Connect with us

Πολιτισμός

«Η Πινακοθήκη των Ηλιθίων» του Νίκου Τσιφόρου στο Κ.Θ.Β.Ε

«Η-Πινακοθήκη-των-Ηλιθίων»-του-Νίκου-Τσιφόρου-στο-ΚΘΒ.Ε

Πρόλογος

Στην εποχή μας τα ελληνικά μέσα διασκέδασης έχουν γεμίσει υποπροϊόντα χαμηλού κόστους, τα οποία βασίζονται στα χαζολογήματα παρουσιαστών περισσότερο, παρά κειμενογράφων. Κρίνοντας απ’ τις αντιδράσεις, μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι ο κόσμος αρέσκεται στη βλακεία, τη μεγεθυμένη από το μέσο ψυχαγωγίας που τη φιλοξενεί και την προβάλει, και ότι τη συντηρεί με τη θέασή του. Μια φάρσα εν είδει πειράματος , για παράδειγμα, σε ανυποψίαστο θεατή, χάριν παιδιάς, κερδίζει υποστήριξη.

Θέτοντας τις αντιδράσεις στο περιθώριο παραμένει ένα αξιοσημείωτο γεγονός: ότι πριν από περίπου ογδόντα χρόνια ο Νίκος Τσιφόρος χειρίστηκε με τον καλύτερο τρόπο μια έξυπνη φάρσα, που επινόησε το πολυμήχανο μυαλό του, ώστε να διασκεδάσει το φιλοθεάμον κοινό. Την αυτή διασκέδαση προσφέρει και σήμερα το έργο του «Πινακοθήκη Ηλιθίων», το οποίο ανεβάζει στη Μονή Λαζαριστών το Κ.Θ.Β.Ε.

Ο Νίκος Τσιφόρος έγραψε την κωμωδία το 1944 και πρωτοπαρουσιάστηκε από τον θίασο του Δημήτρη Χορν και της Μαίρης Αρώνη στο «Ακροπόλ». Για δεύτερη φορά παρουσιάστηκε το 1955 από τον θίασο Τιτίκας Νικηφοράκη – Νίκου Χατζίσκου.

Το έργο σημείωσε πολύ μεγάλη επιτυχία, με τους κριτικούς να μιλάνε για μια «θαυμάσια κωμωδία» και να εστιάζουν στους έξυπνους διαλόγους, στο χιούμορ και στη δεξιοτεχνία του συγγραφέα.

Υπόθεση

Η Αλίντα Πασκουάλε, μια φλογερή και αθεράπευτα ρομαντική Ισπανίδα από τη Σεβίλλη και ο Αντρέ Ντεντιέ, ένας χιουμορίστας παριζιάνος αιώνιος φοιτητής – παντελώς άγνωστοι μεταξύ τους – ειδοποιούνται ότι είναι μοναδικοί κληρονόμοι του άγνωστου και στους δύο πλούσιου Ιωσία Τέρινγκτων. Ταξιδεύοντας στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, για να πάρουν την κληρονομιά, γνωρίζονται στο πλοίο και ερωτεύονται, παντρεύονται και πιστεύουν ότι θα συγκληρονομήσουν. Όταν όμως απροσδόκητα εμφανίζεται ο ονειροπόλος κ. Τέρινγκτων και απαιτεί να χωρίσουν προκειμένου να πάρουν χρήματα, αρνούνται αποδεικνύοντάς του ότι ο έρωτας υπερτερεί του συμφέροντος και καταδικάζοντας αυτόν που ήθελε να αποδείξει την ηλιθιότητα των ανθρώπων, την οποία ταύτιζε με τα οικονομικά συμφέροντα, τον αναγκάζει να παραδεχτεί τη δική του βλακεία.

Συγγραφέας

Είναι δύσκολο να καταπιαστεί κάποιος με πολλά πράγματα και να πετύχει σε όλα. Ωστόσο, όχι αδύνατο αν συνδυάζει ταλέντο, φαντασία, πάθος για δημιουργία και υψηλό βαθμό ευφυΐας. Στοιχεία, τα οποία κατέθετε αδιάλειπτα στην πολυσχιδή καριέρα του ο Νίκος Τσιφόρος (1909-1970).

Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια. Σπούδασε νομική και πολιτικές επιστήμες στην Αθήνα, όπου έζησε ως το θάνατό του. Άσκησε τη δικηγορία για μικρό χρονικό διάστημα, σύντομα όμως στράφηκε στο χώρο των γραμμάτων. Πρωτοεμφανίστηκε κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής με το θεατρικό έργο “Η πινακοθήκη των ηλιθίων” και ακολούθησαν πολλές θεατρικές επιτυχίες του, τις περισσότερες από τις οποίες έγραψε σε συνεργασία με τον Πολύβιο Βασιλειάδη. Ενδεικτικοί τίτλοι έργων του, είναι: “Η κυρία του κυρίου”, “Γάντι και σαρδέλα”, “Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος”, “Οι γαμπροί της Ευτυχίας”, “Το έξυπνο πουλί”, “Ο Κλέαρχος η Μαρίνα κι ο κοντός”. Πολλά έργα του μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο με εξίσου μεγάλη επιτυχία, ενώ ο ίδιος ο Τσιφόρος ασχολήθηκε με την κινηματογραφική σκηνοθεσία και το σενάριο. Παράλληλα έγραψε πολλά ευθυμογραφήματα (“Τα παιδιά της πιάτσας”, “Τα παλιόπαιδα τ’ ατίθασα”, “Τζιμ κακής ποιότητος”, “Άνθρωποι και ανθρωπάκια”, “Τα ρεμάλια ήρωες”, “Εμείς και οι Φράγκοι”, “Μίλων Φιρίκης”, κ.ά.)

Αναγνωρίστηκε, κυρίως, ως κωμωδιογράφος, γράφοντας μ’ ένα ιδιόμορφο προσωπικό ύφος γεμάτο ανεξάντλητο, πηγαίο χιούμορ και στοχευμένο σαρκασμό, σατιρίζοντας τα ήθη, τις χαρακτηριστικότερες μορφές και τις συνήθειες της ελληνικής κοινωνίας στα χνάρια των Ανδρέα Λασκαράτου, Εμμανουήλ Ροΐδη και άλλων. Άριστος ψυχογράφος, σκιαγραφούσε τα πορτρέτα των κεντρικών χαρακτήρων του (κυρίως απλοί, καθημερινοί άνθρωποι) με ακρίβεια, ζωντάνια και σατυρική διάθεση. Αισθανόταν έλξη για τους λαϊκούς τύπους και δη εκείνους του υποκόσμου (περιθωριακοί τύποι που ακροβατούσαν μεταξύ νόμου και παρανομίας), στους οποίους διέκρινε μια κάποια αυθεντικότητα, αντίθετη με την υποκρισία του φιλήσυχου νοικοκυραίου.

Επίσης, συνέθεσε χιουμοριστικές μεν, παιδαγωγικές δε, συνόψεις της Ελληνικής Μυθολογίας, της ιστορίας των Σταυροφοριών και της ιστορίας της Αγγλίας.

Ανάγνωση

Οι πρώτοι μεταπολεμικοί συγγραφείς της ελληνικής κωμωδίας ήταν όλοι “παιδιά του πολέμου”. Αγαπούσαν με πάθος τη ζωή. Το θέατρο ήρθε και ακούμπησε, αργότερα, σαν μεγάλη παρηγοριά. Το έργο τους μας ακολουθεί μέχρι σήμερα σε πείσμα της εποχής μας, που ντρέπεται για το παρελθόν της, γιατί, πολύ απλά, δεν το γνωρίζει. Η ελληνική φαρσοκωμωδία δοξάστηκε και θα μας αποκαλύπτει πάντα ένα κομμάτι του εαυτού μας που παραφυλάει κρυφογελώντας, για να τρομάξει την περιβόητη στις μέρες μας “σοβαρότητα”.

Τα έργα της ελληνικής φαρσοκωμωδίας εστιάζουν στις κωμικές περιπέτειες των ηρώων τους, περιπέτειες που προέρχονται από διάφορους παράγοντες και επιλύονται με ποικίλους μηχανισμούς. Πολλές από τις κωμωδίες του είδους ασχολούνται με παραδοσιακά κωμικά θέματα όπως οι αρνητικές συνέπειες ενός δύστροπου χαρακτήρα, η ερωτική ζήλια και τα πείσματα, η συζυγική απιστία και τα αντίποινά της, το δίπολο πλούσιος- φτωχός, κληρονομικά μπερδέματα, δηλαδή θέματα που κληροδοτούνται στην παγκόσμια δραματουργία μέσω του Μενάνδρου και της Νέας Αττικής Κωμωδίας καθώς και της μεσαιωνικής γαλλικής φάρσας και που υιοθετούνται από τον Σαίξπηρ, τον Μολιέρο και άλλους θεατρικούς συγγραφείς, κυρίως του γαλλικού βουλεβάρτου.

Χαρακτηριστικό γνώρισμα των έργων, ωστόσο, αποτελεί η ένταξη των ηρώων τους στην ελληνική καθημερινότητα της εποχής, μιας εποχής μεταβατικής και δύσκολης. Με τις μνήμες από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη γερμανική κατοχή να είναι ακόμα νωπές και με έναν Εμφύλιο Πόλεμο να μαίνεται, τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια εμφάνισης του είδους, από τα μέσα της δεκαετίας του ’40 μέχρι το τέλος της, οι ήρωες των ελληνικών φαρσοκωμωδιών δεν μπορούν παρά να αντιμετωπίζουν επί σκηνής τις αγωνίες των συγχρόνων τους συμπολιτών, που ταλαντεύονται ανάμεσα στο καινούριο και το παλιό, το σταθερό και το εφήμερο, ανάμεσα στο όνειρο και στον εφιάλτη.

Η παράσταση

Σ ’ένα κινηματογραφικό (3D) σκηνικό οι ήρωες του Τσιφόρου κινούνται λουσμένοι στους πολύχρωμους φωτισμούς του Ιωάννη Τούμπα, ντυμένοι με τα πλουμιστά κοστούμια εποχής ’40 – ’50 από τους Αλεξάνδρα Σιάφκου και Αριστοτέλη Καρανάνο, οι οποίοι υπογράφουν και τη λιτή σκηνική εγκατάσταση, ζωντανεύουν μια αφελή μεν ιστορία εποχής, αλλά διασκεδάζουν το κοινό με τις ερμηνείες των ηθοποιών του Κ.Θ.Β.Ε. που τους υποδύονται.

Κι αυτό ακριβώς είναι το σημαντικό σ’ αυτή την παράσταση ερμηνειών. Η σκηνοθέτις προτίμησε το ανάλαφρο ύφος γλυκανάλατου μπουλβάρ στην κίνηση και την ομιλία των ηθοποιών και, μάλιστα, σε πλήρη διάταξη σε όλο το μήκος της σκηνής.

Η Λίλα Βλαχοπούλου, χαμαιλέων ηθοποιός, είναι η χαριτωμένη Αλίντα, ένας στιβαρός άξονας στο παλιομοδίτικο ύφος που τον θέλησε η σκηνοθεσία, γύρω από τον οποίο στρέφεται η ιστορία, ακόμη κι αυτός ο χαρακτήρας του γαλοθρεμμένου Αντρέα – Λευτέρη Δημητρόπουλου, ο οποίος είναι υπερκινητικός, υπερ- υπερβολικός, ίσως για να δώσει γρήγορους ρυθμούς στην παράσταση.

Η Μομώ Βλάχου, πολύ καλή και στο τραγούδι, εμπλουτίζει τη σκηνή με την πληθωρική της παρουσία, πλάι στον εξαιρετικό μουσικό Παναγιώτη Μπάρλα, ο οποίος παίζει ζωντανά στο πιάνο γνωστές μελωδίες, άλλοτε ως ιντερμέδια κι άλλοτε ως καίριοι συμβολισμοί στην εξέλιξη της υπόθεσης.

Ο Θανάσης Δισλής είναι ένας απολαυστικός κομπέρ- αφηγητής, ενώ εντυπωσιάζει και ως λαμόγιο – Τζιάκομο. Εξίσου απολαυστική και η έμπειρη Λίλιαν Παλάντζα, μια ζουμερή και λιγωμένη επιβάτιδα στο πλοίο.

Ισχυρό χειροκρότημα και στους υπόλοιπους ρόλους που ερμηνεύονται από τους ηθοποιούς του Κ.Θ.Β.Ε. , οι οποίοι αποδίδουν τα μέγιστα στη σκηνή, ακολουθώντας πειθήνια τη σκηνοθετική γραμμή.

Όλος ο θίασος βάζει «γερές πλάτες» για να υψωθεί αυτό το οικοδόμημα, το όποιο στηρίζει την «Πινακοθήκη των Ηλιθίων» του Νίκου Τσιφόρου, έτσι όπως το σχεδίασαν η Ανδρομάχη Χρυσομάλη και οι συνεργάτες της.

Οι έμπειροι θεατές διαπιστώσαμε, έτι μια φορά, ότι η κωμική θεατρική γραφή της εποχής καταγράφει τη μεταβατική πορεία της ίδιας της νεοελληνικής κοινωνίας, που αλλάζει, εκσυγχρονίζεται και ανεβάζει όλο και περισσότερο τον πήχη στα όνειρα και τις επιδιώξεις των πολιτών της. Παρότι, πολλές φορές, υποφέρουν από την κοινωνική κατάσταση της Ελλάδας, οι κωμικοί ήρωες δεν είναι επαναστάτες. Με τα φαρσικά σχέδια και τις εξαπατήσεις τους δεν επιθυμούν να ανατρέψουν το κοινωνικό σύστημα, αλλά αντίθετα να ενταχθούν σ’ αυτό και να εξασφαλίσουν τη θέση τους στον όχι, βέβαια, ιδανικό αλλά κατά κάποιο τρόπο σίγουρο μικροαστικό τους κόσμο.

Επίλογος

Το να γνωρίσεις τον Νίκο Τσιφόρο από τηλεοπτικές διασκευές ή από εκφράσεις του που μπήκαν στην καθημερινή μας κουβέντα, είναι σαν να γνωρίζεις τη θάλασσα από καρτ ποστάλ.

Η τέρψη που δίνει το έργο του έρχεται από τη μελέτη του. Προσφέρει μια πληρότητα που πηγάζει από το ζωντάνεμα των χαρακτήρων, την αυθεντική απόδοση των διαλόγων και τις μεστές περιγραφές του περιβάλλοντος, μέσα στο οποίο διαδραματίζονται τα γεγονότα.

Μπορεί κανείς να καταπιαστεί με πολλές όψεις του έργου του. Να τον εξετάσει σαν σατιρικό ή κριτικό της ιστορίας, σαν στοχαστή ή σαν ηθογράφο.

Όμως, αναμφισβήτητα, μπορούμε οι θεατές – αναγνώστες να τον αποκαλέσουμε «ποιητή της κουρελιάρικης φιλοσοφίας». Σ΄ αυτή τη συνοπτική παρουσίαση του Νίκου Τσιφόρου στοχεύει και τη δίνει η παράσταση του Κ.Θ.Β.Ε. «Πινακοθήκη των ηλιθίων», έστω με τρόπο παλιομοδίτικο, στην αίθουσα «Σωκράτης Καραντινός» στη Μονή Λαζαριστών.

Συντελεστές:

Σκηνοθεσία – Δραματουργική Επεξεργασία – Μουσική Επιμέλεια – Ηχητικός Σχεδιασμός: Ανδρομάχη Χρυσομάλη

Σκηνικά – Κοστούμια: Αλεξάνδρα Σιάφκου, Αριστοτέλης Καρανάνος

Φωτισμοί: Ιωάννης Τούμπας

Κίνηση: Ιωάννα Μήτσικα

Εικονικό περιβάλλον – 3D Projection Mapping: Στάθης Μήτσιος

Βοηθοί Σκηνοθέτη: Βαγγέλης Μάγειρος, Μάρα Τσικάρα

Βοηθός σκηνογράφος – ενδυματολόγος: Δανάη Πανά

Β’ Βοηθός Σκηνοθέτη: Χριστίνα Ζαχάρωφ

Οργάνωση παραγωγής: Αθανασία Ανδρώνη

Παίζουν:

Λίλα Βλαχοπούλου: Αλίντα

Μομώ Βλάχου: Τραγουδίστρια

Λευτέρης Δημηρόπουλος: Αντρέας

Θανάσης Δισλής: Αφηγητής, Τζιάκομο

Χριστίνα Ζαχάρωφ: Σεσίλ

Λευτέρης Λιθαρής: Γκασπάρ, Μπορν

Λίλιαν Παλάντζα: Κυρία στο πλοίο

Ρούλα Παντελίδου: Μαντλέν, Τζαμαφού

Βασίλης Σπυρόπουλος: Κύριος στο πλοίο

Γιώργος Σφυρίδης: Πλιμμ, Λεξ

Στέργιος Τζαφέρης: Χουάν, Τέριγκτων

Στην παράσταση συμμετέχει και ο μουσικός Παναγιώτης Μπάρλας.

ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading
Advertisement
Click to comment

You must be logged in to post a comment Login

Leave a Reply

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Πολιτισμός

Συναυλία της Άννας Βίσση στην Καβάλα

Συναυλία-της-Άννας-Βίσση-στην-Καβάλα

Συναυλία της Άννας Βίσση στην Καβάλα

Οι θαυμαστές της Άννας Βίσση θα έχουν την ευκαιρία να απολαύσουν ζωντανά την δημοφιλή τραγουδίστρια σε συναυλία που θα πραγματοποιηθεί την Δευτέρα 5 Αυγούστου, στο δημοτικό στάδιο «Ανθή Καραγιάννη» στην Καβάλα.

Η συναυλία της Άννας Βίσση στη Καβάλας εντάσσεται στο πρόγραμμα καλοκαιρινής περιοδείας, που θα πραγματοποιηθεί με κεντρικό σύνθημα «Προτιμώ… Άννα Βίσση».

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΘΕΜΑΤΑ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading

Πολιτισμός

«Μέθοδος Gronholm» του Jordi Galceran στο «Αντιγόνη Βαλάκου»

«Μέθοδος-gronholm»-του-jordi-galceran-στο «Αντιγόνη-Βαλάκου»

 ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ

«Καλησπέρα και καλώς ήρθατε. Όπως σας έχουμε ήδη ενημερώσει, αυτή είναι η τελική φάση της διαδικασίας επιλογής για τη θέση του εμπορικού διευθυντή της ΔΕΚΙΑ. Είστε οι τελευταίοι υποψήφιοι. Η διαδικασία δεν είναι η συνήθης. Η πόρτα είναι ανοιχτή. Σας είπαμε ότι είστε οι τελευταίοι υποψήφιοι. Αλλά δεν είστε τέσσερις οι τελευταίοι υποψήφιοι.» *

 Οι τελευταίοι τέσσερις υποψήφιοι για τη θέση υψηλόβαθμου στελέχους σε μια πολυεθνική εταιρεία συμμετέχουν στην καθοριστική κοινή φάση της διαδικασίας επιλογής. Οι παράξενες δοκιμασίες, που επιβάλλουν οι ψυχολόγοι της εταιρείας στους υποψήφιους, σύντομα εξελίσσονται σε πραγματική μάχη, της οποίας η σκληρότητα και η έλλειψη ενδοιασμών φαίνονται να μην έχουν όριο. Ως ποιο σημείο είναι ικανοί να φτάσουν προκειμένου να εξασφαλίσουν τη θέση εργασίας που πάντα ονειρεύονταν;

Αυτό που δεν ξέρουν είναι ότι η συνέντευξη άρχισε πριν ακόμα μπουν στην αίθουσα. Οι τέσσερίς τους πρέπει να ανταγωνιστούν μέσα από μία σειρά ψυχολογικών τεστ, γνωστών ως «μέθοδος Gronholm». Στα διαλείμματα νέες οδηγίες και κανόνες εντείνουν, σκληραίνουν, δυναμιτίζουν τα παιχνίδια του μυαλού (Mind Games).

Αν το βραβευμένο έργο θυμίζει κάτι από reality τηλεπαιχνίδι, δεν είναι σύμπτωση. Κάθε νέο «mind game» ανεβάζει τον πήχη της έντασης και κάθε καινούργιο αθώο αστείο αποκαλύπτει τη σκληρή πραγματικότητα των οικονομικών εταιρειών. Είναι στην ουσία ένα θέατρο μέσα στο θέατρο, που με αστραπιαίο ρυθμό μετατρέπεται από κωμωδία σε ψυχολογικό θρίλερ και από μιούζικαλ σε δραματικό έργο δωματίου. 

Ο Καταλανός συγγραφέας εμπνεύστηκε το έργο από πραγματικά αρχεία εταιρειών που είχε βρει πεταμένα. Σ’ έναν κάδο απορριμμάτων στην Βαρκελώνη, πράγματι, βρέθηκαν έγγραφα μιας αλυσίδας σούπερ μάρκετ, στα οποία ο υπεύθυνος προσωπικού είχε αποτυπώσει σκληρά, σεξιστικά, ξενοφοβικά, συμπλεγματικά σχόλια, για τους υποψήφιους μίας θέσης στο ταμείο.

Πρόκειται για μια μαύρη κωμωδία που είναι, θα έλεγα, μια τομή ανάμεσα στο Survivor και στο «Βωβό Σερβιτόρο» του Πίντερ. Είδε για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας στη Βαρκελώνη το 2003 κι από τότε έχει ανεβεί σε 60 χώρες κι έχει μεταφραστεί σε 20 γλώσσες σε όλο τον κόσμο.

«Η μέθοδος Γκρόνχολμ» έχει αποσπάσει περισσότερα από είκοσι βραβεία. Έχει επίσης γυριστεί σε ταινία, το 2003, τη διασκευή της οποίας υπογράφει ο ίδιος ο συγγραφέας, με τίτλο «El Metodo». Η ταινία απέσπασε δύο βραβεία Goya, το ένα εκ των οποίων ήταν του καλύτερου διασκευασμένου σεναρίου.

Ο νέος σκηνοθέτης Θεοδόσης Σκαρβέλης (απόφοιτος της διακεκριμένης ρωσικής σχολής GITIS) καθοδηγεί μια δυναμική ομάδα ηθοποιών και όλοι μαζί μάς αφηγούνται την ιστορία του Φερνάντο, του Ενρίκε, της Μερσέδες και του Κάρλος – ή αλλιώς τεσσάρων από εμάς – στον αγώνα τους να βρουν μια θέση σε μια αδυσώπητη εργασιακή πραγματικότητα. Με δοκιμασίες που μας πηγαίνουν συνεχώς από την κωμωδία στο δράμα, και με διαλόγους που θυμίζουν τις δικές μας καθημερινές συζητήσεις, αναδεικνύουν μια πλευρά της πραγματικότητας που τείνει να γίνει κανόνας.

Η μέθοδος Γκρόνχολμ είναι στην ουσία η μέθοδος του μέγιστου κέρδους, η μέθοδος του καπιταλισμού, που δε θέλει αδύναμα ανθρωπάκια να υποκρίνονται τα καθάρματα, αλλά πραγματικά καθάρματα που να υποδύονται τους ανθρώπους, με κανονικά συναισθήματα και ευαισθησίες για τους υπαλλήλους και τις ιδιαιτερότητές τους: την οικογενειακή τους κατάσταση, τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις ή τον θάνατο κάποιου δικού τους προσώπου.

 Το μινιμαλιστικό σκληρό σκηνικό της Μιχαήλας Πλιαπλιά, διαρθρώνεται κλιμακωτά σε επάλληλα επίπεδα, με έναν εντυπωσιακό τρόπο στη σκηνή του θεάτρου, ενώ τα ηχοτοπία του Νίκου Σωτηρέλη και οι φωτισμοί της Εβίνας Βασιλακοπούλου, δημιουργούν μια υποβλητική ατμόσφαιρα που ξεφεύγει από τα στενά όρια του ρεαλιστικού θεάτρου.

Ο σκηνοθέτης Θεοδόσης Σκαρβέλης, με οδηγό την ενδιαφέρουσα μετάφραση των Μαρίας Τσατσαρώνη και Γιώργου Καραμίχου, μας παραδίδει μια παράσταση σε σωστό ρυθμό και με ακριβείς σκηνικούς χρόνους, καθώς εικονοποιεί ευθύβολα τις βάναυσες διαδικασίες επιλογής ανθρώπινου δυναμικού, έτσι ώστε να φωτιστεί ο παραλογισμός αυτής της στρατηγικής. Ο λόγος πυκνός και εύστροφος υπηρετεί τις κατευθύνσεις του προβληματισμού του συγγραφέα.

Οι τέσσερις υποψήφιοί μας είναι επιφανειακά στερεοτυπικοί, αλλά εξαιρετικά παραστατικοί, ως δυνάμει στελέχη της αδηφάγας καπιταλιστικής αγοράς, από το κουαρτέτο των ερμηνευτών.

Είναι όλοι αναγνωρίσιμοι άνθρωποι της καθημερινότητάς μας: ο κυνικός, άγριος ανταγωνιστής Φερνάντο (Τρύφωνας Ζάχαρης), ο λαλίστατος μεσήλικας οικογενειάρχης Ενρίκε (Θανάσης Χαλκιάς), ένας νεαρός, ο Κάρλος, που υποβάλλεται στην ταπεινωτική διαδικασία της φυλομετάβασης (Αντώνης Αντωνιάδης) και μια γυναίκα, η Μερσέδες ( Πάολα Καλλιγά), που ξέρει να παλεύει δύο φορές πιο σκληρά στον κόσμο των ανδρών.

Τέσσερις ηθοποιοί, τέσσερις υποκρίσεις με ικανοποιητικό επίπεδο θεατρικής εντιμότητας, αλλά επιτρέψτε μου να ξεχωρίσω τον Θανάση Χαλκιά. Εξαιρετικός. Έχει μεστή θεατρικότητα, έχει υπέροχες μεταπτώσεις, διαθέτει εξαίσια ηχοχρώματα στη φωνή του, ελίσσεται θαυμάσια σωματικά και φωνητικά και, σαφώς, η εμπειρία του, έναντι των συνάδελφων του, ευθύνεται για όλα αυτά τα προσόντα.

Οι θεατές παρατηρούμε συντονισμό στον στόχο, ευελιξία και ευεργετική διαχείριση του χειμαρρώδους ρυθμού της ιστορίας. Ο καθένας, δυνατός στον ρόλο του, ανταποκρίνεται στο καταιγιστικό γαϊτανάκι των συνεχών εκπλήξεων και του αναπάντεχου. Αυτά, με τη σειρά τους, συνηγορούν στο χαοτικό ψυχισμό των προσώπων, που αδυνατούν να αντισταθούν στην επικίνδυνα ενορχηστρωμένη , από πριν, δοκιμασία.

Συναντάμε τον κάθε υποψήφιο να αξιολογεί τον ανταγωνισμό, σε κάποιο διασκεδαστικό παράπλευρο παιχνίδι. Όμως, συμβαίνουν πολλά περισσότερα από όσα φαίνονται στην επιφάνεια, γιατί η ενδιαφερόμενη επιχείρηση αποδεικνύεται μία από αυτές τις «φωτισμένες» εταιρείες, που ωθούν τους «μνηστήρες» στα άκρα, σε μια σειρά από ακροβατικά και ψυχολογικά τεστ για να ελέγξουνε τις δυνάμεις τους.

Ένα ηλεκτρονικό συρτάρι συνεχίζει να ανοίγει, το περιεχόμενό του λάμπει όπως ο χαρτοφύλακας στο “Pulp Fiction”, με φακέλους που περιέχουν δοκιμασίες – προκλήσεις, τις οποίες οι υποψήφιοι πρέπει να εκτελέσουν με επιτυχία ή να τις εκκινήσουν από την αίθουσα συνεδριάσεων. Παράδειγμα, η τετράδα υποψηφίων πρέπει να φορέσει ένα σετ από εκκεντρικά καπέλα, για ένα αστείο μεν, αγχωτικό δε, παιχνίδι ρόλων.

Θα ήταν ανεπίτρεπτο spoiler να πω περισσότερα για όσα συμβαίνουν στην εξέλιξη του έργου επί σκηνής, αλλά σας διαβεβαιώ ότι σ’ αυτό το συναρπαστικό ταξίδι, με ανατροπές που εκπλήσσουν το μυαλό, συναντάμε ένα από τα πιο δυνατά φινάλε που έχουμε δει στο σύγχρονο θέατρο.

Ωστόσο, όσο συναρπαστικό κι αν είναι το ανθρώπινο δράμα, δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τον πραγματικό στόχο, ένα εδραιωμένο σύστημα εξουσίας που λειτουργεί κρυφά για να παίζει τους μισθωτούς σαν μαριονέτες. Όπως το «God of Carnage», το «Gronholm» είναι – στη μεγάλη πορεία τού ευρωπαϊκού θεατρικού συγγραφέα – μια πολιτική αλληγορία πολύ ευκρινής, κάτω από την κωμική επιφάνεια της ιστορίας.

Συντελεστές

Συγγραφέας: Jordi Galcerán
Μετάφραση: Μαρία Τσατσαρώνη – Γιώργος Καραμίχος
Σκηνοθεσία: Θεοδόσης Σκαρβέλης
Σκηνογραφία / Κοστούμια: Μιχαήλα Πλιαπλιά
Σχεδιασμός φωτισμών: Εβίνα Βασιλακοπούλου
Σχεδιασμός ηχοτοπίου – Σύνθεση πρωτότυπης μουσικής: Νίκος Σωτηρέλης
Κατασκευαστές σκηνικού: Γιώργος Μαστοράκης, Γιάννης Σταυρίδης, Κώστας Γαρουφαλίδης
Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Κόκκας

Παίζουν οι Ηθοποιοί
Φερνάντο: Τρύφωνας Ζάχαρης
Ενρίκε: Θανάσης Χαλκιάς
Μερσέδες: Πάολα Καλλιγά
Κάρλος: Αντώνης Αντωνιάδης

ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading

Πολιτισμός

«Ο καλός άνθρωπος του Σε Τσουάν» του Μπέρτολτ Μπρεχτ από το Κ.Θ.Β.Ε.

«Ο-καλός-άνθρωπος-του-Σε-Τσουάν»-του-Μπέρτολτ-Μπρεχτ-από-το-ΚΘΒΕ.

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ

Θα μπορούσε να είναι Αριστοφάνης δηκτικός, καταγγελτικός κι αθυρόστομος, αλλά είναι ο Μπρεχτ, ο ανοιχτός- εκ πεποιθήσεως – σε πολλές και διαφορετικές αναγνώσεις. Θα μπορούσε ν΄ αλώνιζε τη σκηνή ένας Μνησίλοχος μασκαρεμένος με πρόθεση, αλλά είναι η Σεν Τε, μια, ας πούμε δυναμική φιγούρα, ταιριασμένη στο σκαρί της Ιωάννας Δεμερτζίδου που, αν ήθελε ο σκηνοθέτης, θα είχε την ικανότητα να οργώσει αυτή η ηθοποιός τη σκηνή, να φέρνει τα πάνω –κάτω, να επιβάλλει αναγκαστικές ανατροπές, αλλά είναι αρκετά φρόνιμη και ήπια -σκηνοθετική αδεία – κι ωστόσο, επιζεί σ’ έναν κόσμο άδικο, σκληρό, ανάλγητο, διπρόσωπο.

Αυτό συμβαίνει αργά- αργά, στην παράσταση που ανέβασε στο «Βασιλικό Θέατρο» το Κ.Θ.Β.Ε.

«Πώς μπορεί να είναι κανείς καλός, όταν τα πάντα είναι τόσο ακριβά;» Ο τελευταίος καλός άνθρωπος στη Γη, σύμφωνα με την ιστορία μας, ήταν μια πόρνη στην Κίνα, στο μακρινό Σε τσουάν. Ακόμα κι αυτή, η καλόπιστη κι αφελής Σεν Τε, χρειάστηκε να επινοήσει το κακό alter ego της για να επιβιώσει.

Στη σκιά του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, μεταξύ 1938-1940, ο Μπρεχτ, ήδη εξόριστος στη Σουηδία, γράφει ένα από τα σημαντικότερα έργα του. Ο διδακτισμός υποχωρεί, η ανθρώπινη φύση με τις αντινομίες της και τα ηθικά διλήμματα προσεγγίζονται με ποιητική διάθεση, οι λύσεις δεν είναι προφανείς, ενώ –σκωπτικά μπορούμε να πούμε – ο Σωκράτης με τον Κομφούκιο «ενώνουν» το ελληνικό πνεύμα με το κινέζικο, δανείζουν το μείγμα στον Γερμανό Μαρξιστή πρωτοπόρο του «επικού θεάτρου» Μπρεχτ κι εκείνος «σερβίρει» στην ανθρωπότητα την πνευματική τροφή της αλληγορίας, μέσα από τη φιλοσοφία και τη διανόηση.

«Ο καλός άνθρωπος του Σε τσουάν» πασχίζει εδώ και χρόνια να δώσει απάντηση στο αγωνιώδες ερώτημα που τον κατατρύχει: πώς να συνταιριάσει τη φυσική του καλοσύνη με τη σκληρή πραγματικότητα, την προσωπική του ευτυχία με κείνη των άλλων, το ήθος με την ιδιοτελή ηθική τού κέρδους;

Ανέβηκε για πρώτη φορά στη Ζυρίχη της Ελβετίας το 1943. Η δραματική του φόρμα ακολουθεί τους κανόνες του «μη αριστοτελικού δράματος» και του μπρεχτικού «επικού θεάτρου». Με το εξαιρετικό εύρημα του «διχασμού», ο Μπρεχτ δραματοποιεί τη διπλή υπόσταση του κόσμου, το αιώνιο χάσμα ανάμεσα στον άνθρωπο και τις κοινωνικές δομές που δημιουργεί, ανάμεσα στην υπαρξιακή ανάγκη και την οικονομική αναγκαιότητα, ανάμεσα στις ηθικές αξίες και την αδυσώπητη πραγματικότητα.

Η παραβολική δράση τοποθετείται στην Ανατολή. Τρεις θεοί έρχονται στη γη προς αναζήτηση, έστω, ενός καλού ανθρώπου, ώστε να δικαιολογείται η συνέχεια του κόσμου. Εντοπίζουν την καλόκαρδη Σεν Τε και ξεπληρώνουν με χρήματα τη φιλοξενία της. Εκείνη, ανήμπορη να συγκρατήσει – την καταστροφική για την ίδια – πλημμυρίδα της μεγαλοψυχίας της προς τους αναξιοπαθούντες συμπολίτες της, επινοεί έναν δεύτερο εαυτό, τον «ξάδελφο» Σουί Τα. Αυτός την απαλλάσσει απ’ όσους παρασιτούν σε βάρος της κι υπερασπίζεται, όποτε χρειαστεί, τα συμφέροντά της. Τούτη η απελπιστική λύση που υιοθετεί η Σεν Τε, τη διασώζει μεν κοινωνικά, τη συντρίβει δε, ψυχικά.

Τίποτα δεν απλουστεύεται. Αντίθετα, μια ιδιοφυής ύπαρξη με αντιφατικά χαρακτηριστικά αναδύεται, για ν’ αποδείξει πως στις οργανωμένες ταξικές κοινωνίες το Καλό δεν μπορεί να έχει φύση αμιγή και πως οι λύσεις δεν έρχονται, επ’ ουδενί, εξ’ ουρανού. Όπως σε όλη τη δραματουργία του Μπρεχτ, το τέλος παραμένει ανοιχτό και η φαινομενική αφηγηματική καθαρότητα εγείρει σύνθετα ερωτήματα, που στόχο έχουν ν’ αφυπνίσουν την κριτική συνείδηση του κοινού.

Στα χρόνια που πέρασαν από την περίοδο που γράφτηκε (1930 – 1941) το έργο, τα ιστορικά γεγονότα που μεσολάβησαν πριμοδότησαν την θεατρική τέχνη με πολλές ιδέες και απόψεις, ενώ σκηνοθέτες σ΄ όλον τον κόσμο τις διαπραγματεύθηκαν ή επεξεργάστηκαν, στο πλαίσιο του μεταπολεμικού προβληματισμού, για το τι είναι και σε τι μπορεί να στοχεύει, το πολιτικό, αριστερής ιδεολογίας, θέατρο. Τα ίδια τα έργα του Μπρεχτ, ωστόσο, παραμένουν πιο ενδιαφέροντα από ποτέ, σύγχρονα μετά τον μεταμοντερνισμό, θησαυροί για σκηνικούς πειραματισμούς, για πολυεπίπεδο στοχασμό και ψυχαγωγία υψηλών αξιώσεων.

Στην παράσταση του Κ.Θ.Β.Ε. η σκηνοθεσία του κ. Δημήτρη Καραντζά φέρνει μια πρόταση στα μέτρα του «θεάτρου μαριονέτας». Θεωρεί ότι έτσι σταθμίζει αποτελεσματικά την ελκυστική μυθοπλασία με την μπρεχτική προβληματική, θέτοντας αμφότερες στην υπηρεσία ενός φιλικού θεάματος προς τον θεατή, ακόμη κι από την προσχολική ηλικία, εφόσον και το σκηνικό είναι ένας μεγάλος γκρίζος τοίχος ψυχρού δωματίου, που πέφτει και δημιουργείται ένα άνοιγμα όμοιο με αυτό του κουκλοθέατρου και υπαινίσσεται μ’ αυτόν τον , μάλλον ανέμπνευστο τρόπο, τη χειραγώγηση ανθρώπων από χειριστικούς τύπους της αρπαγής, της μπαγαμποντιάς, της μαφιόζικης στρατηγικής.

Οι ηθοποιοί κινούνται σαν μαριονέτες, τρόπον τινά, σηκώνονται από τις καρέκλες τους, λένε τα λόγια τους και ξανακάθονται. Ακόμα κι ο μπερντές που σκαρώθηκε σε μια γωνιά για τις ανάγκες της αφήγησης, θυμίζει το σπίτι του Καραγκιόζη.

Όλοι τους, ασφαλώς, εξαιρετικοί ερμηνευτές, εδώ είναι πειθαρχημένοι εργάτες της σκηνής, ακολουθούν πειθήνια τις σκηνοθετικές οδηγίες και υπηρετούν το όραμα του κ. Καραντζά.

 Επίσης, η σκηνοθεσία τονίζει το στοιχείο της αποστασιοποίησης, ακυρώνοντας επιδεικτικά τη σύμβαση κοινού – σκηνής, ως τρόπου αφήγησης που δεν ταράσσει στο παραμικρό την ησυχία της πλατείας.

 Ίσως, δεν άρεσε σε αρκετούς θεατές αυτή η διαλεκτική σχέση ηθοποιών –θεατών, αλλά οι εκτιμήσεις όλων μας είναι υποκειμενικές. Θα πω, βέβαια,ότι το συγκεκριμένο ύφος της παρούσας παράστασης είναι πειραματικό, για να παρακολουθήσει το κοινό το πώς αντιλαμβάνεται ο σύγχρονος σκηνοθέτης τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η θεατρική γλώσσα και στη χώρα μας.

Οι μουσικές επί σκηνής από όργανα που οι μουσικοί: Δάνης Κουμαρτζής (κιθάρα), Αμαλία Σάνη (τσέλο), Κατερίνα Ταβλαδωράκη (κλαρινέτο),

παίζουν με δεινότητα, είναι μεν εύρημα σκηνοθετικό, αλλά δεν αποτελεί το κέντρο του κόσμου της. Ουσιωδώς η μουσική συνεργάζεται αρμονικά με τα υπόλοιπα στοιχεία της αφήγησης και λειτουργεί υποκινητικά, για ν΄ αναδείξει, ας πούμε, τους θεατρικούς χαρακτήρες και να αιτιολογήσει τα κίνητρα των πράξεών τους στην εξέλιξη της ιστορίας. Άλλωστε, η μουσική που έγραψε ο Δημήτρης Καμαρωτός μεγεθύνει την ησυχία της πλατείας.

Πρόκειται, λοιπόν, για ένα τολμηρό φορμαλιστικό εγχείρημα που προκαλεί τον θεατή σ’ έναν παθητικό τρόπο θέασης. Συμπράττουν σ’ αυτό όλοι οι συντελεστές: Ηθοποιοί, σκηνικά, κοστούμια, πρωτότυπη μουσική και, κυρίως, σκηνοθετική άποψη που πιστεύει ότι «εξαργυρώνει» τις επιταγές του Μπρεχτικού ρεαλισμού.

Ο κ. Δημήτρης Καραντζάς, υποθέτω, ότι μελέτησε στη λεπτομέρεια το κείμενο και τη μπρεχτική ρητορική, ανακατεύτηκε με τη λογική του κουκλοθέατρου, επέβαλε αργούς ρυθμούς, συνεργάστηκε με ευφυείς ανθρώπους, ικανότατους επαγγελματίες που τον ακολούθησαν πιστά και, τελικά, παρέδωσε στο κοινό μια συμβατική θεατρική εμπειρία.

Η ταλαντούχα ηθοποιός Ιωάννα Δεμερτζίδου αγωνίζεται να αποδώσει την εύθραυστη και αδυσώπητη δυαδικότητά της, κάθε φορά που απεκδύεται την καλοσύνη και ντύνεται την κακία, όπως της δίδαξε ο σκηνοθέτης.

Ο μυώδης και λεβεντόκορμος Νίκος Μήλιας, πείθει ως αεροπόρος, ως στιβαρό αρσενικό, για το ανάλγητο και τα πολλαπλά πρόσωπα ενός αιθεροβάμονα έρωτα, που ξέρει να ξεγελά ακόμη και αυτόν που πάει να σε γελάσει. 

O πολύ καλός ηθοποιός Χρίστος Στυλιανού, αναλαμβάνει τον μαραγκό «Λιν Το» κάνοντας το λίγο, πολύ!

Ο έμπειρος Ορέστης Παλιαδέλης εντυπωσιάζει στον ρόλο του νερουλά. Η Ελένη Θυμιοπούλου είναι πράγματι απολαυστική συμφεροντολόγα, ιδίως όταν ξεσπά σ’ ένα μακρόσυρτο γέλιο που, ευτυχώς, ταρακουνά κάπως την ηρεμία της αίθουσας, μα κι όλος ο θίασος κινείται σύμφωνα με τις σκηνοθετικές οδηγίες και συνεργάζεται με τους υπόλοιπους συντελεστές, ώστε να έρθει ένα ποθητό φινάλε στην μακροσκελή παράσταση.

Ακούμε στην αρχή: «Α, πολύ ωραίος μα την αλήθεια αυτός ο κόσμος!
Παντού δυστυχία, προστυχιά και απελπισία! Ακόμα και τα τοπία κατάντησαν αποκρουστικά: Τα όμορφα δέντρα είναι κουτσουρεμένα κι έχουν γίνει τηλεγραφόξυλα, και πέρα από τα βουνά, βαριά σύννεφα καπνού και βροντές από κανόνια! Πουθενά, πουθενά ούτε ένας καλός άνθρωπος!». Στον δε επίλογο, λέει ο ηθοποιός: «Το πώς θα πάψει αυτό το κακό, ψάχτε να το βρείτε μονάχοι σας. Πήγαινε, ψάξε, αγαπημένο μου κοινό. Μια κατάλληλη λύση πρέπει να υπάρχει. Όχι στο θέατρο, ψάξε τη στη ζωή!».

Ενδιαφέρουσα η μετάφραση της Άννυς Κολτσιδοπούλου, ενώ ο μεγάλος πρωταγωνιστής είναι ο φωτισμός του Δημήτρη Κασιμάτη. Είναι «ακριβό» δώρο σ’ αυτή την «επίπεδη» παράσταση του κρατικού Βορειοελλαδίτικου φορέα.

Να σημειώσω ότι το έργο σκηνοθέτησε για το Κ.Θ.Β.Ε. ο Μίνως Βολανάκης το 1965 και ο Πέτρος Ζηβανός, το 2002. Επίσης, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος συμμετείχε στα 49α Δημήτρια με αυτό το έργο, σε σκηνοθεσία Γιάννη Μαργαρίτη. Επρόκειτο για παραγωγή που αποτέλεσε Διπλωματική Εργασία Αποφοίτων Δραματικής Σχολής  του 2014.

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ:
Μετάφραση: Άννυ Κολτσιδοπούλου

 Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς

Σκηνικά: Κωνσταντίνος Σκουρλέτης, Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη

 Μουσική: Δημήτρης Καμαρωτός

 Επιμέλεια κίνησης: Αλέξης Τσιάμογλου

Φωτισμοί: Δημήτρης Κασιμάτης

 Βοηθός σκηνοθέτις -Δραματολόγος: Κορίνα Βασιλειάδου

 Βοηθός σκηνογράφου: Μανώλης Ψωματάκης

 Βοηθός ενδυματολόγου: Σόνια Καϊτατζή

Οργάνωση παραγωγής: Μαρίνα Χατζηιωάννου

 Οδηγός σκηνής: Marleen Verschuuren,

Φωτογραφίες: Mike Rafail (ThatLong Black Cloud)
 
* βοηθός σκηνοθέτηστο πλαίσιο πρακτικής άσκησης: Ελίνα Τσιορμπατζή

Παίζουν οι ηθοποιοί (με αλφαβητική σειρά: Μελίνα ΑποστολίδουΤζωρτζίνα ΔαλιάνηΙωάννα ΔεμερτζίδουΕλένη ΘυμιοπούλουΣτέλιος Καλαϊτζής, Γιάννης ΚαραμφίληςΆγγελος ΚαρανικόλαςΝίκος ΚουσούληςΝίκος Μήλιας, Χρυσή ΜπαχτσεβάνηΒασίλης ΜπεσίρηςΔημήτρης ΝαζίρηςΜπέττυ ΝικολέσηΙωάννα ΠαγιατάκηΟρέστης ΠαλιαδέληςΓιώργος Παπαδάκος, Βασίλης Παπαδόπουλος, Ιωάννα ΠιατάΧρίστος ΣτυλιανούΣτέργιος Τζαφέρης, Μαρία Χατζηιωαννίδου
 
*Έκτακτη αντικατάσταση: Λουκία ΒασιλείουΧρήστος Τσάβος, Γιάννης Τσεμπερλίδης

Μουσικοί επί σκηνής: Δάνης Κουμαρτζής (κιθάρα), Αμαλία Σάνη (τσέλο), Κατερίνα Ταβλαδωράκη (κλαρινέτο)

ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Continue Reading
Advertisement

Προτεινόμενα