτεινόμενα